Θάνος Γιαννούδης

Παλαιά ιστορία, νέα και καλαίσθητη απόδοση

*

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Γεωργίου Βιζυηνού, «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας»
Θεατρική διασκευή: Δέσποινα Μπισχινιώτη
Σκηνοθεσία: Διογένης Γκίκας – Δέσποινα Μπισχινιώτη
Ερμηνεύουν: Διογένης Γκίκας, Δέσποινα Μπισχινιώτη, Μιχαήλ Πάρτης
Θέατρο Σοφούλη, Θεσσαλονίκη, 21-23/4/2023

Με τη λήξη (;) της έντονης φάσης της πανδημίας του COVID-19, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια τεράστια βεντάλια επιλογών στον πολιτισμικό ορίζοντα, απότοκο, φυσικά, και των απολυταρχικών εγκλεισμών κι απαγορεύσεων που οδήγησαν την τέχνη και τη ζωή μας χρόνια πίσω. Μέσα σ’ αυτήν την κοσμογονία κυριολεκτικά δράσεων, εκδόσεων και πρότζεκτ που συντελείται τον τελευταίο χρόνο, είναι προφανές πως τα φώτα της δημοσιότητας δεν θα μπορέσουν να σταθούν εξίσου σε όλα τα εγχειρήματα. Στον θεατρικό δε τομέα, μοιραία η προσοχή θα πέσει στις παραγωγές των μεγάλων θιάσων, των ήδη «φτασμένων» ονομάτων κι ιδίως όσων έχουν επενδύσει χρήμα στην παραγωγή, τις γνωριμίες και την προώθηση, ανεξαρτήτως αισθητικού αποτελέσματος (συχνότατα δε και αντιστρόφως ανάλογα εκείνου, όπως είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε στις ακαλαίσθητες δράσεις περί της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 2023). Σε μια τέτοια συνθήκη, πρωτοβουλίες και παραστάσεις που ανεβαίνουν δίχως τυμπανοκρουσίες και μάλιστα εκτός Αθηνών, δίχως μάλιστα να υιοθετούν άκριτα κάθε ασυναρτησία που αυτοπροσδιορίζεται ως «πρωτοπορία», είναι μοιραίο να περάσουν στα ψιλά γράμματα, αν όχι στην σχεδόν άμεση λήθη. Κι όμως, κρίνουμε πως σε περιπτώσεις όπως εκείνη των Συνεπειών της παλαιάς ιστορίας του Γεώργιου Βιζυηνού που ανέβηκε προ ημερών στην πόλη της Θεσσαλονίκης σε διασκευή της Δέσποινας Μπισχινιώτη κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά άδικο.

Ο πρώτος σκόπελος που καλείται να περάσει κάθε προσπάθεια διασκευής της πεζογραφικής εξακτίνωσης του πολυσχιδούς έργου του Γεώργιου Βιζυηνού είναι αναμφίβολα η μετατροπή του μυθιστορηματικού ειρμού των εκτεταμένων διηγημάτων του σε λόγο θεατρικό και πειστικό, με συνοχή, σταθερή ροή και ρεαλιστική παραστατικότητα. Εδώ έρχεται η επιλογή των σημαντικότερων περιγραφικών και διαλογικών αποσπασμάτων από πλευράς της Μπισχινιώτη που όχι μόνο δεν μπερδεύει αλλά κρατά σχεδόν πάντα το ενδιαφέρον αμείωτο, διατηρώντας ακέραια την αίσθηση της συνέχειας παρά τις χρονικές μετατοπίσεις. Οι Γκίκας και Πάρτης τοποθετούνται σε πρώτο πλάνο με τον πρώτο να εναλλάσσεται ανάμεσα στα ανδρικά πρόσωπα και τον δεύτερο να υποδύεται σταθερά σε όλη την παράσταση μονάχα το ρόλο του μυθιστορηματικού Βιζυηνού, ενώ η γυναίκα της τριάδας κινείται στο φόντο, αναλαμβάνοντας συχνά χρέη αφηγητή και ολιγόλεπτους δεύτερους ρόλους. Το μοντάζ είναι πολύ καλά δουλεμένο, με μια κινηματογραφική ενίοτε εσάνς που αποδεικνύει σπουδή στις νεωτερικές (ευτυχώς όχι μετανεωτερικές) θεατρικές και στις κινηματογραφικές ακόμα τεχνικές, με οργανική, εντούτοις, ενσωμάτωσή τους στην υπάρχουσα δομή και αφήγηση κι όχι με άκριτη υιοθέτηση της κάθε πτυχής τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εφφέ που «ντύνουν» σε δεύτερο πλάνο τις σκηνές και συγκολλούν τα συνδετικά τους σημεία, με λιγοστό μεν μπάτζετ, αλλά με μεγάλη ευρηματικότητα. (περισσότερα…)

