Ηλίας Αλεβίζος

Η άτεχνη μεταφυσική της τεχνητής νοημοσύνης

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1946 το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας παρουσίασε στο ευρύ κοινό και στον τύπο της εποχής τον ENIAC, έναν από τους πρώτους υπολογιστές και τον πρώτο τέτοιο με την καθιερωμένη πλέον σημασία του (υλοποιούσε εσωτερικά τη λεγόμενη αρχιτεκτονική φον Νώυμαν και ήταν πλήρως προγραμματιζόμενος). Ζύγιζε τριάντα τόνους και άνετα θα καταλάμβανε όλα τα δωμάτια ενός μεγάλου, σύγχρονου διαμερίσματος. Ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό του όμως που τράβηξε την προσοχή των δημοσιογράφων. Ο ENIAC είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει την τροχιά ενός βλήματος σε λιγότερο χρόνο απ’ αυτόν που θα διαρκούσε η ίδια η τροχιά (το παράδειγμα με τις τροχιές βλημάτων δεν ήταν βέβαια τυχαίο, εφόσον ο ENIAC είχε σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιους σκοπούς στα πλαίσια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσαν οι υπολογιστικές δυνατότητες του ENIAC ώστε δεν ήταν σπάνιες οι αναφορές περί ενός «ηλεκτρονικού εγκεφάλου».

Παρά την υπαρκτή υπερβολή αυτών των χαρακτηρισμών, θα ήταν ωστόσο προπέτεια να διαβάσει κανείς τις τότε αντιδράσεις απλά ως ένα ακόμα δείγμα δημοσιογραφικής εντυπωσιοθηρίας. Την αμέσως επόμενη δεκαετία μετά το ντεμπούτο του ENIAC θα εισαγόταν στο επιστημονικό λεξιλόγιο ο όρος «τεχνητή νοημοσύνη». Όχι από τους δημοσιογράφους, αλλά από τους ίδιους τους επιστήμονες της νεοαναδυόμενης τότε επιστήμης της πληροφορικής. Ο σκοπός τους ήταν τόσο μεγαλεπήβολος όσο αφήνει να εννοηθεί ο όρος: η αναβίωση της παλιάς εκείνης φιλοδοξίας του Λάιμπνιτς περί κατασκευής μιας καθολικής άλγεβρας του Λόγου μέσω της αναγωγής του σε μηχανικά διατυπώσιμους κανόνες. Κλεισμένοι στα εργαστήριά τους, οι ειδικοί επιστήμονες πιθανότατα δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε την διάθεση να ασχοληθούν με τον Λάιμπνιτς. Ακόμα κι εν αγνοία τους όμως, συνέχιζαν πάνω στον δρόμο που αυτός είχε διανοίξει πριν μερικούς αιώνες, όταν ο Ορθός Λόγος είχε αρχίσει να ξυπνάει ξανά μετά από τον παρατεταμένο του ύπνο κάτω από το βαρύ πάπλωμα της θεολογίας. Βασιζόμενοι στην αναλογία (που οι ίδιοι διέβλεπαν) μεταξύ των ηλεκτρονικών διακοπτών – τρανζίστορ των υπολογιστών και των εγκεφαλικών νευρώνων θα έθεταν στον εαυτό τους τον στόχο να κατασκευάσουν μηχανές που «πραγματικά θα σκέφτονταν». Το εγχείρημα αυτό τελικά θα κατέρρεε εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια όταν και έγινε αντιληπτό το μέγεθος των δυσκολιών που ανέκυψαν για την επίλυση ακόμα και των απλούστερων προβλημάτων που θα όφειλε να μπορεί να αντιμετωπίσει μια «σκεπτόμενη» μηχανή. Όπως ήταν φυσικό, μαζί με την επιστημονική αλαζονεία, στέρεψαν και τα χρηματοδοτικά κονδύλια. Το εγκεφαλογράφημα της τεχνητής νοημοσύνης εκφυλίστηκε σε μια επίπεδη γραμμή για αρκετά χρόνια πριν εμφανίσει πρόσκαιρα κάποια σημάδια ζωής τη δεκαετία του 1980. Για να πέσει πάλι σε κωματώδη αδράνεια για το υπόλοιπο του 20ού αιώνα. Και για να ανανήψει για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ένα νέο κύμα επενδύσεων και υπερφίαλων (ξανά) υποσχέσεων.

