ημερολογιακές σημειώσεις

Σωτήρης Γουνελάς, Από τη μια στιγμή στην άλλη

*

Αχρονολόγητες ημερολογιακές καταγραφές

Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σακατευτείς. Περπατούσαμε στο πεζοδρόμιο με τη γυναίκα μου και μια φίλη. Μόλις βγήκαμε από ένα ιταλικό ρεστωράν στη Φωκίωνος Νέγρη και περάσαμε έτσι γρήγορα από τη ζέστη στην ψύχρα της νύχτας. Κόντευε μεσάνυχτα. Θα αφήναμε λίγο πιο πέρα τη φίλη μας και θα μπαίναμε στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Καθώς τα γράφω αυτά τώρα, κάνω και κάτι σαν αναδρομή ή αναψηλάφηση, χωρίς να πρόκειται για δίκη αλλά για θέμα υγείας.

~ . ~

Βαδίζαμε άλλοτε και οι τρείς μαζί, άλλοτε οι δύο και ο άλλος χωριστά, μάλλον σιωπηλοί. Με κατοικούσε μια θλίψη, κάτι με στεναχωρούσε που αφορούσε, ή μάλλον απέρρεε, από την παρουσία της φίλης που είχαμε συναντήσει, χαμένης σε συμπληγάδες εσωτερικές, μαζεμένες εκεί από χρόνια, απωθήσεις που δέθηκαν κόμπο, συναισθήματα βουλιαγμένα και αδιέξοδα, οιμωγές, ανάσες που πνίγηκαν προτού ακουστεί ο αχός τους. Ταλαιπωρία που χρόνιζε και δεν έβλεπα πως θα τελειώσει. Συχνά έχω μια δυσκολία να αντιμετωπίσω τον ανθρώπινο πόνο, ή μάλλον με κατέχει ένα είδος ευαισθησίας πού ίσως παίρνει σωματική μορφή. Το λέω γιατί αυτό που μου συνέβη μόλις άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, ίσως έχει σχέση με την στενοχώρια που ένιωθα. Ένας πόνος διαπέρασε το αριστερό μου μάτι. Φυσιολογικά κάτι θα έσπασε, ένα μικρό αγγείο –τα αγγεία των ματιών είναι λεπτεπίλεπτα και εύθραυστα– και βρέθηκα να ενοχλούμαι από τα φώτα όταν κοιτούσα πάνω τους. Το απέδωσα στην νυχτερινή ψύχρα, στην απότομη αλλαγή θερμοκρασίας, στην ευαισθησία των ματιών μου –τελευταία έμπλεξα και με την φωτεινή οθόνη του υπολογιστή– και πηγαίνοντας σπίτι έβαλα λίγο φυσιολογικό ορό, μόνιμη τελευταία συνήθεια λόγω ξηροφθαλμίας, κατά την επιστημονική ορολογία, από την οποία πάσχω εδώ και μερικά χρόνια.

~.~

Ας μετακινηθούμε όμως, ας αλλάξουμε παραστάσεις που λένε. Κάθισα στο καφενείο του βιβλιοπωλείου “Ευριπίδης” στο Χαλάνδρι –αρχαία Φλύα– και έπιασα να γράφω σ’ ένα καφετί τετράδιο, που τα φύλλα του σαν ανάγλυφα με ραβδώσεις αντιστέκονται στη ροή του στυλού, στο μελάνι, στα σχήματα των γραμμάτων, των λέξεων, στους σχηματισμούς των παραγράφων, με τον ήλιο στα αριστερά μου να σχηματίζει μικρές λίμνες πάνω στα τραπέζια, ενώ από το μεγάφωνο ακουόταν η απαραίτητη τα τελευταία χρόνια μουσική, ευτυχώς αυτή τη φορά ρομαντική, νοσταλγική, αμερικάνικη ωστόσο.

~.~

Εν μέσω λοιπόν παλιών μελωδιών που θυμίζουν χριστουγεννιάτικες σε συνδυασμό με παλιά αμερικάνικα, ερωτικά φιλμ, αισθάνομαι καλύτερα, παρά την κοκκινίλα στο μάτι. Η γιατρός που επισκέφθηκα το πρωί μού έγραψε ένα καταπληκτικό φαρμακάκι χωρίς συντηρητικά –φιαλίδιο– που με τις δύο κιόλας φορές που έριξα, το μάτι πήρε επάνω του, ηρέμησε, ο πόνος υποχώρησε. Ξυπνώντας το πρωί φόρεσα στην κυριολεξία γυαλιά ηλίου μέσα στο σπίτι, με ενοχλούσε κάθε φωτάκι και κάθε φωτιστικό, άφησα για λίγο το μάτι έκθετο στις φωτιστικές ακτίνες ή ανταύγειες που έστελναν ένα-δύο λαμπιονάκια που μένουν αναμμένα για να σπάνε το σκοτάδι της νύχτας, όταν δεν είναι αναμμένο το καντήλι στο εικονοστάσι. Καθώς δεν είχα καλοξυπνήσει και σεργιανούσα μαγκωμένος και πονώντας από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ή μάλλον από το κρεβάτι στην κουζίνα και στο σαλόνι-τραπεζαρία-γραφείο, έπαιζα κρυφτό με τα φωτάκια, νόμιζα πως βρίσκομαι πίσω από παραβάν, πανί, σκέπαστρο ή κάτι παρόμοιο και το φως αυτό το λιγοστό που εκπέμπανε τα λαμπιόνια μού έστελνε ριπές και οι ριπές χτυπούσαν το λαβωμένο μάτι και κάτι σαν σπασμός τιναζόταν μέσα του, ένα σκίρτημα, ένα πηδηματάκι, ένα είδος νευρικής κρίσης, και μετά ησυχία κι ύστερα ξανά ανάλογα με την μετακίνηση, την οπτική γωνία, την ποσότητα φωτός, το σκοτάδι. Τυλίχτηκα σε μία δίνη δυσανασχέτησης, άρχισα να αγωνιώ ότι δεν θα βλέπω για μέρες, θα πρέπει να φορώ μαύρα γυαλιά, δεν θα μπορώ να κινηθώ έξω από το σπίτι, γιατί θα κινδυνεύω να τυφλωθώ ή να επιδεινωθεί το πλήγμα, η πληγή ή ό,τι τέλος πάντων ήταν. (περισσότερα…)

