επιστολή

Γράμμα από την Μπογκοτά

ΗΜΕΡΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ – ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ

Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες. Μακριά από όλους, την κίνηση, τα μαγαζιά, τους θορύβους που καθόλου δεν μ’ ενοχλούν γιατί μεγάλωσα στο πρώτο πάτωμα μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Μακριά από το γραφείο μου, τα βιβλία μου, τη ζωή μου. Το σπίτι που μένω είναι ξύλινο, δίπατο, έχει τηλεόραση, τζάκι με γκάζι και ανέσεις. Βρίσκεται σ’ ένα αγρόκτημα είκοσι δύο στρέμματα μ’ ένα μικρό δάσος, με λόφο κι ένα ποταμάκι. Τριγυρίζομαι από πράσινο χορτάρι, αυτοφυές και διαρκές. Πατάω και βυθίζεται το πόδι μου σαν να περπατάω σε στρώμα. Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου δέντρα και ζώα. Αγελάδες και μοσχαράκια. Κότες, τρία σκυλιά, δύο άλογα.

Photo5

Έφθασα στην Μπογκοτά της Κολομβίας αρχές Μαρτίου για μια επίσκεψη-συμπαράσταση στην έγκυο κόρη μου και την οικογένειά της, για ένα μήνα. Η Κίνα και ο παράξενος ιός της ήταν πολύ μακριά για να εμποδίσει ένα ταξίδι που είχα προγραμματίσει από καιρό. Ύστερα εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα του εστεμμένου σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία· σε μια εβδομάδα έκλεισαν παντού όλα τα αεροδρόμια. Άλλαξα το εισιτήριο επιστροφής για Απρίλιο και φοβισμένοι από την κατάσταση με έγκυο και μικρό παιδί τα μαζέψαμε και ήρθαμε στο οικογενειακό αγρόκτημα, δυο ώρες με το αυτοκίνητο από την πρωτεύουσα. Πρωινό ξύπνημα στις 6 και στις 9 το βράδυ στο κρεβάτι. Οι άλλοι. Εγώ δεν μπορώ να πάω για ύπνο πριν τις 11. Παρά την κούραση του υψόμετρου. Δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό βιβλίο και η σύνδεση του κινητού μου δεν επιτρέπει να κατεβάσω οτιδήποτε από το διαδίκτυο.

Πριν από μέρες ένας ταύρος έριξε τα σύρματα και κατέβηκε ως το σπίτι μας μασουλώντας ενώ εγώ ανίδεη βολτάριζα. Στα πενήντα μέτρα άκουσα τις φωνές της κόρης μου που με προειδοποιούσε να μείνω ακίνητη και τότε τον είδα. Ένας μεγάλος μαύρος ταύρος που με περιεργαζόταν. Ο τρίτος της ζωής μου. Αναμετρηθήκαμε για λίγο. Ύστερα προσγειώθηκε στο λαιμό του ένα λάσο σε καουμπόικο στιλ. Δυο άντρες τον τράβηξαν πέρα με μεγάλη δυσκολία. Τον ταΐζουν πατάτες για να παχύνει και να τον πουλήσουν. Δε συμφέρει να υπάρχει ταύρος στο κοπάδι. Η αναπαραγωγή γίνεται με τεχνητή γονιμοποίηση κι αυτόν το μήνα γεννήθηκαν πέντε μοσχαράκια. Υπάρχουν και οκτώ μικρά ταυράκια. Κι αυτά θα πουληθούν μόλις παχύνουν αρκετά.

Σήμερα ξύπνησα από το μουγκανητό ενός μοσχαριού. Είχε λυθεί και βρισκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου. Άνοιξα το παντζούρι και το έβλεπα καθώς κοίταζε προσεκτικά τα κάγκελα της βεράντας. Είπα πως τώρα θα πηδήξει και θα μπει μέσα, αλλά προτίμησε να φάει το πιο ωραίο ροζ τριαντάφυλλο του μικρού κήπου και ύστερα πήρε την κατηφόρα μέχρι που το μάζεψαν κι αυτό μ’ ένα λάσο.

Κάθε μέρα οι αγελάδες κατεβαίνουν από τα βοσκοτόπια, πεντέμιση το πρωί και τρεισήμισι το απόγευμα για το άρμεγμα. Ύστερα επιστρέφουν στα πιο ψηλά λιβάδια. Βρισκόμαστε στα 2800 μέτρα υψόμετρο. Στα υψίπεδα των Άνδεων. Το κλίμα ίδιο όλο τον χρόνο, άνοιξη μάλλον και λίγο φθινόπωρο Απρίλιο και Μάη. Τις πρώτες μέρες δεν άντεχα να περπατήσω για πολύ ώρα. Μου έλειπε το οξυγόνο. Χρειάστηκα περίπου μια εβδομάδα για να συνηθίσω τα 2500 μέτρα της Μπογκοτά. Όμως τώρα εδώ τα πράγματα βελτιώθηκαν. Ανεβαίνω τις ανηφόρες χωρίς στάσεις, χωρίς λαχάνιασμα.

Photo1Η καραντίνα είναι αυστηρή με μεγάλα πρόστιμα, απαγορεύουν τις μετακινήσεις όπως και στην Ελλάδα, αλλά έχουν γενική απαγόρευση κυκλοφορίας τα σαββατοκυριακοδεύτερα όταν οι Κολομβιάνοι πάνε εκδρομές, γλεντάνε και πίνουν, γι’ αυτό υπάρχει ταυτόχρονα και απαγόρευση πώλησης ποτών. Οι μεγάλες εταιρείες απολύουν υπαλλήλους αράδα. Ο κόσμος δυσανασχετεί με την κλεισούρα, αλλά περισσότερο υποφέρουν όσοι ζούσαν από δουλειές του ποδαριού – και είναι πολλοί αυτοί, εκατομμύρια. Τους βλέπουμε στην τηλεόραση, στις πιο φτωχές συνοικίες, κρεμάνε ένα κόκκινο πανί έξω από το σπίτι τους που σημαίνει ΠΕΙΝΑΜΕ. Οι διάφορες οργανώσεις μοιράζουν πακέτα με τρόφιμα καθημερινά αλλά δεν φτάνουν. Και όσοι μένουν στα βόρεια προάστια φοβούνται μια εξέγερση, μια κοινωνική αναστάτωση όσο κρατάει η καραντίνα. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει γιατί περιμένουν αύξηση των κρουσμάτων στο τέλος του μήνα.

Το Πάσχα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Είχα σκεφτεί να βάψω αυγά, ίσως να φτιάξω τσουρέκια, αλλά όλα αυτά φάνταζαν ξένα στο περιβάλλον μου. Στη δοκιμή που έκανα τα δέκα αυγά βγήκαν σκούρα μπεζ κι ας τα άφησα δυο ώρες να βράζουν στο κόκκινο νερό των παντζαριών.

Η πτήση του Απρίλη ακυρώθηκε κι έκανα καινούργια κράτηση για Μάη.

Εδώ για όλα πρέπει να πας αυτοπροσώπως να τα παραλάβεις, δεν υπάρχουν ντελιβεράδες. Ένα άτομο ασυνόδευτο ―στην Μπογκοτά βγαίνουν σε διαφορετικές μέρες οι άντρες από τις γυναίκες, μονά ζυγά, ίσως για ν’ αποφεύγουν τα ραντεβού― σύμφωνα πάντα με τον λήγοντα αριθμό της ταυτότητας. Παραδείγματος χάρη οι λήγοντες σε 0 οκτώ με έντεκα το πρωί και μόνο στην πιο κοντινή πόλη, δηλαδή χωριό. Φαρμακεία και λίγα μεγάλα μπακάλικα με περιορισμένη ποικιλία και μόνο δύο προϊόντα από κάθε είδος. Αυτό αποκλείει οποιονδήποτε ξένο. Δεν έχω βγει έξω εδώ και τρεις μήνες. Δεν έχω περπατήσει σε δρόμο. Δεν έχω μπει σε κατάστημα. Όμως υπάρχουν πολύ λίγα κρούσματα στο νομό της Μπογιακά όπου βρίσκομαι και κανένας θάνατος. Κάτι είναι κι αυτό.