Έχοντας την πικρία από τους πρώτους «χειμώνες της τεχνητής νοημοσύνης», οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες εμφανίζονται πλέον λιγότερο επιρρεπείς προς τη μεγαλαυχία, τουλάχιστον όσον αφορά σε πιο οριακά, φιλοσοφικά ζητήματα. Οι φιλοδοξίες τους εστιάζονται σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένες από το στοιχείο της υπερβολής και της (με μαρξιανή έννοια) ιδεολογίας· η μόνιμη επωδός περί επικείμενης εξαφάνισης της ανθρώπινης εργασίας αποτελεί ένα μόνο δείγμα. Οι περισσότερο φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του κλάδου έχουν βρει καταφύγιο πίσω από τον όρο «Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη», με τον οποίο υποδηλώνεται η έρευνα περί της δυνατότητας κατασκευής «πραγματικά σκεπτόμενων» μηχανών, σε αντιπαραβολή με την πιο στενή έννοια της τεχνητής νοημοσύνης όπου το ζητούμενο είναι η κατασκευή «έξυπνων» αλγορίθμων για πιο πρακτικούς σκοπούς και ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ή αναλογία προς την ανθρώπινη σκέψη. (περισσότερα…)

Advertisement

Όταν στέρεψε ο Αχέροντας

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Κάτω από το σπίτι μου ζει ένας άστεγος. Βέβαια, δεν είναι ακριβώς άστεγος. Πριν χρόνια, δεν θυμάμαι κι εγώ πόσα, ήρθε με το σαραβαλιασμένο, πράσινο βανάκι του και πάρκαρε δίπλα από την παιδική χαρά. Δοκίμασε μερικές θέσεις. Πήγε το βανάκι λίγο μπροστά, λίγο πίσω, στο τέλος βρήκε ένα καλό σημείο με σκιά, κάτω από μια χαρουπιά. Κι έμεινε εκεί. Περνάω κάθε μέρα δίπλα του. Σχεδόν άδειο το βανάκι στην αρχή, με τους μήνες και τα χρόνια το γέμισε με την προίκα του. Δεν γίνεται να μη ρίξεις μια ματιά όταν περνάς από δίπλα. Μόνο το χειμώνα καλύπτει τα παράθυρα με κάτι σεντόνια. Τον υπόλοιπο χρόνο το αφήνει ακάλυπτο το κελί του, σαν άγιος που δεν έχει τίποτα να κρύψει. Έβαλε ένα ξύλινο ντουλάπι, που μάλλον θα το βρήκε πεταμένο στα σκουπίδια, στη θέση του συνοδηγού. Τον έχω δει να βγάζει από κει μέσα κονσέρβες για το μεσημεριανό του. Μετά έβαλε κι ένα γκαζάκι πάνω στο ντουλάπι. Τα πρωινά του καλοκαιριού, γύρω στις επτά, πριν ο δρόμος πιάσει πολλή κίνηση, το ακουμπάει στο πεζοδρόμιο και ψήνει τον καφέ του. Το ξέρω γιατί τον πετυχαίνω απαρέγκλιτα κάθε φορά, μετά από μια νύχτα αϋπνίας, όταν βγαίνω στο μπαλκόνι να καπνίσω και να μαζέψω κουράγιο για την ανηφόρα της υπόλοιπης μέρας μου. Δεν έπινα καφέ. Τώρα πίνω. Μόνο όμως παρέα του, μόνο σ’ εκείνα τα επίχειρα πρωινά που ακολουθούν μια νύχτα εξάντλησης. Αυτά τα πρωινά γίνονται όλο και πιο συχνά πλέον. Από πού βρίσκει νερό; Δεν είμαι σίγουρος. Έχει κάτι εικοσάλιτρα, άσπρα μπιτόνια που τ’ ακουμπάει στο παρτέρι. Τα βάζει κάτω από τους πλαστικούς σωλήνες του αυτόματου ποτίσματος που έχει περάσει ο δήμος και μαζεύει νερό. Ίσως να τους έχει κάνει και κάποια τρύπα. Το πίνει αυτό το νερό ή το έχει μόνο για πλύσιμο; Στο κουβούκλιο, στο πίσω μέρος του βαν, έχει απλώσει ένα στρώμα με κουβέρτες. Έχει και μια μικρή τηλεόραση. Δεν είναι καν ασπρόμαυρη. Βγάζει ένα φως μπλε που διαφεύγει τα βράδια από τα πίσω παράθυρα σε σπασμούς, λες και το βανάκι μηρυκάζει μέσα στο σκοτάδι το φως του ήλιου που όλη μέρα έπεφτε πάνω στις λαμαρίνες του.

