ελληνική λογοτεχνία

Κωστής Παλαμάς – Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, παράλληλοι

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 6 / 6 ]

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι “τύχες” του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς στην Ελλάδα δεν ανήκουν στις αξιοζήλευτες. Ο Ιρλανδός μεταφράζεται καθυστερημένα, αποσπασματικά και, το κυριότερο, προβληματικά. Καθυστερημένα, επειδή ποίημα δικό του μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις στα 1941, από την Μελισσάνθη στα Νεοελληνικά Γράμματα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γέητς και σχεδόν δυο δεκαετίες μετά το Βραβείο Νομπέλ που του απονέμεται στα 1923[1]. Αποσπασματικά, διότι τα ογδόντα αυτά χρόνια έκτοτε, το ογκωδέστατο έργο του, ποιητικό και άλλο (δραματικό, δοκιμιακό, αφηγηματικό, φιλοσοφικό), αντιπροσωπεύεται στα ελληνικά με μια δεκαριά μόλις αυτοτελείς εκδόσεις και κάποιες σποράδην παρουσίες του σε ανθολογήματα και περιοδικά, σχεδόν όλες ολιγοσέλιδες. Προς σύγκριση, μόνο από το 2010 και εντεύθεν έχουμε πάνω από τριάντα ελληνικές εκδόσεις του Λόρκα, άλλες τόσες του Μπρεχτ, δεκαπέντε του Μαγιακόφσκι και δώδεκα του Έλιοτ, ενός ποιητή που στον ίδιο τον αγγλόφωνο κόσμο θεωρείται συνήθως υποδεέστερος του Γέητς. Αποσπασματικές είναι όμως  οι υπάρχουσες μεταφράσεις και εξαιτίας της σύστασής τους. Μεγάλα κομμάτια του γεητσιανού κόρπους, κάποτε περίοδοι ολόκληρες, υποαντιπροσωπεύονται, ενώ τα κρίσιμα συνθετικά ποιήματά του παρουσιάζονται κερματισμένα, με τρόπο που τα συσκοτίζει.

Πρωτίστως όμως, ο Γέητς μεταφράζεται προβληματικά. Τους λόγους για την ανεπάρκεια των ελληνικών μεταφράσεων ώς το 1995 τους απαριθμεί ο Διονύσης Καψάλης στο σχετικό του δοκίμιο: μικρή τριβή με την αγγλόφωνη ποίηση και το ιστορικό της βάθος· ελλιπής γνώση της κλασσικής προσωδίας που κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοποιεί ο Γέητς· περιρρέουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα που απέχει πολύ από το πνεύμα και την ποιητική του[2]. Ατυχώς, τα προβλήματα αυτά δεν λείπουν και από τις (κατά πολύ περισσότερες) μεταφράσεις ποιημάτων του της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Αντιθέτως, σε κάποιες είναι οξυμένα.

Τώρα, η φτωχή αυτή ποσοτικά και ποιοτικά μεταφραστική σοδειά επόμενο ήταν να επηρεάσει και την εικόνα του Γέητς που σχηματίστηκε στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτή είναι κατά τα ουσιώδη της λειψή και παραπλανητική. Ως επί το πολύ, ο Γέητς μάς συστήνεται ως ποιητής που ανοίγει τον δρόμο προς τον «μοντερνισμό», γενικώς και αορίστως. Ή μας παρουσιάζεται ως κήρυκας ποικίλλων, μεγαλοφάνταστων, κάποτε και συγκεχυμένων «οραμάτων και θαυμάτων», για να θυμηθώ τον Μακρυγιάννη. Όσοι προτιμούν την πρώτη ερμηνεία, τον παραλληλίζουν με τον Κ. Π. Καβάφη. Όσοι επιμένουν στη δεύτερη, τον αντιπαραβάλλουν με τον Άγγελο Σικελιανό[3].