Advertisement

Στέφανος Γιονάς, Το Σημειωματάριο με τα χρώματα του Κλέε (3/3)

Τὸ Σημειωματάριο μὲ τὰ χρώματα τοῦ Κλέε

 Α’

(συνέχεια ἀπὸ τὸ μέρος β΄)

Ἡ ἀνορθογραφία μου ἦταν ἡ πρώτη τολμηρὴ λέξη ποὺ γράφτηκε ποτέ. Ἀναστάτωσε τὴ γραμματικὴ τάξη, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἐμφανίστηκε ἀναπάντεχα, σὰν λέξη κόντρα στὸ πεπρωμένο, στὴν προγεγραμμένη της μοίρα. Τριάντα χρόνια πρίν, ὁ Μαριάμπας, ὀ ἥρωας τοῦ Σκαρίμπα στὸ ὁμώνυμο μυθιστόρημα (1935), ἀλληλογραφώντας μὲ τὴν ὑπηρέτρια ἔγραφε ἀπὸ ἁβροφροσύνη τὸ «ἄνθρωπος» μὲ ὄμικρον, καὶ τὸ «μ’ ἐκτίμηση» πέρα γιὰ πέρα μὲ ἦτα. Ἦταν ἕνα ἐξαίσιο τέρας ἀνθρωπιᾶς! (χαρακτηρισμὸς τοῦ συγγραφέα), ἕνα λαμπρὸ λάθος τῆς φύσης. Ὁ ὀρθὰ ἐννοούμενος δάσκαλος θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ γνωρίζει αὐτό. Τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι, ἂν καὶ δὲν χρειάζεται νὰ μεγαλώσει κανεὶς γιὰ νὰ τὸ καταλάβει, ἡ χειρονομία μου ἦταν μία λελογισμένη ἀντίδραση στὴν ὁμοιομορφία, στὴν καθοδήγηση ὅλων σὲ ἕνα κανονιστικὸ πρότυπο, ἀνάλογο μὲ τὴν ὁμοιόμορφη μπλὲ σχολικὴ ποδιά. Ἡ ὁμοιόμορφη γραφὴ εἶναι καταλυτικὴ γιὰ τὸ πνεῦμα. Στὸ μεταξὺ διάβασα πολλὰ χειρόγραφα συγγραφέων. Τὰ λάθη τους εἶναι μοναδικά, ἀκέραια συμπτώματα τοῦ ὕφους, καὶ ὡς γνωστὸν τὸ ὕφος εἶναι οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἔκφραση, καθὼς καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ συναντοῦν αὐτὲς οἱ δυνάμεις. Ἕνα ἐμπόδιο ἦταν κι αὐτό, ἂν δὲν μεγαλοπιάστηκα κι ἐγὼ προώρως. Τὸ 1964, τὴ χρονιὰ τοῦ δικοῦ μου ἐπεισοδίου, κυκλοφόρησαν μὲ τὴ φροντίδα τοῦ Λίνου Πολίτη τὰ χειρόγραφα τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς «τρεῖς μεγάλους πεθαμένους ποιητές μας ποὺ δὲν ἤξεραν ἑλληνικά» (ἡ γνωστὴ αἰνιγματικὴ ρήση τοῦ Σεφέρη). Διασκεδάζω τὴν ἀπογοήτευσή μου μεταφέροντας ἕνα αὐθεντικὸ σολωμικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν «πυρασμό»:

(περισσότερα…)

Στέφανος Γιονάς, Το Σημειωματάριο με τα χρώματα του Κλέε (2/3)

Τὸ Σημειωματάριο μὲ τὰ χρώματα τοῦ Κλέε

Α’

[συνέχεια ἀπὸ τὸ μέρος α΄]

