Ευάγγελος Ι. Τζάνος

Συγκινητικὴ ἐρευνητικὴ ἀφοσίωση

τοῦ ΧΡ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Εὐάγγελος Ι. Τζάνος, Γεράσιμος Βῶκος: Ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Ἔργο του.
Ἡ Βιβλιογραφία του (1886-2020), Παρασκήνιο 2021, σελίδες 336

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο τοῦ συγγραφέα καὶ λογοτέχνη Εὐάγγελου Ἰ. Τζάνου, ἀφιερωμένο στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Γεράσιμου Βώκου, γιὰ νὰ μᾶς θυμίσει μιὰ προσωπικότητα τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν ποὺ σημάδεψε μὲ τὴν πολυμορφία της τὴν ἐποχή του. Μολονότι σήμερα ἐλάχιστοι θυμοῦνται τὸν Γεράσιμο Βῶκο, στὴν περίοδο τῆς ζωῆς του δημιούργησε πλούσιο καὶ λαμπρὸ ἔργο. «Λογοτέχνης, ζωγράφος, ἐκδότης ἢ διευθυντὴς περιοδικῶν, μεταφραστής, ἀρθρογράφος καὶ ρεπόρτερ, ὁ Βῶκος ( Πάτρα 1868—Παρίσι 1927) κατακερμάτισε τὶς δεξιότητές του στὸν βωμὸ μιᾶς ἀτελεύτητης πολυπραγμοσύνης, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας οὐδέποτε τὸν ἱκανοποίησε. Ἔζησε πολυτάραχη ζωή, ἐξαιρετικὰ μυθιστορηματικη, μοιρασμένη σὲ τρεῖς, κυρίως, τόπους: στὸν Πειραιᾶ, στὴν Ἀθήνα καί, γιὰ λίγα χρόνια, στὸ Παρίσι. Ὡς εἰδικὸς ἀπεσταλμένος τῆς ἐφημερίδας Ἀκρόπολις βρέθηκε στὴν Πελοπόννησο, στὴν Τεργέστη καὶ στὸ Βερολῖνο, καὶ ὡς πολεμικὸς ἀνταποκριτής της περιῆλθε τὸν νομὸ Χανίων καὶ τὴ Θεσσαλία. Ὡς οἰκοδιδάσκαλος ἐπισκέφθηκε τὴ Δρέσδη, καὶ ὡς ζωγράφος ταξίδεψε στὸ Πήλιο καὶ στὸν Βόλο, στὴ Χίο καὶ στὴ Μυτιλήνη, στὸ Λονδῖνο καὶ στὴ Νέα Ὑόρκη», σημειώνει ὁ κ. Τζάνος στὸ βιβλίο του (σ. 17).

Τὸ βιβλίο τοῦ κ. Τζάνου χωρίζεται σὲ δύο μέρη. Στὸ πρῶτο μέρος ὁ συγγραφέας δίνει μιὰ λεπτομερέστατη βιογραφία τοῦ Γεράσιμου Βώκου, καὶ μιὰ ἀναλυτικὴ περιγραφὴ ὅλης τῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς του, παρουσιάζοντας τὰ Πρῶτα Ποιήματα, τὰ ἐκτεταμένα μυθιστορήματά του, τὸν Κύριο Πρόεδρο, τὴν Κατοχή, ποὺ ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Βῶκος γύρισε σὲ θεατρικὸ ἔργο, τὰ Διηγήματά του δημοσιευμένα σὲ φύλλα τῆς «Ἀκροπόλεως» καὶ τὸν Ἐκτοπισμένο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ παράγραφοι τοῦ πρώτου μέρους ὅπου ὁ κ. Τζάνος ἀφηγεῖται τὴ δραστηριότητα τοῦ Βώκου στὴν ἵδρυση, στὴν προώθηση καὶ στὴν ὑποστήριξη ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ περιοδικοῦ μὲ τίτλο «Ὁ Καλλιτέχνης».