Δίχως άλλο, ο Γέητς έχει κοινά και με τον ένα και με τον άλλο Έλληνα ομότεχνό του. Τα όψιμα βιωματικά ποιήματα του Ιρλανδού, αυτή η εκ βαθέων αντιμέτρηση με το γήρας και τη φθορά, θυμίζουν ενίοτε τον τόνο τον καβαφικό. Αντίστοιχα, η διαρκής πάλη του Γέητς με τους μεγάλους μύθους, ο αγώνας του για την αναμάγευση και την ανανοηματοδότηση του κόσμου, φέρνουν στον νου τον Λευκαδίτη ποιητή. Πολύ περισσότερα είναι όμως αυτά που χωρίζουν τον Γέητς από τους δυο Έλληνες. Την καχυποψία του Καβάφη απέναντι στον ιδεαλισμό λ.χ. ο Γέητς δεν την συμμεριζόταν διόλου. Απεναντίας, ώς το τέλος νοσταλγεί τα μεγάλα ιδεώδη του 19ου αιώνα και μυκτηρίζει τους συμπατριώτες του επειδή τα λησμόνησαν. «Είναι ρωμαντικοί, ρωμαντικοί, ρωμαντικοί!» ανέκραζε ο γέρων Αλεξανδρινός στα 1932 κατακεραυνώνοντας τους Αθηναίους ομοτέχνους του. «We were the last romantics», δήλωνε με μαχητική υπερηφάνεια έναν χρόνο προηγουμένως ο Δουβλινέζος στο αυτοβιογραφικό ποίημά του «Coole Park and Ballylee, 1931». Για τον Γέητς την ιστορία την κινούν πρωτίστως τα πάθη, τα όνειρα, οι ιδέες, τα «ανεξέλεγκτα μυστήρια» – κι αυτά οι λεγόμενοι «Ρεαλιστές», σημειώνει,  δεν έχουν μάτια να τα δουν[4].

Hope that you may understand !
What can books of men that wive
In a dragon-guarded land,
Paintings of the dolphin-drawn
Sea-nymphs in their pearly wagons
Do, but awake a hope to live
That had gone
With the dragons? (περισσότερα…)

Advertisement

περαστικά & παραμόνιμα | 11:22

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Η πολυτέλεια είναι ηθικά απεχθής», αποφάνθηκε κάποτε ο Κρίστοφερ Λας. Ο Λας μιλάει για την πολυτέλεια που εξασφαλίζει ο οικονομικός πλούτος. Τι γίνεται όμως με τις άλλες πολυτέλειες της ζωής μας; Η αισθητική πολυτέλεια λ.χ. είναι ηθικά απεχθής; Και δεν χρειάζεται να πάει κανείς ώς τους πομπώδεις Τάφους των Μεδίκων στη Φλωρεντία για να το αναρωτηθεί. Η υπερεπίδειξη που βλέπουμε στον όψιμο Τζόυς, ως εκφραστική πολυτέλεια τώρα πια, είναι ηθικά απεχθής αν συγκριθεί λόγου χάρη με την ισορροπία της κλασσικότροπης πρόζας ενός Ντίκενς ή ενός Τολστόι; Οι κραυγαλέες υπερβολές των σουρρεαλιστών ή του νταντά; Η υπερκλέπτυνση της γαστρονομίας και των εδεσμάτων της, τα λεπτεπίλεπτα μυστικά του καλλωπισμού ή της σωματοδομικής που μετατρέπουν την όψη και τους μυώνες σε θέαμα επιδεικτικό είναι τέτοιες, ηθικά απεχθείς πολυτέλειες;

~ . ~

Ο Κώστας Καραμανλής το 2004 πήρε 3.360.000 ψήφους. Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Σημίτης, Γιώργος Παπανδρέου όλοι ξεπέρασαν τα 3.000.000 ψήφους, κάποτε και ως αρχηγοί του δεύτερου κόμματος. Ο Τσίπρας στις δεύτερες εκλογές του 2015 δεν συγκέντρωσε ούτε 2.000.000, και ο νυν πρωθυπουργός το 2019 πήρε 2.250.000 ψήφους. Οι αριθμοί δεν απατούν, μέσα σε μια τετραετία είδαμε τις λαϊκές μειοψηφίες να μασκαρεύονται σε θεσμοπρεπείς πλειοψηφίες και 1.500.000 εκατομμύριο Έλληνες να παίρνουν διαζύγιο από τις κάλπες.

~ . ~ (περισσότερα…)

Μελαγχολικός λαός

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Επιλογή και επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

Το παρακάτω δυσεύρετο κείμενο του Γιώργη Μανουσάκη είναι μία από τις πενήντα τρεις επιφυλλίδες που ο ποιητής έγραψε κάτω από τον υπέρτιτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ» για την εφημερίδα Κῆρυξ των Χανίων· 21 Μαΐου του 1961, σε ηλικία 28 ετών, δημοσίευσε την πρώτη με τον μεταφορικό τίτλο «Μποτίλιες στο πέλαγος» και 4 Ιουλίου του 1965 την τελευταία οπότε, όπως ο ίδιος έλεγε, διέκοψε τη συνεργασία του με την εν λόγῳ εφημερίδα, λόγω των «Ιουλιανών», δηλαδή της «Αποστασίας» του ιδιοκτήτη  της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η επιφυλλίδα της ανάρτησης δημοσιεύτηκε την Κυριακή 16 Ιουλίου 1961.

