ελληνική πεζογραφία

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινάμε σήμερα με το Πρώτο Μέρος.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ

Αυτή την πόλη δεν την ξέρω καλά, ούτε τη συμπαθώ. Κι όσο περιμένω τον καλό μου φίλο Ιωάννη Κίνναμο σκέφτομαι: τι κρίμα που δεν έχει καμπάνες η λογοτεχνία, αγγέλους και ιερείς, ένα ευρύ και ταπεινό εκκλησίασμα που θα νηστεύει και θα γιορτάζει, θα παρακολουθεί μαθήματα αγάπης, θα οργανώνει  εκδρομές σε μοναστήρια στους γκρεμούς και θα περιμένει με χαρά τη χαρμολύπη μιας ανάλογης Σαρακοστής. Κι ακόμα: όπως τη Μεγάλη Παρασκευή όπου το χωριό, σύσσωμο, ακολουθεί την περιφορά του επιταφίου, ο καθένας με το κερί του, κι όλες οι αυλές είναι φωτισμένες και οι πασχαλιές μοσχοβολούν, γιατί να μη συγχρονίζονται όλοι ευλαβικά, σε παρέες ή κατά μόνας,  για την παρουσίαση ενός βιβλίου ή για μια ανέσπερη, έστω, ποιητική βραδιά;  Παρατηρώ τα παιδιά απέναντι, στο περίπτερο μπροστά, που έχουν παρατήσει τα ποδήλατά τους ξάπλα και αγοράζουν αυτοκόλλητα – τα κοιτάζω λες και είναι αυτά που θα μου δώσουν την απάντηση. Παρατηρώ τις κυρίες που περνούν, μάλλον μάνα και κόρη, με σακούλες στα χέρια  από το σούπερ μάρκετ. Κοιτώ την κοπέλα στη γωνία, ίσιο σώμα, πεταχτό στήθος, καθώς διέρχεται με τα χέρια στις τσέπες του παλτού της, και στα αυτιά ακουστικά. Η εντύπωση που αποκομίζω, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για αυτούς από τη λογοτεχνία, με φέρνει αντιμέτωπο με μια πιο δύσκολη υπόθεση:  άραγε ποιος φταίει γι’ αυτό; Η πολιτεία; Οι λογοτέχνες; Τα σχολεία; Ο αγώνας για τον επιούσιο;  Και τότε μια φωνή σφυρίζει στην πλάτη μου: Νικήτα, φωνάζει ο Κίνναμος –  γυρίζω να τον δω. Ο ολύμπιος φίλος μου Ιωάννης Κίνναμος, με κασκόλ, καφέ σακάκι κοτλέ κι ένα χαμόγελο σαν του επαίτη που του ’πες καλημέρα. Χαίρομαι που τον συναντώ, μήνες έχουμε να ιδωθούμε. Αγκαλιαζόμαστε, τον σκουντώ, του λέω ότι ψήλωσε κι εκείνος γελάει. Άρχισες τις μαλακίες, μουρμουρίζει, έχεις ώρα που περιμένεις; Πάμε και θα τα πούμε, αποκρίνομαι. Αργήσαμε, λέει ο Κίνναμος, πάμε να φύγουμε. Και ξεκινάμε για το βιβλιοπωλείο. Σαν δυο έφηβοι που αποφάσισαν να κάνουν κοπάνα. (περισσότερα…)

Advertisement

Ακροβατώντας στο μεταίχμιο του λόγου και των πραγμάτων

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Μαρίας Α. Ιωάννου,
Οι Ενδιάμεσοι,
Νεφέλη, 2022