Advertisement

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [2/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 2/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

Για την γενική εισαγωγή στο παντούμ/παντούν, βλ. το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης. Όπως προσημειώνεται εκεί, η καταγραφή των ελληνικών παντούμ που ακολουθεί σε αυτό το δεύτερο μέρος δεν είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει δε 28 εν συνόλω ποιήματα. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση εφόσον έγινε δυνατόν να εντοπιστεί· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή. — Σ.Α.Κ.

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η Λάμια

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.

Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.

Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.

Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό. (περισσότερα…)

Παίρνοντας θέση τη στιγμή της κρίσης

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Γιάννης Κακριδής,
Ειδική Ποιητική Επιχείρηση,
Άπαρσις, Αθήνα, 2022

Το να μιλά κανείς για σημαντικά και κομβικά γεγονότα εκ των υστέρων κι εκ του ασφαλούς είναι προφανώς το μόνο εύκολο: ο κουρνιαχτός έχει κατακάτσει, οι νέες δυναμικές έχουν σαφώς κι ευκρινώς διαμορφωθεί, η πραγματικότητα έχει πια λάβει ένα νέο σχήμα βάσει του οποίου πλέον ερμηνεύει κανείς τα όσα πέρασαν και μεσολάβησαν έως ότου το καινοφανές αφήγημα εδραιώσει την κυριαρχία του. Τι γίνεται, όμως, όταν ακόμα η κατάσταση «καίει», όταν τα γεγονότα είναι επίκαιρα και οι δυναμικές τους κινούνται σε κατευθύνσεις πολυεπίπεδες, έτσι που να μην είναι κάποιος σε θέση να διακρίνει μέσα στην ετερογονία των σκοπών το πού θα γείρει η πλάστιγγα; Πόσες, αλήθεια, αναλύσεις και πόσα έργα τέχνης, περισσότερο ή λιγότερο «στρατευμένα», επενδύθηκαν σε σκοπούς του παρελθόντος που δεν δικαιώθηκαν, σε αφηγήσεις που δεν επιβλήθηκαν, σε καταστάσεις που δεν οδήγησαν εκεί που οι δημιουργοί τους προσδοκούσαν; Κι αξίζει, άραγε, τον κόπο να τοποθετούμαστε ανοιχτά όταν ακόμα ο νέος κόσμος πλάθεται στο καμίνι και το σουλούπι του χάσκει αδιαμόρφωτο; (περισσότερα…)

Η γαλάζια σημαία

*

Κάθε μπάνιο εντός του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης και του στενού Θερμαϊκού Κόλπου συνιστά μια εμπειρία βίαιης ενηλικίωσης κι ένα ταξίδι σωματικής μετάβασης και πολυπρισματικής αυτοεξερεύνησης. Ως φόρο τιμής στη μνήμη της Μαριανίνας Κριεζή, λοιπόν, αυτό το τραγουδάκι, βασισμένο πάνω σ’ ένα παλιότερο δικό της.

(περισσότερα…)

Yπερσιβηρικός

*

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Μνήμη Ορέστη Λάσκου
Και το τρένο της προόδου ολοταχώς
τρέχει σαν τρελό μέχρι να φτάσει
όσο γίνεται μακρύτερα απ’ το φως,
το Θεό,
την αγάπη
και την πλάση
ΝΤ. ΜΙΖΓΚΟΥΛΙΝ (μτφρ. Αλ. Πάρνη)

Περίμενα χρόνια να ’ρχόταν το τρένο,
λουσμένος με σκόνη μυριάδων σταθμών
― στον κόσμο γεννιέμαι, σιωπώ και πεθαίνω,
παιχνίδι της μοίρας και πάντα υπ’ ατμόν.
Μα πάλι η φωνή μυστικά θα καλεί
ψυχές π’ αρνηθήκαν τις έτοιμες λύσεις.
Ω, πράξη σαν γίνει ετούτ’ η οφειλή,
τον δούλο σου, Κύριε, μπορείς ν’ απολύσεις!