~.~

Μιὰ ξένη, φίλη τῆς πατρίδας μας καὶ τῆς λογοτεχνίας μας, εἶχε κάμει κάποτε γιὰ τούτη τὴ δεύτερη τὴν παρακάτω παρατήρηση σ’ ἕνα γνωστὸ πνευματικὸ ἄνθρωπο τοῦ τόπου μας: «Ἡ νεοελληνικὴ λογοτεχνία εἶναι ζοφερή, ἀπαισιόδοξη. Σπάνια ν’ ἀνακαλύψεις σ’ αὐτὴν μιὰ ἀχτίνα ἀπὸ φῶς. Μιὰ κι ἡ τέχνη ἑνὸς λαοῦ εἶν’ ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς του, πρέπει, λοιπόν, νὰ ὑποθέσομε πὼς οἱ Ἕλληνες εἶναι στὸ βάθος ἕνας λαὸς μελαγχολικός;».

Ἡ παρατήρηση τῆς ξένης δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Πραγματικὰ στὴ λογοτεχνία μας κυριαρχοῦνε τὰ σκοῦρα χρώματα. Κι ἂν ἀναφέρομε τὴν πεζογραφία καὶ τὴν ποίηση ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ πνευματικὰ ἐξελιγμένους ἀνθρώπους, ἀπὸ τεχνίτες τοῦ λόγου καὶ πᾶμε στὸ πηγαῖο ἀνάβλυσμα τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, στὸ δημοτικὸ τραγούδι, ἡ διαφορὰ θά ’ναι μεγάλη. Δὲν εἶναι μόνο τὰ τραγούδια ποὺ ἀναφέρουνται σὲ τραγικὲς ἱστορικὲς περιπέτειες τοῦ ἔθνους, σὰν τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης ἢ τὶς λογῆς ἐπαναστάσεις ἢ τὰ βάσανα τῆς σκλαβιᾶς. Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ λυρικὰ δημοτικὰ στιχουργήματα ἔχουνε σχέση μὲ τὴν ξενιτειά, τὸ θάνατο ἢ εἶναι μοιρολόγια τραγουδημένα στὸ χαμὸ κάποιου ἀγαπημένου προσώπου. Κι ὅλες σχεδὸν οἱ «παραλλαγές», τὰ μεγαλύτερα τραγούδια, τὰ ἀφηγηματικὰ καὶ δραματικά, καθὼς τὸ γνωστὸ «Γεφύρι τῆς Ἄρτας», διηγοῦνται μιὰ τραγικὴ ἱστορία. Μὰ κι ὅταν ἀκόμη οἱ στίχοι, τὸ νόημα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι χαρούμενο καὶ τότε ἡ μουσική του θά ’χει μιὰ ἀνάλαφρη μελαγχολία, ἕνα κατακάθι πόνου, σὰν ὁ λαϊκὸς τραγουδιστὴς νὰ μὴ μπορεῖ μήτε στὶς πιὸ εὐτυχισμένες στιγμές του νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ ἕναν ἴσκιο ποὺ πέφτει ἀπάνω του. Σὰ νὰ μὴ μπορεῖ ποτὲ ν’ ἀγγίξει ὁλοκληρωτικὰ τὴ χαρά. (περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες ι

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.

Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου

(περισσότερα…)

Ιωάννης Π. Α. Ιωαννίδης, «O τόπος ερήμωσε, έγινε τοξικός»

Ιωανν

 

«Η επιστήμη και η τέχνη συνήθως δεν επικοινωνούν, είναι κάπως σαν φυλές πρωτόγονων που, αποκομμένες και ακοινώνητες, κατοικούν το ίδιο νησί. Η αδιαφορία αυτή δεν είναι ένα ήπιο laissez faire αμοιβαίας αποδοχής, αλλά άγνοια ή και άρνηση της ύπαρξης του άλλου, γιατί τις χωρίζει μια αδιάβατη ζούγκλα. Για παράδειγμα, τα μέτρα που προτείνανε κάποιοι επιστήμονες στη διάρκεια της πανδημίας έδειξαν ότι δεν τους καίγεται καρφί αν η τέχνη (και η ζωή μαζί της) εξαλειφθεί πλήρως.»

