δικτατορία

Τετάρτη 23 Μαΐου 1973: D Day!

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Τις μέρες αυτές συμπληρώθηκαν 49 χρόνια από την προδοσία του Κινήματος του Ναυτικού, της σημαντικότερης αντιστασιακής πράξης από τους κόλπους του στρατεύματος κατά της δικτατορίας. Ο Μανώλης Μπουζάκης έλαβε μέρος στο Κίνημα από την πρώτη γραμμή, όντας ο νεαρότερος από τους συλληφθέντες αξιωματικούς του Στόλου. Μερικά χρόνια αργότερα, ίδρυσε και διηύθυνε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, την ιστορική «γνώση». Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από την ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Ο δρόμος του Ποσειδώνη: Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου.

 

«Οι δικτατορίες -ο ενικός δεν υπάρχει γι’ αυτές παρά μόνον επειδή το θέλει η γραμματική- προβάλλουν χωρίς να προηγείται γλυκοχάραμα. Προβάλλουν, συνήθως, τη νύχτα. Και η πτώση τους, ακόμη κι όταν υπάρχουν προμηνύματα, είναι πάντοτε κατακόρυφη…» (Παν. Κανελλόπουλος)

Το Κίνημα ουδέποτε εκδηλώθηκε. Κάποιος από αυτούς που δεν συμμετείχαν στο Κίνημα και που για άγνωστους  λόγους είχαν πληροφορηθεί τα του Κινήματος, ενημέρωσε τη Χούντα. Συμμετείχα σε μια πενταμελή Επιτροπή που θα ερευνούσε τα του θέματος. Δεν μπορέσαμε ποτέ να βρούμε την άκρη της προδοσίας.

Το αντιτορπιλικό «Βέλος» με Κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Νίκο Παπά ενημερώθηκε για την προδοσία του Κινήματος, εγκατέλειψε τη νατοϊκή άσκηση κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας και ο Παπάς και λίγοι ακόμη Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί, ζήτησαν πολιτικό άσυλο. Την απόφασή του αυτή την έκανε γνωστή ο ηρωικός Κυβερνήτης τόσο σε όλους τους συμμετέχοντες στη νατοϊκή άσκηση όσο και σε ιταλικά Μέσα Ενημέρωσης:

Πιστοί στον πολιτισμό των λαών της Συμμαχίας που έχει θεμελιωθεί πάνω στις αρχές της Δημοκρατίας, της προσωπικής ελευθερίας και του σεβασμού προς τους νόμους, όλοι οι αξιωματικοί και το πλήρωμα του πλοίου μου, ως ένας άνθρωπος πιστός στον δοθέντα όρκο μας, με βαθύτατη λύπη, εγκαταλείπουμε τις ασκήσεις. Με τη συμπάθεια ολόκληρου του ελεύθερου κόσμου θα παλέψουμε για να επαναφέρουμε τη Δημοκρατία στην Ελλάδα. Σας είναι πολύ καλά γνωστό και ιδιαιτέρως στους φίλους Αμερικανούς, ότι μία συμμορία ιδιοτελών αξιωματικών επέβαλε στην Ελλάδα μία απάνθρωπη και μισητή δικτατορία προ έξι και πλέον ετών. Η σημερινή εξέγερση του Ναυτικού ανταποκρίνεται στα αισθήματα ολόκληρου του λαού της χώρας μας. Ο ελεύθερος κόσμος και ιδιαιτέρως οι χώρες του ΝΑΤΟ πρέπει να αντιληφθούν τη διάβρωση και την καταστροφή των Ενόπλων Δυνάμεων, στις οποίες στηρίζεται η άμυνα της νοτιοανατολικής πτέρυγας. Σκεφθείτε ότι αυτή τη στιγμή, αξιωματικοί εν ενεργεία έχουν συλληφθεί και υφίστανται ταπεινώσεις και κακομεταχείριση από άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες της στρατιωτικής αστυνομίας.