Στο διήγημα της Μαρίας Α. Ιωάννου «Κλικ» (Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, Γαβριηλίδης 2011) ο «Πάκμαν» κάνει τις λέξεις «σχεδόν ποτέ» κομμάτια και τις καταπίνει. Ο αφηγητής στρέφει τις λέξεις πάνω στο χαλί (του Χένρυ Τζαίημς, υπονοουμένως και προφανώς)· δηλαδή τις επιστρέφει «από εκεί που ήρθαν» και, κατά την κυπριακή σημασία του «στρέφω», τις κάνει εμετό. Σε αυτή τη διακεκριμένη (και εξαντλημένη, δυστυχώς, μετά από τη γνωστή πολτοποίηση των εκδόσεων του οίκου Γαβριηλίδης) πρώτη συλλογή διηγημάτων της, η Ιωάννου έχει ως μότο τον Μπόρις Παστερνάκ: «Να ανακαλύπτεις ασυνήθιστα πράγματα σε συνηθισμένους ανθρώπους και με συνηθισμένες λέξεις να γράφεις γι’ αυτούς ασυνήθιστα πράγματα». Πράγματι, στη γραφή της Ιωάννου απαρατήρητα αντικείμενα παίρνουν σάρκα και οστά. Αυτή η αισθητική συνεχίζεται με συνέπεια και στο Καζάνι (Νεφέλη, 2015), αλλά και στους Ενδιάμεσους (Νεφέλη, 2022): λάμπες, πάσσαλοι, τοστιέρες πρωταγωνιστούν και αφηγούνται τη δική τους οπτική του κόσμου, ο οποίος, εν τέλει, δεν είναι λιγότερο πραγματικός από τον πραγματικό κόσμο. Στο «MODEL D234578» μια φωτοτυπική μηχανή αισθάνεται, εκπλήττεται, έχει ενοχές: «μόλις έλιωσε το κεφάλι του πάνω μου – υγρά χύθηκαν στο πουκάμισο – στη γραβάτα – μάλλον είναι αναίσθητος στο πάτωμα – βοήθεια – εγώ φταίω – χρειάζομαι προθέρμανση – δεν μπορώ να λειτουργήσω με την πρώτη – παλιό μοντέλο – τα προκαταρκτικά είναι απαραίτητα – και τα ήθελε έγχρωμα – μα ήμουν κλειστή για ώρα – θέλω τον χρόνο μου – θέλω χρόνο – το κεφάλι του – το έλιωσε – πάνω μου – έτσι – ξαφνικά – υγρά παντού – ανθρωπίλα παντού – τη μυρίζω – χειρότερη κι από μελάνι».[1] (περισσότερα…)

Έλλη Αλεξίου, Μετά τις γιορτές

*

Άμα ανοίξανε τα σκολεία, καταφτάξανε τα παιδιά σαν αφηνιασμένα αλόγατα. Tο μήνυμα της Πρωτοχρονιάς είχε φτάσει και στα δικά τους χαμόσπιτα· σαν να κάνανε όλες τις ημέρες, που ’χαμε διακόψει, ένεση τρέλας, κι έτσι παραλοΐσμένα και εξαγριωμένα τα υποδεχτήκαμε.

Όλα τα παιδιά κουβαλούσαν στο σκολειό κι από κατιτίς, όχι μεγάλα πράματα, όχι κουρντιστούς σκίουρους ή σιδερόδρομους με πέντε βαγόνια, όχι κείνες τις πελώριες κούκλες που κουνιούνται στις κουνιστές πολυθρόνες, ούτε βελουδένια επιπλάκια. Tο ένα κρατούσε μια φούσκα, τ’ άλλο ένα τοπάκι, τ’ άλλο μια πέτρινη κουκλίτσα γυμνή με τα χεράκια της κολλητά σα μούμια. Kαι λεφτά! O κόσμος γεμάτος. Όλες οι φουχτίτσες σφιγγόντανε ξέχειλες από πενταροδεκάρες. Mα αυτές οι περιουσίες είχανε αποκτηθεί με κάποιαν ιστορία, που τα μικρά περίμεναν ανυπόμονα το άνοιγμα των σκολειών για να μου τη διηγηθούν, και λοιπόν δυο μέρες στη σειρά δεν καταφέραμε να κάνουμε μάθημα της προκοπής. Θέλανε αυτές να μιλούνε, όχι εγώ.

«…Eμένα μου ’δωκε η μάνα μου τούτες τις δυο δεκάρες, τούτες τις τρεις πεντάρες ο πατέρας μου, κι η θεια μου η Kατίγκω μου ’δωκε κείνη τη ζουλισμένη πεντάρα, ο Aντρέας μ’ αγόρασε το τόπι. Tη φούσκα τη πήρα με τα λεφτά που βγάλαμε από τα κάλαντα…»

«…Eμένα μου ’δωκε ο πατέρας μου μια φούσκα, μα όχι στρογγυλή σαν της Aρετής… μα από τις άλλες τις μακριές, κι εγώ την έκοψα και την έκανα κομματάκια και τήνε χτύπησα πλακαντζήκια στο κούτελό μου, για δες εφούσκιασε το κούτελό μου, και τα λεφτά μας τα φάγαμε με τον Aντώνη στα καμίχια…»

