γερμανική λογοτεχνία

Hans Magnus Enzensberger (1929-2022)

*

Γεννήθηκε το μακρινό 1929 στο Καουφμπώυρεν της Βαυαρίας. Ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, εκδότης βιβλίων και διευθυντής περιοδικών, δημοσιογράφος, διανοούμενος, στοχαστής, κριτικός των ΜΜΕ, μέλος της θρυλικής Gruppe 47, πολυώνυμος, κοσμογυριστής και πολύγλωσσος, πνεύμα ελεύθερο και οίστρος ενοχλητικός, υπερασπιστής των Λύκων, βιογράφος της Προόδου και ραψωδός του Τιτανικού της, ιδρυτής και αρχιξεναγός του Μουσείου της Μοντέρνας Ποιήσεως, χιουμορίστας ολκής, βαθύς ελεγειογράφος, τρυφερός παραμυθάς, σφράγισε τα γερμανικά γράμματα επί 65 ολόκληρα χρόνια, από το 1957 όταν τυπώθηκε η πρώτη του οργίλη συλλογή. Άνθρωπος όχι οικουμενικός, όρος που δεν δηλώνει τίποτε, αλλά Ευρωπαίος, απ’ τους καιρούς που η Ευρώπη ήταν και σήμαινε ακόμη κάτι. Ο Ανδρέας Ταλμάυερ, άλλως Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ πέθανε προχθές, 24 Νοεμβρίου 2022, στα 93 του χρόνια. — KK

*

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Χ.Μ.Ε.

Πρώιμο έργο

Σήμερα μόλις μου ξανάρθε στο μυαλό,
μετά σαράντα χρόνια,
αυτό το φωτεινό απομεσήμερο.
Τι ν’ απέγινε
ο ταλαιπωρημένος τόμος
που κάποτε μου χάρισε;
Οι παθιασμένες φράσεις
που το χέρι της αέρινα
με κόκκινο υπογράμμιζε; (περισσότερα…)

Advertisement

Κλαούντιο Μάγκρις, Ιθάκη και πιο πέρα

*

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

Πού πηγαίνουμε λοιπόν, ρωτάει ο Χάινριχ φον Οφτερντίνγκεν –ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Νοβάλις– τη μυστηριώδη γυναικεία μορφή που του φανερώθηκε δίπλα στον πανάρχαιο βράχο του δάσους, πού κατευθύνεται η πορεία μας;

«Πάντα προς το σπίτι», του απαντά η κοπέλα, οδηγώντας τον σε ένα πλατύ, φωτεινό ξέφωτο. Το ημιτελές, ατελείωτο μυθιστόρημα Heinrich von Ofterdingen, που ο νεαρός Νοβάλις γράφει την περίοδο 1799-1800, στο κατώφλι του τόσο πρόωρου θανάτου του (1801), παραμένει το αριστούργημα όχι μόνο της γερμανικής μα και της ευρωπαϊκής ρομαντικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα από εκείνα τα μεγαλειώδη έργα όπου η ποίηση συνοψίζει συμβολικά την ουσία της ζωής και του πολιτισμού.

Μυθιστόρημα με στοιχεία παραμυθιού, που βρίθει φιλοσοφικής αλληγορίας και παθιασμένου λυρισμού, το Χάινριχ φον Οφτερντίνγκεν είναι μια μεταφορική οδύσσεια του ανθρώπινου πνεύματος, το ταξίδι του άνδρα που αφήνει το πατρικό σπίτι για να ριψοκινδυνεύσει στον κόσμο, για να εκτεθεί σε λάθη, παγίδες και πτώσεις, αλλά τελικά επιστρέφει στο σπίτι, όπως ο Οδυσσέας, ώριμος και μεγάλος πια, πλούσιος από όλες τις εμπειρίες καθώς και από τα βάσανα που αντιμετώπισε στη μεγάλη διαδρομή, τα οποία η ατομικότητά του ξεπέρασε, συγχώνευσε και έκανε δικά της. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Λόγος για τον Χάινριχ Μαν

