ελληνικό διήγημα

Λάκης Παπαστάθης (1943-2023), Η Ήσυχη

*

Ο επιλοχίας, ανεβασμένος στα σκαλιά του λόχου, μοίραζε τα γράμματα φωνάζοντας το όνομα. Τα πετούσε με δύναμη στον ουρανό κι αυτά προσγειώνονταν με τσαλίμια μέσα στο τσούρμο των φαντάρων. Ο παραλήπτης σπάνια έπιανε το γράμμα στον αέρα, συνήθως το έψαχνε ανάμεσα στις αρβύλες των άλλων φαντάρων που περίμεναν κι αυτοί το δικό τους. Όταν τα γράμματα τέλειωναν ο λοχίας φώναζε χαιρέκακα «οι υπόλοιποι έχετε χαιρετίσματα από τη Βουγιουκλάκη… και φιλιά!».

«Και σήμερα δεν ήρθε γράμμα της. Ας μου ’γραφε δυο γραμμές που να λένε πως μ’ αγαπάει και πως με σκέπτεται κι εγώ ας καθόμουν τρεις μέρες συνέχεια σκοπιά. Θ’ άντεχα τα πάντα!»

Η έξοδος των φαντάρων στην Κόρινθο κρατούσε από τις τρεις το απόγευμα μέχρι τις εννιά το βράδυ. Όλη η πόλη ντυνόταν στο χακί. Γέμιζαν τα ζαχαροπλαστεία και οι ταβέρνες. Οι πιο τυχεροί, που τους επισκέπτονταν τα κορίτσια ή οι γυναίκες τους, κλείνονταν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου κι έβγαιναν στο παρά πέντε τρέχοντας να προλάβουν να χωθούν στο στρατόπεδο πριν από τις 9. Η αγαπημένη του ήρθε μόνο μία φορά. Ήταν βιαστική και αγχωμένη. Σχεδόν δεν πρόλαβε να τη φιλήσει, να την αγκαλιάσει λίγο πριν μπει στο λεωφορείο για την Αθήνα. Όμως το βράδυ στη σκοπιά τη σκεφτόταν με την άνεσή του. Αναπαριστούσε στο μυαλό του τις πιο έντονες ερωτικές σκηνές τους και φανταζόταν πως όταν θα πήγαινε με άδεια στο σπίτι της στην Αθήνα θα πετούσε τα φανταρίστικα από την είσοδο, θα γδυνόταν για να την αγκαλιάσει. Την ποθούσε τόσο πολύ που δεν είχε καθαρό μυαλό να δει πως το κορίτσι τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο απομακρυνόταν απ’ αυτόν. (περισσότερα…)

Advertisement

Η αγγελία

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Κάποτε ήρθε στην εφημερίδα μια αρκετά παράξενη αγγελία, τέσσερις σειρές όλες κι όλες.

«Ζητείται ικανός βιογράφος να γράψει την ζωή μου. Απαραίτητη προϋπόθεση, να διαθέτει φαντασία, χρόνο και έμφυτη ικανότητα στα ψέματα. Πληροφορίες…»

Όταν είδε ο υπάλληλος στα γραφεία της εφημερίδας το παράξενο κείμενο, γέλασε δυνατά και κοίταξε τριγύρω, μη τον έβλεπε κανείς, θα τον περνούσαν σίγουρα για τρελό ή κάπως μεθυσμένο ενώ εκείνος είχε κόψει το ποτό εφτά χρόνια πριν∙ κι αυτό γιατί του είχε απαγορεύσει το σεβαστό δικαστήριο να βλέπει, έστω και τα Σαββατοκύριακα, την κόρη του, κι έτσι δεν πρέπει να γνώριζαν, τότε, τι θυσίες είναι ικανός να κάνει ένας πατέρας για το βλαστάρι του και δεν το ξανάβαλε στο στόμα του. Εδώ και δυόμισι χρόνια, ευτυχώς, την έβλεπε πιο συχνά.