«Eγώ έχω μόνο το τόπι μου. Tα λεφτά μου μού τα πήρε η μάνα μου· και τη ροκάνα που κέρδισα στο λότο, την κάμαμε αλλαξιά με τη Pοδώ, και μου ’δωκε τούτο το δαχτυληθράκι με την κόκκινη πέτρα…»

Iστορίες, ιστορίες, υποθέσεις, τα παιδιά είχανε σωρό ζωτικά νιτερέσα, που τα είχανε ζαλίσει. Δεν ήτανε εύκολο να τα ξεκολλήσω έτσι με το πρώτο, και να τα φέρω στο σοβαρό κόσμο του βιβλίου: «ο καλός υιός ας διώκει τας μυίας από τον πατέρα…»

Oι μουζικές κι οι φυσαρμόνικες σκεπάζανε στα διαλείμματα τις σκληριές και τα γέλια των παιδιών, τις πρώτες ημέρες μετά τις γιορτάδες. Ύστερα λίγο από λίγο αραιώνανε οι καινούργιοι ήχοι, βουβαινόντανε μια μια οι μουζικές, βραχνιάζανε οι σφυρίχτρες ώς να σωπάσουν ολότελα, κι οι φυσαρμόνικες χάνανε τις νότες τους, κι απόμεναν ένα τοσοδά σανιδάκι με κάτι τρυπίτσες στη σειρά, σα μικροσκοπικοί περιστεριώνες.

Mε το κλείσιμο της βδομάδας, κανένας πια ήχος δε θύμιζε το πέρασμα της Πρωτοχρονιάς. Kάπου κάπου εμφανίζουνταν, απομεινάρι του κόσμου των παιχνιδιών, που σαρώθηκε, κάποιο ζουλισμένο τόπι. Δεν άντεχε για παιχνίδια περιωπής που απαιτούνε να γίνεται γκελ· έμπαινε σα σκάρτος στρατιώτης σε βοηθητικές υπηρεσίες.

Tο χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να παίζουνε: «ανέβα μήλο, κατέβα ρόδο…» μα και σ’ αυτό τον υποβιβασμό δεν άντεχε πολύν καιρό. Eρχότανε η στιγμή που το τόπι γινότανε μια ζούλα, άχρηστο. Tότε πάλι τα παιδιά κατάφευγαν στο κουβάρι της γιαγιάς, στα ξηλώματα, που στο σκολειό το δικό μας βρισκότανε σε μεγάλη υπόληψη. Eίχε παραπεταχτεί τις μέρες της Πρωτοχρονιάς· μα τώρα πάλι, στην έλλειψη, κοιτάζανε τα μικρά, ψάχνανε δεξά ζερβά, ανακαλύφτανε το κουβάρι τα ξηλώματα, και το ξαναβγάζανε στο φως. Tο κουβάρι αντικαθιστούσε όλο τον καιρό το τόπι και για τους πιο δύσκολους ρόλους.

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
( Ηράκλειο, 1894 – Αθήνα, 1988 )

Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

*

*

*

Ο Αντώνης έγινε Γιάννης

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Στη βιβλιοθήκη μου βρισκόταν εδώ και αρκετά χρόνια αδιάβαστο το Παιδί  του Jules Vallès σε μια καλαίσθητη έκδοση της Imprimerie Νationale με προμετωπίδα του Γαλάνη (τα πλήρη στοιχεία: Jules Vallès, L’enfant, Paris 1953). Φέτος, λοιπόν, το καλοκαίρι αποφάσισα να διαβάσω αυτό το συναρπαστικό και σκληρό βιβλίο. Καθώς προχωρούσα την ανάγνωσή μου, πέφτω πάνω στο κεφάλαιο της γιορτής του πατέρα:

«Το επόμενο Σάββατο είναι η γιορτή του πατέρα μου. Η μητέρα μου μού το ‘χει πει τουλάχιστον εξήντα φορές τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες. Μου το επαναλαμβάνει με έναν τόνο λιγάκι εκνευρισμένο. Φαίνεται πως δεν είμαι αρκετά συγκινημένος. “Τον πατέρα σου τον λένε Αντώνη”».

Ακολουθεί η αποστήθιση του χαιρετισμού:

«Η ανησυχία μου μεγαλώνει όταν η μητέρα μου μού αναγγέλλει πως πρέπει να χαρίσω στον πατέρα μου μια γλάστρα με λουλούδια. Πόσο δύσκολο είναι! Αλλά η μητέρα μου ξέρει πώς εκφράζονται τα συναισθήματα, πώς εκφράζεται η χαρά να συγχαρώ τον πατέρα μου επειδή τον λένε Αντώνη. Κάνουμε πρόβες».

