
.
Ὅμως χρειάζεται νά πάω πιό πίσω στό χρόνο. Στό χωριό πού γεννήθηκα, Μεγάλο Περιστέρι Ἰωαννίνων, εἴχαμε ἕνα σπίτι στό κέντρο τοῦ χωριοῦ κι ἕνα ἔξω, κοντά στά χωράφια. Γεννήθηκα στό πρῶτο, στό κέντρο. Σ᾿ αὐτό ὑπῆρχε βιβλιοθήκη, ἴσαμε μισό ‘σύνθετο’ περίπου, μέ τζάμι. Δέν ξέρω τί βιβλία εἶχε μέσα, ὑποθέτω πώς ὁ πατέρας μου, πού χρημάτισε φοιτητής τοῦ Ἀχιλλέα Τζάρτζανου, πέρα ἀπό γραμματική καί συντακτικό, θά εἶχε καί κάποιο λεξικό στή βιβλιοθήκη του. Αὐτό πού θυμᾶμαι εἶναι ὅτι τούς χειμῶνες μέ τίς διακοπές τῶν μαθημάτων, ὁ πατέρας διάβαζε λογοτεχνικά κείμενα στά μεγάλα μου ἀδέρφια πού σπούδαζαν στή Ζωσιμαία σχολή (Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου, Πατούχα, Διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, Βατραχομυομαχία, Ἀκριτικά). Τόν Νοέμβρη τοῦ 1943, μέ τήν ἐξόρμηση τοῦ γερμανικοῦ στρατοῦ, δίκην ψαλίδας, ἀπό Ἤπειρο καί Θεσσαλία, τά σπίτια μας, ἐνῶ ὁ κόσμος εἶχε πάρει τά βουνά, ἔγιναν στάχτη. Τότε χάθηκε ἡ βιβλιοθήκη καί τό βιολί τοῦ πατέρα. Τά χρόνια πού ἀκολούθησαν, μιά δεκαετία περίπου, δέν ἤξερε κανείς ποῦ ἔχει τό κεφάλι του.
.
Στό διάστημα πού μεσολάβησε ἀπό τόν Ἐμφύλιο μέχρι τή δικτατορία, ἔβγαλα τό δημοτικό, τό γυμνάσιο καί τήν Ἰατρική Σχολή τῆς Ἀθήνας. Στό μεταξύ μέ ταλαιπωροῦσε τό ζήτημα τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης. Μετά τό πτυχίο, κάνοντας τή θητεία μου ὡς ἀγροτικός γιατρός, πρίν ἀπό 53 χρόνια, διέθετα τόν ἐλεύθερο χρόνο μου σέ διάβασμα καί σέ ἀσκήσεις πάνω στή γλωσσική διατύπωση. Μποροῦσα νά κάνω σκέψεις, ἀλλά δέν μποροῦσα νά τίς ἐκφράσω μέ ἀκρίβεια στό γραφτό λόγο, ἰδίως στόν δοκιμιακό. Εἶχα ἀπορρίψει τόν κοινό δημόσιο λόγο, ἀλλά δέν εὕρισκα τόν δικό μου τρόπο. Τότε ζήτησα καί τή βοήθεια τῶν λεξικῶν. Ὁ κόσμος πού μοῦ ἀνοίχτηκε μέσα ἀπό αὐτά ἦταν σωστή ἀποκάλυψη.
.
Πρῶτα πρῶτα διαπίστωσα τά μεγάλα κενά πού εἶχα πάνω στίς ἔννοιες τῶν λέξεων. Στίς περισσότερες λέξεις ἔβλεπα πόσο μονόπλευρα ἤ στραβά ἤξερα τή σημασία τους. Διαπίστωσα ἐπίσης τό τί πληθώρα ἀπό λέξεις ἀγνοοῦσα. Ἔπειτα, εἶδα πόσο ἀπόλυτα ἦταν τά λεξικά, καθώς δέν ἀποσιωποῦσαν λέξεις πού στήν ἐπίσημη ζωή μας τίς ἀποφεύγουμε, λέξεις πού σήμαιναν πράξεις ἀπωθητικές, σωματικές ἀνάγκες, κ.λπ. Ἀκόμα τί μεγάλος συσχετισμός ἐννοιῶν φανερώνονταν, συνώνυμες, συγγενικές, ταυτόσημες. Παραπέρα, τί ἀποχρώσεις ἐννοιῶν ἐπισημαίνονταν. Τέλος, τό βασικότερο, ἦταν ἡ προσγείωση σέ σταθερό ἔδαφος, πού ἔβαζε μέτρο στίς ἐννοιολογικές ἀσυδοσίες μου. Συχνά διαβάζω σήμερα δοκίμια, μελέτες ἤ καί πανεπιστημιακές ἐργασίες καί βλέπω πόσος ἀνερμάτιστος λόγος κυκλοφορεῖ.
.
Ἔτσι, θά ἔλεγα, ὅτι νιώθω τά λεξικά σάν ἀνιδιοτελεῖς συμπαραστάτες μου. Κι ἀκόμα σάν φιλικές παρουσίες. Πέρα ἀπό τή χρησιμότητά τους αἰσθάνομαι δηλαδή καί συναισθηματικό δεσμό μαζί τους. Δέν ξέρω ἀπό ποῦ ξεκινάει αὐτή ἡ οἰκειότητα, εἶναι πάντως ἀλήθεια πώς, ὅταν ἀνοίγω ἕνα λεξικό, φτιάχνει κατά κάτι ἡ διάθεσή μου. Τείνω σχεδόν νά χαμογελάσω φιλικά. Σίγουρα πάντως δέν μπορῶ νά ἐργαστῶ ἄν δέν ἔχω δίπλα μου λίγα λεξικά. Συνήθως μέ συνοδεύουν πέντε μικρά λεξικά – τοῦ Ἱδρύματος Τριανταφυλλίδη, τοῦ Μπαμπινιώτη, τοῦ Κριαρᾶ, τό Ἀναλυτικόν τῆς καθαρευούσης-δημοτικῆς τοῦ Βοσταντζόγλου, πού ἔχει στό τέλος ‘κλιτικά παραδείγματα’, καθώς καί τό Ἀντιλεξικόν ἐπίσης τοῦ Βοσταντζόγλου. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια θέλω νά αἰσθάνομαι κάπου κοντά στό σπιτικό περιβάλλον μου μεγαλύτερα λεξικά, τό Μέγα τοῦ Δημητράκου, τό τῶν Λίντελ-Σκότ-Κωνσταντινίδη, τήν Ἐγκυκλοπαίδεια Λαρούς καί μερικά ἐξειδικευμένα λεξικά σέ ὁρισμένους τομεῖς.
.
Ἔχοντας αὐτά αἰσθάνομαι σιγουριά καί ὄχι ξυλάρμενος, ἀλλά καί οἰκειότητα ψυχολογική. Πέστε μου ὅ,τι θέλετε, ἀλλά, ὅσο κι ἄν φαίνεται τραβηγμένο, ὁμολογῶ ὅτι ἔχω σχέση ἀγάπης μέ τά λεξικά.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ
.
.