Στην τελευταία απογραφή, πριν πέντε-έξι χρόνια, έπιασα κι εγώ δουλειά ως απογραφέας. Αφού τελείωσα με τα οικοδομικά τετράγωνά που μου αντιστοιχούσαν και παρέδωσα τα χαρτιά μου, με πήρε τηλέφωνο η υπεύθυνη του τομέα μου. Έγινε κάποιο παράπονο στον δήμο. Αμέλησα να πάρω συνέντευξη από τον άστεγο. Πήρα ξανά τις φόρμες μου και κατέβηκα στο βαν. Χτύπησα, ξαναχτύπησα, τίποτα. Κοίταξα από τα πίσω τζάμια, κανείς. Κοίταξα από τα μπροστινά, πάλι κανείς. Πάνω στο ξύλινο ντουλάπι όμως είδα στοιβαγμένα τρία βιβλία. Την προηγούμενη είχα πετάξει στον κάδο μερικές σακούλες με βιβλία. Μέσα στις σακούλες ήταν κι αυτά τα τρία. Ίδιοι τίτλοι, ίδιες εκδόσεις. Δεν γινόταν να είναι απλή σύμπτωση. Ο εκνευρισμός μου για τη γραφειοκρατική τυπολατρία του μετατράπηκε σε μια συγκαταβατική ευθυμία. Μετά από μήνες τον πέτυχα πρωί να σηκώνεται από τον ύπνο, με ανοιχτά τα φύλλα της πίσω πόρτας. Πάνω σε μια κρεμάστρα, στο εσωτερικό του ενός φύλλου, κρεμόταν ένα μπουφάν που είχα πετάξει πριν λίγες μέρες στα σκουπίδια. Ταράχτηκα αυτή τη φορά. Τι άλλο έχει μαζέψει από τα πράγματά μου; Δείχνει μία προτίμηση σε ό,τι πετάω εγώ. Άραγε ψάχνει τα σκουπίδια μου; Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, αυτό σημαίνει ότι ξέρει τι τρώω, τι πίνω, τι λογαριασμούς πληρώνω, σε ποιους γιατρούς πηγαίνω. Ξέρει ποιες είναι οι ένοχες, μυστικές μου απολαύσεις που κι εγώ ο ίδιος τις διώχνω χωρίς να τις αφήνω για πολύ στο σαλόνι της συνείδησής μου. Αυτός ο άστεγος κρατάει ένα φωτοαντίγραφο του εαυτού μου. (περισσότερα…)

Η αλογόμυγα του Σωκράτη

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Ένας από τους γοητευτικότερους χαρακτήρες των πλατωνικών διαλόγων βρίσκεται στον Γοργία. Πρόκειται φυσικά για τον προκλητικό και αιρετικό Καλλικλή. Η πιο επιφανειακή ανάγνωση του Καλλικλή θα του απέδιδε απλώς μια πρόθεση απολογητικής της εκάστοτε εξουσιαστικής αρχής. Μια δεύτερη, προσεκτικότερη ανάγνωση θα έθετε γρήγορα εν αμφιβόλω την θεώρηση του Καλλικλή ως ενός απλού φερεφώνου της εξουσίας. Από τη στιγμή που ο ίδιος αποδέχεται ότι όσοι κρατούν τα ηνία μιας πολιτικής οντότητας ενδέχεται κάλλιστα να πάσχουν από μια φυσική κατωτερότητα, τότε αυτόματα ανοίγεται ο δρόμος για τη διάσταση μεταξύ (ανθρώπινου) νόμου και φύσης. Κι αν ο νόμος είναι αυτός που κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή, αυτό σημαίνει ότι η φύση δρα κατά κανόνα από το παρασκήνιο, αναζητώντας την ευκαιρία να διεκδικήσει ό,τι της ανήκει. Έτσι εδώ ανακύπτει μια πιο νιτσεϊκή εκδοχή του Καλλικλή: οι κατέχοντες την εξουσία διακατέχονται από δουλικά ένστικτα και για αυτόν ακριβώς τον λόγο φροντίζουν να διασφαλίζουν την πλεονεκτική τους θέση με το να οχυρώνονται πίσω από τον νόμο και τις τετριμμένες ηθικές συμβάσεις.