Ιδανικές διακοπές μου λένε όταν παραπονιέμαι, στη φύση, στον καθαρό αέρα, με καθημερινή κουζίνα γκουρμέ της κόρης μου που απολαμβάνει το καλό και υγιεινό φαγητό. Γιατί δεν είμαι ευχαριστημένη με αυτές τις συνθήκες απομόνωσης; Τι παραπάνω κάνω στο γραφείο μου στην Αθήνα; Πόσο πολύ λοιπόν αποζητούμε τη δική μας φυλακή;

Μάταια και καθημερινά αναζητώ το κρυμμένο νόημα σε αυτόν τον υποχρεωτικό εγκλεισμό. Μια απλή, λίγο παράλογη επιβίωση, ένας εγκλεισμός χωρίς μέλλον, ένας σχεδόν θάνατος. Προσπαθώ να δώσω ένα σχήμα, ένα σκοπό, σε αυτήν τη διαβίωση, αλλά δεν βρίσκω τίποτα που να ανακουφίσει την απελπισία μου. Μου λείπει η Αθήνα, μου λείπει το Wifi του σπιτιού μου. Στην αρχή, όταν ξέμεινα από data, μ’ έπιασε ένας πανικός, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με την Ελλάδα, με τους δικούς μου. Τώρα παλεύω με τις λιγοστές μονάδες για περιήγηση που αγοράζω σχετικά φτηνά, αυτό είναι αλήθεια, αλλά λόγω της καραντίνας κανένας δεν τοποθετεί κεραίες εδώ στην εξοχή. Δεν μπορώ να γράψω, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Πότε πότε πονάει ο λαιμός μου κι ένας μικρός πανικός ξεφυτρώνει για λίγες τουλάχιστον ώρες. Μήπως μολύνθηκα; Μήπως θ’ αφήσω εδώ τα κόκκαλά μου; Πόσο ασήμαντα είναι όλα αυτά που σχεδίαζα μπροστά στην επιτακτική ανάγκη της απομόνωσης για να σωθούμε όλοι. Και γιατί να σωθούμε, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται. Γιατί να μην ρισκάρουμε, να δούμε ποιός πραγματικά μπορεί να επιβιώσει. Ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας που με τις χειρότερες προοπτικές θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της ανθρωπότητας.

Photo7

Θυμάμαι μια ηθελημένη απομόνωση έξι εβδομάδων στην πόλη των Αγγέλων, στις ΗΠΑ. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Σάντα Μόνικα, μόνη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, σκυμμένη στον υπολογιστή μέρα νύχτα. Το δίδυμο κρεβάτι ήταν μαυροπίνακας γεμάτος κίτρινα αυτοκόλλητα χαρτάκια: οδηγίες για το σενάριο που έγραφα, έγραψα. Έβγαινα μόνο για φαγητό, σ’ ένα εστιατόριο ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, καμιά φορά βόλτα με το νοικιασμένο αυτοκίνητο στα free ways για να εξοικειωθώ με την πόλη. Έγραφα ασταμάτητα, αγόραζα παγωτό στο σούπερ που ήταν κι αυτό μέρα-νύχτα ανοιχτό και μια φορά την εβδομάδα μάθημα συγγραφής σεναρίου με τον Σιντ Φιλντ στο διάσημο Μπέβερλι Χιλς, στο σπίτι του Γκέρσουιν. Ανακάλυψα τον Σ.Φ. διαβάζοντας τα βιβλία του, τον είχα βρει στο διαδίκτυο και μετά από ένα χρόνο αλληλογραφία βρέθηκα στο Λος Άντζελες με την ιδιότητα της μαθήτριας να γράφω το πρώτο μου σενάριο με την βοήθεια και την καθοδήγηση του. Το γυμναστήριο του ξενοδοχείου το ανακάλυψα δυστυχώς μόνο την τελευταία εβδομάδα. Όπως και τις καινούριες φίλες και τα φαγάδικα του Λ.Α.

Σκέφτομαι πως τίποτα δεν θα είναι ίδιο στο μέλλον. Ίσως θα πρέπει να φορούμε όλοι μάσκες και γάντια, να κρατάμε αποστάσεις, να αποφεύγουμε τις συγκεντρώσεις. Εκτός κι αν κάνουμε κάθε χρόνο το εμβόλιο του κορωνοϊού όπως της γρίπης. Η πτήση του Μαΐου ακυρώθηκε κι αυτή, έκλεισα θέση για 5 Ιουνίου.

Κάθε βράδυ βλέπω σπίτια στον ύπνο μου. Σπίτια που υπήρξαν, σπίτια που είχα και πούλησα ή εγκατέλειψα, σπίτια παλιά, σπίτια ερείπια. Περιφέρομαι εκεί μέσα και ψάχνω τους δικούς μου, πότε τη μάνα, πότε κάποιο παιδί, πότε κάποιον αγαπημένο που έχω χρόνια να δω. Κάθε βράδυ επιστρέφω σε γνωστά μέρη, ξεχασμένα ή κι αξέχαστα.

Και περνώ τις μέρες μου κλεισμένη σ’ έναν Παράδεισο, σε μια Εδέμ, χωρίς καμιά έγνοια, δεν πρέπει να πληρώσω νοίκι ούτε κοινόχρηστα, δεν βγαίνω για ψώνια, άλλος μαγειρεύει, άλλος προγραμματίζει την καθημερινότητά μου, δεν έχω υποχρεώσεις, η μέρα ξημερώνει μες στο πράσινο, τα κοκόρια με ξυπνούν τα χαράματα όπως ποτέ στη ζωή μου δεν με ξύπνησαν, αγελάδες και άλογα γεμίζουν τις πλαγιές, κότες που μου δίνουν τα φρέσκα αυγά τους, μια βουκολική ζωή που δεν επιζήτησα. Φοράω τα ρούχα που έφερα για ένα μήνα, σχεδόν έλιωσα ένα πανταλόνι, έχω άλλα δύο. Έχω ξεχάσει το βάψιμο, την κοκεταρία, δεν φοράω πια γυαλιά, νταντεύω μια εγγονή και περιμένω μιαν άλλη.

Τώρα τελευταία άρχισα να διακρίνω μια ελαφριά κατάθλιψη. Αν ήμουνα πιο νέα ίσως να το διασκέδαζα, όμως εδώ μου λείπουν τα γραφτά μου, αυτά που θα μπορούσα να τακτοποιήσω, να αρχειοθετήσω, τα βιβλία μου που θα μπορούσα να ξαναδιαβάσω, κάποιες μεταφράσεις που ήθελα να κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου. Στην άλλη μεριά του ωκεανού είναι η πατρίδα, ο καλός μου, οι άλλοι αγαπημένοι. Αναρωτιέμαι για την τύχη του βιβλίου που παρέδωσα στην εκδότρια, τη ζωή μου όπως την ήξερα.

Η πτήση μου πάλι ακυρώθηκε, τώρα έχω κάνει κράτηση για πρώτη Ιουλίου. Η δήμαρχος βγήκε στην τηλεόραση και είπε πως τα αεροδρόμια θα παραμείνουν κλειστά μέχρι τις 31 Αυγούστου.

Όλα έχουν μπει σε αναμονή.

Photo2

Κάπως έτσι νομίζω πως θα είναι ο θάνατος. Μια μέρα ξαφνικά θα εξαφανιστώ, θα βρεθώ σε μια άλλη πραγματικότητα, άγνωστή μου μέχρι τότε, θα τα αφήσω όλα πίσω. Ίσως να συναντηθώ με άλλους γνωστούς και αγαπημένους, να χαίρομαι την παρέα τους, να θυμάμαι παιδικά τραγουδάκια και παραμύθια, να κάνω ξανά τις τόσο γνωστές αλλά και ξεχασμένες κινήσεις, τα χάδια, τις αγκαλιές, τα νανουρίσματα. Ένας ήρεμος τόπος, πολλά δέντρα, καθαρή ατμόσφαιρα, μια ζωή με τα απολύτως απαραίτητα. Μια ατέλειωτη αιωνιότητα, μια αληθινή Νιρβάνα, αλλά τόσο βαρετή!

ΚΛΑΙΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ

Advertisement

Γράμμα από τα Τρίκαλα

Στις απόκριες λόγω κορωνοϊού δεν βάλαμε μάσκες. Μετά η ζωή άλλαξε. Δεν χρειαστήκαμε τις καθημερινές, περάσαμε κατευθείαν στις ιατρικές. Όσοι βρήκαν δηλαδή, γιατί εξαρχής υπήρξε μεγάλη έλλειψη. Έμεινε το πρόσωπό μας γυμνό. Και το γυμνό πρόσωπο είναι εύθραυστο σαν το γυαλί και συχνά κόβει. Κάθομαι πολλές ώρες στο μπαλκόνι και κοιτώ. Μετά γράφω επιστολές στον εαυτό μου. Φωτογραφίζω μια εποχή και μια πραγματικότητα. Γεννά μια ηδονή η αποτύπωση του πρωτόγνωρου. Φαντάζομαι έτσι θα ένιωθε ο Όττο Ντέπε, ο Γερμανός ανταποκριτής που παρακολουθούσε ζωντανά στα άδυτα της NASA το 1969 την προσσελήνωση του Απόλλωνα 11. Τότε ζούσαν την προσσελήνωση του Απόλλωνα 11, τώρα ζούμε την προσγείωση του COVID-19. Αποτυπώνω μικρά στιγμιότυπα με τη σιγουριά ότι οι άνθρωποι μοιάζουν. Υποθέτω πως παντού, σε όλη τη χώρα, θα έχουμε παρόμοιες συμπεριφορές, ότι το μικρό είναι ένδειξη του ευρύτερου. Δεν πιστεύω ότι η καινούρια κατάσταση θα μας αλλάξει προς το καλύτερο. Ο καθένας είναι όπως είναι. Αυτός που βλέπει αλλιώς τα πράγματα λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών, σύντομα, μόλις αλλάξουν, θα δει πάλι με τον τρόπο που έβλεπε. Ο σκληρός εργοδότης θα γίνει ακόμη πιο σκληρός, το θύμα περισσότερο θύμα και οι αδύναμοι δεν θα ξέρουν πού να κρυφτούν. Λίγοι θα αλλοιωθούν εσωτερικά σαν τον Οιδίποδα. Θα τους καταλάβουμε, γιατί θα κυκλοφορούν τυφλοί και θα προφητεύουν. Δεν ξέρω ωστόσο η έκρηξη του ηφαιστείου που σιγοβράζει πόσο καταστροφική θα είναι. Εύχομαι η σκόνη και τα αέρια να μην κρύψουν τον ουρανό, γιατί πολλοί θα πεθάνουν από ασφυξία. (περισσότερα…)

Γράμμα από την Καλιφόρνια

Eikones-Gia-COVID19-1

Εδώ Άγρια Δύση

Στα μονοπάτια του χρυσού περπατάω εδώ και δεκαπέντε χρόνια – αν και δεν υπάρχει πια ούτε για ψήγμα. Μακριά , κάποιες φορές πολύ μακριά, από την Ελλάδα μου.

Έκλεισε μήνας πια από την ημέρα του εγκλεισμού. Τον έβλεπα να έρχεται, αν και εδώ οι περισσότεροι το θεωρούσαν αδύνατο. Η αμερικάνικη νοοτροπία τής υπερδύναμης το θεωρούσε σχεδόν προσβλητικό να υποχρεωθούν οι Αμερικάνοι να ακολουθήσουν σε κάτι τον υπόλοιπο κόσμο. Να ακολουθήσουν; Και όχι να εξαιρεθούν; Ανήκουστο.

Σταθήκαμε τυχεροί εδώ στην Άγρια Δύση, γιατί όταν έκρουσε ο κώδωνας κινδύνου, τον άκουσαν οι υπεύθυνοι. Έγκλειστοι στα σπίτια μας εδώ κι ένα μήνα, we flatten the curve. Υπάκουσαν οι επαναστάτες Καλιφορνέζοι, ίσως γιατί τελικά παραμένουν ακόμη κοντά στη φύση και τα λουλούδια που τόσο αγαπούν. Ίσως γιατί η αγωνία της επιβίωσης είναι ισχυρότερη από κάθε επίκτητη νοοτροπία.

Τηλεόραση σκόπιμα δεν έχουμε στο σπίτι, ενημερωνόμαστε από το διαδίκτυο – κραταιό ευτυχώς, μιας και είμαστε μια πηδιά από τη Σίλικον Βάλλεϋ. Ακόμη με εντυπωσιάζει η ανωριμότητα του δημόσιου λόγου, όταν ανυπόμονοι και εκνευρισμένοι με την πρωτόγνωρη συνθήκη δημοσιογράφοι ρωτούν τον Δρ. Φαούτσι ―τον αντίστοιχο δικό μας κ. Τσιόδρα― πότε επιτέλους θα επιστρέψουμε στη ζωή μας.

Η ζωή μας άλλαξε δια παντός όμως. Θα το καταλάβουν σιγά-σιγά και οι έφηβοι Αμερικάνοι. Το να χτυπάνε με σθένος το πόδι τους κάτω, δεν αλλάζει τα δεδομένα. Το δεδομένο πως δεν μοιάζουν πια τόσο πολύ με υπερδύναμη, καθώς εξ αρχής δεν υπήρχαν τεστ ούτε για δείγμα, ενώ τώρα συχνά θέλουν δεκατέσσερις μέρες για το αποτέλεσμα. Το δεδομένο των ευρύτατων ελλείψεων, καθώς δεν υπάρχουν μάσκες, γάντια, αντισηπτικά, αλλά κυρίως αναπνευστήρες και κλίνες εντατικής, ενώ υπάρχουν εκατομμύρια άστεγοι και ακόμη περισσότεροι ανασφάλιστοι.

Από την άλλη πλευρά, ιδιωτικά, οι καλιφορνέζοι κάνουν σε γενικές γραμμές ό,τι τους έχει ζητηθεί. Και βεβαίως έχουμε όλοι μαζί τρελαθεί από το πρωί να κάνουμε ζουμ, γκουγκλ χάνγκ-άουτς και ό,τι άλλο υπάρχει διαθέσιμο για να συνεχίσουμε να κινούμαστε. Και το απόγευμα να βγαίνουμε για τρέξιμο, για περπάτημα, να βγάζουμε τα σκυλιά βόλτα ―πάντα τηρώντας αποστάσεις ασφαλείας και καχυποψίας― και κυρίως να μυρίζουμε την άνοιξη που οργιάζει ανενόχλητη. Παντού.

Τώρα πια η απόσταση ανάμεσα στην άγρια δύση μου και την Ελλάδα, εκμηδενίστηκε. Απόσταση είναι κάτι που χρειάζεται να διανυθεί. Τώρα που κανείς δεν μπορεί να τη διανύσει, έχει αυτo-αναιρεθεί.  Δεν υπάρχει απόσταση. Είμαστε όλοι εδώ.