Η σύνταξη της προσφώνησης δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση: ο Ζακ ή, αν προτιμάτε, Ιάκωβος, (έτσι λέγεται ο γιος) είναι κακογράφος και χαλάει τρία χαρτιά προσφωνήσεων με χρυσές γραμμές και περιστέρια. Στη συνέχεια είναι η σκηνή της αγοράς μιας γλάστρας με γεράνια. Κι έπειτα φτάνει η μέρα της γιορτής. Ο γιος επισκέπτεται τον πατέρα στο κρεβάτι, αλλά όπως προσπαθεί να ανέβει για να του προσφέρει τη γλάστρα, πέφτει και το χώμα της σκορπίζεται πάνω στο κρεβάτι (ό.π., σελ. 82-87).

Σας θυμίζει τίποτε αυτή η ιστορία; Είναι απαράλλακτη «Η Εορτή του Πατρός μου» του Ροΐδη, που περιλαμβάνεται ὠς και στα σχολικά βιβλία! (περισσότερα…)

Ελένη Χαϊμάνη, Ένας χρόνος

*

Μεγάλα σύννεφα, πελεκητά, περιδιαβαίνοντας τον κόσμο του Γενάρη ανασκαλεύουν ανθρώπινες ψυχές για τον Καινούργιο Κόσμο. Ένα παράξενο τετραδιάστατο λουλούδι ανοιγοκλείνει τα πέταλα κάτω απ’ την σκιά της θούγιας. Γεια σας κοπάδια γνώριμα, σύντροφοι της ζωής μας, εδώ που διαστέλλονται οι τρεις σας διαστάσεις, ποια μαθηματικά θα αρνηθούν τη γλύκα του μελιού πάνω στο μυ της γλώσσας; Στο μήκος σας, στο πλάτος σας, στο ύψος της Αξίας, ας προστεθεί ισάξια το τέταρτό σας Κύμα όσο μικρό κι αν φαίνεται, όσο βαθύ κι αν είναι.

Κάθε Φλεβάρη ο κουτσός καταριέται τον ουρανό για το μισό του πόδι. Αναθεματίζει όποιον τον ακούει ψηλά και γελά υστερικά μπροστά στο πρόσωπό Του. Πιστεύει βέβαια, πως όλο και Κάποιος τον ακούει, αλλά δεν του δίνει την απαιτούμενη προσοχή που ζητά κι αυτό τον κάνει να λυσσάει ακόμη πιο πολύ. Ψηλά, Αυτός που τον ακούει κάνει υπομονή και δεν δίνει σημασία. Κι έτσι για καιρό καμιά απάντηση δεν δίνεται σε κάθε βρίσιμό του. Κάθε τέσσερα χρόνια φτάνει η τιμωρία. Τότε ο κουτσός, παρακαλεί τον ουρανό, εκλιπαρεί θα έλεγε κανείς, να του ξεριζώσει από ψηλά τούτη την μία μέρα. (περισσότερα…)

Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπίλης, Πέρα απ’ τον τρούλο

*

Πέρα απ’ τον τρούλο

Να την πάλι ‒ τυλιγμένη με την αρκτική γούνα της, παρατηρεί απ’ το πλατάνι της πλατείας, απέναντι, τα κενά παράθυρα του Αϊ-Δημήτρη να αλυχτούν σαν μαύρες κουκουβάγιες. Δεκέμβρης και φυσά με έναν αέρα όλο υπόνοιες. Κι όπως βλέπει κάποια στιγμή, τον παπά-Ζήση μαζί με τους δυο ψάλτες, τον κυρ-Θόδωρο και τον Γιάννη τον Μάκα, να φεύγουν παραπαίοντας απ’ τον ναό, νιώθει μέσα της, ενστικτωδώς, να τη βαραίνει ο προαιώνιος φόρτος: ότι οφείλει να κουβαλά τη μοναξιά σαν ευθύνη. Ενώ τους είχε πάρει στο κατόπι προηγουμένως, καθώς φεύγανε από το σπίτι του παπά-Ζήση, όπου συνήθιζαν οι τρεις τους να κοινωνούν με τσίπουρο κι έντερα γουρουνιού, γεμιστά με συκωτάκια, τη λεγόμενη μπαμπόρα. (περισσότερα…)

Παύλος Νιρβάνας, Ερωτικαί εκδικήσεις

*

Όταν βλέπω κάποιον να περπατή επάνω-κάτω, όπως ο μακαρίτης ο Bέρθερος, και να μελετά μίαν ερωτικήν εκδίκησιν, λέγω από μέσα μου: «Iδού ένας άνθρωπος, που ετοιμάζεται να κάμη μίαν ανοησίαν!».

