Γλώσσα

Άρης Μπερλής, Από τα ελληνικά στα ελληνικά

*

Στις 28 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον θάνατο του δοκιμιογράφου, κριτικού και μεταφραστή Άρη Μπερλή (1944-2018). Τιμώντας τη μνήμη του εξαίρετου συγγραφέα και αγαπημένου φίλου, το ΝΠ του αφιερώνει τη σημερινή και την αυριανή του ανάρτηση. Σήμερα, αναδημοσιεύουμε την ομιλία για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις την οποία ο Μπερλής εκφώνησε στις 10 Οκτωβρίου 2006, στη Στοά του Βιβλίου, σε εκδήλωση με θέμα «Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Ροΐδης: από τα ελληνικά στα ελληνικά. Συζήτηση για τις ενδογλωσσικές περιπέτειες των κειμένων». Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης οι Δημήτρης Δημηρούλης και Δημοσθένης Κούρτοβικ ενώ είχαν προσκληθεί και οι Άρης Μαραγκόπουλoς, Γιώργος Αριστηνός και Δημήτρης Καλοκύρης, μεταφραστές του Σολωμού, Παπαδιαμάντη και Ροΐδη αντίστοιχα, οι οποίοι δεν θέλησαν να συμμετάσχουν.

~ . ~

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΕΙΣ

Είναι κρίμα που η άλλη πλευρά αρνήθηκε να παραστεί και να συζητήσει ή και να διαπληκτιστεί μαζί μας. Η εκδήλωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα ανταλλάσσονταν επιχειρήματα, ενδεχομένως και βαριές κουβέντες, θα μας κατηγορούσαν για ελιτισμό, θα τους κατηγορούσαμε για λαϊκισμό, και πάει λέγοντας – κάπως έτσι προάγεται ο πνευματικός διάλογος, σοβαρολογώ, αυτό είναι που γενικότερα μας λείπει, η συζήτηση με τη σωστή αναλογία ψυχραιμίας και πάθους, νηφαλιότητας και παρρησίας, ακόμη και επιθετικότητας.

Διατύπωσα τις αντιρρήσεις μου στις μεταγλωττίσεις από τα ελληνικά στα ελληνικά, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον τύπο. Θα συνοψίσω εδώ το βασικό μου επιχείρημα. Ο μεταφραστής της Πάπισσας Ιωάννας ή της Φόνισσας ή άλλου λογοτεχνικού κειμένου του 19ου αιώνα στη σύγχρονη ελληνική δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, είναι χαμένος από χέρι – οπότε το όλο εγχείρημα δεν έχει νόημα. Η αναμέτρηση με το πρωτότυπο είναι άνιση, η σύγκριση αναπόφευκτη, η υστέρηση μοιραία. Το ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μεταγλωττιστής (πρόβλημα που δεν το αντιμετωπίζει ο μεταφραστής κειμένου από ξένη γλώσσα) είναι ότι το πρωτότυπο είναι γραμμένο στην ίδια γλώσσα. Το μετάφρασμα έχει ανταγωνιστικό κείμενο, μέσα στην ίδια γλώσσα. Κείμενο εκτυφλωτικής ακτινοβολίας που καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε απόπειρα ενδογλωσσικής διατύπωσής του. Κι ας μην ειπωθεί ότι η καθαρεύουσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη είναι άλλη γλώσσα, διαφορετική από τη σύγχρονη νεοελληνική. Διότι τότε, παράλληλα με το ιδεολόγημα της αδιάσπαστης και ενιαίας ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, όπου τάχα ανατρέχουμε γλωσσικά τους αιώνες μπρος-πίσω χωρίς πρόβλημα, θα έχουμε και το εκ διαμέτρου αντίθετο ιδεολόγημα, του ιστορικού κατακερματισμού της εθνικής γλώσσας σε πολυάριθμες γλωσσικές περιόδους ή εξελικτικές φάσεις, που σημαδεύονται από τόσο βίαιες ρήξεις της συνέχειας ώστε μέσα σε εκατό πενήντα, εκατό ή και σε πενήντα χρόνια, μπορεί και σε λιγότερα, η γλώσσα να αλλάζει τόσο ριζικά ώστε να χρειάζεται μετάφραση. Αυτό μπορεί να μην τέθηκε ρητά αλλά συνάγεται αφ’ ης στιγμής τίθεται θέμα μετάφρασης κειμένων που είναι κοντά, πολύ κοντά σε μας, κειμένων που υποτίθεται ότι είναι δύσβατα, δύσληπτα ή και ακατανόητα πια για τους περισσότερους σημερινούς χρήστες. Και ποιοι είναι αυτοί οι περισσότεροι; Είναι κυρίως οι μάζες των απαίδευτων νέων παιδιών –αυτό ειπώθηκε ως επιχείρημα– που, λόγω ελλιπούς παιδείας ή των περισπασμών της σύγχρονης ζωής δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κείμενα. (περισσότερα…)