ΙΩΑΝΝΑ ΛΕΚΚΑΚΟΥ

Γράμμα από την Πρέβεζα

φωτο ανοσια αγελης

 

Ανοσία Αγέλης

Πρέβεζα, 30/03/2020

Σε μοναχικούς περιπάτους, βλέπεις ανθρώπους ανήμπορους να συμφιλιωθούν με τη στιγμιαία μοναξιά τους. Αντί λόγου χάρη να σταθούν να ατενίσουν τη θάλασσα στήνοντας αυτί στο μέσα κυματισμό τους, τρέχουν να πάρουν κάποιο τηλέφωνο ή να σερφάρουν στα ρηχά του διαδικτύου. Σπάνε με κάθε τρόπο τη σιωπή που αφήνει να ακουστεί ο ψίθυρος του εαυτού τους. Σε καιρούς κοινωνικής αποστασιοποίησης, η μεγαλύτερη απόσταση που έχει κανείς να διανύσει είναι η συνάντηση με τον ίδιο του τον εαυτό και αυτό απαιτεί κότσια. Όσο επικρατεί η τρέχουσα κοινωνική ζωή, ο οφθαλμός επιπολάζει στους άλλους, και αποστρέφει το βλέμμα από εμάς τους ίδιους, οπότε αποφεύγεται μία κατ’ αντιμωλίαν εξέταση με τη συνείδησή μας. Η καραντίνα προκαλεί υποτροπή μίας καραμπινάτης δυσανεξίας στον εαυτό, για αυτό και όλοι εκφράζουν εναγωνίως το πόσο στερούνται αγαπημένα πρόσωπα ή κοινωνικές τους συναναστροφές. Ο έγκλειστος εαυτός, έχοντας στερηθεί βαθμούς ελευθερίας, υπάρχει φόβος πως δε θα χαριστεί τώρα που μας βρίσκει αφύλακτους. Για αυτό φαίνεται πως μας χρειάζεται μία ανοσία τύπου αγέλης μέσω κοινωνικού συγχρωτισμού, ώστε να περάσουμε στο πόδι τη ζωή και τις ιοβόλες σκέψεις μας.

ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Γράμμα από τη Βηρυτό

Βηρυτός, 22 Μαρτίου 2020

Είναι πρωί Κυριακής κι ένα ελικόπτερο κάνει κύκλους στον γαλανό ουρανό πάνω από την πρωτεύουσα του Λιβάνου, καλώντας από το μεγάφωνο τους πολίτες να παραμείνουν στα σπίτια τους, ώστε να περιοριστεί η διάδοση του νέου κορωνοϊού. Οι ακτίνες του ήλιου διάχυτες κατεβαίνουν στο μπαλκόνι μου, απλώνοντας τις κομψές σιλουέτες των αναρριχητικών φυτών στα ανοιχτόχρωμα πλακάκια.

Στον ήσυχο δρόμο κάτω από το διαμέρισμά μου, μια ηλικιωμένη γυναίκα με μάσκα προσώπου και φουσκωτό φούξια σακάκι περνά έξω από το γραφείο τελετών κουτσαίνοντας. Κάνει μικρά και προσεκτικά βήματα∙ με το ένα της χέρι, γυμνό, κρατάει ένα μπαστούνι και με το άλλο ψάχνει για ισορροπία ακουμπώντας στη σταθμευμένη νεκροφόρα. Κάτω από τα πόδια της ο δρόμος είναι βρεγμένος, έχει μόλις απολυμανθεί∙ μικροσκοπικές φυσαλίδες λάμπουν στο φως του ήλιου.

(περισσότερα…)

Γράμμα από τη Λευκωσία

 «Και τι θα προσφέρει αυτό στην ανθρωπότητα;»

Λευκωσία, 26 Μαρτίου 2020

Κάθομαι στο γραφείο και κοιτάζω έξω δεξιά. Το δωμάτιο έχει ιδανικό προσανατολισμό, όπως ανέκαθεν ευχόμουνα να έχει ολόκληρο το σπίτι, ώστε να είναι όσο φωτεινό είναι το γραφείο μου, που, καθώς παραμένει χωρίς πόρτα, προέκταση του σαλονιού γαρ, δεν είναι ακόμη απόρθητο – όλο και κάποιο από τα σκυλιά θα αρχίσει το πέρα δώθε ανάλογα με το πού πέφτει ο ήλιος, όλο και κάτι θα παίζει η τηλεόραση: (περισσότερα…)

Γράμμα από τη Μαδρίτη

Eikones-Gia-COVID19

Μιὰ μαδριλένικη ἐπιστολὴ στὰ ἑλληνικά

Το όνομά μου είναι Φραγκίσκος. Μένω στην Μαδρίτη αλλά έκανα διδακτορικό βυζαντινολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ (2015-2019). Τώρα μένω στο σπίτι του πατέρα μου. Κάνω αίτηση για μεταδιδακτορικές υποτροφίες και κάνω μαθήματα Ελληνικών μέσω Skype με μία καθηγήτρια που μένει στην Αθήνα. Κάνω κι ένα μεταπτυχιακό που μου δίνει τη δυνατότητα για να γίνω καθηγητής ιστορίας σε κάποιο Λύκειο ή Γυμνάσιο. (περισσότερα…)

Γράμμα από το Παρίσι

From Paris with Love

 Σουηδική Εστία, 12 Μαρτίου 2020

Δεν έχω καλή διάθεση. Είναι Πέμπτη κι ανακοινώνουν πως από Δευτέρα τα πανεπιστήμια και τα σχολεία κλείνουν.

Ρωτάω την υπεύθυνή μου αν θα κάνει μάθημα αύριο, έχω να κάνω παρουσίαση για ένα σύγχρονο μπαλέτο. Μου λέει πως δεν υπάρχει αμφιβολία. Ξέρω πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αύριο θα μιλώ σε άδεια τάξη, όπως και γίνεται.

Σορβόννη, 13 Μαρτίου 2020

Με το τέλος του μαθήματος κατευθύνομαι προς τις τουαλέτες και συναντώ όλες τις λιγοστές συμφοιτήτριές μου εκεί, παράξενο. Φυσούν τη μύτη τους, πλένουν τα χέρια τους, συζητάνε για λίγο πριν πουν καλό σαββατοκύριακο κουράγιο. Απευθείας μετά το μάθημα βγαίνω από την Σορβόννη από την έξοδο της Σεν-Ζακ, κατεβαίνω την οδό Σουφλό, διασχίζω τον Κήπο του Λουξεμβούργου[1], οδός Φλερούς και οδός Μαντάμ ακριβώς μετά.

Περιμένω ανάμεσα σε γονείς με ελαφριές ρυτίδες και άλλες μπέιμπι-σίτερ· όλοι κρατούν κομπότ[2] μήλου ή μπαγκέτες με κομμάτια σοκολάτας[3] για το απογευματινό[4] των παιδιών. Τα μαθήματα θα γίνονται κανονικά μέσω ίντερνετ. Αντιστοίχως οι γονείς θα δουλεύουν από το σπίτι με μέιλ και τηλεδιασκέψεις. Μερικοί παραπονιούνται για το πώς θα κάνουν και τα δύο συγχρόνως. Κάποιος άλλος λέει πως η εταιρία όπου δουλεύει δεν θα κλείσει τελείως τα γραφεία της οπότε σκέφτεται να πηγαίνει να δουλεύει εκεί τώρα που δεν θα είναι κανένας άλλος εκεί.

[22-03-2020] Parisi_Koronoios-1

Περπάτησα περίπου μία ώρα για να πάω στο πανεπιστήμιο για να αποφύγω το μετρό αλλά το βράδυ κάπως το κρύο με κρυώνει και αποφασίζω να πάρω την τέταρτη γραμμή. Δεν θα κρατηθώ από πουθενά, σκέφτομαι, με αποτέλεσμα να κάνω και μια βουτιά μέσα στο βαγόνι όταν το όχημα σταματά απότομα μέσα στο σκοτάδι. Καλά ως εδώ; Πολύ καλά.

