ελληνική γλώσσα

Λογοθεσίες δ΄

*

του ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

Ένα Μουσείο — μα τι Μουσείο;

Μόνο μελαγχολία προξενεί η προεπιλογή λίγων ξένων αρχιτεκτονικών γραφείων για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και η έγκριση μιάς πρότασης συμβιβαστικά ανέμπνευστης, επιεικώς μετρίας, δίχως τον σπινθηρισμό της διαλάμπουσας ιδιοφυίας. Ένας διαγωνισμός τέτοιας σημασίας, όφειλε αυτονοήτως ν’ απευθύνεται σε όλους, έλληνες και ξένους — και μάλιστα να παραμείνει ανοιχτός ώσπου να φανεί μια συναρπαστική ιδέα κι όχι να στριμωχτεί στα χρονικά όρια μίας ακόμα προεκλογικής εξαγγελίας. Το έργο της επέκτασης του ΕΑΜ δεν είναι απ’ αυτά που γίνονται και ξεγίνονται, όπως ο πεζόδρομος της Πανεπιστημίου ή η ανάπλαση μιας πλατείας. Είναι καθρέφτης της αυτογνωσίας μας και θα προσδιορίσει τουλάχιστον για τα επόμενα πενήντα ή εκατό χρόνια την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και τη σχέση της σύγχρονης Ελλάδας με το ολόγλυφο παρελθόν της. Μια αρχιτεκτονική σύλληψη αναλόγου λαμπρότητας δεν μπορεί παρά να αντλεί τη δυναμική της από τις συμβολικές μορφές του ελληνικού χώρου και να έχει την ευελιξία αναγωγής μίας σφύζουσας εντοπιότητας σε οικουμενικά συμφραζόμενα. Μια τέτοια σύλληψη όμως δεν κυοφορείται αναγκαστικά στα βραβευμένα αρχιτεκτονικά γραφεία που νέμονται κατ’ αποκοπήν παρόμοιες αναθέσεις. Είναι πρωτίστως πνευματική εκτίναξη και μπορεί να εκπορευτεί από οποιονδήποτε αρχιτέκτονα, άσημο ή διάσημο, ντόπιο ή ξένο, έχει προσοικειωθεί τους κυματισμούς της ελληνικής γραμμής με αλματική χάρη και μορφοπλαστικό σφρίγος. Εδώ δεν μιλάμε για την ανέγερση κανενός ξενοδοχείου που φιλοδοξεί να πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα αλλά για την έγερση του εθνικού μας αναστήματος στην παγκόσμια αρχιτεκτονική σκηνή. Δεν είναι εντούτοις αργά να κάμουν πίσω ετούτοι ή κάποιοι επόμενοι από τους κατά συνθήκην απνευμάτιστους διαχειριστές της εξουσίας. Να σταματήσουν, έστω και υπό πίεση, τις προχειρότητες που διαιωνίζουν την πολιτική της προγραμματικής μας καχεξίας. Να περιορίσουν δηλαδή την συμπλεγματικά σαλονίστικη ματιά τους σε καμιά δουλίτσα νεοπλουτίστικης αισθητικής α-λά Ντουμπάι — και να δώσουν την ευκαιρία σ’ όποιον αξίζει να πάει μπροστά και ν’ αριστεύσει αληθινά στον αγώνα μ’ ένα έργο μεγάλης πνοής.

~.~

Last call

Για να πάρουν εκδίκηση τα πιό wild dreams των απανταχού ελληνιστών!

Έφυγε full of days (ναι, το διάβασα κι αυτό!) ο famous νεοελληνιστής Μάριο Βίττι και οι Γραικοί, που αποδεδειγμένα έχουν την ίδια love και το ίδιο passion για τη modern γλώσσα τους, ετοιμάζονται με προεξάρχουσες τις Λίτεραλ+ κοινότητες, να τον τιμήσουν αναλόγως. Οπότε ως last call στο spirit του ανδρός θα παρατεθούν φιλολογικά dinners και θα διοργανωθούν ποικίλα events, residencies, ίσως και polymorphic installations για να επιβεβαιώσουν το respect των Ελληναραίων στη μνήμη του.

~.~ (περισσότερα…)

Advertisement

Το χρώμα της σελήνης

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Σε μια από τις καταγραφές των οιονεί χαμάδων του, ο Λορεντζάτος, στα Collectanea, κάνει την ακόλουθη παρατήρηση στηριγμένος σε μιαν αντιστοιχία  που ενώνει τη Σαπφώ με τον Κάλβο· αντιγράφω:

Αθάνατη ελληνική γλώσσα! Παράξενες αντιστοιχίες βλέπω να ενώνουν τη Σαπφώ με τον Κάλβο:

ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν
ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπῃ
γᾶν ἐπὶ παῖσαν
… ἀργυρία.