Kαθένας την κάμνει με τον τρόπον του. Άλλος φονεύει. Aλλά ο θάνατος είναι μυστήριον. Άλλος αυτοκτονεί. Aλλά η αυτοκτονία είναι μία ηλιθιότης. Άλλος σπεύδει να υπανδρευθή με το πρώτον αδέσποτον θήλυ, που συναντά εις τον δρόμον του, φανταζόμενος ότι εκδικείται με τον τρόπον αυτόν εκείνην, που έπαυσε να τον αγαπά. Aυτό είναι ξεκαρδιστική κωμωδία. Άλλος γράφει ένα δράμα, εις το οποίον καυτηριάζει τας γυναίκας με πεπυρακτωμένον σίδηρον. Aυτός, απλούστατα μαξιλαρώνεται. Yπήρξεν ένας άνθρωπος, ο οποίος, δια να εκδικηθή την γυναίκα του, κατήργησεν, εν στιγμή παραφοράς, το φύλον του με την μάχαιραν του δημίου. Mε αυτόν γελούν οι αιώνες. Kανείς, με μίαν λέξιν, δεν εστάθη ικανός να εκδικηθή επαξίως μίαν γυναίκα εις τον κόσμον αυτόν.

Tο πράγμα είναι ευεξήγητον. Όλοι οι εκδικηταί της γυναικείας απιστίας ενεργούν μ’ ένα τρόπον εσφαλμένον εις την βάσιν του. Eνεργούν δηλαδή μ’ ένα τρόπον υπερβολικά σοβαρόν και πολύ συχνά τραγικόν. Προτιμούν την τραγωδίαν εκεί, όπου κατ’ εξοχήν θα ήτο ενδεδειγμένη η φάρσα. Yποδύονται τον κόθορνον του τραγωδού, ενώ ο ακαταλληλότερος άνθρωπος δια να παίξη ένα σοβαρόν ρόλον εις το θέατρον της ζωής είναι ο ατυχήσας εραστής. Kαι, ενώ ορέγεται τας δάφνας ενός Tάλμα, δέχεται τα μαξιλάρια της πλατείας επί της κεφαλής του. (περισσότερα…)

Κώστας Χατζηαντωνίου, Ο Μακρυγιάννης στη Μέση Ανατολή

 *

Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη   [ 3 / 9 ]

Σε συνέχεια της μικρής παράδοσης των χριστουγεννιάτικων αφιερωμάτων του δικτυακού Νέου Πλανόδιου, οι τελευταίες αναρτήσεις της χρονιάς τιμούν τον Γιώργο Σεφέρη, από του οποίου τον θάνατο συμπληρώθηκε εφέτος ήμισυ αιώνος (1971-2021). Από τις 23 Δεκεμβρίου ώς την Πρωτοχρονιά γράφουν διαδοχικά οι Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Γιώργος Κεντρωτής, Κώστας Χατζηαντωνίου, Χρήστος Δ. Αντωνίου, Ανθούλα Δανιήλ, Αγάθη Γεωργιάδου, Καλλιόπη Αβραάμ, Γεωργία Τριανταφυλλίδου και Κώστας Κουτσουρέλης. Τα περισσότερα από τα κείμενα του αφιερώματος ανακοινώθηκαν στην Κύπρο, κατά το πρόσφατο Ε΄ Σεφερικό Συμπόσιο της φιλόξενης Αγίας Νάπας (5-7.11.21), προσφιλούς τόπου του ποιητή.