Πρόσωπο των ημερών με πλατιά διεθνή απήχηση, σημείο αναφοράς αλλά και αντιδικίας, πλάι στο ιατρικό ερευνητικό του έργο ο ΙΩΑΝΝΗΣ Π. Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ έχει δημοσιεύσει από το 1989 έως σήμερα οχτώ λογοτεχνικά βιβλία. Με αφορμή το τελευταίο απ’ αυτά, μίλησε στο Νέο Πλανόδιον και τον Κώστα Κουτσουρέλη για τα μεγάλα θέματα της γραφής και της δράσης του: την ποίηση και την επιστήμη, την ανάπηρη ελευθερία του λόγου και την πάγια ανελευθερία της πολιτικής, τις κακοδαιμονίες του τόπου και την μεγάλη περιπέτεια της πανδημίας.

 

(περισσότερα…)

Το χιούμορ στην πεζογραφία

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Το χιούμορ αποτελεί σύμφυτο στοιχείο του λογοτεχνικού φαινομένου. Ο Αριστοτέλης μάς πληροφορεί στην Ποιητική του ότι ο ιαμβικός ρυθμός, τόσο προσήκων σε κάποια είδη ποίησης, ανιχνεύεται και στον προφορικό λόγο· ενώ έλκει την καταγωγή του από εορταστές που «ιαμβίζουν» ο ένας προς τον άλλο, που ανταλλάσουν σκωπτικές κουβέντες δηλαδή και αλληλολοιδορούνται. Εξάλλου στην ίδια τη βάση της μιμητικής λειτουργίας που είναι τόσο θεμελιώδης (για τον Αριστοτέλη) σε όλη την καλλιτεχνική διαδικασία, δεν ενυπάρχει κάτι το αστείο; Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι δεν συζητάμε για την κωμωδία ως είδος και για τις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του κωμικού. Το ζήτημα είναι πως παρεισφρέει, πως συμπλέκεται, ποιες λειτουργίες επιτελεί το χιούμορ όταν εμφανίζεται σε ένα κείμενο που δεν είναι κωμικό, σε ένα κείμενο με δραματικό υπόστρωμα, ας πούμε.

(περισσότερα…)

Παναγιώτης Βούζης, Δύο ποιήματα

zoom-backgrounds-00016

~.~

Αύγουστος

Ακυρώνουν για φέτος
τη ζωή που αξίζει
Μπορεί λέει του χρόνου.
Οι μεγάλες πλατείες
χαμηλώνουν τα φώτα
Οι ανύπαρκτες πόλεις.
Στο μπαλκόνι φυτεύεις
την πιο γήινη θλίψη
Μου μιλάς με το ζόρι.
Θα σου φέρω λουλούδια
την ημέρα της κρίσης
Θα σου γράψω τους στίχους.
Στις ειδήσεις χωρίζουν
τους φτωχούς και τους άλλους
Τους κρατούν στο φεγγάρι.
Τον πετούν από ύψος
για να πέφτει για ώρες
Τον κοιτάζουν στα μάτια.
Χειροκρότησε όσους
θα κλειδώσουν στους τοίχους
Θα θυμάσαι πώς μοιάζουν;
Να πατά περπατώντας
στις σωστές καταλήξεις
Αν δεν μείνει στο σπίτι.
Αν δεν μείνεις στο σπίτι
να μας ψάξεις στους δρόμους
Θα ξεσπάσει γαλήνη.

~.~ (περισσότερα…)

Μάγδα Τσιρογιάννη, Πέντε ποιήματα

original

Στο σπίτι

Στις τροπικές τις ζέστες του καιρού μας…

Κουράστηκα στον ανήφορο για το σπίτι
πάλι ποιήματα καθημερνά
νοικοκυριά, ξεχορταριάσματα
στις γλάστρες πεταλούδες, μέλισσες
ανθόφυλλα και στήμονες
προτύπωση παραδείσου

Βλέπω στο δέντρο τον καρπό
πλήθος τα μπερικέτια
μιλιούνια στο ευκίνητο κλαρί
τραβώ, το φέρνω στο μπόι μου
επιτομή αφθονίας

Βρήκα στο μπαούλο τις φασκιές μας
με την ευχή «Ύπνον Ελαφρόν »
με το ευφωνικό το { ν } μη μας ταράξει
μήτε το φτερό της πεταλούδας