(περισσότερα…)

Advertisement

Το Τρούμαν Σόου, η Αίγυπτος και οι δικτατορίες στον 21ο αιώνα

001

~.~

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Στη γνωστή και βραβευμένη ταινία The Truman show που σημείωσε θριαμβευτική υποδοχή όταν πρωτοπροβλήθηκε το 1998, ένας νεαρός ενήλικας, ο Τρούμαν, βρίσκεται εν αγνοία του σε μια αλλόκοτη κατάσταση: ολόκληρη η ζωή του, ακόμη και όταν τρώει, ντύνεται ή κοιμάται, είναι ένα ριάλιτι που παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Όλα όσα έζησε, ένιωσε και έκανε, οι φίλοι, οι έρωτες και τα παιδικά του χρόνια, δεν ήταν παρά ένα ψέμα, ένα σόου με σενάριο και τη σκηνοθεσία κάποιου φιλόδοξου και παρανοϊκού σκηνοθέτη. Ώσπου γνωρίζει την Σύλβια, μια κοπέλα που εμφανίζεται στην τεχνητή “ζωή” του αλλά προσπαθεί να του πει όλη την αλήθεια, οπότε την απομακρύνουν γρήγορα από κοντά του. Τελικά, εκείνη αποχωρεί από το ριάλιτι και γίνεται ακτιβίστρια μιας οργάνωσης που επιμένει πως ο Τρούμαν πρέπει να μάθει την αλήθεια, με το σύνθημα «ελευθερώστε τον Τρούμαν». Όταν ο Τρούμαν ανακαλύπτει (σταδιακά) τι του συμβαίνει, ο “σκηνοθέτης” επιχειρεί με κάθε τρόπο να τον πείσει να παραμείνει σε αυτό το σίριαλ, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να δημιουργήσει τεχνητή “θαλασσοταραχή”, ώστε να τον εκφοβίσει, ρισκάροντας ακόμη και την ίδια του τη ζωή (εξάλλου, του έχουν προκαλέσει υδροφοβία). Όταν τελικά βλέπουν ο ένας τον άλλον, ο σκηνοθέτης τον προτρέπει να μείνει μέσα στο τεχνητό και προστατευμένο περιβάλλον που του έχει φτιάξει, διότι είναι πολύ καλύτερο από τον πραγματικό κόσμο. Ωστόσο, ο Τρούμαν γνωρίζει και του είναι πια αδύνατο να έχει την παλιά του “αθωότητα”. Αν όμως ο Τρούμαν γνωρίζει, αυτό δεν σημαίνει ότι κατανοεί τον τρόπο που λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος, ούτε ότι θα μπορούσε να ζήσει σε αυτόν. (περισσότερα…)

Μανώλης Μπουζάκης, Ο δρόμος του Ποσειδώνη (Αποσπάσματα αυτοβιογραφίας)

~.~

Στον αντιδικτατορικό αγώνα έλαβε μέρος στο περίφημο Κίνημα του Ναυτικού, όντας ο νεαρότερος από τους συλληφθέντες αξιωματικούς του στόλου. Μερικά χρόνια αργότερα, ίδρυσε και διηύθυνε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, την ιστορική «γνώση». Αλλά και έξω απ’ αυτά, με την ανάμειξή του στη ζωή του τόπου, ο Μανώλης Μπουζάκης συμβάδισε πάντοτε με την εποχή του από την πρώτη γραμμή. Το Νέο Πλανόδιον έχει τη χαρά και την τιμή να προδημοσιεύει σήμερα αποσπάσματα από την ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Ο δρόμος του Ποσειδώνη: Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου. Τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα: από τα παιδικά χρόνια στην Κρήτη και το μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής, από τη φυλάκιση και τους βασανισμούς επί δικτατορίας, και από τη γνωριμία και τη συνεργασία με τον Παναγιώτη Κονδύλη στην περίφημη Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων «γνώση».