Η διάκριση ανάμεσα σε νόμο και φύση δεν είναι όμως τόσο σαφής όσο θα απαιτούσε μια συνεπής νιτσεϊκή ερμηνεία. Όπως ο ίδιος ο Καλλικλής αναφέρει, μια έννοια (φυσικού) δικαίου μπορεί να ανευρεθεί ακόμα και στα ζώα. Αν όμως το (όποιο) δίκαιο βρίσκει εφαρμογή τόσο επί των ανθρώπων όσο και επί των ζωικών πλασμάτων, τότε ποιο ακριβώς είναι το όριο που διαχωρίζει τον νόμο από τη φύση; Μια δυνατή απάντηση θα ήταν να ταυτιστεί ο νόμος με το άδικο. Κάθε δίκαιο άξιο του ονόματός του (οφείλει να) πηγάζει από μια φυσική μήτρα, ενώ κάθε θετικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να μολύνει και να παραμορφώνει το φυσικό δίκαιο. Η ιδανική πολιτεία θα ήταν αυτή που θα επέτρεπε στις δυνάμεις της φύσης να ακολουθούν το δρόμο τους, απαλλαγμένες από τα βαρίδια και τα χαλινάρια των συμβατικών νόμων. Στην ακραία της εκδοχή, αυτή η λύση δεν επιλύει βέβαια και πολλά, αναδιατυπώνοντας απλώς το πρόβλημα. Αν μια «επιστροφή στη φύση» είναι το ζητούμενο για μια πολιτεία, τότε σε τι ακριβώς διαφέρει μια πολιτική οντότητα από μια ζωική ορδή; Το κάλεσμα επιστροφής στη φύση οδηγεί αναγκαστικά στην αυτοαναίρεση κάθε έννοιας του πολιτικού, χειρονομία που είναι ωστόσο αδιανόητη για τον Καλλικλή, εφόσον για τον ίδιο η ικανότητα διαχείρισης των πολιτικών πραγμάτων συνιστά τον κατεξοχήν ορισμό της ευφυΐας. (περισσότερα…)

Ο ονειροπαγίδας

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Έπρεπε να σηκωθεί για να ξεπιαστούν επιτέλους τα πόδια του και η πλάτη του. Μετά από δυο ώρες αράγματος πάνω στο κρύο τσιμέντο, ανάμεσα σε πετραδάκια, σπασμένα γυαλιά και ξεκοιλιασμένους σκελετούς θρανίων, δεν υπήρχε στάση στην οποία να μπορούσε να κάτσει για πάνω από ένα λεπτό χωρίς να αρχίσει να τον πονάει η πλάτη του.

«Έλα, άργησες, πάμε να τους βρούμε. Κοντά είναι.», του είπε ο Νίκος αμέσως μόλις έφτασε στο σπίτι του, κάπου στο Αιγάλεω. Χωρίς να του πει τον προορισμό.