~.~

Εντός και Εκτός

Βγάζω στον ήλιο τα προικιά, πολυτελή
αφή μεταξωτού πάνω στο δέρμα
τώρα, στα χρόνια της πληθώρας
προίκες ασήκωτες σακούλες στα σκουπίδια
για πατσαβούρες κομματιάζονται βαμβακερά
όνειδος της περίσσειας
γεμίζουμε τον τόπο αντικείμενα
προσβάλλουμε το χώρο
νεύρωση κοινωνική

Έζησα στις μονές του καλού
στο καθαρό το σπίτι, τάξη του Μουσείου
δεν τα σκοτώνω, βγάζω έξω τα βλαβερά
κάνω ειρήνη με το γένος του σκορπιού
μυσταγωγώ την καθημερινότητα
κάθε στιγμή αναστημένη
]]]]]διήγηση σαν επικράτεια
επιούσιος στίχος κατά την ώρα της μέρας

~.~

Οι Εποχές

Ω ρ α ί ε ς  Ώ ρ ε ς  της ζωής, σφραγίς αρμονίας
ζάλη το καλοκαίρι, άνοιξης ορμή
η κλίση του φθινόπωρου
συγκέντρωση του χειμώνα
να σουρουπώνει του Χριστού παραμονή
να ξημερώνει μέρα του Απρίλη

Το κατ’ εμέ ουσία, τόπος τώρα και εδώ
όπου κι εγώ ονειρεύτηκα να ευτυχήσω
ευλογημένη με το ελάχιστο
στην προσφορά και στη ζήτηση
στη ζημιά και στο κέρδος
χιλιάδες έννοιες νε πατούν
κατάβαρη στη μουσική
να κυριέψει ίμερος να ενθρονιστεί
να πάρει την κυρά σε σοβαρή χαρά
και στο χορό να ρίξει το μαντίλι
να κάνει στην ποδιά της κάθισμα βαθύ
αχ ζωή μάγισσα να σε μάθω άργησα
που λέει και το τραγούδι

~.~

Στην Πόλη

Βόλος, από ψηλά, τα νεοκλασικά
τα προπολεμικά
τα μεταποιημένα προσφυγικά
προσθήκη στην προσθήκη
οικογενειακά τριώροφα
να στεγαστούν οι γενεές
πολυκατοικίες απάθλιες
σωσμένες πού και πού παλιές σκεπές
κι ένας τοίχος που ξέμεινε στον ακάλυπτο
ν΄ αναπαυτεί το μάτι στις πέτρες

Κι αλλού, απόντος του αφεντικού
ρημάζουν βελτιώσεις άχρηστες
εζήλωσαν θησαυρούς επιγείους
αταξία, γλάστρες παράταιρες, στη λοιμική της αφθονίας
άκρατη κατανάλωση, αναρχία της ευκολίας
πάντα υπάρχει κάτι να ασχημίσει το βλέμμα μου
και να συγκρίνει άλλες γλάστρες στη σειρά
βαμμένες κόκκινο βαθύ στις μυθικές αυλές
οι ανθισμένες ίριδες, αρχές του Μάρτη
σφόδρα ευώδεις με τη γλύκα λεμονιού
που μόνο και να πω την ευωδιά τους
θα δικαιώσω τους τρόπους μου

~.~

Ιστορικά

Ακολουθώντας στην πόλη μου της ιστορίας τη
]]]]γραμμή
εκεί που ονειρεύτηκα να ευτυχήσω
πολίτης του κόσμου με δικαίωμα ψήφου κι εγώ
γεμάτη ταξιδεμένους, ανέστιους
ξενίζονται στην πόλη μου φεύγοντας την ανάγκη
]]]]]]τους είδα σ’ ένα υπόγειο με το μωρό στην
]]ανεμόκουνα
άντρες ανατολίτες ,σταυροπόδι καθιστοί
φευγάτοι πρόσφυγες,
χορτάρι βόσκησε ένα παιδί στη Συρία
καταραμένοι δυνατοί
κακές συνήθειες δόλο κι απάτη

Βλέπω την πόλη ξαπλωμένη ηδυπαθώς
σαν απλωμένο στο χαρτί το σώμα του ποιήματος
παραδομένη στη ρυμοτομία της ρεμβαστική
στις άχνες του μεσημεριού, στις γάζες της
]]αμφιλύκης
όταν πρωτοκατοίκησα εκεί ζούσαν ακόμα δυνατά
οι προσδοκίες της μάνας, το αίμα του πατρός
ασώματοι αυξάνονται, με μεγαλώνουν
βλέποντας κτίσματα παλιά
όπου μπορεί περαστικοί, ν’ ακούμπησε το βλέμμα
]]τους
κρατούσε ακόμα γύρω ο καημός της προσφυγιάς
η στέρηση της ελευθερίας