Ποιος μ’ έβαλ’, αλήθεια, σ’ αυτό το ταξίδι
σκεφτόμουν πνιγμένος στο μαύρο βυθό.
Μα σάμπως το ίδιο δε ’λέγαν κι όσοι ήδη
σβηστήκαν, μα κι όσοι θα βγουν σαν χαθώ;
Κουκκίδα μικρούλα η ζωή μας, ενώ
ο Χρόνος τις μαύρες σελίδες απλώνει
και μοιάζει σχεδόν γλαφυρό το κενό,
καθώς αγναντεύεις της στέπας το χιόνι. (περισσότερα…)

Αποχαιρετισμός στη Μαριανίνα Κριεζή

 

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Και είπες: Φεύγω,
γιατί το έργο
τελείωσε, Μαρία.
Ξελευτερία… 

Η Μαριανίνα Κριεζή έφυγε από τη ζωή, ωστόσο εδώ και πολλά χρόνια είχε αποσυρθεί συνειδητά από τα φώτα της δημοσιότητας, αποχωρώντας, μάλιστα, και από την πρωτεύουσα και ζώντας μόνιμα εκτός Αθηνών. Η αποχώρηση, ωστόσο, από το ευρύ κοινωνικό όραμα στην ελληνική στιχουργία έλαβε χώρα καιρό πριν, με την εξάντληση των πληθωρικών πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης, ακριβώς, δηλαδή, στη χρονική στιγμή που ο λόγος της εισέρχεται στο ελληνικό τραγούδι, επιγονικά στη γενιά των μεγάλων ονομάτων της έντεχνης στιχουργίας, ωστόσο εντελώς αυθύπαρκτα. Τα τραγούδια της θα ντύσουν ακριβώς εκείνη την περίοδο που λαμβάνει χώρα η μεταστροφή προς το λεγόμενο «ιδιωτικό όραμα» και η έμφαση προς τον ίδιο τον εαυτό και τις ατομοκεντρικές θεάσεις της ολότητας που η αντίληψη αυτή προάγει. Η Κριεζή τυπικά εμφανίζεται να αρνείται συνειδητά και προγραμματικά το πολιτικό-κοινωνικό τραγούδι, εντούτοις, τόσο η όλη προταγματική δόμηση του σύμπαντός της και η φυγή προς τον κόσμο του παραμυθιού ως αντίθεση με το κράτος των μεγάλων αφηγήσεων όσο και διάσπαρτες επιμέρους εκλάμψεις και υποδόρροιες αναφορές στο έργο της. αποδεικνύουν ξεκάθαρα το εσφαλμένο και μονοδιάστατο μιας τέτοιας ερμηνείας. (περισσότερα…)

Δεν θα περάσετε, κύριε!

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

(Από το —υπό διαμόρφωση— μυθιστόρημα, Η ερωτική ζωή του κυρίου Χίτλερ. Μιλά η Ασημίνα.)