Για τον Νίκο, που είναι ξερακιανός και κυκλοφορεί όλη μέρα με το ποδήλατο, η απόσταση ανάμεσα στο Αιγάλεω και στα ορεινά της Πετρούπολης χρεώνεται ως κοντινή. Αυτός όμως τα χρειάστηκε στην ανηφόρα. Είχε κλειδώσει τα μάτια του στην πίσω ρόδα του Νίκου και σε κάθε καινούρια περιστροφή της περίμενε να ξαναδεί εκείνο το μπλε σκουπιδάκι που είχε κολλήσει στο λάστιχο. Η περιοδικότητα της εμφάνισης και της εξαφάνισης αυτής της μπλε σημαδούρας από το οπτικό του πεδίο τον είχε πείσει ότι μπορούσε να αντέξει. Το μπλε σκουπιδάκι έγινε σιγά-σιγά ένα μπλε σημαδάκι, μετά μια μπλε κουκκίδα και στο τέλος κάθε γαλαζωπή υποψία χάθηκε τελείως μέσα στο ρευστοποιημένο από την ταχύτητα γκρι της ρόδας που όλο και απομακρυνόταν. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου για να πάρει μερικές ανάσες και να ξεκουράσει τους τετρακέφαλούς του που καίγονταν. Όσο βαθιές κι αν ήταν οι ανάσες του, δεν τις χόρταινε. Κατέβαιναν σαν την τελευταία μπουκιά που καταπίνεις στα γρήγορα το πρωί όταν έχεις ήδη αργήσει για τη δουλειά και τη νιώθεις να κολλάει στο βάθος του λαιμού σου. Τα ρεύματα αέρα που έστελναν πάνω του τα αυτοκίνητα καθώς τον προσπερνούσαν με ταχύτητα τον έκαναν να νιώθει σαν Προμηθέας πάνω στον βράχο. Τα μουγκρητά των μηχανών που περιστρέφονταν γύρω του τού έτρωγαν μπουκιά-μπουκιά τον αέρα μέσα από τα διεσταλμένα πνευμόνια του. Ανέβηκε πάλι στο ποδήλατο και άρχισε να κάνει πεταλιές με μανία. Ο Νίκος είχε σταματήσει και τον περίμενε λίγο παραπάνω. Τον προσπέρασε χωρίς να του πει τίποτα. Έριξε μόνο μια ματιά στην πίσω του ρόδα, αναζητώντας φευγαλέα το μπλε σκουπιδάκι. Δεν το είδε πουθενά. (περισσότερα…)

Η μόνη μας πατρίδα

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Μόλις έχει ακουστεί το «Χριστός ανέστη» από τα μεγάφωνα περιμετρικά της εκκλησίας και οι καμπάνες χτυπάνε σαν τρελές με έναν ρυθμό που στα οκτάχρονα αυτιά του μοιάζει χαρούμενος, αλλά με ένα αίσθημα κατεπείγοντος. Σαν να γίνεται γάμος, να είναι η ώρα για αυτή την κακόγουστη συνήθεια της φασαριόζικης αυτοκινητοπομπής μέσα στα στενά της πόλης, αλλά οι νεόνυμφοι να έχουν αποφασίσει να νοικιάσουν ένα στόλο ασθενοφόρων και όλα μαζί να τρέχουν το ένα πίσω από το άλλο με τις σειρήνες τους να αναγγέλλουν το χαρμόσυνο. Δεν τον απασχολούν για πολύ όμως οι καμπάνες. Φευγαλέα μόνο αναρωτιέται ποιος να τις χτυπάει για να του έρθει στο μυαλό ο καμπούρης Κουασιμόδος που διάβασε σε ένα παιδικό του βιβλίο το μεσημέρι και να ικανοποιήσει εν μέρει την περιέργειά του. Ο αέρας δεξιά και αριστερά του δρόμου έχει γεμίσει με κόκκινες και πορτοκαλί πυγολαμπίδες. Πετάνε για δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα για να διαλυθούν μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο σε δεκάδες, εκατοντάδες ακόμα πιο μικρά και βραχύβια σταγονίδια φωτός. Ο μεγάλος ξάδερφός του δεν τα λέει ποτέ δυναμιτάκια ή πυροτεχνήματα. Για αυτόν είναι μόνο «γουρούνες». Του τις έδειξε το μεσημέρι στο τραπέζι, αλλά δεν τον άφησε να τις αγγίξει. «Είσαι μικρός ακόμα». Τώρα στο σκοτάδι, που βλέπει μόνο τη φωτιά από το φιτίλι, του φαίνονται σαν ζωντανά πλάσματα, σαν τζιτζίκια που περίμεναν για δεκαεπτά χρόνια στο έδαφος για να βγουν και να αναλωθούν σε δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα. Αυτή είναι η ζωή τους. Είναι δυνατό; Κι όμως, έτσι πρέπει να είναι. Στον απογευματινό καφέ, την ώρα που άνοιγε το ντουλάπι για να βρει λίγη ζάχαρη που του ζήτησε ο θείος του, είδε μια νεκρή πεταλούδα λιωμένη από την πόρτα του ντουλαπιού. Βιολόγος ο θείος του, έσπευσε να τον ενημερώσει. (περισσότερα…)