ΜΑΓΔΑ ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ

Κώστας Κουτσουρέλης, Ο Παλαμάς κέντρο και κορυφή του νεοελληνικού κανόνα

~.~

Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ: 7+1 ΕΙΚΑΣΙΕΣ

 

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· 
Λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 5,9
 
Για να ’σαι μεγάλος, να ’σαι ολόκληρος: τίποτε από 
τον εαυτό σου να μην υπερτονίζεις ή ν’ αποκλείεις.
FERNANDO PESSOA
 
Οι μέτριες και οι ταπεινές φύσεις δεν υποπίπτουν σε λάθη, 
επειδή δεν ριψοκινδυνεύουν και δεν φτάνουν ποτέ ώς τα άκρα. 
Απεναντίας, τα μεγάλα εγχειρήματα απειλούνται διαρκώς, 
λόγω ακριβώς του μεγέθους τους.
ΛΟΓΓΙΝΟΣ
 
Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει ορθή οδός·
μάταιο αν είσαι άξιος και μάταιο συνετός·
θέλει να ‘σαι πειθήνιος, να ‘σαι μηδαμινός!
ΓΚΑΙΤΕ

 

Απ’ την εποχή των Αλεξανδρινών η έννοια του κανόνα, των λίγων εκείνων έργων μιας λογοτεχνίας που λόγω της σπουδαιότητάς τους ο καλλιεργημένος άνθρωπος οφείλει να γνωρίζει, δεν έπαψε ποτέ να μας αποσχολεί. Ακόμη και σήμερα, εποχή «αυτοπραγμάτωσης» αναγνωστικής, ο κανόνας είναι κάτι παραπάνω από ένας ξερός κατάλογος έργων, επιβεβαιωμένων έστω από την αυθεντία του χρόνου. Κανόνας σημαίνει αυθεντία, παιδαγωγία, προσανατολισμός. Κανόνας εντέλει είναι η κατηγορική επιταγή του Καντ μεταφερμένη στο καθηκοντολόγιο του αναγνώστη. Ή, αν προτιμάτε, το παλιό εκείνο «λάβε και λέγε» του Δημοσθένη.

Ακόμα και αν το θέλαμε, και επιθυμίες τέτοιες «δημοκρατικές» ή ελευθεριάζουσες έχουν εκφράσει πολλοί, τον κανόνα, επίσημο ή άτυπο, παγιωμένο από καιρό ή ώς έναν βαθμό ακόμη ανοιχτό, δεν γίνεται να τον αγνοήσουμε. Τα μεγέθη που εκείνος συστήνει, οι συγγραφείς που προκρίνει είναι το μέτρο της σύγκρισης για όλους τους άλλους ‒ ακόμη και για εκείνους με τους οποίους προσωπικά θα θέλαμε ίσως να τους αντικαταστήσουμε. Γιατί δεν γίνεται βέβαια σ’ αυτόν να προστεθούν έτσι απλώς νέα ονόματα χωρίς πρώτα να παραμεριστούν κάποια άλλα. Ο κανόνας δεν είναι θησαυρός για να χωρούν όλα τα λήμματα. Είναι ένα ειδικό γλωσσάρι. Στις σελίδες του έχουν θέση μόνο οι εντελώς απαραίτητες έννοιες.

Τώρα, τον νεοελληνικό κανόνα συνήθεια παλιά και ιστορικά δικαιολογημένη θέλει να τον ξεκινάμε από τον Διονύσιο Σολωμό και, με σχετική συναίνεση ως προς τα ονόματα που περιλαμβάνει, να τον φτάνουμε ώς τουλάχιστον τη Γενιά του 1930 και τους συγγραφείς του Μεσοπολέμου. Με τον Μεταπόλεμο αρχίζουν ως γνωστόν τα προβλήματα, τα ονόματα πληθαίνουν και οι αποφάνσεις γίνονται αβέβαιες. Με την λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά τα πράγματα μόλις τώρα αρχίζουν και λαγαρίζουν, από τη δεκαετία του 1970 και εντεύθεν ωστόσο το τοπίο παραμένει θολό· ακόμη και για συγγραφείς που από καιρό έχουν εκμετρήσει το ζην, η θέση τους στην αναγνωστική μας ιεραρχία είναι αμφίβολη.