(περισσότερα…)

Φατός Λιουμπόνια, Επουλώνοντας το ανεπούλωτο (2/2)

(Συνέχεια ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος)

Το παρόν κείμενο του Φατός Λιουμπόνια (Fatos Lubonja) αποτελεί πρόλογο στην έκδοση των μεταφρασμένων τραγωδιών του Σοφοκλή στην αλβανική γλώσσα από τον Κουγιτίμ Αλία (Kujtim Aliaj) με τον οποίο υπήρξαν συγκρατούμενοι για περίπου μια δεκαετία στο στρατόπεδο-ορυχείο του Σπατς και τη φυλακή του Μπουρρέλι. Ο μεταφραστής, Κουγιτίμ Αλία, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα γκουλάγκ του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Εκεί μέσα μετέφρασε παράνομα τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες προσπαθώντας να μείνει πιστός στα ιδεώδη του ανθρωπισμού και στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πνεύματος. Στο προλογικό κείμενο-μανιφέστο ο Λιουμπόνια επιχειρεί να ιχνηλατήσει τις πηγές αυτού του ανθρωπισμού και τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν έναν «απόκληρο» ισοβίτη να επιδοθεί στη μετάφραση του σοφόκλειου έργου, απευθύνοντας, ταυτόχρονα, πρόσκληση στη νέα γενιά να τον ακολουθήσει έντιμα σε αυτή την επίπονη ιχνηλασία της μνήμης της ανθρώπινης παρουσίας στην άβυσσο του πιο αμείλικτου ολοκληρωτισμού (Fatos Lubonja, “ Të riparosh të pariparueshmen” [Sophocles, Dramat e Sofokliut, përkth. Kujtim Aliaj, Tiranë: Përpjekja, 2014]).

Μετάφραση: Αχιλλέας Σύρμος

Το ανεπούλωτο

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ίσως επειδή ένιωθε το τέλος να πλησιάζει, έγραψε ένα ποίημα με το οποίο απευθύνεται στους συγχρόνους του που θα ζήσουν μετά από αυτόν: «Την ηλικία της αγάπης την άφησα στα πειθαρχικά κελιά/ Οι αρυτίδωτοι πόθοι της/ Τα φλογερά μάτια, τα καστανά μαλλιά/ Όλα μου τα έσβησε και τα ξερίζωσε η φυλακή/ Εκεί αναζητήστε τη χαμένη μου νιότη/ Τα όνειρά μου στάχτες και σκόνη». Σε αυτούς τους στίχους ανακαλύπτουμε μια συγκλονιστική αλήθεια που υπερκερνά τις παραπάνω εμβαθύνσεις σχετικά με τις στιγμές της απογοήτευσης και της εναντίωσής του στις επιβουλές του κακού που εντοπίζουμε σε μερικά ποιήματα ή της διαυγούς ταύτισης της τύχης με την επιλογή που εντοπίζουμε σε μερικά άλλα. Όταν έγραφε αυτούς τους στίχους, τα χρόνια που έζησε στη φυλακή -πάνω από τη μισή του ζωή- θα πρέπει να πέρασαν από μπροστά του σαν ένα βαθύ ρήγμα εντός του οποίου κατρακύλησαν σα σκόνη και στάχτες τα όνειρά του. Με αυτούς τους στίχους μοιάζει να μας απευθύνει έκκληση να στρέψουμε το βλέμμα μας στα βάθη αυτού του ρήγματος που είναι ακόμη εκεί. Αυτοί οι στίχοι μας προτείνουν να σκεφτούμε πως η ζωή δεν είναι απλώς ό,τι έκανε μέσα στα χρόνια ο άνθρωπος, ούτε ακόμη, όπως συνηθίζεται να λέγεται, οι αναμνήσεις που αποκομίζουμε στο διάβα της. Η ζωή είναι επίσης όλα όσα ο κάθε άνθρωπος δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει, η ζωή είναι και τα όνειρα που κουβαλά τόσο καιρό και έχουν συνθλιβεί χρόνο με το χρόνο στη μυλόπετρα της «πορείας προς το θάνατο» και έχουν καταβυθιστεί σε αυτό το ρήγμα.