Μέτρα καραντίνας δεν έχουν ανακοινωθεί, υπάρχει μια ανέμελη διάθεση, γιατί δεν κάνουμε κάτι όλοι μαζί;

Σουηδική Εστία, 14 Μαρτίου 2020

Ξημερώνει Σάββατο κι έχει λιακάδα. Κοιτάω από το παράθυρο και το πάρκο είναι τίγκα στον κόσμο. Απέναντι ακριβώς είναι το Πάρκο Μονσουρί[5] και δεν θέλω να φανταστώ πόσοι είχαν την ιδέα να πάνε εκεί, γιατί στο κάτω-κάτω ο ιός δεν κολλάει έξω, στον καθαρό αέρα. Παραμένω μέσα παρότι όλος ο όροφος έχει ήδη κατεβεί, για να τρέξουν, για να κάνουν ψώνια, για να χαρούν τον ήλιο. Ο γείτονάς μου μας ανακοινώνει ανέμελα πως μπερδεύτηκε και πήρε δύο κιλά χταπόδι από την αγορά, προτείνει κοινό δείπνο. Όλοι είμαστε ενθουσιώδεις. Ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη τον ιό κι ας φάμε χταπόδι και ας πιούμε το ωραίο λευκό κρασί που πρόλαβα να παγώσω στην κατάψυξη.

Σουηδική Εστία, 15 Μαρτίου

Την Κυριακή έχει και πάλι συννεφιά, αρχίζουν να μας ενημερώνουν πως τα μέτρα θα είναι πιο αυστηρά σε όλη την Σιτέ Υνιβεριστέρ[6]. Απαγορεύεται να χρησιμοποιούμε την κουζίνα πάνω από τρία άτομα μαζί, το ίδιο και τους υπόλοιπους χώρους. Όχι πολλή κοινωνικοποίηση. Απομακρυνθείτε ο ένας από τον άλλον.

Είναι κάπως θλιμμένα και με ένταση τα πράγματα το πρωί. Συζητώ με μερικούς του ορόφου μου που είναι πιο ψύχραιμοι. Λείπουν άτομα από τον όροφο, κάποιος βάζει τα κλάματα. Έχουμε και μια πρόσκληση από τον τέταρτο όροφο για βραδιά πίτσας που εκκρεμεί. Κοιτάμε τις μισοάδειες κούπες του καφέ προβληματισμένοι. Τι καλύτερο από μια πίτσα με καλή παρέα;

Τελικά ο τέταρτος όροφος έχει κι αυτός αγχωθεί με τα νέα μέτρα της Σιτέ κι αποφασίζει πως είναι σώφρον να φάμε χωρισμένοι σε ομάδες των τεσσάρων. Ήμουν η μόνη που δεν πήγε, το επόμενο πρωί, πολλοί με ρωτάνε αν το έκανα λόγω του ιού. Λίγο πολύ, ναι. Αλλά και γιατί η μπύρα έχει καλύτερη γεύση όταν την πίνω στο δωμάτιό μου χωρίς συζητήσεις περί κορωνοϊού.

Σουηδική Εστία, 16 Μαρτίου 2020

Ο Μακρόν ανακοινώνει πως πρέπει να περιοριστούμε στο σπίτι από το οποίο βγαίνουμε μόνο για τα απαραίτητα: ψώνια, βόλτα τον σκύλο-μινιατούρα, φουτίνγκ[7] και για να κολλήσουμε κάποιον, εννοώ, και για επίσκεψη σε γιατρό. Μαζεύω τα απαραίτητα: δυο μπουκάλια κρασί, μια μεγάλη μπύρα, βιβλία (μεταξύ άλλων παίρνω τα Για τον Πόνο των Άλλων της Ζόνταγκ, Ducks, Newburyport της Λούσι Έλλμανν, Wittgensteins Mistress του Ντέιβιντ Μάρκσον, The Colossus of New York του Κόλσον Ουάιντχεντ, Fiction et Diction του Ζεράρ Ζενέτ και το Με το Φως του Λύκου Επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη), τρόφιμα, κάρτες, διαβατήριο και έτοιμη. Πάω να μείνω μαζί με την αδερφή μου που μένει στο 5ο διαμέρισμα. Την κατάλληλη χρονιά αποφάσισε να κάνει Εράσμους.

[22-03-2020] Parisi_Koronoios-2

Οδός Μουφτάρ, 17 Μαρτίου jusqu’à nouvelle ordre [8]

Από εδώ και πέρα η ζωή μας είναι κάπως σταθερή. Το πρωί ξυπνάμε στο μικρό μας ενυδρείο, χαζεύουμε, μαγειρεύουμε μεσημεριανό, τρώμε και πίνουμε τσάι, διαβάζουμε λίγο. Ανιχνεύουμε για τυχόν εξωγήινους στην εσωτερική και μη προσβάσιμη αυλή. Μετά το βράδυ βλέπω ταινίες. Μέχρι τώρα έχω δει τη Δασκάλα Πιάνου του Χάνεκε, το The Help, το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες του Τσιώλη, την Αλίκη στις Πόλεις του Βέντερς. Σήμερα, Κυριακή, θα δω τον Θίασο του Αγγελόπουλου. Από αύριο, Δευτέρα, θα το ρίξω στο θέατρο. Αν δεν πέσει η ιστοσελίδα του Θεάτρου Πορεία σκοπεύω να δω όλες τις παραστάσεις. Παράλληλα διαβάζω την Ποιητική του Χώρου του Μπασελάρ σε πι-ντι-εφ.

Αποφεύγω να σκέφτομαι τα νούμερα. Οι άνθρωποι εδώ δεν θέλουν να πιστέψουν αυτό που τους λένε. Πριν λίγες μέρες μια φίλη μου μού πρότεινε να πάω για χαλαρό σαββατοκύριακο στο σπίτι της δίπλα στην θάλασσα, να ξεσκάσω. Αρνήθηκα ευγενικά. Μου έδωσε νέα για το γηραιό ζευγάρι που μένει δίπλα της. Όλα καλά, μου λέει, τίποτα το σοβαρό. Μονάχα τον ογδοντάχρονο σύζυγο τον πήραν στο νοσοκομείο, λέει, γιατί είχε μια βρογχίτιδα που επέμενε, λέει. Δεν ήθελα να την αγχώσω. Σήμερα μου είπε πως τελικά ο παππούς είχε κορωνοϊό και καλύτερα που δεν πήγαμε.

Προσπαθώ να εξιχνιάσω το μυστήριο, είναι άραγε ένα κακό αστείο όλο αυτό; Υπάρχουν εξωγήινοι στην εσωτερική αυλή; Θα πιώ κρασιά στον Σηκουάνα όταν τελειώσω όλο αυτό; Πότε θα τελειώσει; Θα προλάβω να δω την έκθεση της Ούλα Βον Μπράτενμπουργκ στο Παλαί ντε Τοκυό; Θα αποφασίσω να διαβάσω για την διπλωματική μου; Αρκούμαι σε αυτές τις φλύαρες και επιφανειακές απορίες κι αποφεύγω να σκέφτομαι τα νούμερα.

ΜΥΡΤΩ ΧΑΡΒΑΛΙΑ


[1] Για να διασχίσω τον Κήπο του Λουξεμβούργου με κανονικό βήμα χρειάζομαι κάτι λιγότερο από δέκα λεπτά.
[2] Αγαπημένη τροφή Παριζιάνων. Πρόκειται για τυποποιημένα φακελάκια με πολτοποιημένη κομπόστα μήλου μαζί με άλλα φρούτα. Καταναλώνεται αντί για φρούτα. Αμφίβολο το πώς το ένα αντικαθιστά το άλλο σε βιταμίνες.
[3] Πράγματι, κόβουν την μπαγκέτα στα δύο και βάζουν ανάμεσα ένα κομμάτι σοκολάτας (γάλακτος ή και υγείας).
[4] Ευρέως γνωστό και ως goûter (γκουτέ).
[5] Υπέροχο πάρκο με μεγάλη λίμνη με πάπιες και κύκνους. Όλοι οι παππούδες του 14ου διαμερίσματος πάνε εκεί, μαζί με όλους τους δρομείς του 14ου καθώς και όλους τους νέους γονείς με τα καρότσια τους.
[6] Ελληνιστί «Πανεπιστημιακή Πολιτεία». Σύμπλεγμα εστιών διαφόρων χωρών μεταξύ των οποίων και η ιστορική Φοντασιόν Ελλενίκ (Fondation Héllenique) που βρίσκεται υπό ανακαίνιση. Όλοι οι Έλληνες έχουμε διασκορπιστεί στα άλλα σπίτια (κανονική διασπορά). Εγώ μένω στο Σουηδικό.
[7] Η αλήθεια είναι ότι εδώ οι άνθρωποι βγαίνουν για φουτίνγκ (footing). Αποτελεί ψεύτικο δάνειο από την αγγλική. Μιας και δεν τους στεκόταν καλά κάποια γαλλική λέξη για το τζόκινγκ αλλά ήταν αρκετά περήφανοι για να υποκύψουν στον όρο που λίγο πολύ όλος ο κόσμος χρησιμοποιεί, οι Γάλλοι φίλοι μας αποφάσισαν πως το φουτίνγκ ακούγεται αρκετά γαλλικό.
[8] Μέχρι νεωτέρας.
[22-03-2020] Parisi_Koronoios-3

