
Ἡ Αἵρεσις τοῦ Δέν
του ΙΓΟΥΑΣΑΚΙ ΓΙΑΤΑΡΟ
Γιατί, δὲ θέλω, δὲν μπορῶ, δὲν καταδέχομαι,
ὅσα ἔζησα
τώρα μονάχα ποίηση νά ’ναι
Βύρων Λεοντάρης, Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ (1959)
ΝΑ ’ΤΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ νὰ τοῦ χάριζε τὸ λυτρωμό… Γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ, μ’ όλο του τὸν σεβασμὸ στὴν παράδοση καὶ στὰ πολιτιστικά της ἐπιτεύγματα, τελικὰ πιότερο συμφωνοῦσε μ’ αὐτὰ ποὺ διάβαζε στὴν ὀθόνη τῆς ταμπλέτας του. Κι αὐτὸς, πάνω ἀπ’ ὅλα, θὰ ἤθελε, σὰν τὴν παρέα τοῦ Μυλωνογιάννη, «νὰ τραγουδήσῃ τὸν π ο ν ε μ έ ν ο ἄ – ν θ ρ ω π ο στὴν προσπάθειά του νὰ λυτρωθεῖ οἰκονομικά, πνευματικά», γιατὶ ὁ «πονεμένος ἄνθρωπος» ἔτσι σκέτο κι ἀπεριόριστο δὲν τοῦ ’λεγε τίποτα… Τί τὸν ἔνοιαζε αὐτὸν γιὰ τὶς ἀρρυθμίες τοῦ Κοντομηνᾶ, ἂν εἶναι ὄντως σοβαρὰ ἄρρωστος ὁ Πούτιν, πῶς πάει ὁ καρκίνος τοῦ Ἐρντογάν…
Καὶ στὸ ἄλλο θὰ συμφωνοῦσε· δὲν εἶναι ἡ ἐποχή μας γιὰ «τὰ γιαρεδάκια, ὁποῦ ’ναι / καθὼς τὰ προσανάμματα στὴ στιά», ἂν εἶναι τ έ τ ο ι α ἐ π ο χ ὴ νὰ τὴν κοιττᾶς μέσα ἀπὸ τὸ μονὸκλ τοῦ κυρίου Μαλακάση… Κι ἂν ἦταν νὰ κάνῃ ἐπιτέλους μιὰν ἐξαίρεση, ἂς τὴν ἔκανε γιὰ κεῖνο τὸ γιαρεδάκι τοῦ Μιχάλη Κατσαροῦ στῶν κλεφτῶν τὴ μάζωξη, καὶ τ’ ἄλλο τοῦ Τρελλοσκαρίμπα παρέα μὲ τὸν Κύριο τοῦ Τζάκ, ὅταν ἀψηλώνουνε τὰ μεράκια καὶ γένωνται δαχτυλιδάκια οἱ καημοί!…
Νὰ ’ρχότανε, λέει, κάποιος, καὶ νὰ τοῦ χάριζε τὸ Λυτρωμό !… Τί ψυχὴ εἶχε – ἑφτὰ τεύχη ὅλα κι ὅλα πρὶν τὴν ἄδοξη κατάληξη, Δεκέμβρη τοῦ ’33… Κι ἂς εἶχε ὅλες τὶς φθορὲς τοῦ χρόνου στὸ πετσί του! Κι ὅλη αὐτὴ τὴ φαγωμάρα τῶν τροτσκιστῶν μὲ τὴν προλεταριακὴ ὀρθοδοξία μέσα στὶς ἴδιες τὶς σελίδες του… Κι ἂς λοιδωρούσανε ἔτσι ἄσπλαχνα τὸν Κρισναμοῦρτι! Κι ἂς βάλθηκαν νὰ ψαλιδίσουνε τὰ φτερὰ τῶν μαραμποῦ τοῦ Καββαδία γιὰ νὰ δοξάσουν ἕναν φτωχὸ δεκαεννιάχρονο ψαρὰ ὀνόματι Φώτη Ἀγγουλέ, ποὺ ἀπ’ τὰ χαράματα διαλαλοῦσε τὴν ψαριά του, μοσχοβολώντας θάλασσα καὶ λακέρδα – ἐκεῖ στὴ Χιὸ ὅπου ζοῦσε!…
Τὸ ἔνιωθε: ἡ ἄρνησή τους ἦταν ἡ πληγωμένη τους ἀξιοπρέπεια· ἡ ἀστικὴ ἀνυποληψία, τὰ πενιχρά τους μέσα, τροφοδοτοῦσαν τὴν ὑπερήφανη ἀκαταδεξιά τους, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἄλλοι σκίπηδες στρῶναν καριέρες… Φτωχὰ, ἀσπούδαχτα παιδιά, ψυχὲς εἰκοσάχρονες φαρμακωμένες ποὺ ἡ πιστολιὰ τοῦ Καρυωτάκη σκότωσε μέσα τους διὰ παντὸς τὸν Μπαταριᾶ, καὶ τώρα θέλανε νὰ θυμίσουν «στοὺς μεφιστοφελικοὺς ὀπαδίσκους τῆς καρλαϋλικῆς ἀερολογίας καὶ στὴν ποίηση», ὅπως λέγαν, πὼς εἶχε φτάσει πιὰ ἡ ὥρα τῆς ὁριστικῆς τους καταδίκης, τοῦ λυτρωμοῦ ἡ ὥρα…
Τὸ μόνο ποὺ καταφέρνανε ἦταν νὰ χαλᾶνε τοὺς στίχους τους:
Στὸ πρόσωπό σου τὸ χλωμὸ γροικῶ τὴν ἀγωνία
πὤχει ἡ καρδιά σου, ἀλήτη μου, τὸν πόνο τὸν κρυφό…
Καὶ βλαστημῶ μουτζώνοντας τὴ γύρω κοινωνία,
μ’ αὐτά της τ’ ἄθλια ξόανα τοὺς δῆθεν «κομιλφώ!»