Σκούπισε στο πουκάμισο τα γυαλιά του∙ γεμίζανε δαχτυλιές κάθε τόσο κι όλο νόμιζε πως έβλεπε ορθογραφικά λάθη στο χαρτί και διόρθωνε γραπτά που δεν είχαν κανένα λάθος. Έτσι και εκείνη την στιγμή, τα σκούπισε μηχανικά και άρχισε να την ξαναδιαβάζει. Μπα! το ίδιο έλεγε. Ποιος παλαβός, σκέφτηκε, στέλνει κάτι τέτοιο να δημοσιευτεί; Και καλά, συνέχισε, άντε να βρεθεί ένας άλλος παλαβός να του γράψει την ιστορία του, ποιος θα βρεθεί να καταπιεί τόσα ψέματα; Χαμογέλασε, και την άφησε πιο πέρα στο γραφείο, ούτε καν στα υπ’ όψιν, ενώ βάλθηκε να οργανώσει τις άλλες, τις πλέον σοβαρές που είχαν φτάσει στα χέρια του.

Οι ώρες περνούσανε βασανιστικά αργά. Κάποια στιγμή σήκωσε με κούραση το βλέμμα του από τον υπολογιστή. Χρειάστηκε κάμποσα λεπτά ωσότου να ξεδιαλύνει μέσα του πόσο είχε περάσει από την προηγούμενη στιγμή που έκανε το ίδιο. Και η αλήθεια είναι πως μόλις σήκωσε τα μάτια, ψαχούλεψε επάνω στο γραφείο του, για εκείνη την αλλόκοτη αγγελία. Πρέπει να ήταν αυτή που δεν τον άφηνε διόλου να συγκεντρωθεί. (περισσότερα…)

Κώστας Βάρναλης, Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

*

Από τον ιστότοπο του Νίκου Σαραντάκου. Αντιγράφουμε από εκεί το σημείωμα του επιμελητή: «Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα εις ύφος Παπαδιαμάντη, αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Πήρα το κείμενο από την έκδοση του Κέδρου Πεζός Λόγος. Αγνοώ αν το Καλοκαιρής (το παπαδιαμαντικώς σωστό είναι Καλοσκαιρής) είναι λάθος του τυπογράφου ή αβλεψία τού Βάρναλη.» Με αυτό το ξεχωριστό αφήγημα, το ΝΠ εύχεται στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του Καλά Χριστούγεννα.

~ . ~

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!

Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.

Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:

– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).

Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται. (περισσότερα…)