Πληροφοριακές λεωφόροι και διαδικτυακά σοκάκια

El-fake-con-la-foto-del-arrepentimiento-torero-que-se-convirtió-en-viral

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Στα μέσα του 2012, μια είδηση έκανε την εμφάνισή της στο διαδίκτυο. Αφορούσε την αιφνίδια μεταστροφή ενός ταυρομάχου, εν τω μέσω μάλιστα μιας ταυρομαχίας. Η είδηση συνοδευόταν και από μία φωτογραφία που έδειχνε τον ταυρομάχο καταβεβλημένο, να κάθεται στην άκρη της αρένας, πιάνοντας το πρόσωπό του σε μια χειρονομία απόγνωσης, με τον ταύρο να τον παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής. Πόση σχέση όμως έχουν όλα αυτά με την πραγματικότητα; Η ιστορία της δημιουργίας ενός θρύλου…

Άρτος και θεάματα 

Στο εκτενέστερο από τα δοκίμιά του, γραμμένο πριν από 450 χρόνια περίπου, ο Μονταίν επιχειρεί να αποδείξει ότι τα ζώα πόρρω απέχουν από το να είναι απλά θηρία, κατευθυνόμενα από ωμά ένστικτα, χωρίς ίχνος λογικής και φαντασίας. Διαθέτουν κι αυτά εκείνα τα χαρακτηριστικά για τα οποία ο άνθρωπος υπερηφανεύται ότι αποτελεί τον εργολαβικό κάτοχό τους. Χαρακτηριστικά όπως ευφυία, γενναιότητα, συμπόνια κι ευγνωμοσύνη ανήκουν στο ρεπερτόριο της συμπεριφοράς τους και, καταπώς το συνήθιζε, ο Μονταίν αντλεί πλήθος παραδειγμάτων από την αρχαία Ελληνική και Λατινική γραμματεία, προς επίρρωση της θέσης του. (περισσότερα…)

Παραλλάξεις του Θουκυδίδη | Der Historikerstreit

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Παραλλάξεις του Θουκυδίδη

Υπάρχει μια τάση, αρκετά διαδεδομένη, να διαβάζεται ο Θουκυδίδης σαν να ήταν ένας μακιαβελιστής (με την έννοια του Μπέρναμ) πριν τον καιρό του, περίπου σαν ένας προφήτης του νεωτερικού συντηρητισμού, ένας πρόδρομος του Μόσκα, του Παρέτο, του Μίχελς. Αφορμές για μια τέτοια ανάγνωση σίγουρα δεν λείπουν. Η ερμηνευτική του Θουκυδίδη όμως μπορεί να βγάλει σε άλλες ατραπούς, αν πάρει κανείς το αρνητικό του αποτύπωμα κι επιχειρήσει να διαβάσει τις σιωπές του, να νοηματοδοτήσει τα διάκενα της πυκνής, περιγραφικής και συνθετικής γραφής του. Ο λοιμός στην Αθήνα και η ηθική-κοινωνική κατάρρευση που αυτός επέφερε ερμηνεύονται συχνά ως απόδειξη της νεωτερικής χομπσιανής αντίληψης περί των σχέσεων μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Ο πολιτισμός, λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αδιόρατη κρούστα, τα λεπτά νήματα ενός ιστού που μετά βίας παρέχουν μια ελάχιστη συνοχή στην κοινωνική ζωή. Αρκεί μία απειροστή διαταραχή για να επαναφέρει τα ανθρώπινα πλάσματα στην πρωταρχική, ζωώδη τους κατάσταση, να βγάλει στην επιφάνεια την αρχή του homo homini lupus.