Advertisement

Γλωσσικές νότες ξ

*

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τα μεγάλα έργα στα ελληνικά γράφτηκαν σε περιόδους γλωσσικής ποικιλομορφίας. Ο Όμηρος και η Σαπφώ, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος και ο Παύλος έχουν ο καθένας το ιδίωμά του, συνήθως τη διάλεκτό του· κάποτε, όπως στους τραγικούς, ο γλωσσικός πλουραλισμός απαντάται στο εσωτερικό του ίδιου έργου, όπου αττική και δωρική μοιράζονται μεταξύ τους επεισόδια και χορικά.

Στην νεώτερη Ελλάδα συμβαίνει το ίδιο: η γλώσσα του Κάλβου και του Σολωμού, του Μακρυγιάννη και του Παπαρρηγόπουλου, του Παλαμά και του Καβάφη, του Σεφέρη και του Εμπειρίκου είναι διαμετρικά αντίθετες, τα κείμενά τους ζουν από την ένταση τη γλωσσική ανάμεσα στους δύο πόλους, τη λαϊκή λαλιά και τη λόγια παράδοση. Και εδώ όμως έχουμε συγγραφείς που κινούνται με άνεση και στον ένα και τον άλλο πόλο, όπως ο Παπαδιαμάντης, που όπως το έδειξε ο Ελύτης συνδυάζει στα διηγήματά του την γλωσσική «άκρα δεξιά» και «άκρα αριστερά» με τον πιο φυσικό τρόπο.

Όπου η ένταση αυτή κατασιγάζεται, στο Βυζάντιο λ.χ. όπου ο αττικισμός βουβαίνει τις διαλέκτους και τη δημώδη γλώσσα και επιβάλλει στην επίσημη γραμματεία ένα αποξηραμένο ιδίωμα καρφωμένο στο παρελθόν, ή στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, όπου ο λαϊκισμός στο όνομα του δημοτικισμού αποκόπτει γλώσσα και παιδεία από τα λόγια νάματα που τις αρδεύουν, η λογοτεχνία παρακμάζει.

Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.

*

*

Γλωσσικές νότες ν

*

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

H Εταιρεία για τη Γερμανική Γλώσσα το 2016 ανέδειξε λέξη της χρονιάς το postfaktisch, το post-factual όπως το λένε οι αγγλόφωνοι. Είχε προηγηθεί το Λεξικό της Οξφόρδης που επέλεξε το (συνώνυμό τους) post-truth. Post-truth αποκαλούν στις αγγλόφωνες χώρες την πολιτική (ή τη δημοσιογραφία) που ασκείται, υποτίθεται, ερήμην και κατά των πραγματικών δεδομένων, εναντίον της αλήθειας της ίδιας. Ο όρος παραπέμπει φυσικά στα μείζονα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων ετών, όπως λ.χ. τους εκλογικούς θριάμβους του Τραμπ και του Brexit. Είναι συνεπώς ιδεολογικά χρωματισμένος και, διά της κακοσημίας, εκ προθέσεως στιγματιστικός.