Σελλάναν… ἀργυρία. Ναι, από τη Σαπφώ φτάνομε στον καταμόναχο Κάλβο:

Τὸ ψυχρόν της ἀργύριον
ῥίπτει ἡ σελήνη.

Όταν ο Σεφέρης θα πει σχετικά με το τέλος της στροφής αυτής του Κάλβου: «ο νους μου πήγε στα τριάκοντα», η νεοελληνική κριτική βγαίνει από την περιοχή που την προσδιόριζαν Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου του Κωστή Παλαμά (μια εποχή) και μπαίνει οριστικά (μια άλλη εποχή) στη νεότερη φάση της.

(Collectanea, αρ. 384, σ. 190-191)

(περισσότερα…)

περαστικά & παραμόνιμα | 07:22

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Όριο στήριξης», «επίπεδο αντίστασης», «πρώτη και δεύτερη γραμμή άμυνας» – οι μαθηματικοφανείς χρηματιστηριακές «αναλύσεις» μοιάζουν με τα αστρονομικοφανή κατεβατά των αστρολόγων, με εκείνες τις «συναστρίες» και τους «ανάδρομους» ή «ευθυγραμμισμένους πλανήτες».

Η γλώσσα τους όμως είναι στεγνά μιλιταριστική. Δεν έχει τίποτα από τη σαγήνη του πανάρχαιου ζωδιακού κύκλου, από την ποιητική γοητεία των σύμβολων που έθρεψε τόσες χιλιετίες τώρα η συλλογική φαντασία. Με αυτά τα σύμβολα ο Γέητς και ο Σεφέρης έγραψαν υπέροχα ποιήματα. Με την ορολογία των χρηματιστών ούτε παρωδία δεν μπορεί να γράψει κανείς.

Και δεν συγκρίνω καθόλου την «αντικειμένική» τους αξία. Τα καλογραμμένα ωροσκόπια είναι μια ψυχολογική φαρμακεία, μια καταβύθιση στον ημισυνειδητό κόσμο των πόθων και των φόβων. Οι χρησμοί των χρηματιστηριακών αναλυτών ηχούν σαν τον εμετό της Πυθίας που πέφτει από ύψος σε τενεκεδένιο κουβά. (περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες μ

(

Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Συστηματική έκθεση των απόψεών του για την κατάσταση της ελληνικής γλώσσας σήμερα, ο Κονδύλης δεν μας άφησε στα έργα του. Τις θέσεις του, τις κατά τ’ άλλα γνωστές στους συνομιλητές του, τις συνάγει κανείς από νύξεις και σκόρπιες αναφορές στα κείμενά του για τη σύγχρονη Ελλάδα. Θα τις συνόψιζα σε τέσσερις βασικές διαπιστώσεις: Η ελληνική γλώσσα βρίσκεται σε πορεία φθίνουσα κατά το μέτρο που παρακολουθεί την γενική παρακμή της ελληνικής κοινωνίας. Ο οικονομικός παρασιτισμός αντανακλάται στον πνευματικό πιθηκισμό που με τη σειρά του οδηγεί αδήριτα σε στειρότητα διανοητική, εκφραστική και γλωσσική. Ακόμη και το μόνο υψηλής ποιότητας πνευματικό προϊόν της σύγχρονης Ελλάδας, η ποίηση, στην πραγματικότητα χρωστάει τη ζωτικότητα του όχι στις στενές νεοελληνικές συνθήκες αλλά στους δεσμούς της με το παμπάλαιο και πολυστρώματο γλωσσικό της όργανο: αρδεύεται και γονιμοποιείται από τις ιστορικές πηγές της ελληνικής. Η συρρίκνωση της ελληνικής συνεπάγεται αναγκαία την κατασίγαση της υψηλής ποίησης. Αντιστρόφως, η παρακμή της δεύτερης δηλώνει δυνητικά το προχωρημένο στάδιο της εργαλειοποίησης της πρώτης. Με τα δικά του λόγια:

Η εκποίηση του έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευτεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα πραγματωθεί αποκλειστικά ως σύμφυρση μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων και αν η φθορά των ελληνικών, ή εν πάση περιπτώσει εξελληνισμένων, ιδεολογημάτων καταλήξει συν τοις άλλοις σε συρρίκνωση ή εργαλειοποίηση της γλώσσας τέτοια, ώστε να μην μπορεί πια να παραχθεί στον νεοελληνικό χώρο το μόνο προϊόν που –ακριβώς χάρη στην μοναδική δυναμική μιας πολυστρώματης και παμπάλαιας γλώσσας– έχει παραχθεί ώς τώρα σε υψηλή ποιότητα: ποίηση.

(περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες λ

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο κατήφορος που έχει πάρει η ελληνική γλώσσα τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται απ’ τα χρώματα. Η «μπλε» θάλασσα και ο «μπλε» ουρανός δίνουν και παίρνουν. Τα γαλάζιος, γαλανός, θαλασσής, ουρανής, κυανός και οι αποχρώσεις τους τείνουν να εκλείψουν. «Μπλε» το χρώμα της εθνικής ομάδας, «μπλε» και της Νέας Δημοκρατίας. «Όλη η Ελλάδα, είναι μπλε, είναι μπλε», όπως φώναζαν το 2004 οι οπαδοί της τελευταίας…

Magenta, indigo, raf, όλες οι ονομασίες των νέων χρωμάτων που τυποποιεί η βιομηχανία και το εμπόριο μάς έρχονται απ’ έξω ανεκτελώνιστες, δεν καταβάλλεται η παραμικρή προσπάθεια να εξελληνιστούν, συχνά μένουν και λατινόγραπτες.

Κι όμως το ελληνικό λεκτικό χρωματολόγιο, χάρις στο ιστορικό του βάθος και την ευχέρεια παραγωγής συνθέτων έχει εκπληκτικό πλούτο: μελίχλωρο (η λέξη στον Παλαμά), ωχρόχρυσο, νυχτοπράσινο, φαιορόδινο, κυανέρυθρο, ανοιχτοκάστανο, ηλεκτροκόκκινο, καταγάλαζο, πάλλευκο, ολομέλανο, πυρρόξανθο, σταχτοκίτρινο, σκοτεινόμαυρο, βαθυπόρφυρο κ.ο.κ., κ.ο.κ.

Χάρη στις υπηρεσίες της μόδας, η ακλισία έχει γενικευθεί. «Γκρί» και όχι γκρίζος, «μοβ» (sic) και όχι βιολετής, μελιτζανής, ιώδης. «Καφέ» όχι καστανός, μελής, κανελλής και καφετής. Ροζ και όχι ρόδινος, ροδόχρωμος, ροδοκόκκινος κ.ο.κ. Μάλιστα επιβάλλεται και σε λέξεις καθαρά ελληνικές: τα επίθετα πορτοκαλής, –ιά, –ί, ασημής, τριανταφυλλής, βυσσινής κ.ο.κ. πλέον είναι ντεμοντέ. «Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι… θαλασσί σου οι χάντρες» λοιπόν, οι «πορτοκαλί επαναστάσεις» και δεν συμμαζεύεται.

Με τις λέξεις συμβαίνει ό,τι με τους μετανάστες. Όταν η πλειονότητα είναι ξένες, αυτές απορροφούν τις γηγενείς και όχι το αντίστροφο. Ας είναι καλά ο συμπλεγματικός πίθηκος που κρύβουμε μέσα μας και οι διαφημιστές μας βέβαια. Εδώ κατάφεραν το παλτό, λέξη λαϊκή και πλήρως προσαρμοσμένη στην κλίση της γλώσσας μας, με παράγωγα όπως παλτουδιά, παλτουδάκι χιλιοτραγουδισμένα, ώς και το παλτό λοιπόν να το ξε-κλίνουν, όπως ξέρει όποιος ξεφυλλίζει τα γυναικεία βλακοπεριοδικά. Το παλτό, του παλτό, τα παλτό λοιπόν. Λίαν προσεχώς και… paletot.

(Γνωρίζω φυσικά την τοποθέτηση της πλειοψηφικής ίσως μερίδας της τωρινής γλωσσολογίας μας: «Η γλώσσα εξελίσσεται», «η γλώσσα δεν κινδυνεύει», διότι «οι γλώσσες γενικώς δεν  κινδυνεύουν» παρά μόνο «αν χάσουν παντελώς τους ομιλητές τους» κ.τ.τ. Ωστόσο η εμμονή σε μια ακρισία, και η Ακαδημία Αθηνών, και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας να την υποστηρίζει, δεν την κάνει ολιγότερο άκριτη. Ασφαλώς και «εξελίσσεται» η γλώσσα. Και η πορεία προς την εξάλειψη, εξέλιξη είναι…)

Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.

 

Γλωσσικές νότες ι

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.

Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου

(περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες θ

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Ξύλινη γλώσσα» αποκαλούσαμε έναν καιρό το άκαμπτο, συχνά και ακαταλαβίστικο ιδίωμα της αριστεράς, ένα ιδίωμα γεμάτο κλισέ και περισσή σπουδαιοφάνεια που πάσχιζε να κρύψει την ένδειά του σε ουσία και περιεχόμενο.