Όμως ο Θουκυδίδης δεν γεννήθηκε τον 16ο αιώνα. Δεν κουβαλούσε στις πλάτες του μερικούς αιώνες χριστιανοτραφούς απέχθειας προς τη φύση. Αν μη τι άλλο, οι σοφιστές ήταν αυτοί που τον προετοίμασαν. Και για τους σοφιστές, το δίπολο φύση – νόμος (δηλαδή πολιτισμός, με σημερινή ορολογία) ήταν κατά κανόνα ανάστροφα χρωματισμένο. «Ο νόμος ως πηγή δυστυχίας» θα ήταν μια φράση μάλλον πιο κοντά στο πνεύμα τους. Από αυτή την οπτική γωνία επομένως, ο λοιμός στην Αθήνα δεν σηματοδοτεί κάποια επιστροφή στην κτηνώδη φυσική κατάσταση, αλλά το έσχατο σημείο διαστροφής της φύσης στον οποίο μπορεί να φτάσει ο πολιτισμός. Δεν είναι η φύση που παράγει τον αλληλοσπαραγμό, αλλά ο οργανωμένος πόλεμος, αυτό το «απόγειο» του πολιτισμού. Το να διαβάζει κανείς τα σχετικά χωρία του Θουκυδίδη και να διαβλέπει πίσω τους την Αγγλία του 17ου αιώνα είναι σαν να κάνει περίπατο σ’ ένα παρθένο δάσος γεμάτο τρεχούμενα νερά και να ανασηκώνει τους ώμους ψιθυρίζοντας: «πίσω από αυτά τα δέντρα δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά ατέλειωτες σειρές από καρβουνιασμένους κορμούς να βγάζουν καπνούς». (περισσότερα…)

Η ιδεολογία της αξιοκρατίας και το ασυνείδητό της

*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Απ’ όλα τα είδη παιχνιδιών, όσα οριοθετούνται από αυστηρούς κανόνες και διέπονται από τη λογική της ποσοτικοποίησης κατέχουν αναμφίβολα κυρίαρχη θέση στις κατά Καιλλουά λογιστικές κοινωνίες του 20ού και του 21ου αιώνα – σ’ εκείνες τις κοινωνίες δηλαδή που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γραφειοκρατικής, «ορθολογικής» οργάνωσης.

Ευτυχώς, τα παιδιά επιμένουν ακόμα στα παιχνίδια προσποίησης, ρόλων, μίμησης και ιλίγγου. Μόνο τα παιδιά. Οι ενήλικες πετάνε από πάνω τους σαν ξεραμένο δέρμα τέτοιες συνήθειες· εκτός και αν μπορούν να τις απολαμβάνουν με ελεγχόμενο και «υπεύθυνο» τρόπο, σαν τις συνταγογραφημένες δόσεις έκστασης που προσφέρει η εξέδρα στους οπαδούς. Τα «σοβαρά» παιχνίδια των ενηλίκων προσπαθούν επίμονα να ξορκίσουν σχεδόν κάθε έννοια του πραγματικά τυχαίου (και όχι απλά της στατιστικού τύπου απόκλισης) και του λάθους.

Τόμοι ολόκληροι είναι αναγκαίοι για να περιγραφούν οι κανόνες τους. Στο όνομα τίνος; Μιας αξιοκρατίας που ωστόσο και αυτή η ίδια είναι κομμάτι της μυθολογίας των σύγχρονων αγώνων. Φαντάζεται κανείς ότι τα σημερινά παιχνίδια τείνουν προς μια απόλυτη (δηλαδή σχεδόν μαθηματικά εννοημένη) δικαιοσύνη. Στην ιδανική περίπτωση, κάθε εξω-αγωνιστικό στοιχείο (π.χ. ηθικό ή αισθητικό) οφείλει να εξοβελιστεί. Το απόλυτα δίκαιο παιχνίδι θα ήταν κάτι σαν το σκάκι: ένα παιχνίδι στρατηγικής χωρίς τύχη, στο οποίο επιπλέον οι παίκτες θα είχαν αντικατασταθεί από προσομοιωτές για να αποκλειστούν τα ολισθήματα. Ένα παιχνίδι βγαλμένο από τα όνειρα ενός γραφειοκράτη καριέρας. (περισσότερα…)