Τὸ δεύτερο μέρος εἶναι ἀφιερωμένο στὴ βιβλιογραφία γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γεράσιμου Βώκου. Ἐδῶ ὁ κ. Τζάνος ἐκπλήσσει τὸν ἀναγνώστη τοῦ βιβλίου του. Φυλλομετρώντας τὶς σελίδες αὐτῆς τῆς βιβλιογραφίας θαυμάζει κανεὶς τὴν μακροχρόνια καὶ μεθοδικότατη ἔρευνά του σὲ ἀρχεῖα, βιβλιοθῆκες καὶ ἐφημερίδες. Ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ κ. Τζάνου εἶναι σπάνια περίπτωση στὰ λογοτεχνικά μας ἤθη. Μολονότι, εὐθὺς ἐξαρχῆς ξεκαθάρισε πὼς δὲν ἀσπαζόταν τὴ νοοτροπία τοῦ Βώκου (σ. 11), δὲν δίστασε ὡστόσο νὰ κάνει μέγα ζήτημα τῆς ζωῆς του μιὰ προσωπικότητα κι ἕνα ἔργο, ποὺ ἀγνοοῦμε τὶς ἀληθινές του διαστάσεις ἕως καὶ σήμερα. Παρὰ ταῦτα ὁ κ. Τζάνος «τὰ ἔδωσε ὅλα» χάριν τοῦ Βώκου. Ἡ περίπτωση εἶναι συγκινητικὴ καὶ λίαν διδακτική, λαμβανομένου ὑπόψη πὼς ὁ κ. Τζάνος εἶναι καὶ ὁ ἴδιος παραγωγικότατος πεζογράφος. Παράλληλα λοιπὸν μὲ τὸ προσωπικό του ἔργο, θυσίασε χρόνο, ἐνέργεια καὶ δὲν ξέρουμε τί ἄλλο ἀκόμα, γιὰ νὰ ἀνασύρει κάθιδρως, φαντάζομαι, ἀπὸ τὰ φύκια τῆς Λήθης, κάποιον μισοπνιγμένον συνάδελφο. Ὁ ἀλτρουϊσμός του εἶναι ἀπαράμιλλος. Μὲ τὸ βιβλίο του ἔσωσε, νομίζουμε, ἕνα ἔργο ποὺ χρειάζεται πιὰ τὸ δικό μας ὀξυγόνο γιὰ νὰ ὀρθοποδήσει καὶ νὰ διεκδικήσει μιὰ θέση στὴ Μνήμη — ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχουμε ἢ δὲν ὑπάρχουμε.

ΧΡ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 

 

Advertisement

Ευάγγελος Ι. Τζάνος, Αυτοβιογραφικά στοιχεία στον «Εκτοπισμένο» του Γεράσιμου Βώκου

Στο τελευταίο τεύχος  του περιοδικού «Ο Καλλιτέχνης» (αρ. 31, Ιανουάριος 1914), ο Γεράσιμος Βώκος (Πάτρα 1868 – Παρίσι 1927) δήλωσε ότι εγκαταλείπει τη λογοτεχνία και ότι στο εξής πρόκειται ν’ αφοσιωθεί στη ζωγραφική και τη μουσική. Επιπροσθέτως, δίνοντας στη δήλωσή του ψυχολογικό αντίκρισμα, εξομολογήθηκε ότι στην πραγματικότητα η λογοτεχνία δεν τον ενδιέφερε ποτέ και ότι μονάχα η ζωγραφική και η μουσική τον ένοιαζαν ανέκαθεν παρ’ όλο που μέχρι τώρα δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Για την απήχηση της δήλωσής του δεν υπάρχει καμιά πληροφορία, ωστόσο, όπως έγινε κατόπιν φανερό, ο ίδιος τη λησμόνησε ακυρώνοντάς τη. Έτσι, μολονότι η λογοτεχνική δραστηριότητά του μειώθηκε έκτοτε στο ελάχιστο, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την εφημερίδα «Πρόοδος», δημοσίευσε σε έξι συνέχειες (23-30 Μαρτίου 1917) το εν πολλοίς αυτοβιογραφικό διήγημα «Εκτοπισμένος», εκφράζοντας με αυτό την αγωνία του πνευματικού ανθρώπου για την τύχη της ανθρωπότητας μετά την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και προφητεύοντας ότι στην προσπάθεια να ικανοποιηθούν τα διεθνή οικονομικά συμφέροντα θ’ ακολουθήσει πρόσκαιρη ειρήνη κι ύστερα πάλι πόλεμος.