Μὲ κοντὰ παντελονάκια ἀκόμη καὶ ἀποφάσισα, ἀφοῦ ἡ λογοτεχνία ἔλεγε ψέματα, νὰ γράψω, νὰ συγγράψω, παρακαλῶ, τὴν παγκόσμια ἱστορία. Ἐξασφάλισα ἕνα τετράδιο μὲ ἄγραφες σελίδες. Στὴν ἐτικέττα τοῦ ἐξωφύλλου σημείωσα μὲ κεφαλαῖα γράμματα τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα καὶ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου. Ἀσφαλῶς θὰ μοῦ ἔπαιρνε πολλὰ τετράδια, πολλὲς ὧρες, ἡμέρες, χρόνια, τὴν ἐφηβεία μου ὁλόκληρη, δὲν θὰ μοῦ ἐπέτρεπε, πιθανόν, νὰ κάνω οἰκογένεια, νὰ ζήσω σὰν ἄνθρωπος. Θὰ ἤμουν ἕνας ἀσκητὴς ταμένος στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ὑψηλοῦ στόχου. Μὲ ἀπασχολοῦσε μόνο τὸ ζήτημα τῆς στρατιωτικῆς θητείας (ἀφθονοῦσαν οἱ ἡρωικὲς πάντοτε ἀφηγήσεις τῶν μεγάλων ἀπὸ τὰ ἔνδοξα χρόνια στὸν στρατό), ἂν θὰ ἔπρεπε, δηλαδή, νὰ διακόψω τὴ συγγραφὴ γιὰ νὰ πάω φαντάρος. Τέλος πάντων, θὰ ἔβρισκα τρόπο νὰ λύσω αὐτὸ τὸ ζήτημα, ὅταν θὰ ἔφτανε ἡ ὥρα του. Ἂς μὴν προτρέχω. Πῆρα ἕνα βράδυ τὸ τετράδιο, στὴν κουζίνα πάντα (αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἀποκάλυπτα, ὅτι ἡ παγκόσμια ἱστορία γράφτηκε στὴν κουζίνα), καὶ τὸ κράτησα ἀνοιχτὸ στὴν πρώτη λευκὴ σελίδα. Ἄρχισα νὰ γράφω μὲ μολύβι, ἤρεμα, σταθερά, γνώριζα τὰ πάντα, ἀφοῦ τὰ σπουδαῖα γεγονότα τοῦ κόσμου παίχτηκαν στὴ χώρα μου, οἱ βασιλιάδες καὶ οἱ στρατηγοὶ μιλοῦσαν τὴ γλώσσα μου, ὁ Θησέας, ἀφοῦ πρῶτα σκότωσε τὸν Περιφήτη, τὸν Σίνη τὸν Πιτυοκάμπτη, τὸν Σκίρωνα καὶ τὸν Προκρούστη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὴ γειτονιά μου στὸ δρόμο γιὰ τὴν Ἀθήνα, ἄλλος δρόμος δὲν ὑπῆρχε· καὶ ὁ Οἰδίποδας, ἐπίσης, τραβώντας γιὰ τὸν Κολωνό. Ξεκίνησα κι ἐγὼ τὴν ὁδοιπορία μου κάπως ἀόριστα, γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικά, τὸ πεπρωμένο του στὴ ζωή, τὴν πρώτη του γραφή, τὸ ἀλφάβητο, τὸν τροχό, τὴ σχεδία τοῦ Ὀδυσσέα στὴ θάλασσα· τὸ πέταγμα τοῦ Ἴκαρου μὲ τὸ κερένιο ἀνεμόπλανο. Μετὰ κουράστηκα. Ὅλα αὐτὰ μοῦ πῆραν μιὰ σελίδα. Τὴν πρώτη σελίδα ἐκείνου τοῦ τετράποδου Μόγλη ποὺ σηκώθηκε στὰ δυό του πόδια. Θὰ συνέχιζα ἀσφαλῶς. Αὐτὰ τὰ πόδια εἶχαν νὰ κάνουν πολλὰ χιλιόμετρα. Ἔβαλα τὸ τετράδιο σ’ ἕνα ἑρμάρι τῆς κουζίνας, στὸν πάτο, νὰ μὴ φαίνεται. Κάτι μὲ ἀνησυχοῦσε, ἀλλὰ δὲν ἔδωσα σημασία. Μήπως ἔτρεξα βιαστικά; Θὰ συνέχιζα ξεκούραστος τὴν ἑπομένη.

(περισσότερα…)

Στέφανος Γιονάς, Το Σημειωματάριο με τα χρώματα του Κλέε (1/3)

Τὸ Σημειωματάριο μὲ τὰ χρώματα τοῦ Κλέε

 Α’