Η μόνη μας πατρίδα

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Μόλις έχει ακουστεί το «Χριστός ανέστη» από τα μεγάφωνα περιμετρικά της εκκλησίας και οι καμπάνες χτυπάνε σαν τρελές με έναν ρυθμό που στα οκτάχρονα αυτιά του μοιάζει χαρούμενος, αλλά με ένα αίσθημα κατεπείγοντος. Σαν να γίνεται γάμος, να είναι η ώρα για αυτή την κακόγουστη συνήθεια της φασαριόζικης αυτοκινητοπομπής μέσα στα στενά της πόλης, αλλά οι νεόνυμφοι να έχουν αποφασίσει να νοικιάσουν ένα στόλο ασθενοφόρων και όλα μαζί να τρέχουν το ένα πίσω από το άλλο με τις σειρήνες τους να αναγγέλλουν το χαρμόσυνο. Δεν τον απασχολούν για πολύ όμως οι καμπάνες. Φευγαλέα μόνο αναρωτιέται ποιος να τις χτυπάει για να του έρθει στο μυαλό ο καμπούρης Κουασιμόδος που διάβασε σε ένα παιδικό του βιβλίο το μεσημέρι και να ικανοποιήσει εν μέρει την περιέργειά του. Ο αέρας δεξιά και αριστερά του δρόμου έχει γεμίσει με κόκκινες και πορτοκαλί πυγολαμπίδες. Πετάνε για δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα για να διαλυθούν μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο σε δεκάδες, εκατοντάδες ακόμα πιο μικρά και βραχύβια σταγονίδια φωτός. Ο μεγάλος ξάδερφός του δεν τα λέει ποτέ δυναμιτάκια ή πυροτεχνήματα. Για αυτόν είναι μόνο «γουρούνες». Του τις έδειξε το μεσημέρι στο τραπέζι, αλλά δεν τον άφησε να τις αγγίξει. «Είσαι μικρός ακόμα». Τώρα στο σκοτάδι, που βλέπει μόνο τη φωτιά από το φιτίλι, του φαίνονται σαν ζωντανά πλάσματα, σαν τζιτζίκια που περίμεναν για δεκαεπτά χρόνια στο έδαφος για να βγουν και να αναλωθούν σε δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα. Αυτή είναι η ζωή τους. Είναι δυνατό; Κι όμως, έτσι πρέπει να είναι. Στον απογευματινό καφέ, την ώρα που άνοιγε το ντουλάπι για να βρει λίγη ζάχαρη που του ζήτησε ο θείος του, είδε μια νεκρή πεταλούδα λιωμένη από την πόρτα του ντουλαπιού. Βιολόγος ο θείος του, έσπευσε να τον ενημερώσει. (περισσότερα…)

Νάγια Οικονομοπούλου, Ο μάγος

*

O ΜΑΓΟΣ

Ο μάγος πέρασε κι απ’ την δική μας γειτονιά. Μαζωχτήκαν οι γυναίκες γύρω του σαν το μελίσσι. Μυρμηγκιά μαυροφορούσα, πρόσφυγες από την Μικρασία όλες, απ’ τα χωριά τής Προύσας εμείς.

Στάθηκε κείνος ανάμεσα στις γυναίκες, τις κοίταξε καλά-καλά, αναμετρήθηκε με τις συφορές τους, ζύγισε τα μάτια τους, τα φρύδια τους, που βάραιναν απ’ τις ρυτίδες τους στο μέτωπο.

Οι γριές οι μαντιλοδεμένες σκέπασαν το στόμα τους με την άκρια του τσεμπεριού που πέρσευε από το δέσιμο το χαλαρό κάτ’ από το σαγόνι.

Μια-δυο, πιο νέες, ήρθανε με τα χέρια τους βρεμένα, με τις ποδιές τους μουσκεμένες απ’ τα νερά τής σκάφης.

Η μάνα μου πήγ’ από τις πρώτες, τάχα να κοροϊδέψει, μα ήτανε τα μέσα της σφιγμένα, μπερδεμένα.

Οι γυναίκες άρχισαν σιγά-σιγά να στενεύουν γύρω του τον κύκλο. Τράβηξαν τα παιδιά τους πίσω, τα  ’διωξαν πέρα, να παν να παίξουν, τα ’σπρωχναν άγρια σαν να ‘ταν ξένα. (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου

*

Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος. (περισσότερα…)

Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Η φωνή του Θεού

*

Στον Γιάννη Πούλιο

Το πώς έγινε και άκουσε τη φωνή του Θεού ο Νίκος ο Βρούντος καθώς κοντοστεκόταν έξω από τον παλιό, πετρόχτιστο ναό του Αϊ Γιώργη, πάνω στη Μπάρα, αποτελεί —τουλάχιστον για τους παλιούς— άλλο ένα λογικό μυστήριο. Κι αυτό εξαιτίας του ναού, που, ιδρυθείς το 1898 από Ηπειρώτες, μάλλον, μάστορες —ακόμα φαίνονται οι αινιγματικές επιγραφές και τα παράξενα σύμβολα τους πάνω στις πέτρινες καμάρες— διατηρεί, μέχρι και σήμερα, μια σκοτεινή αίγλη. Είναι κανονικό άντρο θαυμάτων. Άλλωστε, το Άγιο Βήμα, υπογείως, θρέφεται ακατάπαυστα από θαυματουργό νερό —αγιονέρι— που ανεβαίνει και εκβάλλει σε μια κρήνη, στα πλαϊνά του ναού, κάτω απ’ τον βραχνά μιας πανύψηλης βάγιας. (περισσότερα…)

Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπίλης, Πέρα απ’ τον τρούλο

*

Πέρα απ’ τον τρούλο

Να την πάλι ‒ τυλιγμένη με την αρκτική γούνα της, παρατηρεί απ’ το πλατάνι της πλατείας, απέναντι, τα κενά παράθυρα του Αϊ-Δημήτρη να αλυχτούν σαν μαύρες κουκουβάγιες. Δεκέμβρης και φυσά με έναν αέρα όλο υπόνοιες. Κι όπως βλέπει κάποια στιγμή, τον παπά-Ζήση μαζί με τους δυο ψάλτες, τον κυρ-Θόδωρο και τον Γιάννη τον Μάκα, να φεύγουν παραπαίοντας απ’ τον ναό, νιώθει μέσα της, ενστικτωδώς, να τη βαραίνει ο προαιώνιος φόρτος: ότι οφείλει να κουβαλά τη μοναξιά σαν ευθύνη. Ενώ τους είχε πάρει στο κατόπι προηγουμένως, καθώς φεύγανε από το σπίτι του παπά-Ζήση, όπου συνήθιζαν οι τρεις τους να κοινωνούν με τσίπουρο κι έντερα γουρουνιού, γεμιστά με συκωτάκια, τη λεγόμενη μπαμπόρα. (περισσότερα…)

Ελένη Χαϊμάνη, Η Λενιώ

*

Σηκώθηκε με κόπο απ’ το ντιβάνι, ακούγοντας τα κόκκαλα της να τρίβονται κάτω απ’ το γερασμένο της πετσί. Το σήκωσε πιέζοντας το, ανάμεσα στa δυο δάχτυλα, αντίχειρα και δείχτη, και όταν το άφησε, αυτό άργησε πολύ να επιστρέψει στην αρχική του θέση. Τα γεμάτα φολίδες απ’ την ξηροδερμία καλάμια της, πονούσαν μες στο κρύο, παρότι κοιμόταν αποβραδίς με τις μάλλινές της κάλτσες.

Η καλύβα ήταν κρύα, χειμώνας καιρός και δίπλα στη θάλασσα ήταν πολύ βαρύ να το αντέξει. Κι όμως, έμαθε να ζει σ’ εκείνες τις συνθήκες, και η αποδοχή της πραγματικότητας, της έκανε καλό. Νίφτηκε με κρύο νερό στο πρόσωπο και έσφιξε τα δόντια. Περνώντας απ’ το μικρό χολ απέναντι από την κεντρική πόρτα, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Κωμικό πρόσωπο πάντοτε, ο Πειρασμός κι ο Διάβολος. Τα γαλανά της μάτια ήταν το μόνο νεανικό σημάδι που έφερνε απάνω της. Μεγάλα, με μια στραβή γωνία πως τα κάτω είχαν την δύναμη να τρομάξουν τον κάθε ατρόμητο που την έβλεπε. Κάνοντας να φύγει, να φτιάξει τον καφέ της, είδε στο πλάι την σηκωμένη της καμπούρα, σα κόκκαλο που έβγαινε με βία από τη βάση του κορμού και προσπαθούσε χαζά να το καλύψει με τα βαμβακερά μαλλιά της. Τα χώριζε πάντοτε στη μέση, αυστηρά, και τα χτένιζε με μανία μέχρι κάτω και αυτά κατέληγαν σαν μια ουρά στην βάση της καμπούρας. Είχε περισσότερο το φως μιας μούσας, παρά μιας χάριτος. Ήταν, ομολογώ, μάλλον άσχημη παρά ωραία στο πρόσωπο. (περισσότερα…)