Στην Ελλάδα, φυσικά, τέτοια συζήτηση δεν έγινε, άρα δεν φτιάχτηκαν και όροι ειδικοί για να τη διευκολύνουν. Αλλά και να αισθανόμασταν την ανάγκη τους, πώς θα μπορούσαμε να τους δημιουργήσουμε; Πάνω σε ποια παραγωγική βάση; Λέξεις όπως αναληθής, π.χ., παναληθής, ομοιαληθής, φιλαλήθης, που θα μπορούσαν να μας χρησιμεύσουν ως πρότυπα, είδαν τον βρικολακιασμένο μαλιαρισμό και τη θεσμοποιημένη αγραμματοσύνη της Μεταπολίτευσης να τους τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια. Τριτόκλιτα επίθετα τώρα, τρέχα γύρευε… (περισσότερα…)

Μία ἀνώτερη γλώσσα

*

ΜΙΑ ΑΝΩΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
—ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος στὶς ἀράχνες καὶ στοὺς Βησιγότθους—

 *

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ποὺ χάνει τὴν ἀξία του σὲ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἄγεται καὶ φέρεται ἀπ’ τὶς ἑκάστοτε περιστάσεις, ἀντὶ νὰ ὁδηγεῖται στερρῶς ἀπὸ κάποιον ἐθνικὸ σχεδιασμό, μία κοινωνία ποὺ ζῆ χωρὶς κανένα ἀπολύτως ὅραμα ―ἢ ἀκόμη χειρότερα σιτίζει τὸ σαρκίον της μὲ εὐτελῆ junk food ἰδεολογήματα― εἶναι δυστυχῶς ἡ γλώσσα. Ὅταν οἱ λέξεις παύουν νὰ βγάζουν νόημα καὶ κοῦφοι νεολογισμοὶ ἀναδύονται ὅλο καὶ πυκνότερα γιὰ νὰ προσδώσουν περιεχόμενο σὲ ἀντίστοιχες κοῦφες θεωρητικὲς πομφόλυγες (φαινομενικὰ μεγάλες ἀλλὰ πλήρεις κενοῦ), τότε ὁπωσδήποτε κάτι συμβαίνει[1]. Ἡ γλώσσα ἀρχίζει νὰ μεταμορφώνεται σὲ κάτι δύσκαμπτο, ἐχθρικό, ξένο. Καὶ ἂν δεχτοῦμε τὴν (αὐθαίρετη) ἀρχὴ ὅτι ἡ γλώσσα διαρκῶς ἐξελίσσεται[2], τότε σίγουρα μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει ἀγγίξει ἀνώτερα ἐπίπεδα ἐκφραστικῆς ἱκανότητας ἀπόδοσης τῶν πιὸ λεπτεπίλεπτων νοηματικῶν ἀποχρώσεων ― ἐπίπεδα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς οἱ κοινοὶ θνητοὶ σπανίως δυνάμεθα νὰ συλλάβουμε.