(περισσότερα…)

Χάριν ευταξίας

Λεζάντες-για-τ-αόρατα

~ . ~ 

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ ~ . ~

Ηλίας Κεφάλας,
Λεζάντες για τ’ αόρατα,
Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016

Με τα χρόνια έλαβα τις απαντήσεις για όσα ανεξάντλητα ρώτησα. Απέκτησα τις βεβαιότητές μου ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Κι αυτό με γαλήνεψε. Μια από τις βεβαιότητές μου είναι ότι για τα ίδια ερωτήματα οι επόμενοι θα λάβουν διαφορετικές απαντήσεις, αποκτώντας τις δικές τους βεβαιότητες ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Αγνοώ το αν θα γαληνέψουν ή όχι. Με αυτό το φίλτρο διάβασα την ποιητική συλλογή Λεζάντες για τ αόρατα του Ηλία Κεφάλα από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», και εστίασα σε συγκεκριμένα ποιήματα, επιχειρώντας, μάλλον διά της λογικής, την ου μην αλλά ανέφικτη αποτύπωση του αοράτου. Άλλωστε, αυτό είναι δουλειά των ποιημάτων: «Γιατί το ποίημα πάντα / Θέλει / Μπορεί / Και δένεται στο αόρατο» («Αρμοί»).

Η θεολογία του ποιητή περνά, καθέτως, μέσα από την κοσμοθεωρία του. Η φύση είναι μεγαλειώδης, ωστόσο όχι αξιολάτρευτη. Οι ιεροί και οι καθαγιασμένοι τόποι απαιτούν αποκλειστικά την περισυλλογή και τον θαυμασμό μας: «Θέλει μοναξιά και σιωπή το βουνό / Και βέβαια περίσκεψη – προτείνει / Ο μονήρης ιέραξ σε μένα τον καλυβίτη» («Εικόνες του αμίλητου βουνού») ή «μαγεμένος καμαρώνω τον κώνο του τον ιερό» του Ολύμπου («Όλυμπος»).

Η κοινωνία με τον θείο ουρανό συνιστά τον σκοπό της ύπαρξής μας. Ο ουρανός, διαμέσου της φύσης, «ολημερίς με αποκαθαίρει συνεχώς / Και μ’ εμβαπτίζει στων αχράντων τα μυστήρια», («Ο ουρανός»), ο ουρανός έχει τη δυνατότητα να «Με μεταφέρει στα εντευκτήρια του θόλου» («Ο ουρανός») οπότε, στο παρόν (ή από το παρόν), «Όπου κι αν βρίσκομαι αισθάνομαι πλήρης ουρανού / Και το στερέωμα των άστρων με αναγγέλλει» («Ο ουρανός»).

Ο θεός γίνεται αντιληπτός μέσα από την τάξη στη φύση, ενάντια στην εντροπία της, και κατανοείται με τις αισθήσεις μας, μέχρι, γ.π., «να πέσει το τελευταίο φύλλο της λεύκας» («Περίμενα»). Τότε μόνο ο άνθρωπος νιώθει ασφαλής, βέβαιος ότι όλα υπόκεινται στον «οίστρο της άμεμπτης δημιουργίας» («Αγροτόπαιδες»): «Και όταν όλα έγιναν σηκώθηκα να φύγω / Με την αίσθηση ότι τηρήθηκαν οι φυσικοί νόμοι / Ότι εκπληρώθηκαν οι υποσχέσεις ενός άγρυπνου θεού» («Περίμενα»).