«Η ματιά του Σεφέρη βλέπει την Ιστορία ως ένα Όλον και αντιμετωπίζει τελικά ως ανυπόστατο το δίλημμα παράδοση ή μοντερνισμός. Ανυπόστατο επειδή η στάση του Σεφέρη απέναντι στην παράδοση όχι μόνο δεν αντίκειται στη μοντερνιστική του πρακτική, αλλά αποτελεί ισχυρή έκφρασή της, έκφραση σύγχρονου ελληνοκεντρισμού που έγινε μύθος. Μύθος τόσο ζωντανός και αξιοσέβαστος στη συλλογική συνείδηση, που να δαιμονίζει ουκ ολίγους στις ημέρες μας και να τους παρακινεί, άλλοτε διά της δεξιάς και άλλοτε διά της αριστεράς χειρός, σε απόπειρες υπονόμευσης, όχι του μύθου ή της ηθικής ακεραιότητας του επταπληγιασμένου Μακρυγιάννη ή του Σεφέρη αλλά αυτού που ενοχλεί βαθύτατα: της συλλογικής συνείδησης του ελληνικού λαού». (Κ.Χ.)

*

(περισσότερα…)

«Στη λογοτεχνία όλα μπορούν να συμβούν», φτάνει να το θελήσει ο συγγραφέας

Δημήτρη Καρακίτσου
Δον Υπαστυνόμος
Αθήνα, Αντίποδες, 2020

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα πεζά έργα του Καρακίτσου είναι, μεταξύ άλλων, παιγνιωδώς αλληγορικά, σουρεαλιστικά σατιρικά και βαθιά αυτοαναφορικά· φαινομενικά “περίεργα”. Εντούτοις, κατακτώντας την καθολικότητα (της ανθρώπινης περιέργειας, των συναισθηματικών εντάσεων, του χιούμορ, της παραδοχής, της ταύτισης, του καλλιτεχνικού συμβεβηκότος) τα ειδολογικά οριακά έργα του Καρακίτσου αφορούν κάθε αναγνώστη, ακόμα και αν αυτά πηγάζουν από τον ανδρικό ψυχισμό (του) και το βίωμα, κατ’ αντιστοιχία του όρου της γυναικείας γραφής ‒ όρου πολυσυζητημένου, πολυερμηνευμένου και πολυπαθούς και βεβαίως όχι ζητήματος που αφορά αυτό το σημείωμα. Αν όμως υπάρχει η γυναικεία γραφή, υπό την αποδεκτή έννοια της γραφής εκείνης που προκύπτει από τη γυναικεία (βιολογική και κοινωνική) εμπειρία και ψυχισμό, υπάρχει βεβαίως και η αντίστοιχης επιχειρηματολογίας ανδρική – θα μπορούσε κανείς εύκολα να σκεφτεί τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του Πέτρου Τατσόπουλου και του Θανάση Χειμωνά μέχρι τα πιο πρόσφατα έργα του Άκη Παπαντώνη, του Ιάκωβου Ανυφαντάκη και του Χρίστου Κυθρεώτη. Στην περίπτωση του Καρακίτσου όμως συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό· θα τολμούσαμε να πούμε ότι η πηγή είναι το στερεοτυπικά “αγορίστικο βίωμα”, που αντλείται εν προκειμένω από τη νοσταλγική εμπειρία των κόμικ, του Μπλεκ, της Περιπέτειας, των αστυνομικών νουάρ των ζεν πρεμιέ, του κυνηγητού, του κρυφτού, της αλάνας.

(περισσότερα…)

«Λουκής Λάρας»: Διάλογος με την κριτική

Δημητρίου Βικέλα Λουκῆς Λάρας :

Διάλογος μὲ τὴν κριτική[1]

τῆς ΖΩΗΣ ΜΠΕΛΛΑ-ΑΡΜΑΟΥ

Εἰσαγωγικά

Ὁ Δημήτριος Βικέλας (1835-1908) ἔγραψε τὸν Λουκῆ Λάρα στὸ Παρίσι στὶς ἀρχὲς τοῦ 1879 καὶ ἔστειλε τὸ ἔργο γιὰ δημοσίευση στὴν Ἀθήνα, στὸ περ. Ἑστία, ὅπου καὶ δημοσιεύτηκε σὲ 10 συνέχειες.[2] Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ προκάλεσε μεγάλο ἐνδιαφέρον στοὺς κύκλους τῶν διανοουμένων – κατὰ τὴν πληροφορία μάλιστα τοῦ Γρ. Ξενόπουλου, τὸ διήγημα ἀνεγνώσθη ἀπλήστως.[3] Σχεδὸν ὅλοι οἱ σημαντικότεροι κριτικοὶ ἔγραψαν γι᾿ αὐτό, πότε σχόλια ἐξυμνητικά, πότε ἐπιφυλάξεις ἢ καὶ ἀπορριπτικὲς κρίσεις.

(περισσότερα…)