[…] (περισσότερα…)

Φατός Λιουμπόνια, Επουλώνοντας το ανεπούλωτο (1/2)

Το παρόν κείμενο του Φατός Λιουμπόνια (Fatos Lubonja) αποτελεί πρόλογο στην έκδοση των μεταφρασμένων τραγωδιών του Σοφοκλή στην αλβανική γλώσσα από τον Κουγιτίμ Αλία (Kujtim Aliaj) με τον οποίο υπήρξαν συγκρατούμενοι για περίπου μια δεκαετία στο στρατόπεδο-ορυχείο του Σπατς και τη φυλακή του Μπουρρέλι. Ο μεταφραστής, Κουγιτίμ Αλία, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα γκουλάγκ του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Εκεί μέσα μετέφρασε παράνομα τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες προσπαθώντας να μείνει πιστός στα ιδεώδη του ανθρωπισμού και στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πνεύματος. Στο προλογικό κείμενο-μανιφέστο ο Λιουμπόνια επιχειρεί να ιχνηλατήσει τις πηγές αυτού του ανθρωπισμού και τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν έναν «απόκληρο» ισοβίτη να επιδοθεί στη μετάφραση του σοφόκλειου έργου, απευθύνοντας, ταυτόχρονα, πρόσκληση στη νέα γενιά να τον ακολουθήσει έντιμα σε αυτή την επίπονη ιχνηλασία της μνήμης της ανθρώπινης παρουσίας στην άβυσσο του πιο αμείλικτου ολοκληρωτισμού (Fatos Lubonja, “ Të riparosh të pariparueshmen” [Sophocles, Dramat e Sofokliut, përkth. Kujtim Aliaj, Tiranë: Përpjekja, 2014]).

Μετάφραση: Αχιλλέας Σύρμος

Αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη επανέκδοση των τραγωδιών του Σοφοκλή. Είναι ένα ιδιαζόντως μοναδικό βιβλίο, τόσο μοναδικό που θα ήταν αρκετά δύσκολο να βρεθεί αντίστοιχό του στο βάθος της παγκόσμιας ιστορίας των εκδόσεων και επανεκδόσεων των έργων του Σοφοκλή. Τη μοναδικότητα αυτή την προσδίδει η ιστορίας της ζωής του μεταφραστή που συνδέεται ακόμα και με το ίδιο το μεταφραστικό του πόνημα. Μάλιστα, ακόμα και η παρούσα εισαγωγή θα μπορούσε να θεωρηθεί μοναδική καθότι, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες εισαγωγές των βιβλίων, δεν αφιερώνεται στο συγγραφέα και στο έργο του αλλά στο μεταφραστή, τον Κουγιτίμ Αλία. Και σε αυτό το σημείο απευθύνομαι στον αναγνώστη αυτών των γραμμών με την παράκληση να εντείνει τη διεύρυνση της φαντασίας του, διότι θα χρειαστεί να πω κάτι το ασυνήθιστο, ίσως ανεπανάληπτο: ο μεταφραστής του παρόντος βιβλίου, ο Κουγιτίμ Αλία, κατέληξε στη φυλακή μόλις δεκαπέντε χρονών, καταδικάστηκε αρχικά με ποινή πέντε ετών για απόπειρα αυτομόλησης, αλλά παρέμεινε έγκλειστος, φανταστείτε, τριάντα δύο χρόνια, από το έτος 1955 μέχρι και το 1987, αδιάλειπτα, στη φυλακή. (περισσότερα…)

Δύο φίλοι

 ΓΕΩΡΓΉ ΒΙΒΛΊΟ.  ~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Την 24η Ιουλίου 1974 ο Γιώργος Σεφέρης δεν πρόφτασε να τη ζήσει. Είχε προηγηθεί ο θάνατός του, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Όμως στον αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η συμμετοχή του υπήρξε διαρκής, πολύπλευρη και αταλάντευτη. Το αργότερο από το 1969, όπως σημειώνει ο βιογράφος του, ο Σεφέρης «βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο κάθε λογοτεχνικής διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος.»