ἀλλὰ κι ἔτσι χαλασμένοι ἤτανε πιότερο ἀληθινοί, καὶ λέγανε, καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ γιὰ τὸν κόσμο γύρω τους ποὺ τοὺς πλήγωνε, περισσότερα καὶ πιὸ ἀληθινά! (Γι’ αὐτὸ τὸ τάχα «ὡραῖο», τὸ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, ποὺ «νευρίαζε» τὸν ἀστὸ ποιητὴ Γ.Σ. καθὼς κατσάδιαζε, γι’ ἀκόμη μιὰ φορά, τώρα καὶ στὸ χαρτί, τὸν νιόπαντρο Ἀγγουλὲ ἐκείνη τὴν Κυριακή, 30 τοῦ Γενάρη τὸ ’44 στὴν Αἴγυπτο…) Γιατὶ ἔτσι καθὼς μουτζώνανε τοὺς ἄλλους, τὴν κοινωνία καὶ τὸν ἄδειο οὐρανό, βγαίνανε ἀπὸ τὸ ἀπυρόβλητο τῆς ψεύτικης εὐπρέπειας μουτζώνοντας τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό, ὅπως σὲ κείνους τοὺς σπαρακτικοὺς στίχους τοῦ Ζώη Μάναρη, σαράντα χρόνια, ἕναν πόλεμο κι ἕναν ἐμφύλιο μετά:
μακροσκελῆ Ζώη Μάναρη,
ποὺ βρέχεσαι στὰ καρροτσάκια,
μουτζώνοντας ἀνάσκελα τὸν οὐρανό!
Φώναξες, μὰ ἡ κραυγή σου ἦταν ἀπὸ χαρτί
καὶ δὲν ἄγγιξε τίποτα!…
Ἂν ὑπάρχει μιὰ αἰσθητικὴ τῆς κραυγῆς, αὐτὴ ἔχει νὰ κάνῃ πρὶν ἀπ’ ὅλα μὲ ἐρείπια. Θυμᾶται τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ἑξήντα ἕναν σκοτεινὸ ἄνθρωπο. Κοντὸ μὲ ζαρωμένο δέρμα καὶ μαῦρα μάτια ποὺ λάμπανε βαθειὰ στὶς κόγχες… Τὸν εἶχε συναντήσει ἕνα μεσημέρι στὴν στοὰ τοῦ παλιοῦ Εἰρηνοδικείου. Βαστοῦσε μιὰ φθαρμένη δερμάτινη τσάντα γεμάτη δικόγραφα. Μαζὶ μὲ μιὰ δική του συλλογὴ τοῦ εἶχε χαρίσει κι ἕνα βιβλίο τοῦ Κρίτωνα Ἀθανασούλη. Τοῦ ἔμεινε στὴ μνήμη γιατὶ ἦταν ἡ μέρα ποὺ θὰ λεῖπαν οἱ δικοί της στὴν Κρήτη, κι ἔτσι αὐτὸς θὰ κοιμότανε στὸ σπίτι της… Στὸ λεωφορεῖο γιὰ τὸν Κορυδαλλὸ τῆς διάβαζε:
Τώρα ποὺ τρώει ἡ ἀγωνία τὸ πρόσωπο τῆς γῆς,
τί νὰ διαλὲς τὰ λόγια σου, τί νὰ προσέχῃς,
πῶς γίνεται καλύτερα νὰ πῇς τὴν λέξη ἀπελπισία;…
Γι’ αὐτὸ κι ἡ τέχνη μου ἔτσι ἀτημέλητη
μοιάζοντας μὲ τὴ φριχτὴ γυναίκα ὅπου πετιέται
μισόγυμνη ἀπ’ τὸ σπιτικὸ ποὺ καίεται
Ποιός ἔχει νοῦ νὰ πάρῃ ἀπ’ τὸ συρτάρι του
νὰ στολιστῇ μ’ αὐτὰ κι ἀπὲ νὰ ξεχυθῇ
μὲς στὰ στενὰ φωνάζοντας βοήθεια!…
Ἀλλὰ τώρα ποὺ τὸ ξανασκεφτόταν, ἴσως νὰ εἶχε δίκιο κι ὁ Ἀργυρίου ποὺ τοὺς καταλόγιζε ἀδυναμία νὰ στήσουνε ἀντίλογο ἀπὸ ἔλλειψη παιδείας, μὲ τὰ φτωχὰ μαρξιστικά τους νὰ τὰ βάλουν μὲ τὸν συγκροτημένο κι ἐν Παρισίοις σπουδαγμένο συνομήλικό τους Πηνιάτογλου… Ὅταν, ὅμως ἔφτασε στὸ τεῦχος 3 καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει τὸ σχόλιό τους «Κατάπτωση!» δὲν μπόρεσε νὰ μὴν χαρεῖ τὸ κριτικό τους θάρρος, κι ἔπεσε σὲ ἡδονικὴ ἀνάγνωση ποὺ στὴν πορεία της τοῦ προκάλεσε ἀνάλογους σύγχρονους συνειρμούς:
Ἀπὸ τὸ Βόλο μᾶς στείλανε μιὰν ἐφημερίδα, τὴ «Λαϊκὴ Φωνή», ἀπὸ τὸ χρονογράφημα τῆς ὁποίας, μὲ ὑπογραφὴ Ἄθως Τριγκώνης, ἀντιγράφουμε τὰ ἑξῆς διασκεδαστικά, μὰ καὶ χαρακτηριστικὰ τοῦ διανοητικοῦ ξεπεσμοῦ τῶν λογίων μας:
«Στὴν Ἀθηναϊκὴ “Ἑστία” τῆς Τρίτης 18ης Ἰουλίου, ὁ μεγάλος μας ποιητὴς κύριος —ὁλογράφως— Σκίπης, δημοσιεύει ἕνα ἄρθρο “του” γιὰ τὸν Νορβηγὸ συγγραφέα Μπγιένρσον, τὸ ὁποῖον εἶναι παρμένο, μὲ τὸν τίτλο του μαζύ, ἀπὸ τὸ Γαλλικὸ περιοδικὸ “Φιλολογικὰ Νέα” τῆς 3ης Δεκεμβρίου 1932 (σελίδες 6η, στῆλες 4η καὶ 5η). Ἀπὸ τὴ μετάφραση αὐτὴ λείπουν μερικὰ κομμάτια ποὺ ἀναφέρονται εἰδικῶς στοὺς Γάλλους καὶ ποὺ ἀναγκάσθηκε ἢ νὰ παραλείψει ἢ νὰ τὰ μετετρέψει ὁ κύριος Σκίπης, γιὰ νὰ μὴν τὸν πιάσουνε στὰ πράσσα. Λείπει ἐπίσης ἀπὸ τὸ ἄρθρο αὐτὸ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ τὄγραψε γαλλικά, τοῦ κ. —μὲ μικρὸ κ— Ζὰν Λεσκοφφιὲ καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἔχει μπεῖ φαρδειὰ πλατειὰ τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Ἕλληνα ποιητῆ Σωτήρη Σκίπη, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει ἔτσι τὴν ξένη σοφία γιὰ δικιά του.»
Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τί νὰ πρωτοθαυμάσουμε σ’ ὅλην αὐτὴ τὴν ὑπόθεση ὕψους καὶ κατάπτωσης. Ὕψους θράσους καὶ ἀναίδειας καὶ κατάπτωσης ἠθικῆς καὶ διανοητικῆς. Νὰ θαυμάσουμε τὸ μεγάλο μας ποιητῆ, τὸν ὑποψήφιο Ἀκαδημαϊκό, ποὺ ἕναν καιρό, ἂν ὄχι καὶ τώρα, ἐρωτοτροποῦσε καὶ μὲ τό… Νόμπελ!, τὴ διανοητικότητα αὐτῶν ποὺ τὸν διαβάζουν καὶ τὸν θαυμάζουν κιόλας (ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι!) ἢ τὴ στάση τῶν μεγαλόσχημων διανοουμένων μας, πού, μ’ ὅλο ποὺ θἄπεσε σίγουρα στὴν ἀντίληψή τους ἡ παραπάνω ἀχαραχτήριστη πράξη τοῦ συναδέλφου τους, ἀφίνοντας ἕνα νέο ἀπ’ τὴν ἐπαρχία —τιμή του— νὰ τοῦ πετάξει τὴ λεοντή!…
καὶ καλοτύχισε τὸν ἑαυτό του ποὺ ἀντὶ νὰ ἔχῃ τὸ πορτραῖτο του κρεμασμένο μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους «μεγάλους» στὰ γραφεῖα τῆς Νεφέλης, θυμᾶται ἀκόμη τὸ «ποιηματάκι» τοῦ Σακελλάρη Καμπούρη ἀπὸ τὴ συλλογή του μὲ τὸν σημαδιακὸ τίτλο Ἡ Αἵρεσις τοῦ Δέν :
νὰ βλέπετε μετὰ ἀπὸ χρόνια
[Ἐκ τοῦ Ἰαπωνικοῦ / Τριτοπρόσωπες Ἡμερολογιακὲς Σημειώσεις]

ΙΓΟΥΑΣΑΚΙ ΓΙΑΤΑΡΟ
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...