Ο όρος μού φαίνεται πια εντελώς ξεπερασμένος. Όχι επειδή τα αριστερά κόμματα έπαψαν να μιλούν ξύλινα, αλλά επειδή στο προσκήνιο έχει έρθει μια άλλη γλώσσα, τρισχειρότερη, που έτσι όπως καμώνεται την εκσυγχρονισμένη και την τεχνοκρατική θα την ονόμαζα γλώσσα λαμαρινένια, γλώσσα τσίγκινη. Και πράγματι ηχεί τόσο κούφια, όσο κάτω απ’ τις στάλες της βροχής οι τσίγκινες σκεπές σε κάτι παράγκες και χαμόσπιτα. (περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες ζ

 

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Όταν στα 1864 ο Johann Ludwig Fuchs ίδρυσε το πρώτο εργοστάσιό του στο Κολωνάκι, το πώς και σε ποια γλώσσα και με ποιο αλφάβητο θα επέγραφε το προϊόν του ήταν προφανές. Και ίδιος είχε άλλωστε εξελληνίσει τ’ όνομά του: Ιωάννης Φιξ. Ζύθος Φιξ, λοιπόν. (περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες δ

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ξαναδιαβάζοντας συνηγορίες διάφορες υπέρ της αποδόσεως των έργων του Παπαδιαμάντη και των άλλων μας συγγραφέων της καθαρεύουσας στην καθομιλουμένη («ενδογλωσσικές μεταφράσεις» τις λένε τις απόπειρες αυτές οι ειδήμονες), επανέρχομαι στην παλιά μου διαπίστωση.

Σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη εποχή, μια άλλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τέτοιες συζητήσεις περί απλουστεύσεως ίσως να ήταν χρήσιμες. Σε μας εδώ, διαιωνίζουν απλώς την απέθαντη λογική της ήσσονος προσπάθειας, τον λαϊκισμό της λούφας που αναπαράγει μαζικά η μεταπολιτευτική μας εκπαίδευση. Ανέκαθεν στα γλωσσικά, τα σκόντα που κάνουμε τα βρίσκουμε μπροστά μας μπαστούνια.

Ανεξαρτήτως προελεύσεως και προαιρέσεως λοιπόν, η διάγνωση ότι «οι νέοι δεν καταλαβαίνουν» δρα ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: καταπνίγει εν τη γενέσει της την επιθυμία τους να προσπαθήσουν και νομιμοποιεί προκαταβολικά την οκνηρία. Και φυσικά μόνο τη λογοτεχνία δεν προάγει.

Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν. Όποιος ισχυρίζεται ότι η ξενότητα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη τού είναι πρόβλημα αξεπέραστο, όχι Παπαδιαμάντη, κανέναν απαιτητικό συγγραφέα δεν μπορεί να διαβάσει. Το «Στο Χριστό στο Κάστρο» λ.χ. είναι κείμενο πολύ βατότερο νοηματικά από το «Άξιον Εστί» λ.χ., ή τον «Δωδεκάλογο», ή τον «Πεθαμένο και την Ανάσταση». Να τα μεταφράσουμε κι αυτά;

Όποιος θεωρεί ότι αυτά τα κείμενα δεν αξίζουν τον (ολίγο) κόπο που του ζητείται να καταβάλει, και λιανά να του τα κάνουν πάλι δεν θα τα συλλάβει. Δεν τον αφορούν. Ας τα αφήσει λοιπόν στην ησυχία τους.

Και ας μην ανησυχεί διόλου ούτε για τον Παπαδιαμάντη ούτε για το μέλλον του. Τα έργα του, ως έχουν, τυπώνονται και ξανατυπώνονται, ανεβαίνουν στη σκηνή και γεμίζουν θέατρα, μοιράζονται από εφημερίδες. Οι «ενδογλωσσικές μεταφράσεις» του, αντίθετα, διαχρονικά, πάνε άπατες. Και δε θέλει ρώτημα το γιατί…

Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.

Γλωσσικές νότες γ

~.~

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

 

Έως πρότινος, τα ορολογικά της προβλήματα η νέα ελληνική τα έλυνε καταφεύγοντας στη λόγια κληρονομιά της. Καθώς μέσω της καθαρεύουσας, η παρουσία της αρχαίας ήταν ιδιαίτερα έντονη στον δημόσιο λόγο, τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας υπήρξαν συχνά αξιοθαύμαστα, σωστά επιτεύγματα εκφραστικής οικονομίας και δημιουργικής φαντασίας.

Από δύο ουσιαστικά ρίζες, του σμήνους και της πτέρυγας, η Πολεμική Αεροπορία έφτιαξε ένα πλήρες βαθμολόγιο με μονολεκτικούς, σχεδόν αποκλειστικά αεροπορικούς όρους εκεί όπου η αγγλική γλώσσα λ.χ. καταφεύγει σε περιφραστικές λύσεις, δάνειες από τον στρατό ξηράς. (περισσότερα…)