Οικείοι μας αντιήρωες

 

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Στέργιος Χατζηκυριακίδης, Βατσ’νιές, πυκνές* καρτ-ποστάλ
από τα Βαλκάνια (*και ενίοτε εμπαθείς), Δίαυλος 2021

Το διήγημα, αν έκανε κάτι πάντα, ήταν να παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό «φέτες ζωής».  Έχει βαθιά μέσα του ριζωμένη τη ρεαλιστική τούτη συνθήκη. Πρόκειται μάλιστα για μια επιταγή που επιβάλλεται από την ίδια την τεχνοτροπία του. Επειδή είναι μικρό σε έκταση, δεν έχει πολύ χρόνο και χώρο στη διάθεσή του για να θεμελιώσει έναν καινούργιο κόσμο εκ του μηδενός. Του είναι πιο εύκολο και πιο φυσικό να ανοίγει ένα παράθυρο στην πραγματικότητα και να μας την προβάλλει διαστρεβλωμένη ή μη, θολή και αφηρημένη ή δοσμένη με χειρουργική ακρίβεια. Έτσι γίνεται και στη συλλογή διηγημάτων του Στέργιου Χατζηκυριακίδη, Βατσ’νιές, πυκνές* καρτ-ποστάλ από τα Βαλκάνια (*και ενίοτε εμπαθείς), Εκδόσεις Δίαυλος 2021.

Μόνο που εδώ οι διαθλαστικοί φακοί που χρησιμοποιούνται εμφανίζουν αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες. Αν μπούμε στον μυθοπλαστικό κόσμο των Βατσ’νιών με το ψυχρό μάτι του αφηγηματολόγου ή του μελετητή της λογοτεχνίας μπορούμε να εντοπίσουμε αμέσως κάποιες ξεκάθαρες κατευθύνσεις που δείχνουν ότι το κάθε αφήγημα είναι εκεί για να επιβάλλει τους όρους του και δεν το ενδιαφέρει σε καμία περίπτωση να χαϊδέψει τα αυτιά του εν δυνάμει κοινού του.

Έτσι, αρχικά, παρατηρούμε ότι στα συγκεκριμένα διηγήματα γίνεται μια πολύ ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας και των εκφραστικών σχημάτων. Στόχος δεν είναι η καλλιέπεια, η καλολογία, η δημιουργία ατμόσφαιρας ή τονικότητας, αλλά η υπονόμευση όλων των προηγούμενων. Βρισκόμαστε σε μια περιοχή όπου η παραδοσιακή έννοια της λογοτεχνικότητας κλυδωνίζεται, αν δεν αυτοαναιρείται κιόλας. Αλλά και πέρα από τη γλώσσα, αν σταθούμε στις δομές θα δούμε ότι κυρίαρχο μέσο της πλοκής γίνεται η παρέκκλιση. Ένα στοιχείο που είναι ουσιαστικά ενάντιο σε κάθε έννοια πλοκής – αν και κατ’ άλλους «όλη η ιστορία της λογοτεχνίας είναι μια παρέκκλιση». Σε πρώτο επίπεδο λοιπόν τα διηγήματα της συλλογής εκφράζουν μία αφαίρεση τόσο σε δομικό επίπεδο όσο και σε υφολογικό.