Γεννήθηκα ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὸν πόλεμο τῆς Κριμαίας, τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Φελλίνι γύρισε τὴν περίφημη La Strada, ὁ Κούνδουρος τὴ Μαγικὴ πόλη καὶ ὁ Tallas τὸ Ξυπόλυτο τάγμα. Ὑπάρχει μία φωτογραφία ποὺ δείχνει τὴ χρονιὰ αὐτὴ τὸν Θεοδωράκη καὶ τὸν Χατζιδάκι νὰ περπατοῦν μαζὶ στὴν Ρώμη. Θαυμαστὴ συνάντηση! Κι ἐγὼ ἕνα ἐξαγόμενο τοῦ ἐμβρυουλκοῦ στὸ Δημοτικὸ Νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν, τὸ σημερινὸ Πνευματικὸ Κέντρο στὴν Ἀκαδημίας. Ὁ δρόμος μου γιὰ τὰ γράμματα ἦταν προκαθορισμένος. Γεννήθηκα τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Ρίτσος τύπωνε τὴν Ρωμιοσύνη καὶ τὴν Ἀγρύπνια, μιὰ μέρα σὰν κι αὐτὴ ποὺ ὁ Ὑψηλάντης καὶ οἱ ἐπαναστάτες του ἔμπαιναν στὸ Βουκουρέστι: 27 Μαρτίου [1821]. Τέτοια μέρα κυκλοφόρησε στὴν Δανία τὸ 1843 τὸ Ἡμερολόγιο ἑνὸς διαφθορέα τοῦ Σαῖρεν Κίρκεγκωρ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο συγκρατῶ μόνο ὡς πρόσφορο στὶς ἀνάγκες μου ἐδῶ τὸν ἀφορισμό: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι παγίδα. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν πιάσεις· σὲ πιάνει πρῶτα αὐτή. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν αἰχμαλωτίσεις, ἂν δὲν γίνεις πρῶτα αἰχμάλωτός της». Ἂν καὶ αἰσθάνομαι πλήρη ἀποστροφὴ ἀπέναντι στοὺς ἀφορισμούς· ἐξυπνάδες, καλύτερα. Τέλος πάντων, δὲν θὰ ἐπαναλάβω τὸ ἀτόπημα. Ἂς μείνω λίγο ἀκόμη στὶς συγκυρίες. Στὰ τέταρτα γενέθλιά μου, τὸ 1958, πέθανε ὁ Δημοσθένης Βουτυρᾶς, καὶ ὅταν ἔκλεινα τὰ ἐννιά, ὁ Φώτης Ἀγγουλές. Καὶ οἱ δύο στάθηκαν ὄρθιοι, ὅσο μπόρεσαν, ἀπέναντι στὴν κυκλοδίωκτη μοίρα τους. Τέτοια νύχτα πάνω-κάτω πέθανε τὸ 1827 ὁ Μπετόβεν, ὅταν ὁ Ὑψηλάντης ἦταν ἀκόμη ἐγκάθειρκτος στὸ φρούριο Μούνκατς στὰ Καρπάθια. Ὁ Χαίλντερλιν, ἔγκλειστος στὸν ἑαυτό του καὶ στὸν δικό του πύργο στὸ Τύμπινγκεν εὐχόταν τὴν εὐτυχῆ ἔκβαση τῆς Ἐπανάστασης. Θυμίζω ὅτι στὸ μοναδικὸ μυθιστόρημα ποὺ ἔγραψε, τὸν Ὑπερίωνα, ἔστειλε τὸν ἥρωά του νὰ πολεμήσει στὸν ἐπαναστατημένο Μοριᾶ τὸ 1770. Ὁ Χαίλντερλιν γεννήθηκε ἐκείνη τὴ χρονιά, ὅπως καὶ ὁ Μπετόβεν, καὶ ὁ Χέγκελ, φίλος καὶ συμφοιτητής του ἀργότερα στὸ Τύμπινγκεν. Γιὰ τὴν ἱστορία, γεννήθηκε στὶς 7 Ἰουνίου, ἡμέρα τῆς καταστροφῆς τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὑψηλάντη στὸ Δραγασάκι. Τιμητικά, τέτοιαν ἡμέρα ὁρίζει ὁ Τσίρκας ὡς ἀρχὴ τῆς πλοκῆς τῆς τριλογίας Ἀκυβέρνητες πολιτεῖες. Ὑποθέτω ὅτι ἡ μουσικὴ τοῦ Μπετόβεν ἔφτανε στ’ ἀφτιά του, ὄχι ὅμως στὰ ταβερνάκια καὶ τὰ καπηλειὰ τοῦ Βουτυρᾶ καὶ τοῦ Πορφύρα. Ὁ Πορφύρας ἦταν κι αὐτός, σὰν τὸν Ἀγγουλέ, Χιώτης. Σταματῶ μὲ τὶς συγκυρίες. Ἄλλωστε, δὲν βοηθοῦν σὲ τίποτε. Στὸν ἐργατικὸ καὶ προσφυγικὸ συνοικισμὸ ποὺ μεγάλωσα, θὰ χρειαζόμουν πολλὰ χρόνια γιὰ ν’ ἀρχίσω νὰ ἐπινοῶ τέτοιες ἰδεοληπτικὲς συναντήσεις. Τὸ σπίτι μας χτιζόταν ἐκ περιτροπῆς (μεταμεσονύκτιες ὧρες), ὅπως καὶ ὅλων τῶν γειτόνων, γιὰ τὸν φόβο τῶν ἀστυφυλάκων. Φαίνεται πὼς αὐτὸ τὸ ἄγχος τῆς ἀνεστιότητας μὲ ὠθοῦσε διαρκῶς σὲ ἀγχώδη ἀναζήτηση μιᾶς ἄλλης στέγης. Ἐκεῖ καταλήγει ἄλλωστε ὅποιος μπερδεύεται μὲ βιβλία. Νὰ πιάσω αὐτὸ τὸ ζήτημα πρῶτα, τῶν βιβλίων, ὅσο γίνεται πιὸ συνοπτικά.

(περισσότερα…)

Άγνωστος, Ημερολόγιον Εγκλεισμού [24/11/1980-27/1/1981] (2/2)

(Συνέχεια ἀπὸ τὸ Πρῶτο Μέρος)

28-Imerologion_Egkleismoy29-Imerologion_Egkleismoy30-Imerologion_Egkleismoy31-Imerologion_Egkleismoy32-Imerologion_Egkleismoy33-Imerologion_Egkleismoy34-Imerologion_Egkleismoy35-Imerologion_Egkleismoy36-Imerologion_Egkleismoy37-Imerologion_Egkleismoy38-Imerologion_Egkleismoy39-Imerologion_Egkleismoy40-Imerologion_Egkleismoy41-Imerologion_Egkleismoy42-Imerologion_Egkleismoy43-Imerologion_Egkleismoy44-Imerologion_Egkleismoy45-Imerologion_Egkleismoy46-Imerologion_Egkleismoy47-Imerologion_Egkleismoy48-Imerologion_Egkleismoy49-Imerologion_Egkleismoy50-Imerologion_Egkleismoy51-Imerologion_Egkleismoy52-Imerologion_Egkleismoy53-Imerologion_Egkleismoy

Άγνωστος, Ημερολόγιον Εγκλεισμού [24/11/1980-27/1/1981] (1/2)