 

Γράμμα από το Βερολίνο

Eikones-Gia-COVID19-4
Βερολίνο, 19.03.2020

Emprisonnement Raisonnable

Ὁ χοντρὸς ἡλικιωμένος ἄντρας κουνιέται πάνω στὸ μηχανάκι του, σὰν μικρὸ παιδὶ πάνω στὸ ἀλογάκι τοῦ λούνα-πάρκ. Δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ πρὸς τὰ ἐμπρός – μοιάζει ἀβοήθητος. Τὸ κρανοφόρο του σῶμα, τὸ φορτωμένο μὲ προμήθειες κορμί του, στέκει ἐστεμμένο μὲ δέκα, δώδεκα πακέτα χαρτιοῦ ὑγείας· στριμωγμένος ἀνάμεσα σὲ πυργίσκους ἀπὸ συσκευασίες χαρτιοῦ καὶ συσκευασμένα σὲ κονσέρβες τρόφιμα. Ἕνας πρόθυμος νὰ τὸν βοηθήσει περαστικὸς δίνει ὤθηση στὸν ἄντρα καὶ τὸ ταλαίπωρο μηχανάκι του, μπὰς καὶ ξεκινήσουν. Δίχως νἄχει διανύσει διαδρομὴ ἑνὸς μέτρου, πέφτει, πρῶτα στὸ πλάι κι ἔπειτα μὲ τὴν πλάτη. Κάπου ἐκεῖ τὸ βίντεο σταματᾶ.[1]

Τὰ δυὸ κορίτσια ποὺ βιντεοσκοποῦν τὸ περιστατικὸ μὲ τὸ κινητό τους, τηρῶντας φυσικὰ τὴ δέουσα ἀπόσταση, γελοῦν ὑστερικά. Γελῶ κι ἐγῶ λιγάκι, ἐξίσου ἀπὸ ἀπόσταση ἀσφαλείας, στὸ σπίτι μου, κοιτῶντας τὴν ὀθόνη τοῦ δικοῦ μου κινητοῦ τηλεφώνου. Ἀκόμα μπορῶ νὰ γελῶ, μιᾶς καὶ τὸ δίκτυο πιάνει, τὸ ψυγεῖο παραμένει γεμάτο καὶ ἀνὰ μία ὥρα ἐνημερώνομαι γιὰ τὶς τελευταῖες ἐξελίξεις σχετικὰ μὲ τὴν τρέχουσα κατάσταση, ὅπως ὅλοι ἄλλωστε. Ἐνῶ ὁρισμένες κυνικὲς φωνὲς λένε ὅτι ἐπιτέλους κάτι συμβαίνει, ἐνῶ οἱ οἰκονομολόγοι λένε ὅτι βρισκόμαστε πρὸ μίας καταστροφῆς, ἐγὼ παρακολουθῶ σχεδὸν ἀδιάφορος. Τὸ περιβάλλον ἀδιαφορεῖ ἐντελῶς γιὰ τὰ τερτίπια τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς οἰκονομίας. Ἡ Γκρέτα Τ. τρίβει τὰ χέρια της μὲ ἀπολυμαντικὸ τζέλ, ἡ βιβλιοθήκη μου εἶναι γεμάτη κι ἔχω νὰ αἰσθανθῶ αὐτὸ τὸ συναίσθημα ἀπὸ τὴν πρώιμη παιδική μου ἡλικία, ὅταν δὲν εἶχα νὰ κάνω ἀπολύτως τίποτα καὶ ἔπαιζα μὲ τὸ κουνιστό μου ἀλογάκι πάνω στὸ καφὲ χαλὶ τῆς Robert-Koch-Straße. Πιάνω ἕνα βιβλίο ἀπὸ τὸ ράφι, εἶναι Ἡ Πανούκλα τοῦ Ἀλμπὲρ Καμύ. Τὸ ἀνοίγω καὶ διαβάζω τὴν εἰσαγωγή, ἡ ὁποία πάει κάπως ἔτσι:

„Il est aussi raisonnable de représenter une espèce d’emprisonnement par une autre que de représenter n’importe quelle chose qui existe réellement par quelque chose qui n’existe pas.”Daniel De Foe  [= «Ἡ ἀναπαράσταση ἑνὸς εἴδους αἰχμαλωσίας μὲ ἕνα ἄλλο εἶναι τόσο εὔλογη, ὅσο καὶ ἡ ἀναπαράσταση τοῦ ὑπαρκτοῦ μὲ τὸ ἀνύπαρκτο»][2]

Παρεμπιπτόντως, μιᾶς κι ἀναφερθήκαμε στὸν Ρόμπερτ Κόχ, τί ρόλο ἐπιτελεῖ σήμερα τὸ RKI [= Ἰνστιτοῦτο Ρόμπερτ Κόχ]; Γρήγορα νὰ δοῦμε τὶς τελευταῖες εἰδήσεις στὸ Τουΐττερ. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες οἱ ἰολόγοι ἔχουν ἀντικαταστήσει τοὺς νομοθέτες μας, ὅλοι ἀναμένουν μὲ ἀνυπομονησία τὶς ἑπόμενες ἀνακοινώσεις καὶ ἀποφάνσεις τους, οἱ ὁποῖες ἐν συνεχείᾳ θὰ πρέπει νὰ ἐφαρμοστοῦν ἀπὸ τὴν κυβέρνηση: περιορισμοὶ στὴν ἀγοραστικὴ κίνηση, ἀπαγόρευση έκδηλώσεων καὶ συναθροίσεων, ἀκύρωση τοῦ πάρτυ τῶν τριακοστῶν γενεθλίων μου. Καί τώρα, βρίσκομαι ἐδῶ, μόνος, φορῶντας ἕνα καπέλο κλόουν ποὺ μοῦ προκαλεῖ σύγχυση: χλέυη – πλήξη.

Σὲ μιὰ παλιὰ φωτογραφία κάθομαι πάνω σ’ ἕνα ξύλινο ποδήλατο – εἶμαι μόλις ἑνὸς ἔτους. Ἡ φωτογραφία αὐτὴ κοσμεῖ τὴν ὀμαδικὴ συνομιλία ποὺ ἔφτιαξα στὸ Whatsapp γιὰ τὴν προγραμματισμένη γιορτή μου, καὶ τώρα πρέπει νὰ σημειώσω κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομά μου ὅτι δὲν πρόκειται νὰ γίνει κανένα “Corona-πάρτυ”. Ξέρω, not that Berlin of me, ὅμως οὕτως ἢ ἄλλως δὲν κατάγομαι ἀπὸ δῶ. Οὔτε τὸ Βραδεμβοῦργο μοῦ ἀρέσει . Πρέπει νὰ πάει πίσω στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’20. Τέλος πάντων, δὲν θὰ μείνω ἐδῶ γιὰ νὰ γιορτάσω, γι’ αὐτὸ πρέπει πλέον νὰ δικαιολογηθῶ στοὺς φίλους μου. Πλέον, διανύοντας μιὰ περίοδο ἤπιας καραντίνας, δὲν μοῦ λείπει τίποτα. Πρὸ ἡμερῶν πῆρα ἀκόμα ἕνα βιβλίο ἀκουμπῶντας τὸ στὴν ἀτέλειωτη στοῖβα τῶν βιβλίων ποὺ πρόκειται κάποτε νὰ διαβάσω: το Kruso τοῦ Lutz Seiler. Κι ἐδῶ βρῆκα στὴν ἀρχὴ ἕνα μότο τοῦ Daniel De Foe στην αρχή του. Αὐτὸς ὁ De Foe – κάτι πρέπει νὰ εἶχε καταφέρει, σκέφτομαι. Ὁπωσδήποτε, ἦταν περισσότερο ἀπασχολημένος ἀπ’ ὅ,τι ὑπῆρξα ἐγὼ σήμερα, καὶ ὁπωσδήποτε, ἦταν ἀπίστευτα φιλόδοξος. Γιατί ὅμως;