Στὸν βωμὸ αὐτῆς τῆς ἀνωτερότητας παρατηροῦμε, ἐδῶ καὶ μερικὲς ἑβδομάδες, νὰ θύουν οὐκ ὀλίγοι τηλεοπτικοὶ ἱερεῖς προκειμένου νὰ δικαιολογηθεῖ τὸ ἀνεπίτρεπτο μέτρο περὶ διαχωρισμοῦ τῶν πολιτῶν σὲ ἐμβολιασθέντες καὶ μη-ἐμβολιασθέντες (μὲ τὴ δαιμονοποίηση τῶν δευτέρων). Ἡ προσέγγισή μου (καὶ ἔνσταση) δὲν εἶναι νομικοῦ χαρακτῆρος. Ἂς ὑπερασπιστοῦν οἱ νομικοὶ τὴν ἐπιστήμη τους. Εἶναι καθαρῶς γλωσσική. Καὶ ἐξηγοῦμαι. Ὡς μαθηματικὸς ποὺ ἔχει μάθει νὰ λέει τὰ πράγματα ἁπλά, καθαρὰ καὶ ξάστερα[3] ἀπαιτῶ κατ’ ἐλάχιστον σαφήνεια στὸν προφορικό (ἀλλὰ καὶ γραπτό) λόγο ποὺ χρησιμοποιεῖται ὅταν εἶναι νὰ πεισθοῦν οἱ πολίτες γιὰ πολιτικὲς ἀποφάσεις ποὺ λαμβάνονται. Νομίζω δὲν ζητάω πολλά. Πῶς ὅμως νὰ μὴν δυσφορεῖ κανεὶς ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος καθημερινῶς μ’ ἕναν μετα-γλωσσικὸ μηχανισμό, ὁ ὁποῖος μετέρχεται γλωσσικὰ τρὺκ προκειμένου νὰ βαπτίσει, τεχνηέντως, τὸ παράλογο ὡς λογικό, ἄρα καὶ σωστό, ἄρα καὶ ἠθικό! «Δὲν ὑπάρχει ζήτημα προνομίων. Ὑπάρχει ζήτημα λογικῆς», μᾶς ἐξηγεῖ σοβαρῶς ἕνας ὑπουργὸς ἀπὸ κάποιο τηλεοπτικὸ παράθυρο. Καὶ γιὰ νὰ θέσει ἔτι περαιτέρω τὸ θέμα στὴ σωστή του βάση, σὲ ἄλλη του συνέντευξη, μᾶς ἐνημερώνει (καὶ καθησυχάζει) ὅτι ὅποιες ἀποφάσεις παρθοῦν καθόλου δὲν θὰ ἀφοροῦν στὸν περιορισμὸ τῶν ἐλευθεριῶν τῶν μη-ἐμβολιασθέντων ἀλλὰ θὰ εἶναι «περισσότερο βαθμοὶ ἐλευθερίας τῶν ἐμβολιασμένων σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀνεμβολίαστους» ― οἱ ὁποῖοι (ἐμβολιασμένοι) «θὰ μποροῦν νὰ κινοῦνται πιὸ ἐλεύθερα σὲ περισσότερους χώρους», σύμφωνα πάντοτε μὲ τὸν ὑπουργό.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ. Κόβω ὅμως τὸ κεφάλι μου ὅτι ἀνάλογα λογικὰ ἐπιχειρήματα θ’ ἀκούγονταν καὶ στὴ Γερμανία, τὶς παραμονὲς τοῦ 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ὅταν ξεφύτρωναν πινακίδες στὰ καταστήματα τοῦ Βερολίνου ἀπαγορεύοντας τὴν εἴσοδο στοὺς Ἑβραίους. Στὴν Τσεχία, μετὰ τὸν Νοέμβριο τοῦ ’40, οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἐπετρέπετο νὰ ἐπισκέπτονται θέατρα, κινηματογράφους, καφετέριες, βιβλιοθῆκες ἐνῶ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ κάθονται στὸ τελευταῖο βαγόνι τῶν ἀστικῶν συγκοινωνιῶν[4]. Στὸν κακόβουλο ἀναγνώστη ποὺ θὰ σπεύσει νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι αὐτὸ συνιστοῦσε παράφορη καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μποροῦμε πλέον ν’ ἀπαντήσουμε ―μετὰ ἀπὸ χρόνια κερδισμένης σοφίας!― πὼς ἀσφαλῶς καὶ ὄχι. Ἁπλῶς ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ γενναία ἀπόδοση τινῶν βαθμῶν ἐλευθερίας στοὺς μη-ἑβραίους πολίτες· τίποτε περισσότερο. Οἱ δὲ Ἑβραῖοι (γιὰ δικό τους καλό) θὰ ἔπρεπε νὰ φέρουν σὲ εὐκρινὲς σημεῖο τὸ ἀστέρι τοῦ Δαυίδ. Σήμερα, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, αὐτὸ ἀντικαθίσταται ἀπ’ τὶς μάσκες καὶ τὰ rapid test (γιὰ τοὺς μη-ἐμβολιασμένους μόνο). Διότι, ὅπως πολὺ ὀρθὰ ἐπισημαίνει ὁ προαναφερθεὶς ὑπουργός, «ἐφόσον ἐσὺ ἔχεις ἀποφασίσει νὰ κινδυνεύεις περισσότερο (=νὰ μὴν ἐμβολιάζεσαι) ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε μέτρα ποὺ θὰ σὲ προστατεύσουν ἀπὸ τὴν ἐπιλογή σου». Γιὰ τὸ καλό σου, θὰ συμπληρώναμε ἐμεῖς.[5]