(Διανύοντας πρωτόγνωρες ἡμέρες, ἡμέρες καραντίνας καὶ ὑποχρεωτικοῦ ἐγκλεισμοῦ, θυμηθήκαμε τὴν ἱστορία ἑνὸς Ἀγνώστου τινός, ὁ ὁποῖος κατέγραψε στὸ Ἡμερολόγιόν του τὴν ἐμπειρία τοῦ ἐγκλεισμοῦ του. Τὴν ἱστορία αὐτή, ‘τυχαῖο’ εὕρημα τῆς φιλολόγου καὶ εἰκαστικοῦ Νότας Πατεριμοῦ, μετέγραψε, ἐπιμελήθηκε καὶ παρουσίασε στὸ περιοδικό Πλανόδιον (τχ. 25, Ἰούνιος 1997), ὁ Γιάννης Πατίλης μαζὶ μὲ τὴν Μάρω Τριανταφύλλου, κι’ ἐμεῖς τὴν ἀναδημοσιεύουμε, ἐπιθυμῶντας νὰ ἀναδείξουμε ἐπίσης τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ τονίζεται στὸ προλογικὸ σημείωμα τοῦ Πλανοδίου: τὸν ἱδρυματικὸ χαρακτήρα τῆς σύγχρονης ἰδιωτικότητας, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ ἐντείνεται ἀκόμη περισσότερο τοῦτες τὶς μέρες, μὲ μιὰν ὡστόσο σημαντικὴ διαφοροποίηση. Ὁ ἀπρόσωπος χαρακτήρας τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀγνώστου, φαίνεται ὅτι στὴν ἐποχὴ τῶν Μέσων Κοινωνικῆς Δικτύωσης ἐνδύεται πλέον μιὰ σκληρὰ προσωπικὴ καὶ παράλληλα ἀλλοτριωμένη ἐκδοχή, ἡ ὁποία φέρνει στὴν ἐπιφάνεια νευρώσεις, ἀγκυλώσεις καὶ ἄλλες παθογένειες, καλὰ κρυμμένες μέσα στὶς πολλὲς καὶ βολικὲς συνάφειες τοῦ κόσμου. Ἐλπίζοντας ἡ κατάσταση αὐτὴ νὰ περάσῃ τὸ συντομότερο δυνατόν, ἀφήνοντας ὅσα λιγοτερα γίνεται τραύματα στὸν κοινωνικὸ ἱστό, ἂς περάσουμε στὴν ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ ὁπωσδήποτε ἐνδιαφέροντος κειμένου, σὰν ἕναν φόρο τιμῆς στὸ Πλανόδιον καὶ τὶς πάντοτε πρωτοποριακές του δημοσιεύσεις)

«Ν.Π.»

01-Imerologion_Egkleismoy

02-Imerologion_Egkleismoy (περισσότερα…)

Η Αίρεσις του Δεν

IMG_3474_1024x1024

Ἡ Αἵρεσις τοῦ Δέν

του ΙΓΟΥΑΣΑΚΙ ΓΙΑΤΑΡΟ

Γιατί, δὲ θέλω, δὲν μπορῶ, δὲν καταδέχομαι,
ὅσα ἔζησα
τώρα μονάχα ποίηση νά ’ναι
Βύρων Λεοντάρης, Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ (1959)

 

ΝΑ ’ΤΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ νὰ τοῦ χά­ρι­ζε τὸ λυ­τρω­μό… Για­τὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἀρ­νη­θεῖ, μ’ ό­λο του τὸν σε­βα­σμὸ στὴν πα­ρά­δο­ση καὶ στὰ πο­λι­τι­στι­κά της ἐ­πι­τεύγ­μα­τα, τε­λι­κὰ πι­ό­τε­ρο συμ­φω­νοῦ­σε μ’ αὐ­τὰ ποὺ δι­ά­βα­ζε στὴν ὀ­θό­νη τῆς ταμ­πλέ­τας του. Κι αὐ­τὸς, πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα, θὰ ἤ­θε­λε, σὰν τὴν πα­ρέ­α τοῦ Μυ­λω­νο­γιά­ννη, «νὰ τρα­γου­δή­σῃ τὸν π ο­ ν ε­ μ έ­ ν ο  ἄ – ν­ θ ρ ω­ π ο στὴν προ­σπά­θειά του νὰ λυ­τρω­θεῖ οἰ­κο­νο­μι­κά, πνευ­μα­τι­κά», για­τὶ ὁ «πο­νε­μέ­νος ἄνθρω­πος» ἔ­τσι σκέ­το κι ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο δὲν τοῦ ’­λε­γε τί­πο­τα… Τί τὸν ἔ­νοια­ζε αὐ­τὸν γιὰ τὶς ἀρ­ρυθ­μί­ες τοῦ Κον­το­μη­νᾶ, ἂν εἶ­ναι ὄν­τως σο­βα­ρὰ ἄρ­ρω­στος ὁ Πού­τιν, πῶς πά­ει ὁ καρκίνος τοῦ Ἐρ­ντο­γάν…