Η μνήμη, αυτή η «ζωοποιός αιχμή και χρονομάχος δίνη» («Κήποι και μνήμη») συγκεφαλαιώνει τις μέρες μας: «Κι όλα εν τέλει μεταπηδούν / Και γίνονται άσαρκες ιδέες», («Προπόρευση»), γίνονται ποίημα, γίνονται το ξεφάντωμα του πεπρωμένου, αφού όμως η καθημερινότητα το επιτρέψει: «Τότε τι φως / Του γεγραμμένου η κορύφωση» («Το ποίημα έρχεται απ’ τη μνήμη»). Υπάρχουμε κυρίως διά της μνήμης μας, μέχρι να επιστρέψουμε, ολοκληρώνοντας το ταξίδι μας προς την ομορφιά, «για τ’ άδυτα που περιμένουν» («Ξεκίνημα») εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: «Μες στο αμνιακό υγρό της νοσταλγίας / Εκεί που ακραίο ξύπνημα είναι ο θάνατος / Και καλωσόρισμα η μήτρα των αγγέλων» («Η ομορφιά»).

Ένας ένας με τη σειρά του αναχωρεί: «Σε μένα μόνο έγνεψε το διάφανο άλογο» («Τα μαύρα λούστρα») για το μακρινό ταξίδι. Ο κύκλος των αισθήσεων ολοένα κλείνει, ο άνθρωπος παύει να αγωνιά «Από ποια μεριά δεν θα συναντήσω τον θάνατο;» («Δύσκολο πρωί») και νιώθει έτοιμος να τον αντιμετωπίσει: «Όμως τα χρόνια πέρασαν, η σκάλα γέρασε μαζί με μας κι όταν γυρίσαμε απ’ τη ματαιότητα κανένα σκαλοπάτι δεν εμπόδισε την κάθοδό μας […] στο μουχλιασμένο υπόγειο κι εκεί στη σύναξη παρόντων και απόντων» («Ο τρόμος της σκάλας»).

Στο επέκεινα οι νεκροί, αν και «γλίτωσαν τις συμφορές» («Κάθοδος») του κόσμου τούτου, στερήθηκαν διαπαντός τα ευεργετήματά του: «Κλάψε γιατί ο λόφος και η αρχαία νύχτα δεν έχουν τελειωμό» («Το τραγούδι του μικρού Ευκλείδη»). Οι νεκροί πορεύονται «σε δίνες / Αφού ταξιδεύουν με Θεούς / Και Αγίους» («Κατακλυσμός») και λησμονιούνται από τους ζωντανούς παραδομένοι σε αιώνια μοναξιά. Ωστόσο, «Των σκελετών η αναλαμπή κρυφά θα μας θαμπώνει» («Του μεταστάντος») και θα απαλαίνει τον βίο μας διαρκώς.

Η αντίπερα όχθη σε κάποιους προξενεί τρόμο: «τρομερά σκυλιά αλυχτούν / Στο βάθος του περάσματος», («Γέφυρες»), καταβροχθίζοντας τον ταξιδιώτη στην ανυπαρξία. Όμως ο Ηλίας Κεφάλας το επιθυμεί διαφορετικά: «Εμένα θα μου έφτανε κι ένα παγκάκι» «Θα μου ήταν αρκετό / Κι ένα φτωχό στρωσίδι / Κάτω από μιαν ιτιά» «Πλην όμως μέσα απ’ τον περίβολο / Στη βέβαιη επικράτεια του Παραδείσου» («Στον Παράδεισο»).

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ι. ΤΖΑΝΟΣ