Ἴσως ν’ ἀκούγονται ἐκτὸς πραγματικότητας τὰ παραπάνω· ἱστορίες ἀπὸ κάποιο παράλληλο σύμπαν. Ὁπωσδήποτε πρόκειται γιὰ μιὰ μικρὴ δόση ὑπερρεαλισμοῦ στὴν καθημερινότητά μας. Ὅπως στὴν ταινία Ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία τοῦ Ρομπέρτο Μπενίνι ὅπου τὸ παιδὶ ρωτάει τὸν πατέρα του γιατί στὸν φοῦρνο δὲν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στοὺς Ἑβραίους καὶ στὰ σκυλιά (σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιγραφή). Καὶ ὁ πατέρας, προσπαθώντας ν’ ἀπαλύνει τὸ παιδικὸ τραῦμα, τοῦ λέει μὲ ἀπόλυτη φυσικότητα ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Ἕνας καταστηματάρχης παρακάτω δὲν ἐπιτρέπει τὴν εἴσοδο στοὺς Ἱσπανοὺς καὶ στ’ ἄλογα· ἢ στὸ φαρμακεῖο τῆς γειτονιᾶς, ὅπου δὲν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στοὺς Κινέζους καὶ στὰ καγκουρώ. Καὶ ὅτι στὸ ἑξῆς, στὸ δικό τους βιβλιοπωλεῖο, καλὸ θὰ ἦταν ν’ ἀρχίσουν ν’ ἀπαγορεύουν τὴν εἴσοδο στὶς ἀράχνες καὶ στοὺς Βησιγότθους.[6] (περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες α

 

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

 

Ποιο είναι το κρυφό σαράκι που τρώει τη γλώσσα;

Τι μας ωθεί ν’ αποσκορακίσουμε μια λέξη;

Γιατί φθίνει στον λόγο μας λ.χ. το τούτος, χαλώντας μια τρίβαθμη νοηματική κλιμάκωση (τούτος εδώ – αυτός εκεί – εκείνος πέρα) τόσο πολύτιμη για τη δήλωση των αποστάσεων στον φυσικό και ψυχικό κόσμο, και υποκαθιστώντας την με μια φτωχότερη, δίσκαλη (αυτόςεκείνος);

Είναι η οκνηρία, η συλλογική παρακμή της σκέψης, που απαλείφει τις λεπτές διακρίσεις και κάνει τα πράγματα να αποτυπώνονται στη γλώσσα ενός λαού πιο πρόχειρα, πιο θαμπά, πιο απλοϊκά;

Αν κρίση σημαίνει πρωτίστως διάκριση, η παρακμή μιας διακριτικής δυνατότητας της γλώσσας δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με την παρακμή μιας διακριτικής δυνατότητας της σκέψης.

Και επιπλέον, με τη λήθη, με τον παροπλισμό, με την αχρήστευση ενός τμήματος από την αποταμιευμένη πείρα του παρελθόντος, αφού και οι λεπτότεροι διακριτικοί μηχανισμοί μιας γλώσσας από γνωστικές παραστάσεις εντέλει αφορμώνται.

Όταν τούτοι οι γλωσσικοί μηχανισμοί ατονήσουν εντελώς, ο μέσος ομιλητής δεν αντιλαμβάνεται πλέον ούτε τη γνωστική απώλεια, διότι έχει χάσει την ικανότητα να τη συλλάβει.

Ο ίδιος εξακολουθεί βέβαια να έχει την εντύπωση ότι το γλωσσικό του όργανο είναι πλήρες και επαρκές, όχι όμως επειδή όντως είναι (ούτως ή άλλως καμιά γλώσσα δεν είναι πλήρης), αλλά επειδή έχει μάθει να αρκείται στα όσα λίγα εκείνη του δίνει.

Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.

 

 

 