Καὶ στὸ ἄλ­λο θὰ συμ­φω­νοῦ­σε· δὲν εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χή μας γιὰ «τὰ γι­α­ρε­δά­κια, ὁ­ποῦ ’­ναι / καθὼς τὰ προ­σα­νάμ­μα­τα στὴ στιά», ἂν εἶ­ναι τ έ­ τ ο ι α  ἐ­ π ο­ χ ὴ νὰ τὴν κοιτ­τᾶς μέ­σα ἀ­πὸ τὸ μο­νὸ­κλ τοῦ κυ­ρί­ου Μα­λα­κά­ση… Κι ἂν ἦ­ταν νὰ κά­νῃ ἐ­πι­τέ­λους μιὰν ἐ­ξαί­ρε­ση, ἂς τὴν ἔκα­νε γιὰ κεῖ­νο τὸ γι­α­ρε­δά­κι τοῦ Μι­χά­λη Κα­τσα­ροῦ στῶν κλε­φτῶν τὴ μά­ζω­ξη, καὶ τ’ ἄλ­λο τοῦ Τρελ­λο­σκα­ρίμ­πα πα­ρέ­α μὲ τὸν Κύ­ριο τοῦ Τζάκ, ὅ­ταν ἀ­ψη­λώ­νου­νε τὰ με­ρά­κια καὶ γένων­ται δα­χτυ­λι­δά­κια οἱ κα­η­μοί!…

ΛυτρωμόςΝὰ ’ρ­χό­τα­νε, λέ­ει, κά­ποι­ος, καὶ νὰ τοῦ χά­ρι­ζε τὸ Λυ­τρω­μό !… Τί ψυ­χὴ εἶ­χε – ἑ­φτὰ τεύ­χη ὅλα κι ὅ­λα πρὶν τὴν ἄ­δο­ξη κα­τά­λη­ξη, Δε­κέμ­βρη τοῦ ’33… Κι ἂς εἶ­χε ὅ­λες τὶς φθο­ρὲς τοῦ χρό­νου στὸ πε­τσί του! Κι ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ φα­γω­μά­ρα τῶν τρο­τσκι­στῶν μὲ τὴν προ­λε­τα­ρια­κὴ ὀρ­θο­δο­ξί­α μέ­σα στὶς ἴ­δι­ες τὶς σε­λί­δες του… Κι ἂς λοι­δω­ρού­σα­νε ἔ­τσι ἄ­σπλα­χνα τὸν Κρισνα­μοῦρ­τι! Κι ἂς βάλ­θη­καν νὰ ψα­λι­δί­σου­νε τὰ φτε­ρὰ τῶν μα­ραμ­ποῦ τοῦ Καβ­βα­δί­α γιὰ νὰ δο­ξά­σουν ἕ­ναν φτω­χὸ δε­κα­εν­νι­ά­χρο­νο ψα­ρὰ ὀ­νό­μα­τι Φώ­τη Ἀγ­γου­λέ, ποὺ ἀ­π’ τὰ χα­ρά­μα­τα δι­α­λα­λοῦ­σε τὴν ψα­ριά του, μο­σχο­βο­λών­τας θά­λασ­σα καὶ λα­κέρ­δα – ἐ­κεῖ στὴ Χιὸ ὅ­που ζοῦ­σε!…

Τὸ ἔ­νι­ω­θε: ἡ ἄρ­νη­σή τους ἦ­ταν ἡ πλη­γω­μέ­νη τους ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια· ἡ ἀ­στι­κὴ ἀ­νυ­πο­λη­ψί­α, τὰ πε­νι­χρά τους μέ­σα, τρο­φο­δο­τοῦ­σαν τὴν ὑ­πε­ρή­φα­νη ἀ­κα­τα­δε­ξιά τους, τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ποὺ ἄλ­λοι σκί­πη­δες στρῶ­ναν κα­ρι­έ­ρες… Φτω­χὰ, ἀ­σπού­δα­χτα παι­διά, ψυ­χὲς εἰ­κο­σά­χρο­νες φαρμα­κω­μέ­νες ποὺ ἡ πι­στο­λιὰ τοῦ Κα­ρυ­ω­τά­κη σκό­τω­σε μέ­σα τους διὰ παν­τὸς τὸν Μπατα­ριᾶ, καὶ τώ­ρα θέ­λα­νε νὰ θυ­μί­σουν «στοὺς με­φι­στο­φε­λι­κοὺς ὀ­πα­δί­σκους τῆς καρλαϋ­λι­κῆς ἀ­ε­ρο­λο­γί­ας καὶ στὴν ποί­η­ση», ὅ­πως λέ­γαν, πὼς εἶ­χε φτά­σει πιὰ ἡ ὥ­ρα τῆς ὁρι­στι­κῆς τους κα­τα­δί­κης, τοῦ λυ­τρω­μοῦ ἡ ὥ­ρα…

Τὸ μό­νο ποὺ κα­τα­φέρ­να­νε ἦ­ταν νὰ χα­λᾶ­νε τοὺς στί­χους τους:

Στὸ πρόσωπό σου τὸ χλωμὸ γροικῶ τὴν ἀγωνία
πὤχει ἡ καρδιά σου, ἀλήτη μου, τὸν πόνο τὸν κρυφό…
Καὶ βλαστημῶ μουτζώνοντας τὴ γύρω κοινωνία,
μ’ αὐτά της τ’ ἄθλια ξόανα τοὺς δῆθεν «κομιλφώ!»