Δεν θα περάσετε, κύριε! Μικρή βαρκούλα η χώρα μου, μικρό νησάκι το κορμί μου, ριγμένο σ’ ένα ατέλειωτο, φουρτουνιασμένο πέλαγος στον αιώνα της τρικυμίας. Μικρά και φτηνά τα όνειρά μου, ενωμένα με την εποχή και τον καιρό τους, παιδί τους και προέκτασή τους είμαι κι εγώ, χωρίς να μπορώ να κάνω και διαφορετικά. Ημιθανή και ατελέσφορα τα σχέδιά μου, με νεκρό κι άψυχο τον ουρανό από πάνω τους, αν υπήρξε ποτέ ζωντανός και δεν είναι ο αμετακίνητος ουρανός παρά μια πλάνη που μας μάθαιναν τότε που ήμασταν πιο εύπιστα, για να αποδεχτούμε τον κόσμο όπως έχει και όπως μας τον όρισαν εκείνοι, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Ο δρόμος που διαβαίναμε σαν ήταν καλοκαίρι γέμισε με αγριόχορτα και ζιζάνια, τα όνειρα άρχισαν να παίρνουν σταδιακά την όψη της σήψης, η ψυχή ξεκίνησε να αποκολλάται από το σώμα μας που πλέον ζει μηχανικά κι από κεκτημένη μονάχα ταχύτητα, μη βλέποντας αυτό το μηχανοποιημένο τερατούργημα στο οποίο αρχίζει ο άνθρωπος να μετατρέπεται. Η πρόσοψή μας γίνεται ρομποτική, οι αρτηρίες μας καλώδια, ο εγκέφαλός μας μικροτσίπ. Θλιβερό το προνόμιό μας να είμαστε η γενιά της μετάβασης, σε μια ζωή που δεν ξέρει πού να πατήσει στέρεα. Σβήνει η ανθρωπότητα, κύριε, τελειώνει, χάνονται μία – μία και ξεγράφονται, πετιούνται σαν μποτίλιες στο απύθμενο και πολυδιάστατο διάστημα όλες οι πτυχές της παρουσίας της, αύριο θα ξημερώσει ένας κόσμος αλλότριος, όπου όλα θα συνεχίζονται αυτόματα σα να μην έχει μεσολαβήσει η παραμικρή αλλαγή, σα να ξεφύτρωσε και πάλι ο ίδιος ουρανομάχος ήλιος, ωστόσο δεν θα βρισκόμαστε πια εδώ ούτε εμείς ούτε οι άμεσοι απόγονοί μας για να τον αντικρύσουν, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Τα φωτεινά μονοπάτια δίπλα στα ρυάκια σκοτεινιάζουν στις παρυφές του χειμώνα, τα νησιά ξεφυτρώνουν στο πέλαγος σαν αχιβάδες θαρρώντας πως η ζωή είναι πανηγύρι ενώ δίπλα τους ο κόσμος έχει πια πεθάνει, τα πρώτα όνειρα της νιότης στάζουν άμορφη βλέννα καθώς ο καιρός συννεφιάζει. Το παιδί που δεν ήμασταν ποτέ, κύριε, στέκει νεκρό και πνιγμένο στην άκρη της παραλίας, ξεβράστηκε στο κύμα και το αφυδατωμένο πρόσωπό του βλέπει προς την άμμο και προς το σκοτάδι, το χαμόγελο που ποτέ δεν φύτρωσε μας κυνηγά και μας καταστρέφει κάθε ώρα και στιγμή, μας καλεί να ανεβάσουμε ακόμα περισσότερο την ένταση και να αποστρέψουμε το βλέμμα μας, μας ζητά να υπογράψουμε ακόμα πιο ανανεωμένα συμβόλαια υποταγής της υπόστασής μας στην απάνθρωπη πραγματικότητα, μας υποδέχεται σ’ ένα μιλλένιουμ της αποσύνθεσης, σε έναν κόσμο που καταρρέει με κρότους και λυγμούς και το απολαμβάνει βογγώντας και καυλώνοντας με όλες του τις τεχνητές αισθήσεις, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Αιώνες ουρλιάζουν ακατάπαυστα, ζητώντας τη φαλκιδευμένη τους δικαίωση, μάνες αποχωρίζονται τα παιδιά τους, με το θάνατο παρόντα ήδη από τη στιγμή της γέννας, ερωτευμένοι που σκορπίστηκαν στα συντρίμμια των καιρών ξέρουν πως δεν θα αγκαλιάσουν ποτέ ξανά την αγάπη τους. Κραυγές από τα βάθη των εποχών ξυπνούν μπροστά στο επερχόμενο τέλος, φωνές από την πικρότερη εκδοχή της ανθρωπότητας έρχονται και πάλι ενώπιόν μας για να μας καθορίσουν και να μας δείξουν το δρόμο, μόνο που ο δρόμος πια έχει μεταλλαχθεί και χάνονται κι αυτές στο τσουβάλιασμα, εξισώνονται με το μηδέν και το μηδέν τις διαιρεί και τις κερδίζει, τις ρουφά πλάι του με ηδονή και γλύκα. Νιώθω το είναι μου, κύριε, να ενώνεται μαζί τους και να μετουσιώνομαι σε ουρλιαχτό, σε σύνθημα, σε επανάσταση, σε αιτία να υπάρχω σ’ αυτόν το σάπιο κόσμο και να φέρω το όνομα του ανθρώπου, ξέροντας πως κι αυτό ακόμα δεν έχει την παραμικρή σημασία και επίπτωση στην πορεία του κόσμου, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Υπήρξα στη ζωή για να σας πω αυτή τη λέξη, η μοίρα με γέννησε και με οδήγησε για να σταθώ απέναντί σας και να πεθάνω καθώς θα με ποδοπατάτε και θα με λιώνετε σαν κατσαρίδα. Μια μικρή κουκκίδα στο απέραντο χάος, ένα μικρό αηδόνι στις ατελείωτες συστάδες του δάσους, μια ακόμα φωνή που γεννήθηκε από το τίποτα, ούρλιαξε κλαίγοντας απελπισμένη μπροστά στο απόλυτο μηδέν και της προορίζεται να σιγήσει. Βρέθηκα μπροστά σας για να συντηρήσω μια απλή, φοβισμένη και τρυφερή φλογίτσα, σαν τη φρυκτωρία στο βουνό, δίχως συναίσθηση του πού θα οδηγήσει η απεγνωσμένη μου κίνηση κι αν θα βρεθεί κάποιος να συνεχίσει σε κάποια απόμερη κι άγνωστη σε μένα κορφή το δικό μου μοναχικό μονοπάτι, σαν το βάδισμα στα τυφλά, στο απόλυτο κενό και το σκοτάδι, μη γνωρίζοντας αν θα γεννηθεί μια επιφάνεια με την κίνηση του ποδιού σου ή αν θα πνιγείς στο αδηφάγο βάραθρο. Ίσως και να μην υπάρχει συνέχεια μετά από μένα, ίσως εδώ ο κύκλος να τελειώνει οριστικά και να προσκυνάμε για πάντα την ευθύγραμμη ζωή σε μια τυχαία απόληξή της, ίσως απλά αποτελώ την τελευταία εκπρόσωπο ενός κόσμου προ πολλού νεκρού και λησμονημένου, γραφική και απόμερη στην εξέλιξη μιας εποχής αλλότριας, ίσως εντέλει η ανθρωπιά και η αγάπη να έχουν ξεπουληθεί και μεταλλαχθεί κι αυτές σε κάτι πιο ευπώλητο, βρε αδερφέ, δεν θα περάσετε, κύριε!