Η σαφήνεια και η ασάφεια

Καταγραφή 2

ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

~ . ~ 

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ ~ . ~

Στα 1895, οι διάσημοι ποιητές της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής έχουν όλοι εκμετρήσει το ζην. Ο τελευταίος τους, τον ίδιο εκείνο Γενάρη: ο λαοφιλέστατος Αχιλλέας Παράσχος. Ο πολύς Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής έχει πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα, στα 1892. Οι ολιγόζωοι Ιωάννης Καρασούτσας και Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος έχουν εκδημήσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, οι αδελφοί Σούτσοι κάμποσα χρόνια πρωτύτερα. Παρ’ όλα αυτά, αν κρίνει κανείς από τις ανθολογίες και τις αναδημοσιεύσεις των περιοδικών, αν κρίνει μάλιστα από τις τιμές ήρωος που το έθνος επιφυλάσσει στον Αχιλλέα κατά το ξόδι του, η δημοτικότητά τους παραμένει αλώβητη. Οι φιλαναγνώστες της εποχής αγαπούν περιπαθώς την ποίησή τους, παρά τον ρητορισμό, παρά τον συναισθηματισμό, τη δημοσιογραφική προχειρότητά της συχνά, και τ’ άλλα της κουσούρια. Και δυσκολεύονται πολύ να συμφιλιωθούν με τις νέες ποιητικές τάσεις που φτάνουν στο Άστυ από τις όχθες του Σηκουάνα, τον παρνασσισμό και προ πάντων τον συμβολισμό. Ο ίδιος εκείνος Παράσχος, τους ποιητές που κομίζουν το νέο αυτό πνεύμα, τους αποκαλεί υποτιμητικά παιδαρέλια.

Είναι σ’ αυτή την περιρρέουσα  ατμόσφαιρα λοιπόν, που ένα από τα παιδαρέλια, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της γενιάς που αργότερα οι γραμματολόγοι μας θα αποκαλέσουν Γενιά του 1880, και όχι μόνον αυτής, ο 36χρονος Κωστής Παλαμάς παίρνει τον λόγο για να υπερασπιστεί τις αρχές τους. Αφορμή είναι «δημοσίευμά τι εν τη Αθηναϊκή Εφημερίδι των Συζητήσεων». Ο Παλαμάς το αποκαλεί «αναξίαν επίθεσιν», στόχος δε της επιθέσεως είναι μερικά σονέτα του Ιωάννη Γρυπάρη που είχαν δει πρόσφατα το φως στην Εικονογραφημένη Εστία, από των στηλών της οποίας απαντά και ο Παλαμάς.

Περί τίνος πρόκειται όμως; Τα ποιήματα εκείνα του Γρυπάρη στέκονται στους αντίποδες της ρομαντικής σχολής. Γραμμένα στη δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα, έχουν λεκτικό και μορφή άκρως εκλεπτυσμένα. Το κύριο Καταγραφήχαρακτηριστικό τους όμως είναι ότι αποτελούν αναγνώσματα δύσκολα, θέλουν μελέτη επισταμένη και επίμονη, θέλουν το κλειδί τους το ερμηνευτικό, δεν παραδίδονται ευθύς στον αναγνώστη. Επόμενο είναι λοιπόν ότι το κοινό της εποχής, το εθισμένο στην συχνά δημοσιογραφικού τύπου «διαύγεια» των ρομαντικών, να αμηχανεί. Έτσι τα σχόλια μιλούν περί θολότητος και ασαφείας αντιποιητικής, καταπώς περίπου ο Ζαμπέλιος την εποχή του μεμφόταν τον Διονύσιο Σολωμό για τον ομιχλώδη και αλλοτύπωτον γερμανισμόν του. Ο Παλαμάς λοιπόν παίρνει τον λόγο για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Και τιτλοφορεί το κείμενό του, ένα από τα δυνατότερα κριτικά δοκίμια της γλώσσας μας, «Η σαφήνεια και η ασάφεια».

Η θέση η βασική του Παλαμά είναι κοφτή, σχεδόν προκλητική: η ασάφεια δεν είναι εξ άπαντος κουσούρι.

Ό,τι ονομάζομεν σαφήνειαν εν τη ποιήσει δεν είναι απολύτως και πάντοτε πλεονέκτημα, καθώς και ό,τι καλούμεν ασάφειαν δεν είναι απολύτως και πάντοτε ελάττωμα της ποιήσεως. Το κάλλος ποιητικών τινών αριστουργημάτων εκλάμπει διά της σαφηνείας. Αντιθέτως δε, το χαρακτηριστικόν στοιχείον του ύψους  εξ ίσου ποιητικών αριστουργημάτων είναι η ασάφεια.