Το λογοτεχνικό κείμενο όμως δομείται πάνω σε λεπτές ισορροπίες. Αν αφαιρεθεί κάποιο στοιχείο θα πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα από κάποιο άλλο, όσο το δυνατόν ισοδύναμό του. Ειδάλλως το όλο οικοδόμημα κινδυνεύει να κατεδαφιστεί. Με τί καλύπτονται λοιπόν αυτά τα ηθελημένα κενά στις Βατσ΄νιές;  Πώς ξεπερνιέται ο κίνδυνος κατεδάφισης; Καλύπτονται, θα λέγαμε, με μεταμοντέρνα υλικά της αφήγησης: με την ειρωνεία, τον αστεϊσμό, το σκώμμα, την ανεκδοτολογική εξιστόρηση, το ευφυολόγημα. Ο Χατζηκυριακίδης γεμίζει τους αρμούς της αφήγησης με στοιχεία που φέρουν έντονα τον αέρα του ρίσκου. Διότι αναγκάζουν τον αναγνώστη να μετακινηθεί από το comfort zone του, να φύγει από το μέρος που γνωρίζει και που του είναι οικείο, και να μπει σε μια περιοχή όπου επικρατεί αστάθεια και ανασφάλεια.

Το χιούμορ στη λογοτεχνία, είναι στοιχείο ανοικείωσης και αποστασιοποίησης. Χρησιμοποιούμε κάθε αφηγηματικό μέσο για να  τραβήξουμε τον αναγνώστη βαθιά στην αφήγηση, να τον εισαγάγουμε στον μυθοπλαστικό κόσμο και να τον κρατήσουμε όσο περισσότερο γίνεται εκεί. Το χιούμορ όμως έρχεται σαν μια εντελώς αντίθετη δύναμη. Αναγκάζει τον αναγνώστη να σταθεί έξω από τον κειμενικό κόσμο, τον βάζει να κρίνει αυτό που διαβάζει, τον κάνει να αμφισβητήσει το κύρος του κειμένου, του επιβάλλει να σκεφτεί. Αυτό είναι το εγγενές ρίσκο λοιπόν κάθε αφήγησης που αναδεικνύει το χιούμορ, τον σαρκασμό και την ειρωνεία ως κεντρικές ποιότητες του ύφους  και της μηχανικής του.

Στις Βατσ’νιές η αφήγηση είναι «αντιλογοτεχνική» και για έναν ακόμη λόγο: χαρακτηρίζεται από πολύ έντονη προφορικότητα και σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει την μυθοπλασία όπως την έχουμε συνήθως στο μυαλό μας. Ο μύθος των διηγημάτων δεν έχει ανάγκη κλειστές δομές για να εκφραστεί και να αναπτυχθεί· μάλιστα σε πολλά σημεία δείχνει να αποστρέφεται την «καθεστηκύια αισθητική» του λόγου και της αφήγησης (αν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο). Δείχνει δηλαδή ότι πάει κόντρα σε ό,τι είναι γενικώς αποδεκτό. Δημιουργεί μια ενδόμυχη αφηγηματική διαταραχή. Αυτό φανερώνει και την ιδεολογική χροιά των συγκεκριμένων κειμένων. Το ύφος, ο τρόπος που λέγεται μια ιστορία, συνδέεται βαθύτατα με την ιδεολογία που τη διέπει και ακολούθως παράγει περιεχόμενο.

Σε μια εποχή που το λογοτεχνικό κείμενο -ακόμα μια φορά- μοιάζει να βαραίνει από στολίδια, ανούσιες καλολογίες και βερμπαλισμούς, που στην ουσία επιχειρούν να κολακέψουν τον αναγνώστη, είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι υπάρχουν κείμενα τα οποία τραβάνε προς μιαν άλλη, πολύ πιο έντιμη, κατεύθυνση. Κείμενα που δεν επιχειρούν να κοροϊδέψουν ή να ξεγελάσουν το κοινό τους, που δεν προσπαθούν να το αποκοιμίσουν ή να το αποπροσανατολίσουν με τις ωραίες εκφράσεις τους ή με την ποιητικότητα που αποπνέουν αλλά αντίθετα επιθυμούν να χτίσουν μια σχέση ισοτιμίας, και ειλικρίνειας μαζί του.