Έχει κέντρο αυτός ο κανόνας; Έχει μια κορυφή γύρω από την οποία να συσπειρώνονται όλες οι άλλες, ένα παράδειγμα στο οποίο τρόπο τινά να λογοδοτούν; Σε άλλες λογοτεχνίες, τις περισσότερες, αυτό είναι δεδομένο. Το κέντρο, το απόλυτο σημείο αναφοράς της αρχαίας γραμματείας είναι προφανέστατα ο Όμηρος. Τον Βιργίλιο έχει αδιαμφισβήτητο επίκεντρό της η λατινική, τον Δάντη η ιταλική, τον Σαίξπηρ η αγγλική, τον Γκαίτε η γερμανική λογοτεχνία. Υπάρχουν βέβαια και εθνικές γραμματείες όπου αυτό δεν είναι τόσο σαφές. Για τους Ρώσσους το πρωτείο του Πούσκιν είναι δεδομένο, για τους φίλους της ρωσσικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό όχι και τόσο, εκεί οι μεγάλοι πεζογράφοι του 19ου αιώνα διατηρούν το προβάδισμα. Η γαλλική λογοτεχνία είναι πολυεστιακή: από τον Ρακίνα και τον Μολιέρο ώς τον Μπαλζάκ και τον Ουγκώ, ο αριθμός των σημαντικών φυσιογνωμιών που πρωταγωνιστούν στο ξεδίπλωμά της είναι εντυπωσιακός, και κανείς από αυτούς δεν φαίνεται να ίσταται πάνω από τους άλλους τόσο αναντίρρητα όσο λ.χ. ανάμεσα στους Ισπανούς συγγραφείς ο Θερβάντες.

(περισσότερα…)

Τάκης Κουφόπουλος (1927-2019)

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Στις 3 Σεπτεμβρίου 2019 έφυγε απ’ τη ζωή αθόρυβα, όπως αθόρυβα έζησε, ένας σπουδαίος άνθρωπος των γραμμάτων, ο Τάκης Κουφόπουλος. Ο Κουφόπουλος γεννήθηκε το 1927 στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και άσκησε το επάγγελμα όλη του τη ζωή. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1956 με το διήγημα «Η θητεία», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Πορεία. Ακολούθησαν οι συλλογές διηγημάτων Μικρές σύγχρονες ιστορίες (1959) και Η οδός (1962). Συμμετείχε στα Δεκαοχτώ κείμενα (1970) με το διήγημα «Ο ηθοποιός», όπως και στα Νέα κείμενα 2 (1971) με δύο ποιήματα. Το 1973 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του Εκδοχές και το 1980 η νουβέλα Απόλογος. Από τότε και μέχρι το θάνατό του απείχε από την εκδοτική αγορά. Στο εξής έγραφε τα βιβλία του σε υπολογιστή ο ίδιος, τα κυκλοφορούσε εκτός εμπορίου σε λίγα αντίτυπα που τύπωνε μόνος του και, όταν πια δόθηκε η δυνατότητα, τα ανέβαζε δωρεάν στο ίντερνετ, ώστε να είναι προσιτά σε όλους. Στην προσωπική του ιστοσελίδα (www.takiskoufopoulos.net), μπορεί όποιος το επιθυμεί να διαβάσει σχεδόν όλο του το έργο. Τελευταίο του βιβλίο ήταν και πάλι μια συλλογή διηγημάτων, τα Ψήγματα, που δημοσίευσε πέρυσι (2018), και το οποίο προαισθανόταν πως θα ’ναι το τελευταίο του.[1]

Εκτός απ’ το πρωτότυπο συγγραφικό του έργο, ο Κουφόπουλος έχει επίσης μεγάλο μεταφραστικό, δοκιμιακό και φιλολογικό έργο. Μεταξύ άλλων μετέφρασε την Τετάρτη των Τεφρών και τα Τέσσερα κουαρτέτα του Έλιοτ, μέρος των Στρωματέων του Κλήμη Αλεξανδρέα, το Περί φύσεως του Παρμενίδη, μια επιλογή απ’ τους Ψαλμούς, την πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας, δύο κοντάκια του Ρωμανού Μελωδού, αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Έγραψε δοκίμια για διάφορα θέματα, που εκτείνονται από παρατηρήσεις πάνω στο έργο του Ηράκλειτου μέχρι ειδικά θέματα γλωσσολογίας. Τέλος, συνέταξε λεξιλόγια της Καινής Διαθήκης και του Ομήρου, του σολωμικού και του καβαφικού έργου, του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, των Βίων Πλουτάρχου.