Στις σελίδες που ακολουθούν, ο Παλαμάς τεκμηριώνει εν εκτάσει τη γνώμη του. Επικαλούμενος τα μεγαλύτερα κριτικά αναστήματα της εποχής, από τον Γεώργιο Μπράντες της Δανίας ώς τον Ιππόλυτο Ταιν της Γαλλίας, ονόματα που και σήμερα διατηρούν το κύρος τους, ο Παλαμάς δείχνει ότι τα γνωρίσματα εκείνα που συνδέουμε με την ασάφεια –η σκοτεινότητα, η υπερβολή, η υπαινικτικότητα, η ελλειπτική έκφραση– στα χέρια του άξιου ποιητή (και τέτοιον δηλώνει εξ αρχής ότι θεωρεί τον «άγνωστόν του κ. Γρυπάρην») είναι μέσα ποιητικά πρώτης τάξεως, φτάνει να συντονίζονται προς μιαν ομότροπη ευαισθησία. Έτσι, λ.χ., αντιπαραβάλλοντας το ιδεώδες της διαύγειας που δεσπόζει στην αρχαιοελληνική λογοτεχνία με το αντίθετό του, που σφραγίζει τα ποιητικά έργα της Παλαιάς Διαθήκης, γράφει:

Η φαντασία των Ελλήνων συγκερνάται αρμονικώς προς τον λόγον, και περιορίζει το θείον εις καθωρισμένα όρια. Ενώ όλως αντιθέτως η εβραϊκή φαντασία συνδέει το θείον προς το άπειρον. Καταμερίζουσι  οι Έλληνες τα πάντα, προβαίνουν διά της αναλύσεως, διά της λογικής, αναπτύσσουν τα πράγματα ρητορικώς, φιλοσοφικώς, μεθοδικώς. Οι Εβραίοι δεν αναλύουν, δεν λογικεύονται, δεν συμπεραίνουν κατ’ ακολουθίαν, βλέπουν μόνον εξαφνικά· οραματίζονται· δεν τους φωτίζει η λογική· τους εμπνέει το μαντικόν δαιμόνιον· δεν αναπτύσσουν τα θέματά των· αγνοούν τι σημαίνει οικονομία λόγου. Χωρούσι δι’ αλμάτων, οι λόγοι των είναι αστραπαί, περιπίπτουν διαρκώς εις παλιλλογίας, είναι ασαφείς, ούτε θέλουν να είναι σαφείς.

Δεν θα επιμείνω περισσότερο στο δοκίμιο του Παλαμά και στην αισθητική και διανοητική τέρψη που εν αφθονία μάς παρέχει. Είναι προφανές ωστόσο πως ό,τι εκείνος αποκαλεί ασάφεια, στις μέρες μας το στεγάζουμε συνήθως υπό την επιγραφή της πολυσημίας. Και καθώς, ελέω του μοντερνισμού, έχουμε πια περιπέσει στο άλλο άκρο, και την πολυσημία τη θεωρούμε παντού και πάντα προτέρημα λογοτεχνικό –το κείμενο είναι μια ασταμάτητη νοηματομηχανή, δεν μας λένε οι πλατυρρήμονες θεωριοκράτες;–, επόμενο είναι και κάθε είδους δυσκολία και ασάφεια κειμενική, ακόμη και την αθέλητη και τη φαιδρή, πλέον να τη συγχωρούμε, αποδίδοντάς της μιαν υποτιθέμενη –κατά φαντασίαν– βαθύνοια.

Παρακάμπτοντάς τα όλα αυτά τα άχαρα, προτείνω εδώ να μείνουμε στην συνδυαστική, ουχί όμως και αυθαίρετη σοφία του Παλαμά, που αριστοτελικώς παραφραζομένη θα μας έλεγε εν προκειμένω ότι, οσάκις έχουμε πράγματι κάτι να πούμε, το λογοτεχνικώς ον λέγεται πολλαχώς: και Science-of-learning-languagesευθέως και πλαγίως· και εμμέσως και αμέσως· και διαυγώς και γριφωδώς· και νέτα σκέτα και περί διά γραμμάτου. Ἁρμονίη παλίντονος… Όσο για την πολυσημία την άλλη, την εκτός λογοτεχνίας, στη γλώσσα της διπλωματίας την αποκαλούμε, ως γνωστόν, δημιουργική ασάφεια. Είναι ένας τρόπος αυτός από τις διαπραγματεύσεις μας να κάνουμε ότι βγαίνουμε όλοι κερδισμένοι. Και επειδή η γλώσσα της διπλωματίας είναι η γλώσσα της πολιτικής, και γενικά η δημόσια γλώσσα, που μέσα της συνέχονται όλα τα διακυβεύματα του συλλογικού μας βίου, φυσικό είναι την ίδια αυτή «δημιουργική ασάφεια» να τη βρίσκουμε και στα ιδιώματα της θρησκείας και της ιδεολογίας, της οικονομίας και της αγοράς, στα καθημερινά μας πάρε-δώσε αλλά και στο πλείστο των λεγόμενων κοινωνικών επιστημών. Σε όλους αυτούς τους χώρους, η δημιουργική ασάφεια είναι ως εκ των ων ουκ άνευ: απότοκη της ανάγκης του εκάστοτε ομιλητή να βρει έρεισμα για τους ισχυρισμούς του στους όρους τους κοινολεκτούμενους, και να συνδέσει τις αξιώσεις του με ιδεώδη πιο ευρέως παραδεκτά. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολυσημία/ασάφεια των γλωσσικών ενεργημάτων μας είναι κατάσταση ανυπέρβλητη, αντανακλά τις ες αεί ανυπέρβλητες αντιφάσεις και αντιπαλότητες των ανθρώπινων κοινωνιών.