Προσωπικά βρήκα υπόγειες συνδέσεις και αντιστοιχίες των Βατσινιών με έργα του Γιώργου Ιωάννου που μιλάνε για την επαρχία όπως ακόμα και με το περιβόητο Το τέλος της μικρής μας πόλης του Χατζή. Μπορεί να ακούγεται ακραίο, αλλά οι Βατσ’νιές ειδολογικά αποτελούν μέρος της συγκεκριμένης παράδοσης. Πρόκειται για αφηγήσεις όπου κυριαρχεί η ατμόσφαιρα, η αίσθηση του περιβάλλοντος χώρου γίνεται σχεδόν σωματική, και το επαρχιακό αστικό τοπίο παίζει καταλυτικό ρόλο στην ψυχολογία και την ψυχοσύνθεση των ηρώων.

Οι χαρακτήρες που παρελαύνουν από αυτά τα διηγήματα είναι ως επί το πλείστον αντιήρωες. Τί σημαίνει όμως αντιήρωας; Στις μέρες μας θα έλεγα ότι τείνει να σημαίνει «κανονικός» άνθρωπος. Το πανόραμα των αντιηρωικών μορφών λοιπόν δεν κάνει τίποτε άλλο εδώ παρά να ενισχύει την αληθοφάνεια του κειμένου. Και η αληθοφάνεια ήταν και παραμένει πάντα ένα από τα πιο βασικά ζητούμενα της μυθοπλασίας.

Τα μυθοπλαστικά πρόσωπα στις Βατσ’νιές θυμίζουν υπαρκτά σουλούπια που όποιος έχει ζήσει στην βαλκανική περιφέρεια των προηγούμενων δεκαετιών τού είναι οικεία, τα ξέρει, τα ’χει δει να περιφέρονται στους δρόμους και στα μπαρ, τα έχει συναναστραφεί και έχει κάνει μεθυσμένες κουβέντες μαζί τους. Πρωτίστως έχουμε να κάνουμε με μυθοπλαστικούς ανθρωπότυπους που κουβαλάνε πάνω τους το βάρος της καταγωγής τους. Αυτό το βάρος δεν είναι τόσο ότι τους δίνει ταυτότητα, όσο ότι τους γεμίζει υπαρξιακά και οντολογικά· τους προσφέρει ένα είδος νοήματος και τους δίνει μια αίσθηση πληρότητας μέσα στα άδεια και ομιχλώδη βαλκανικά τοπία που ζούνε.

Ο αφηγητής των διηγημάτων δεν βλέπει ποτέ τους ήρωες του αφ’ υψηλού αλλά τους αντιμετωπίζει ως ίσος προς ίσο. Και μάλιστα κατά βάθος υποψιαζόμαστε ότι τους θαυμάζει και δείχνει ότι τον δένουν μαζί τους αόρατοι αλλά ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί. Δεν παραθέτει απλώς στιγμιότυπα από τις ζωές των ηρώων του, αξιοπερίεργα, ιδιαίτερα, ζουμερά, σουρεαλιστικά συμβάντα, αλλά φαίνεται να απολαμβάνει ακόμα και τον ήχο των λέξεων που χρησιμοποιεί για αυτές τις εξιστορήσεις.

Τα κείμενα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από συναισθηματισμό. Η ειρωνεία άλλωστε που, όπως είπαμε, κατά κόρον χρησιμοποιείται ακυρώνει κάθε τέτοια παράμετρο. Αλλά αυτό μπορεί εν τέλει και να μην ισχύει. Ειδικά σε αναγνώστες που αναγνωρίζουν το μοτίβο των περιγραφόμενων καταστάσεων, που έχουν συγχρωτισθεί στο παρελθόν με τις κατηγορίες ανθρώπων που αναφέρονται, που έχουν πιει μαζί τους, έχουν μεθύσει, έχουν ακούσει τις ιστορίες τους, οι Βατσ’νιές ανοίγουν μια εσωτερική πόρτα. Και φωτίζουν έναν χώρο σκεπασμένο από τις ομίχλες της μνήμης και ίσως, μέχρι ένα σημείο, και της νοσταλγίας.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