Θα με σκοτώνετε και θα σβήνω γελώντας, θα με συνθλίβετε και θα τραγουδώ χαμογελαστή και θα σιγομουρμουρίζω εκείνα τα γλυκά λόγια από τα μαγικά βρεφικά μας τραγούδια που έκαναν την ψυχή να κοιμηθεί και να γλυκοχαθεί στον λατρευτό κόσμο του ονείρου. Δεν είναι όμορφη η μελωδία της ζωής και της αγάπης, κύριε; Δεν είναι ανυπέρβλητη η ένωσή σου με τα πρωταρχικά στοιχεία του Γαλαξία, κύριε; Δεν είναι μαγευτική η αίσθηση της γαλήνιας και της αιώνιας επιστροφής μας, κύριε; Δεν είναι υπέροχο να παραμένει κανείς Άνθρωπος, κύριε;

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

Θάνος Γιαννούδης, Χριστόφορος Κολόμβος

 

Χριστόφορος Κολόμβος

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Λιγοστά τα χρόνια μας και θα προσπεράσουν
σαν το φως του δειλινού που όλους μας νικά.
Την αγάπη γύρεψα, κόσμε, στη φορά σου
– κι έλεγα πως ψάχναμε για μπαχαρικά.

Είναι που σαλπάραμε –λες– με προθυμία;
Είναι που τα βάσανα μάς παρανοούν
Κάποτε νομίζαμε είν’ η πλάση μία
απ’ τους Υπερβόρειους ως το Καμερούν.