 

ἀλ­λὰ κι ἔ­τσι χα­λα­σμέ­νοι ἤ­τα­νε πι­ό­τε­ρο ἀ­λη­θι­νοί, καὶ λέ­γα­νε, καὶ γιὰ τοὺς ἴ­διους καὶ γιὰ τὸν κό­σμο γύ­ρω τους ποὺ τοὺς πλή­γω­νε, πε­ρισ­σό­τε­ρα καὶ πιὸ ἀ­λη­θι­νά! (Γι’ αὐτὸ τὸ τάχα «ὡραῖο», τὸ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, ποὺ «νευρίαζε» τὸν ἀστὸ ποιητὴ Γ.Σ. καθὼς κατσάδιαζε, γι’ ἀκόμη μιὰ φορά, τώρα καὶ στὸ χαρτί, τὸν νιόπαντρο Ἀγγουλὲ ἐκείνη τὴν Κυριακή, 30 τοῦ Γενάρη τὸ ’44 στὴν Αἴγυπτο…) Για­τὶ ἔ­τσι κα­θὼς μου­τζώ­να­νε τοὺς ἄλ­λους, τὴν κοινωνί­α καὶ τὸν ἄ­δει­ο οὐ­ρα­νό, βγαί­να­νε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πυ­ρό­βλη­το τῆς ψεύ­τι­κης εὐ­πρέ­πειας μου­τζώ­νον­τας τὸν ἴ­διο τους τὸν ἑ­αυ­τό, ὅ­πως σὲ κεί­νους τοὺς σπα­ρα­κτι­κοὺς στί­χους τοῦ Ζώ­η Μά­να­ρη, σα­ράν­τα χρό­νια, ἕ­ναν πό­λε­μο κι ἕ­ναν ἐμ­φύ­λιο με­τά:

μακροσκελῆ Ζώη Μάναρη,
ποὺ βρέχεσαι στὰ καρροτσάκια,
μουτζώνοντας ἀνάσκελα τὸν οὐρανό!
Φώναξες, μὰ ἡ κραυγή σου ἦταν ἀπὸ χαρτί
καὶ δὲν ἄγγιξε τίποτα!…

 

Ἂν ὑ­πάρ­χει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ τῆς κραυ­γῆς, αὐ­τὴ ἔ­χει νὰ κά­νῃ πρὶν ἀ­π’ ὅ­λα μὲ ἐ­ρεί­πια. Θυμᾶται τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ἑ­ξήν­τα ἕ­ναν σκο­τει­νὸ ἄν­θρω­πο. Κον­τὸ μὲ ζα­ρω­μέ­νο δέρμα καὶ μαῦ­ρα μά­τια ποὺ λάμ­πα­νε βα­θειὰ στὶς κόγ­χες… Τὸν εἶ­χε συ­ναν­τή­σει ἕ­να μεσημέ­ρι στὴν στο­ὰ τοῦ πα­λιοῦ Εἰ­ρη­νο­δι­κεί­ου. Βα­στοῦ­σε μιὰ φθαρ­μέ­νη δερ­μά­τι­νη τσάντα γε­μά­τη δι­κό­γρα­φα. Μα­ζὶ μὲ μιὰ δι­κή του συλ­λο­γὴ τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει κι ἕ­να βι­βλί­ο τοῦ Κρί­τω­να Ἀ­θα­να­σού­λη. Τοῦ ἔ­μει­νε στὴ μνή­μη για­τὶ ἦ­ταν ἡ μέ­ρα ποὺ θὰ λεῖ­παν οἱ δι­κοί της στὴν Κρή­τη, κι ἔ­τσι αὐ­τὸς θὰ κοι­μό­τα­νε στὸ σπί­τι της… Στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ τὸν Κορυδαλ­λὸ τῆς δι­ά­βα­ζε:

Τώρα ποὺ τρώει ἡ ἀγωνία τὸ πρόσωπο τῆς γῆς,
τί νὰ διαλὲς τὰ λόγια σου, τί νὰ προσέχῃς,
πῶς γίνεται καλύτερα νὰ πῇς τὴν λέξη ἀπελπισία;…
 
Γι’ αὐτὸ κι ἡ τέχνη μου ἔτσι ἀτημέλητη
φαντάζει,
μοιάζοντας μὲ τὴ φριχτὴ γυναίκα ὅπου πετιέται
μισόγυμνη ἀπ’ τὸ σπιτικὸ ποὺ καίεται
στοὺς δρόμους.
Ποιός ἔχει νοῦ νὰ πάρῃ ἀπ’ τὸ συρτάρι του
βραχιόλια καὶ μαλάματα,
νὰ στολιστῇ μ’ αὐτὰ κι ἀπὲ νὰ ξεχυθῇ
μὲς στὰ στενὰ φωνάζοντας βοήθεια!

 

Ἀλ­λὰ τώ­ρα ποὺ τὸ ξα­να­σκε­φτό­ταν, ἴ­σως νὰ εἶ­χε δί­κιο κι ὁ Ἀρ­γυ­ρί­ου ποὺ τοὺς κα­τα­λό­γι­ζε ἀ­δυ­να­μί­α νὰ στή­σου­νε ἀν­τί­λο­γο ἀ­πὸ ἔλ­λει­ψη παι­δεί­ας, μὲ τὰ φτωχὰ μαρξιστικά τους νὰ τὰ βάλουν μὲ τὸν συγκροτημένο κι ἐν Παρισίοις σπουδαγ­μένο συνομήλικό τους Πηνιάτογλου… Ὅ­ταν, ὅ­μως ἔ­φτα­σε στὸ τεῦ­χος 3 καὶ ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει τὸ σχό­λιό τους «Κα­τά­πτω­ση!» δὲν μπό­ρε­σε νὰ μὴν χα­ρεῖ τὸ κρι­τι­κό τους θάρ­ρος, κι ἔ­πε­σε σὲ ἡ­δο­νι­κὴ ἀνά­γνω­ση ποὺ στὴν πο­ρεί­α της τοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­νά­λο­γους σύγ­χρο­νους συ­νειρ­μούς:

Ἀ­πὸ τὸ Βό­λο μᾶς στεί­λα­νε μιὰν ἐ­φη­με­ρί­δα, τὴ «Λα­ϊ­κὴ Φω­νή», ἀ­πὸ τὸ χρο­νο­γρά­φη­μα τῆς ὁ­ποί­ας, μὲ ὑ­πο­γρα­φὴ Ἄ­θως Τριγ­κώ­νης, ἀν­τι­γρά­φου­με τὰ ἑ­ξῆς δι­α­σκε­δα­στι­κά, μὰ καὶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ δι­α­νο­η­τι­κοῦ ξε­πε­σμοῦ τῶν λο­γί­ων μας:

«Στὴν Ἀ­θη­να­ϊ­κὴ “Ἑ­στί­α” τῆς Τρί­της 18ης Ἰ­ου­λί­ου, ὁ με­γά­λος μας ποι­η­τὴς κύ­ριος —ὁ­λο­γρά­φως— Σκί­πης, δη­μο­σι­εύ­ει ἕ­να ἄρ­θρο “του” γιὰ τὸν Νορ­βη­γὸ συγ­γρα­φέ­α Μπγι­έν­ρσον, τὸ ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι παρ­μέ­νο, μὲ τὸν τί­τλο του μα­ζύ, ἀ­πὸ τὸ Γαλ­λι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “Φι­λο­λο­γι­κὰ Νέ­α” τῆς 3ης Δε­κεμ­βρί­ου 1932 (σε­λί­δες 6η, στῆ­λες 4η καὶ 5η). Ἀ­πὸ τὴ με­τά­φρα­ση αὐ­τὴ λεί­πουν με­ρι­κὰ κομ­μά­τια ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται εἰ­δι­κῶς στοὺς Γάλ­λους καὶ ποὺ ἀ­ναγ­κά­σθη­κε ἢ νὰ πα­ρα­λεί­ψει ἢ νὰ τὰ με­τε­τρέ­ψει ὁ κύ­ριος Σκί­πης, γιὰ νὰ μὴν τὸν πι­ά­σου­νε στὰ πράσ­σα. Λεί­πει ἐ­πί­σης ἀ­πὸ τὸ ἄρ­θρο αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ ποὺ τὄ­γρα­ψε γαλ­λι­κά, τοῦ κ. —μὲ μι­κρὸ κ— Ζὰν Λε­σκοφ­φι­ὲ καὶ ἀντ’ αὐ­τοῦ ἔ­χει μπεῖ φαρ­δειὰ πλα­τειὰ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ με­γά­λου Ἕλ­λη­να ποι­η­τῆ Σω­τή­ρη Σκί­πη, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρου­σιά­ζει ἔ­τσι τὴν ξέ­νη σο­φί­α γιὰ δι­κιά του.»

Ἐ­μεῖς δὲν ξέ­ρου­με τί νὰ πρω­το­θαυ­μά­σου­με σ’ ὅ­λην αὐ­τὴ τὴν ὑ­πό­θε­ση ὕ­ψους καὶ κα­τά­πτω­σης. Ὕ­ψους θρά­σους καὶ ἀ­ναί­δειας καὶ κα­τά­πτω­σης ἠ­θι­κῆς καὶ δι­α­νο­η­τι­κῆς. Νὰ θαυ­μά­σου­με τὸ με­γά­λο μας ποι­η­τῆ, τὸν ὑ­πο­ψή­φιο Ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κό, ποὺ ἕ­ναν και­ρό, ἂν ὄ­χι καὶ τώ­ρα, ἐ­ρω­το­τρο­ποῦ­σε καὶ μὲ τό… Νόμ­πελ!, τὴ δι­α­νο­η­τι­κό­τη­τα αὐ­τῶν ποὺ τὸν δι­α­βά­ζουν καὶ τὸν θαυ­μά­ζουν κι­ό­λας (ὑ­πάρ­χουν τέ­τοι­οι ἄν­θρω­ποι!) ἢ τὴ στά­ση τῶν με­γα­λό­σχη­μων δι­α­νο­ου­μέ­νων μας, πού, μ’ ὅ­λο ποὺ θἄ­πε­σε σί­γου­ρα στὴν ἀν­τί­λη­ψή τους ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­χα­ρα­χτή­ρι­στη πρά­ξη τοῦ συ­να­δέλ­φου τους, ἀ­φί­νον­τας ἕ­να νέ­ο ἀ­π’ τὴν ἐ­παρ­χί­α —τι­μή του— νὰ τοῦ πε­τά­ξει τὴ λε­ον­τή!…

καὶ κα­λο­τύ­χι­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ποὺ ἀν­τὶ νὰ ἔ­χῃ τὸ πορ­τραῖ­το του κρε­μα­σμέ­νο μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους «με­γά­λους» στὰ γραφεῖα τῆς Νε­φέ­λης, θυ­μᾶ­ται ἀ­κό­μη τὸ «ποι­η­μα­τά­κι» τοῦ Σακελλά­ρη Καμ­πού­ρη ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μὲ τὸν ση­μα­δια­κὸ τί­τλο Ἡ Αἵ­ρε­σις τοῦ Δέν :

Φτιάξτε
τὰ πορτραῖτα τῶν ποιητῶν
γιὰ
νὰ βλέπετε μετὰ ἀπὸ χρόνια
ποιοί μαλάκες
ἦταν
πιὸ ρεαλιστὲς
ἀπὸ σᾶς

 

[Ἐκ τοῦ Ἰ­α­πω­νι­κοῦ / Τρι­το­πρό­σω­πες Ἡ­με­ρο­λο­για­κὲς Ση­μει­ώ­σεις]

Ιβασάκι

ΙΓΟΥΑΣΑΚΙ ΓΙΑΤΑΡΟ