Ὁ ἄνδρας στὸ βίντεο πέφτει, κάνει μιὰ τούμπα καὶ μένει ξαπλωμένος ἀνάσκελα, ἐνῶ τὰ κορίτσια γελοῦν μαζί του. Λένε ὅτι οἱ νέοι δὲν κινδυνεύουν τόσο, δὲν ἀνήκουν στὴν ὀμάδα ὑψηλοῦ κινδύνου. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ μεγάλη μας τύχη· κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ πῶς θὰ ἦταν ἡ ἀντίστροφη κατάσταση καὶ πόσο θὰ ἀνησυχοῦσαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς, ποὺ θὰ ἔφταναν στὸ σημεῖο νὰ μπουκάρουν μὲ σκοῦτερ μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα κλειδωμένων καταστημάτων, ἀναζητῶντας εἴδη πρώτης ἀνάγκης, ἀναζητῶντας τὰ τελευταῖα ρολά χαρτιοῦ ὑγείας. Ἴσως ὅλο αὐτὸ εἶναι, ἂν θὰ θέλατε μιὰ παιδιάστκη ἐκτίμηση ἀπὸ μέρους, ἕνας μηχανισμὸς αὐτορρύθμισης τῆς φύσης, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει πόσο εὔθραυστοι εἴμαστε καὶ πόσο τὴν ἴδια στιγμὴ πόσο προσαρμοστικοί. Ἐπιπλέον, ἐπιλύει σ’ ἕναν βαθμὸ καὶ τὸ συνταξιοδοτικὸ πρόβλημα. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμα μποροῦν νὰ γελοῦν μὲ τὸ τελευταιο, μᾶλλον δὲν πιστεύουν στὸν δικό τους θάνατο.

Τὴν περασμένη Κυριακὴ συναντήθηκα μὲ ἔναν φίλο μου, προκειμένου νὰ ἐξερευνήσουμε τὸ ἄδειο Βερολίνο, ἐκμεταλλευόμενοι τὴ μοναδικὴ αὐτὴ εὐκαιρία καὶ ἐπιδιώκοντας νὰ ἀναλάβουμε δράση ξεκινῶντας κάποια ἐκστρατεία· μερικὲς φορὲς νιώθεις ἀτρόμητος, ὅταν ὅλοι φοβοῦνται καὶ μένουν στὸ σπίτι, ὅμως ἀπογοητεύτηκα τελικά, μιᾶς καὶ τὸ Βερολίνο ἦταν κάθε ἄλλο παρὰ ἄδειο. Στὸ Gleisdreieckpark, οἱ νέοι, ὡς συνήθως, ἔπαιζαν μπάσκετ καὶ ἔκαναν σκέιτμπορντ, στὰ παγωτατζιδικα οἱ πατεράδες περίμεναν νὰ ἑτοιμαστεῖ ἡ παραγγελία τους ἀποτελούμενη ἀπὸ μερικὲς μπάλες παγωτοῦ μὲ διάφορες χρωματιστὲς γαρνιτοῦρες, ἐνῶ τὸ μόνο διαφορετικὸ στοὺς καταναλωτὲς τοῦ Ostkreuz ἦταν ὅτι ἄγγιζαν τὰ ψιλά τους μὲ γάντια λάτεξ, ἀφοῦ πρῶτα εἶχαν ἀγγίξει τὰ κινητά τους τηλέφωνα. Ἄραγε οἱ Βερολινέζοι εἶναι ἀθάνατοι, ἄραγε δὲν τοὺς ἀρέσει τίποτα, ἢ ἁπλῶς ἂρνοῦνται τὰ πάντα; Μήπως θυμώνουν μετά, ὅταν τὰ σκέφονται ἢ ἁπλῶς ἀποδέχονται ὅ,τι εἶναι; Σύντομα ἴσως ὅλοι μας χαθοῦμε, σκέφτομαι ἐνῶ βρίσκομαι μπροστὰ ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη μου, κοιτῶντας τὴν πλάτη του φίλου.

Eikones-Gia-COVID19-3

Ἀντὶ νὰ κάτσω ἐπιτέλους στὸ γραφεῖο μου γιὰ νὰ γράψω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζήτησε ὁ Θανάσης, ἐπιλέγω νὰ περιπλανιέμαι στὸ Διαδίκτυο ―ὦ, μὰ τί ἐξερευνητής!― σπαταλῶντας τὸν χρόνο μου, ὅπως συνηθίζω νὰ κάνω τὴ μισὴ ζωή μου, κάτι ποὺ εἶναι ἐμφανέστερο τὶς τελευταῖες αὐτὲς ἀτέλειωτες ἡμέρες. Βρίσκω στὴν διαδικτυακὴ Zeit κάτι σχετικὸ μὲ τὸν David Wagner[3] κι ἐλπίζω νὰ φορᾶ καλὰ τὰ γάντια του ὅταν διαλέγει λαχανικά καὶ νὰ παραμένει ὑγιής. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ζεῖ κάπου κοντὰ στὸ Prenzlberg κι εἶναι ἀνοσοκατεσταλμένος ἔπειτα ἀπὸ μιὰ μεταμόσχευση ὀργάνων ποὺ ὑποβλήθηκε· ἴσως ἔχει τακτοποιήσει τὰ ἕως τώρα ἐκδομένα ἔργα του – ἄλλωστε κάτι πρέπει νὰ παραμείνει ἀπ’ αὐτόν. Γιὰ νά ’μαι εἰλικρινής, δὲν ξέρω ἂν ὅλα ὅσα λένε εἶναι σωστά, κι ὅπως ὅλοι μας ξέρουμε, δὲν πρέπει πάντοτε νὰ πιστεύουμε τοὺς συγγραφεῖς. Ὁ συγκεκριμένος μοῦ ἦταν πάντα συμπαθής, ἐνῶ τὰ γραπτά του μὲ κάνουν παρὰ τὴ θέλησή μου νὰ θέλω νὰ βγῶ ἔξω – εἰδικὰ σήμερα. Γιατί νὰ εἶναι κανεὶς ξακουστὸς συγγραφέας;

Τὰ παιδιὰ στὸ βίντεο γελοῦν. Δὲν βοηθοῦν τὸν γέρο· ἴσως δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὸ κάνουν. Ὁ ἐπίδοξος κάμερα-μὰν προφητεύει ἐπανειλημμένα: «Τώρα θὰ πέσει! Τώρα θὰ πέσει!» Καὶ χαίρεται ὅταν αὐτὸ τελικὰ συμβαίνει. Τὸ βίντεο γίνεται βάιραλ, δηλ. ἀποκτᾶ τρομακτικὴ δημοσιότητα, μόλις γιὰ μία ἡμέρα, χωρὶς νὰ ἔχει νόημα τί θ’ ἀπογίνει ἀργότερα. Ὅσο γιὰ τὸν COVID-19, κανένας νέος δὲν φαίνεται νὰ κόπτεται – οὔτε κὰν γιὰ μιὰν ἀκίδα τῆς κορώνας του.