Όσον αφορά το λογοτεχνικό του έργο, ο Κουφόπουλος ανήκει στη συνεπέστερη και ριζοσπαστικότερη τάση του ελληνικού μοντερνισμού. Μαζί με τον Γιώργο Χειμωνά είναι οι βασικοί εκπρόσωποι της αμιγέστερης μορφής του μοντερνισμού στη μεταπολεμική λογοτεχνία μας. Η γραφή του Κουφόπουλου είναι αφαιρετική στον έσχατο βαθμό. Στα διηγήματά του, ο ανώνυμος πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που είναι ταυτόχρονα και ο βασικός ήρωας, αφηγείται παράδοξα και παράλογα συμβάντα. Ο τόπος και ο χρόνος μένουν ασαφείς και δεν προσδιορίζονται. Τον ενδιαφέρει να αποτυπώσει την ανθρώπινη συνθήκη καθ’ αυτήν, και όχι συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες. Στις ιστορίες του το παράλογο και το ονειρικό συνυφαίνονται αξεδιάλυτα με το πραγματικό. Επίσης, βασικό στοιχείο της λογοτεχνίας του είναι το υπαρξιακό αδιέξοδο των ηρώων του. Με τα λόγια του Αλέξανδρου Κοτζιά, «[π]έρα από κάθε ελπίδα απολύτρωσης βλέπει ο Κουφόπουλος την κλειστή από παντού Παγίδα, που στα κοφτερά της δόντια σπαράζει, μορφάζει, αιμάσσει, ασχημονεί, εγκληματεί, μετανοεί το πάντως εσταυρωμένο και αξιοθρήνητο σκεπτόμενο καλάμι. Η πράξη, η γνώση, η ομορφιά, όχι απλώς πουθενά δεν άγουν, εντέλει είναι ανύπαρκτες.»[2]

Ως προς τη γενικότερη στάση της ζωής του, αξίζει να τονιστεί και να αναδειχτεί ιδιαίτερα το γεγονός πως ο Κουφόπουλος απείχε πεισματικά και με συνέπεια από το αλισβερίσι της λογοτεχνικής συντεχνίας και απέφυγε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του την προσωπική προβολή. Ο τρόπος της ζωής του, ως συγγραφέα και διανοούμενου, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των ομοτέχνων του τις τελευταίες δεκαετίες. Όσο πιο πολύ καθιερωνόταν η ναρκισσιστική αυτοπροβολή και το ψυχαναγκαστικό κυνήγι της δημοσιότητας, τόσο περισσότερο ο Κουφόπουλος έμενε έξω απ’ αυτά. Ταυτόχρονα, υπήρξε πρωτοπόρος στην ηλεκτρονική και διαδικτυακή έκδοση λογοτεχνικών κειμένων, και εξερεύνησε με τόλμη αυτόν τον παρθένο ακόμα τότε χώρο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συντεχνία τον αγνόησε επιδεικτικά όσο ήταν εν ζωή και «ξέχασε» να τον τιμήσει τώρα που πέθανε. Να σημειώσουμε ότι η ιδιότυπη και σπάνια φυγοκοσμία του δεν είχε να κάνει με κάποια ελιτίστικη αντίληψη για τα γράμματα, αλλά με τη γνήσια αγάπη για τη λογοτεχνία και με την απέχθεια προς την αυτοπροβολή. Αυτή η έντιμη και δύσκολη μοναξιά που διάλεξε ο Κουφόπουλος αγνοήθηκε και απαξιώθηκε από τους ομοτέχνους και από την κριτική, όπως και από την ακαδημαϊκή φιλολογία.

Δε μένει παρά να ευχηθούμε να βρεθεί σύντομα ο φιλόπονος φιλόλογος και ο θαρραλέος εκδότης που θα επιμεληθούν και θα εκδώσουν όλο το έργο του σε μορφή έντυπου βιβλίου, ώστε να διαβαστεί ευρύτερα και να πάρει τη θέση που του αξίζει στον κανόνα της λογοτεχνίας μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ


[1] Στις «Σημειώσεις» του βιβλίου διαβάζουμε: «[…] το παρόν [βιβλίο] φαίνεται να είναι και το τελευταίο» (Τάκης Κουφόπουλος, Ψήγματα, Αθήνα 2018, σελ. 92, η υπογράμμιση δική μας).

[2] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Κριτική για την Οδό», εφημ. Μεσημβρινή, 4.1.1963.