Απ’ τα ποικίλα επεισόδια αυτής της συμμετοχής, γνωστά στο ευρύτερο κοινό είναι μόλις δύο: η περίφημη δήλωση του ποιητή στο ΒΒC στις 28.3.1969, που βρήκε παγκόσμια απήχηση, και η συμβολή του στη συλλογική αντιστασιακή έκδοση Δεκαοχτώ Κείμενα τον Ιούλιο του 1970. Δεν είναι όμως τα μόνα. Όπως δεν είναι ευρέως γνωστός, ο ρόλος που διαδραμάτισε όλη αυτή την περίοδο στο πλευρό του Σεφέρη ο, έμπιστος φίλος του, Στρατής Τσίρκας.

Ήδη από το 1967 ο Σεφέρης είχε πάρει τη διπλή απόφαση: Να μείνει στην Ελλάδα («Μού λένε να φύγω; Να πάω πού; Δεν μπορώ άλλο την προσφυγιά. Εδώ θα μείνω με τους ανθρώπους που μιλούν τη γλώσσα μου, σ’ αυτό το τοπίο που δεν μπορώ πια να τ’ αποχωριστώ.»)· και να σιωπήσει εκδοτικά («Έπειτα από τα καμώματα της 21ης του Απρίλη, πήρα την απόφαση να μην τυπώνω πια στην Ελλάδα όσο βασιλεύει η λογοκρισία»).

Ειδικά αυτή η τελευταία απόφαση του Σεφέρη δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Γεωργής στο πρόσφατο, εξαίρετο, βιβλίο του Η συνάντηση Στρατή Τσίρκα – Γιώργου Σεφέρη. Μια φιλία που βράδυνε (Καστανιώτης, 2016, όθεν και όλα τα εδώ παραθέματα), η εθελούσια αποχή του Σεφέρη από την εκδοτική δραστηριότητα «φαίνεται ότι έγινε γνωστή μέσω του Τσίρκα σ’ έναν ευρύ κύκλο Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων που ακολούθησαν την ίδια πρακτική. Η πατρότητα της ιδέας για σιωπή των συγγραφέων φαίνεται όμως ότι ανήκει στον Τσίρκα».

Στο ιστορικό της πολυκύμαντης σχέσης αυτών των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων, που με τεκμηριωμένο όσο και τερπνό τρόπο φιλοτεχνεί, ο Γεωργής μας δείχνει πώς ο Τσίρκας με τις συγκινητικές φροντίδες του σταθερά ενθαρρύνει και παρακινεί τον πρεσβύτερο φίλο του, τον οποίο τόσο αγαπούσε και θαύμαζε, στις δημόσιες τοποθετήσεις του εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Και να σκεφτεί κανείς, ότι η σχέση των δύο ανδρών είχε ξεκινήσει τριάντα χρόνια πριν, επί Κατοχής, με μια δημόσια αντιπαράθεση!

tsirkas002Έτσι, στις 18.12.1970, Σεφέρης και Τσίρκας και συνολικά 28 συγγραφείς και καλλιτέχνες από όλο το πολιτικό φάσμα, από τη δεξιά ώς την αριστερά, πράγμα ώς τότε πρωτοφανές (ανάμεσά τους οι Ρίτσος, Θεοδωράκης, Σινόπουλος, Χάκκας, Βαλτινός, Κουμάντος, Συνοδινού, Σαμαράκης κ.ά.) συνυπογράφουν τηλεγράφημα συμπαράστασης προς τους Καταλανούς διανοουμένους και καλλιτέχνες (μεταξύ τους οι ζωγράφοι Μιρό και Τάπιες, η συγγραφέας Ματούτε κ.ά.) που σε ένδειξη διαμαρτυρίας προς το φρανκικό καθεστώς είχαν εγκλειστεί συμβολικά στο ιστορικό Αβαείο του Μονσεράτ.

Στις 23.3.1971, και με αφορμή την συμπλήρωση των 150 ετών της Επανάστασης, οι δύο φίλοι και άλλοι 131 συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, και πάλι απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, συνυπογράφουν διακήρυξη για τον «αληθινό χαρακτήρα» και το «ιδεολογικό περιεχόμενο» του Ξεσηκωμού: «Αποτελεί θεμελιώδη υποθήκη του ’21, εκφρασμένη στα συνταγματικά κείμενα του αγωνιζόμενου Ελληνισμού ότι ένα έθνος τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινά ελεύθερο, όταν είναι ελεύθεροι όλοι οι πολίτες του».