Funny Games

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Θεωρείται πλέον περίπου αυτονόητη η βεμπεριανή διαπίστωση ότι ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο κράτος ως μορφή πολιτικής οργάνωσης (για την ακρίβεια, υποδούλωσης όσον αφορά στην πλειονότητα των πολιτικών «υποκειμένων») είναι το μονοπώλιο που κατέχει πάνω στην άσκηση βίας εντός του γεωγραφικού χώρου ισχύος του. Το αυτονόητο αυτής της διαπίστωσης λάμπει με τέτοια προφάνεια ώστε το φως της τελικά καταλήγει μερικές φορές να τυφλώνει, περισσότερο να συγκαλύπτει παρά να αποκαλύπτει. Η φράση περί μονοπωλίου της βίας εκ μέρους του κράτους παραπέμπει σχεδόν συνειρμικά σε φαινόμενα που εκτυλίσσονται στο επίπεδο των μακροκοινωνικών σχέσεων. Η περίπτωση της αυτοάμυνας είναι η μόνη κατά την οποία επί της ουσίας επιτρέπεται η άσκηση βίας εκ μέρους των μεμονωμένων υποκειμένων. Οποιαδήποτε άλλη κοινωνικά και πολιτικά βαρύνουσα μορφή βίας ανατίθεται είτε στις αστυνομικές δυνάμεις (με τον κυριότερο ρόλο τους να είναι αυτός της καταστολής στο εσωτερικό μιας κρατικής οντότητας) είτε στις δυνάμεις του στρατού (που αναλαμβάνουν την προάσπιση και επέκταση των συμφερόντων των κυρίαρχων ελίτ προς το εξωτερικό). Αυτό που διαλανθάνει την προσοχή όσων μένουν σ’ ένα τέτοιο μακροκοινωνικό επίπεδο είναι οι τυχόν μεταβολές και μεταστοιχειώσεις που ενδεχομένως λαμβάνουν χώρα στο μικρομοριακό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, εκεί όπου καταλήγει η αιθαλομίχλη από εξελίξεις μεγάλης κλίμακας και επικάθεται στους πνεύμονες που ζωοδοτούν τη δυναμική μικρών ομάδων ή ακόμα και αυτή μεταξύ του Εγώ και του Εσύ. (περισσότερα…)

Το στίγμα της σπίθας

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Ποιος είχε τη δυνατότητα να φέρει τατουάζ σε εμφανή σημεία του σώματός του, να βάφει τα μαλλιά του σε ασυνήθιστες αποχρώσεις ή να τα κουρεύει σε εξωτικές κόμες, να κάνει piercing σε παράδοξα σημεία του κορμιού του; Στις δυτικές κοινωνίες τέτοιες διακοσμητικές επεμβάσεις υπήρξαν κατά κανόνα προνόμιο είτε περιθωριακών ομάδων (αρχικά) είτε καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (στη συνέχεια). Παρά την απόσταση που μπορεί να χωρίζει τη φιγούρα του παρανόμου από αυτή ενός celebrity, υφέρπει και στις δύο περιπτώσεις ένας κοινός συμβολισμός: ένας συμβολισμός που δηλώνει ότι αυτός που κοσμεί το σώμα του με τέτοια στολίδια μπορεί να το κάνει γιατί βρίσκεται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας και άρα εκτός των συμβατικών νόμων που διέπουν την εμφάνιση των υπολοίπων.

Τέτοιες πρακτικές όμως πλέον τείνουν να γίνουν κοινός τόπος. Ένας οδηγός λεωφορείου ή ένας ταμίας σε μία τράπεζα μπορούν να φέρουν ένα «μανίκι» με την ίδια άνεση που το κάνει κι ένα ακριβοπληρωμένο και καλοκουρδισμένο γρανάζι της βιομηχανίας του ποδοσφαιρικού θεάματος. Ο συμβολισμός εδώ υφίσταται μια ανεπαίσθητη αλλά κρίσιμη μετατόπιση. Αντί για μια πραγματική απόσταση από τον ανελέητο κύκλο της παραγωγής, υποδηλώνεται μια φαντασιακή τέτοια. Ένα σκουλαρίκι στη μύτη φαίνεται σαν μια μικρή χειρονομία εξέγερσης που δεν τραβιέται όμως στα άκρα. Φαίνεται να λέει: «Αφήστε με να ανακυκλώνω όποια εικόνα του εαυτού μου επιθυμώ, εφόσον δεν σας ενοχλώ και δεν διαταράσσω τον κύκλο της παραγωγής».«Μη μου την εικόνα τάραττε», φωνάζει ένα τέτοιο υποκείμενο, αναζητώντας εκείνο το αρχιμήδειο σημείο που θα του επιτρέψει να αποσπάσει την εικόνα του εαυτού του από τους υλικούς όρους της αναπαραγωγής του. Η μετατροπή του τατουάζ σε μια τετριμμένη πρακτική μοιάζει έτσι να τροφοδοτεί τη μετατροπή της εικόνας σ’ ένα γενικό ισοδύναμο εντός της ψυχικής και συμβολικής οικονομίας των εαυτών. (περισσότερα…)