Στὴν Ἑλλάδα ἔχει ξεσπάσει ἕνας πόλεμος μεταξὺ τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ κράτους. Διαβάζω στὶς εἰδήσεις ὅτι παρὰ τὴν κρίση, πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ πιστοὶ ποὺ δὲν ἔχουν κανένα πρόβλημα νὰ λάβουν τὰ παιδιά τους τὴ Θεία Κοινωνία ἀπὸ μία λαβίδα. Πίσω ἀπ’ τὸ δικό μου παράθυρο ἀκούγεται γελοῖο, ὅμως δὲν εἶναι.

Αύτὸ ποὺ τελικὰ μένει, ὅσο συνεχίζεται αὐτὴ ἡ κατάσταση, εἶναι οἱ νέοι ποὺ γελοῦν, μὴ παίρνοντας τίποτα στὰ σοβαρά, ὅπως ἐμεῖς, οἱ ἀκόμα-νέοι ἢ οἱ ἡλικιωμένοι. Πῶς νὰ μιλήσει κανεὶς σ’ ἕναν κόσμο, στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν θέλει νὰ γεράσει; Τουλάχιστον ὑπάρχουν καὶ χειρότερες ἀσθένειες ἀπ’ τὰ γηρατειά. Οἱ γονεῖς μου ἀνήκουν κι ἐπίσημα στὴν ὀμάδα ὑψηλοῦ κινδύνου ἀπὸ πέρυσι, ὡστόσο ἡ μητέρα μου προτιμᾶ, ὅπως ἡ ἴδια λέει, νὰ ζήσει τὴ νεότητά της λίγο ἀκόμα. Τώρα εἶναι ἡ καλύτερη στιγμὴ γιὰ νὰ τὸ κάνει.

Πηγαίνοντας στὴ δουλειά, εἶδα πρόσφατα  ὅλους ἐκείνους τοὺς νέους, ποὺ ἔπαψαν νὰ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο ἕνεκα ὑψηλοῦ κινδύνου διάδοσης τοῦ ἰου, νὰ περνοῦν τὴν ὥρα τους γύρω ἀπὸ τραπέζια πινγκ-πονγκ καὶ γήπεδα ποδοσφαίρου. Πίστεψα ὅτι κάτι τέτοιο θά ’ταν γιὰ λίγο, ἔτσι ἄλλωστε θὰ ἔκανα κι ἐγώ. Ὄχι ἐπειδὴ μοῦ ἄρεσε νὰ εἶμαι ἔξω, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤμουν ἀντιδραστικός. Ἴσως γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἔμενα τόσο συχνὰ ἔξω, ὅμως ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ μιὰν ἄλλη ἱστορία, γιὰ μίαν ἄλλη, μεγάλη καραντίνα, ἡ ὁποία ὅταν ἔρθει μὲ ὁδοφράγματα ποὺ θὰ ἔχουν τοποθετηθεῖ παντοῦ, θὰ ἦταν μιὰ ὡραία ἀφορμὴ γιὰ σκέψη ὥστε τελικά νὰ κινητοποιηθοῦμε. Ἴσως, ἂς τὸ ἀφήσω αὐτό. Νὰ φύγω ἢ νὰ μείνω; Ὅλη τὴ μέρα κλωθογύριζα αὐτὴ τὴ σκέψη στὸ διαμέρισμά μου στὸ Ostkreuz, πηγαίνοντας πέρα-δῶθε – ὁ διάδρομος εἶναι ἀρκετὰ μακρὺς κι ἐγὼ τὸν ἐξερευνῶ ὅπως ἐνδεχομένως ἐξερευνῶ λίγο ἀργότερα τὸ δωμάτιό μου στὸ νοσοκομεῖο, ὅπως ἐξερευνᾶ κανεὶς κάνοντας ἕνα μεγάλο ταξίδι, ὅπως ἐξερευνᾶ κανεὶς τὸν κόσμο.

Ἀκόμα κι ἂν πολλοὶ θεωροῦν ὅτι ἔρχεται ὕφεση, ὁ ἰὸς ἐξακολουθεῖ νὰ προελαύνει. Μόλις χτὲς βγήκαμε ἀπὸ μιὰν ἔντονη περιπέτεια, κι ἑπομένως ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἔκπληξη τὴν ξαφνικὴ αὐτὴ ἠρεμία. Συνήθως νιώθει κανεὶς χαρούμενος ὅταν τὸ σῶμα του βρίσκεται σὲ ἠρεμία. Ἀκριβῶς, ὅπως κι οἱ νέοι, οἱ ὁποῖοι φαίνεται νὰ μένουν ἐντελῶς ἀνεπηρέαστοι ἀπ’ ὅλο αὐτό. Ἂν καὶ τὸ ἀπολαμβάνω, πρέπει νὰ ἀνακτήσω τὴν ἐγρήγορσή μου, γιατὶ σὲ περίπτωση ποὺ τελικὰ δὲν ἐπιβιώσω θὰ πρέπει σιγά-σιγὰ νὰ κάτσω καὶ νὰ γράψω αὐτὸ τὸ κείμενο. Ἴσως δὲν θὰ ἔχω ποτὲ ξανὰ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία.

ERIK EISING

[Μτφρ. ἀπὸ τὰ γερμανικά: Θανάσης Γαλανάκης]

[1] Πρόκειται γιὰ ἕνα βίντεο ποὺ κυκλοφόρησε τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ καταναλωτικοῦ παροξυσμοῦ, ἐν ὄψει τῆς πανευρωπαϊκῆς ―καθὼς φαίνεται― καραντίνας. Στὸ βίντεο συμβαίνει ὅ,τι περιγράφει ὁ συγγραφέας τοῦ κειμένου. [σ.τ.μ.]
[2] Ἡ μετάφραση δανεισμένη ἀπὸ τὴν ἔκδ. Ἀλμπὲρ Καμύ, Ἡ πανούκλα, (μτφρ.: Ἀγγελικὴ Τατάνη), Ἀθήνα, Γράμματα, 1990. [σ.τ.μ.]
[3] Γερμανὸς συγγραφέας, γνωστὸς γιὰ τὸ ἔργο του, Leben, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴ διαρκῆ περιπέτεια τῆς ὑγείας του, τὶς μεταμοσχεύσεις του καὶ γενικότερα τὴ στάση ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ διαρκῶς βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο. Ἕνα βιβλίο ποὺ ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ καὶ νὰ μεταφραστεῖ καὶ στὰ ἑλληνικά. [σ.τ.μ.]
*Oἱ γερμανομαθεῖς φίλοι μποροῦν νὰ δοῦν περισσότερα κείμενα τοῦ ταλαντούχου χρονικογράφου, δοκιμιογράφου καὶ ἐπίδοξου συγγραφέα, Erik Eising, στὸ πλούσιο ἀπὸ κάθε ἄποψη ἱστολόγιό του: https://rikrolled.blogspot.com/

Γράμμα από το Μιλάνο

Per Jannis
Μιλάνο, 18 Μαρτίου 2020

Είμαστε στη δεύτερη εβδομάδα.

Περίμενα πώς και πώς την άνοιξη, όταν επιτέλους η γρίπη θα έπαιρνε τον δρόμο της ύφεσης, για να ξαναβρώ το κέφι μιας παρέας, ενός χαρούμενου τραπεζώματος στην εξοχή. Είμαι κλεισμένη στο σπίτι απ’ τον Οκτώβριο, όταν άρχισε ο πυρετός που με ειδοποιούσε ότι το ανοσοποιητικό μου σύστημα απαιτούσε, επειγόντως, βοήθεια.

Ήμουν στην Λισσαβώνα εκείνες τις μέρες και στην Λισσαβώνα θα επιστρέψω μόλις βγούμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Οι θεραπείες άρχισαν τον Δεκέμβριο, αλλά οι γιατροί ήδη από το τέλος του Οκτωβρίου μου συνέστησαν προσοχή κι άμεσο αυτοπεριορισμό στις μετακινήσεις και στις συναναστροφές . (περισσότερα…)