Τέλος, στις 9.7.1971, ο Γιώργος Σεφέρης σε κείμενό του στον Figaro Literraire για την εκατοστή επέτειο των γενεθλίων του Μαρσέλ Προυστ κλείνει την αναφορά του στον Γάλλο μυθιστοριογράφο καταγγέλλοντας τη φυλάκιση του μεταφραστή του στην Ελλάδα, Παύλου Ζάννα, από το απριλιανό καθεστώς. Και αυτό το κείμενο, ο ποιητής το είχε συζητήσει προηγουμένως με τον φίλο του. Όπως θυμάται ο ίδιος ο Τσίρκας στο κείμενο με το οποίο τον Σεπτέμβρη του 1971 αποχαιρέτησε από τις στήλες του Βήματος τον Σεφέρη:

Πρώτη του Ιούλη, δειλινό, είκοσι περίπου μέρες πριν να μπει στον Ευαγγελισμό. Απ’ το γραφείο του περάσαμε στην πλακόστρωτη αυλή που τη χωρίζει μια μεγάλη τζαμωτή πόρτα, τις πιο πολλές φορές κλειστή, όταν δούλευε. Καθίσαμε γύρω από το χαμηλό τραπέζι, εκείνος με τη ράχη στη δύση κι εγώ κάπως αντικριστά του. Σχολίαζε αργά ένα κείμενό του στα γαλλικά για τα εκατό χρόνια του Μαρσέλ Προυστ […]

Χαμήλωσα και πάλι τα μάτια στο κείμενο. Τώρα μιλούσε για το μεταφραστή του «Αναζητώντας», το φίλο του και φίλο μου, τον αγαπημένο μας και φυλακισμένο Παύλο Ζάννα. «Για κοίτα», έλεγα μέσα μου, «το κείμενο για τον Προυστ το έγραψε μόνο και μόνο για να θυμίσει στον κόσμο τη μοίρα του Παύλου. Αυτή η σκέψη, αυτή η αγωνία για τους φυλακισμένους, δεν τον αφήνει, του σκάβει τη ζωή».

Έγραψα ήδη, ξετυλίγοντας το συναρπαστικό νήμα της εξιστόρησης του Γ. Γεωργή για τη σχέση των δύο ανδρών, ότι η φιλία του Γιώργου Σεφέρη και του Στρατή Τσίρκα είχε ξεκινήσει απρόοπτα: με μια δημόσια αντιδικία. Τον Μάιο του 1942, σε σημείωμά του σε περιοδικό της Αλεξάνδρειας, ο Τσίρκας παρουσιάζει την έκδοση των καλβικών Ωδών, που είχε μόλις κυκλοφορήσει στην Αίγυπτο, σχολιάζοντας επικριτικά το εισαγωγικό κείμενο του Σεφέρη. seferiΕίναι η εποχή, θυμίζω, μεσούντος του Πολέμου, όπου ο διπλωμάτης Γεώργιος Σεφεριάδης, ακολουθεί την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στις περιπέτειές της, περιπλανώμενος προσωπικά μεταξύ Κρήτης, Καΐρου, Αλεξάνδρειας, Πρετόριας και Ιεροσολύμων. Εκεί άλλωστε, στην Ιερουσαλήμ, όπου και οι δυο τους είχαν καταφύγει προσωρινά εμπρός στον κίνδυνο του προελαύνοντος Ρόμελ, αναφέρει ο Τσίρκας ότι είδε τυχαία τον Σέφερη για πρώτη φορά («είχε έρθει με τη γυναίκα του και έβγαινε απ’ το ελληνικό προξενείο»).