Πέρα απ’ τον ορίζοντα που ’βαλαν στο χάρτη
για να μην κοιτάξουμε οι άνθρωποι ψηλά
φώλιασαν τα τέρατα – κι είν’ οι χρόνοι σκάρτοι
για να ξαναελπίσουμε στην ανεμελιά.

Πάνω που κατόρθωσα να τα καταλάβω
της ζωής τ’ αστέριωτα κι άκαφτα κεριά,
πάνω που παράτησα πια τον αστρολάβο,
κάποιος ναύτης ξέμπαρκος κραύγασε: “Στεριά!”

Κι είναι τώρα η ζήση μας πλήρης αγωνίας,
του Καινούριου, του Λαμπρού, του Μοναδικού
– μες στην καραβέλα μας φέρω σαν Αινείας
ενός πύργου θρύψαλλα πατρογονικού.

Μα ό,τι μας γονάτισε, ξέρεις, δεν ξεγράφει:
σύνορα στα μάτια μας, στις καρδιές στρατός.
Νιώθω πως το δρόμο μας φράξαν χαρτογράφοι
νύχτες θεοσκότεινες, μ’ άγνοια του φωτός.

Τόσες τολμηρές φυλές και θαλασσοπόροι!
Τόσος κάθε ποιήματος πόθος να γραφτεί!
Τόση ελπίδα κρύφτηκε, θε μου, στο βαπόρι!
– κι όμως, μόνη μοίρα τους η καταστροφή…

Γέρε θαλασσόλυκε, του χαμού μας κρότε,
που ’ρθες και ψιθύρισες μυστικά στ’ αυτί:
“Δε γυρίζει ο κόσμος πια όπως ήταν τότε!”
Και να μην υπήρχα εγώ, θα ’χα εφευρεθεί!

Στις καινούργιες μας στεριές που παλιώσαν ήδη,
στ’ άστρα που θ’ αλλάζουνε κάθε λυκαυγές,
στων ρευμάτων το χορό που όλοι σαν παιχνίδι
πέσαμε μ’ ηδονικές κι άναθρες κραυγές,

στο βαθύ τ’ απέραντο που τις ρότες σβήνει
κι όσοι τις ποθήσανε ρήμαξαν πιο ’κει,
στα μποφώρ που μαίνονται, στων καιρών τη δίνη:
Σας γνωρίζω, φίλοι μου, την Αμερική…

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

 

 

Ιωάννης Καρασούτσας, Λόρδος Βύρων

 

Προλόγισμα – Απόδοση από τα Γαλλικά: Θάνος Γιαννούδης

 

Ενδεχομένως η πανδημία του COVID και τα συνακόλουθα μέτρα που επέφερε να μας στέρησαν τους μήνες που διανύουμε ορισμένες φαραωνικού τύπου και μεταμοντέρνας υφής εκδηλώσεις που είχαν προγραμματιστεί για τον εορτασμό των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι τομείς, ωστόσο, της αρθρογραφίας, της διοργάνωσης διαδικτυακών ημερίδων και συνεδρίων και της έκδοσης σχετικών με την επέτειο βιβλίων και λευκωμάτων έχουν πάρει φωτιά. Ως μια μικρή συνεισφορά στην όλη προβληματική, αξίζει να κατατεθεί μέσω του Νέου Πλανοδίου η μετάφραση ενός ποιήματος γραμμένου στα γαλλικά από τον ―λησμονημένο σήμερα― ποιητή του 19ου αιώνα Ιωάννη Καρασούτσα, γραμμένο τη δεκαετία του 1840, με νωπές ακόμα τις μνήμες του Αγώνα. (περισσότερα…)

Θάνος Γιαννούδης, Αναγέννηση

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Κι είπ’ η γιαγιά στ’ άσωτα εγγόνια
πως πέθαν’ ο Καλός Θεός…»
Δ. Ζευγώλη – Γλέζου

«Μεγάλη Μήτρα, πόσο το ποθώ
να ’ρθω στη γη κι ας είμαι πριν της ώρας.
Αγέννητος, ζητώ την Ελευθώ
ν’ ανοίξει της καρδιάς μου το βυθό
και στ’ άπειρου του νου να στάξ’ ιχώρας. (περισσότερα…)