Ο μόνος χώρος όπου η πολυσημία/ασάφεια δεν βρίσκει πεδίον δόξης λαμπρόν είναι στους όρους τούς αυστηρά τεχνικούς, ιδίως των λεγόμενων ακριβών ή θετικών επιστημών. Σ’ αυτές, η μονοσημία, η κατά το δυνατόν αποκλειστική, η μονοσήμαντη φόρτιση μιας λέξης, είναι αρετή, η απόλυτη σαφήνεια πλεονέκτημα. Ο ιδεώδης επιστημονικός όρος είναι μονόσημος, ή έστω μονοσημική επιδιώκεται να είναι η χρήση του, εντός των οικείων του συμφραζομένων. Ο περιοδικός πίνακας των χημικών στοιχείων, το διωνυμικό σύστημα του Λινναίου, η ονοματολογία των ουράνιων σωμάτων, ιδίως η αρκτικολεκτική-αριθμητική, όλα αυτά στο ίδιο ιδεώδες κατατείνουν: την μονοσημική σαφήνεια.

Με αυτήν την έννοια θα λέγαμε ότι η επιστημονική-ορολογική γλώσσα βρίσκεται στους αντίποδες τόσο της κοινής μας γλώσσας, όσο και της Concept of science. Bookshelf full of books in form of tree on aγλώσσας της λογοτεχνικής, ότι αποτελεί το αρνητικό τους είδωλο. Και πάλι, είναι οι ποιητές που μας το δίνουν αυτό να το καταλάβουμε καλύτερα απ’ τους άλλους. Ξέχνα την ακριβή μετάφραση, συμβούλευε λ.χ. τον Γερμανό μεταφραστή του Άξιον εστί ο Οδυσσέας Ελύτης, που είχε σκοντάψει μεταξύ άλλων στα δημώδη ονόματα της ελληνικής χλωρίδας, όσα μνημονεύει εκεί ο ποιητής: διάλεξε λέξεις που ν’ ακούγονται καλά στη δική σου γλώσσα, ο ήχος μετράει εδώ όχι το σημαινόμενο.

Και πράγματι – το οζόνιο και το κάλλιο και το μαγκάνιο και ο χαλαζίας του Ελύτη είναι πράγματα εντελώς διαφορετικά από εκείνα των χημικών και των ορυκτολόγων μας, το τιτάνιό τους είναι στους στίχους του, όπως γράφει, αποτιτανωμένο. Στη διηνεκή προσπάθειά του ο ποιητής να δώσει μορφή στο όραμά του, και την λέξη την μονόσημη ακόμη την απαλλοτριώνει, την ξανακαινουργιώνει, όπως λέει ο ίδιος στα Ελεγεία, και έτσι αλλαγμένη την αναδιανέμει πλέον στους πολλούς ως λέξη παρθένα – της δίνει οσμή και γεύση και θερμοκρασία μοναδική: τη δική του. Και μια μόνο λέξη αν υπήρχε, γράφει στις Δοκιμές ο Σεφέρης, ο ποιητής θα την έλεγε αλλιώς.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ομιλία στο 11ο Συνέδριο της ΕΛΕΤΟ («Γλώσσα & Ορολογία», 9-11. 11. 2017)