Οι ενστάσεις του Τσίρκα για τη σεφερική ανάγνωση του Κάλβου είναι τόσο πολιτικές όσο και αισθητικές· έχουν τις καταβολές τους στη χρόνια ήδη τότε διαμάχη μεταξύ στρατευμένης και καθαρής ποίησης, και ως τέτοιες διατηρούν την επικαιρότητά τους ώς σήμερα. «Ο πρόλογος» του Σεφέρη, αναγνωρίζει ο Καϊρινός συγγραφέας, ταγμένος ήδη από τότε στους κόλπους της μάχιμης αριστεράς, ασφαλώς

αποτελεί πολύτιμη συμβολή στη μελέτη του έργου του Κάλβου από αισθητικής και γλωσσικής απόψεως και θα είναι εντρύφημα για τους, δυστυχώς, ευάριθμους καλβολάτρες. Η γνώμη μας όμως, είναι πως η εκλογή της μελέτης αυτής από τους εκδότες για να παρουσιασθεί μια έκδοση που έχει χαρακτήρα λαϊκό, δεν ήταν πετυχημένη. Ούτε συμβιβάζεται με το σκοπό που βάλανε στον εαυτό τους οι Νεοαλεξανδρινοί: Να γνωρίσουν δηλ. πλατύτερα «το ιδανικό που εμψυχώνει την Ελλάδα στην ηρωϊκή της θυσία που ήταν και ιδανικό του Κάλβου.» Για τα ιδανικά του Κάλβου δεν γίνεται σχεδόν καθόλου λόγος στον πρόλογο. Τίποτα για το καθαρά διανοητικό του πάθιασμα για τη λευτεριά, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία, την κοινωνική αρετή, την Ελλάδα

Με αυτό το κριτήριο, συνεχίζει ο Τσίρκας,

η μελέτη του κ. Σεφέρη μοιάζει μάλλον με βαθυστόχαστη προσπάθεια να δικαιολογήσει στα μάτια των οπαδών της «άδολης ποίησης» μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο ίδιος, τη διγλωσσία και την πατριωτική ποίηση του Κάλβου […]

Σαν εισαγωγή σ’ ένα έργο όπου ακούγεται ο Ωκεανός να μουγκρίζει μ’ όλη του την υδάτινη έξαρση, όπου νιώθεις το Χρόνο που

Περιτρέχει την θάλασσαν
Και την γην όλην

να σ’ αγγίζει με τα κοκκαλιάρικά του δάχτυλα, όπου σε καψαλίζει η λάβα όλων των ευγενών μετάλλων που λιώνουν κάτω από την αξεδίψαστη διανοητική φλόγα του αδιάλλαχτου ιδεαλιστή, μας δίνει ένα χαμηλόφωνο μονόλογο αισθητικού ταχυδακτυλουργού σε βραχμάνικο χρυσελεφάντινο ναΐσκο.

Και μόνο η τελευταία αυτή φράση, φράση βγαλμένη από πέννα θα λεγε κανείς ήδη σπουδαίου και κατασταλαγμένου παρά τη νεότητά του κριτικού (ο Τσίρκας δεν έχει κλείσει όταν γράφεται τα 31 του χρόνια), αρκεί νομίζω για Γιώργος Γεωργήςνα εξηγήσει την έντονη δυσφορία που προκάλεσε στον -έντεκα χρόνια μεγαλύτερό του- Σεφέρη το κείμενό του. Από την αλληλογραφία του με τους Αλεξανδρινούς φίλους του Παναγιωτόπουλο και Μαλάνο, μαθαίνουμε ότι για ένα διάστημα ερωτοτρόπησε με την ιδέα να απαντήσει προσωπικά στον Τσίρκα, για τον οποίο ζητεί μάλιστα από τον δεύτερο διά του πρώτου πληροφορίες («Ρώτησε τον Τίμο ποιος είναι αυτός ο τύπος και αν αξίζει να τον περιλάβω.»)

Στο τέλος, όπως σημειώνει ο Γεωργής, «θα επιλέξει την προσωρινή αποσιώπηση του θέματος». Θα επανέλθει σ’ αυτό, έναν χρόνο μετά, εμμέσως και παρεμπιπτόντως, στην πολύκροτη ομιλία του για τον Μακρυγιάννη, στο «Ριάλτο» της Αλεξάνδρειας στις 6 Μαΐου 1943. Και έχοντας τον ίδιο τον Τσίρκα στο ακροατήριο να τον ακούει…

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