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Από παλιά και ιδιαίτερα στις μέρες αυτές έχουν δημοσιευθεί τόσες ενδιαφέρουσες και σημαντικές μελέτες για τον Xάϊνριχ Μαν, ώστε να μη δικαιούμαι να διεκδικώ να τους προσθέσω εδώ μιαν ακόμη ανάλυση του τύπου της ιστορίας της λογοτεχνίας ή της βιογραφίας. Για τούτο στρέφομαι αμέσως προς το κύριο ζήτημα που μου φαίνεται ότι θέτουν στην εποχή μας ο Χάινριχ Μαν, η μορφή και το έργο του, και θα προσπαθήσω να συζητήσω το ζήτημα τούτο. Το ερώτημα αυτό το βρίσκετε να έχει εκτεθεί σαφέστερα και να έχει αναπτυχθεί ερεθιστικότερα στη διάσημη μελέτη του για τον Φλωμπέρ και τη Γεωργία Σάνδη, η οποία, δημοσιευμένη πριν από μερικά χρόνια σε ένα περιοδικό, προκάλεσε αμέσως τον θαυμασμό όλων των αναγνωστών και κυκλοφορώντας τώρα σ’ έναν τόμο δοκιμίων με τίτλο Πνεύμα και Πράξη, που μας χάρισε ο Xάινριχ Μαν για τα γενέθλιά του, παραμένει πάντοτε κάτι ασύγκριτο. Αν σβήσετε από την κορυφή της μελέτης αυτής τα ονόματα, και αν βάλετε στη θέση τους ως τίτλο Η Τέχνη, έχετε το θέμα της μελέτης, που δεν είναι παρά ένας μεγάλος δραματικός μονόλογος του Xάινριχ Μαν για τον εαυτό του και τις εσωτερικές του δυνάμεις· το όνομα του Φλωμπέρ κρέμεται πάνω από τις σελίδες αυτές σαν τον παπαγάλο εκείνο με τα ίσως παραγεμισμένα ήδη, αλλά σμαραγδένια και πορφυρένια φτερά, όμως οι ίδιες οι σελίδες μιλούν για εκείνον που παρέλαβε το δόρυ εκεί που το άφησε ο Φλωμπέρ και ο οποίος έφερε το φαινόμενο της τέχνης σε έναν άλλο λαό και σε μιαν αλλαγμένη εποχή.

Η τέχνη στη Γερμανία, η τέχνη στην εποχή μας. Η τέχνη, στη Γερμανία πάντοτε κάτι ανεπίκαιρο, σήμερα όμως, όπως είπε πρόσφατα στον λόγο του ο Τόμας Μαν, για πολλούς κύκλους κοντά στην κατηγορία του εγκληματικού. Η τέχνη για τον Γερμανό τον περασμένο αιώνα, όπως είναι γνωστό, μόνο στη μουσική, γι’ αυτόν τον ανόητο της Γης, όπως έγραψε ο Χέμπελ[1], αυτόν τον Αδάμ, αλλά σε αλυσίδες, στον κύκλο των ζώων. Η τέχνη στη Γερμανία, πάντοτε μόνο 18ος αιώνας: προστάδιο της επιστήμης, δυνατότητα γνώσης δεύτερης ποιότητας, κατώτερη αισθητηριακή εποπτεία της καθαρής έννοιας. Εδώ δεν υποστηρίζει βέβαια κανείς τις μορφές, τα περιγράμματα, την πλαστικότητα, εδώ πρέπει βέβαια όλα να κυλούν: πάντα ρει[2], η φιλοσοφία των ποτάμιων αλόγων, Ηράκλειτος ο πρώτος Γερμανός, Πλάτων ο δεύτερος Γερμανός, όλοι εγελιανοί, ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο Έγελος. Γνωρίζετε βέβαια τον εκτεταμένο αυτόν παραλληλισμό του ελληνικού και του γερμανικού πνεύματος, όλοι μας βέβαια δεν έχομε ύπαρξη παρά μόνο μέσω αυτού του συμφυρμού: μόνο που δεν επιτύχαμε τη νίκη του Έλληνα, τη μαρμάρινη νίκη του που κέρδισε από το Αιγαίο πέλαγος μέχρι την Ανατολή. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Μπορούν οι ποιητές να αλλάξουν τον κόσμο;

~ . ~

Επιλογή-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~ . ~

Ο περίφημος αυτός διάλογος μεταδόθηκε από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό του Βερολίνου στις 6 Μαρτίου 1930. Συνομιλητής του Gottfried Benn ήταν ο Johannes R. Becher (1891-1958). Παρότι ομότεχνοι και συνοδοιπόροι στο εξπρεσσιονιστικό κίνημα, τους δύο διαλεγόμενους χωρίζει ήδη τότε πολιτικό χάσμα. Αυτό θα καταστεί δυσθεώρητο τα χρόνια που θα ακολουθήσουν: ο μεν Μπεν θα υποστηρίξει για ένα διάστημα τον εθνικοσοσιαλισμό· ο δε Μπέχερ θα περάσει στην κομμουνιστική αντίσταση, μετά το τέλος του Πολέμου μάλιστα θα γίνει υπουργός πολιτισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. ΄

Όπως προκύπτει καθαρά από τον τίτλο του, αντικείμενο του διαλόγου είναι ο κοινωνικός ρόλος της ποίησης – με τον Μπέχερ να τον θεωρεί αυτονόητο και τον Μπεν να τον αρνείται διαρρήδην. Ας σημειωθεί ότι οι όροι Dichter/Dichtung (Ποιητής/Ποίηση), χρησιμοποιούνται εδώ με την ευρεία τους έννοια, ως δηλωτικοί του συνόλου της λογοτεχνίας, όχι μόνον του λυρικού της γένους.

Με το κείμενο αυτό το Νέο Πλανόδιον εγκαινιάζει μια νέα δισεβδομαδιαία στήλη αφιερωμένη αποκλειστικά στο, ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα, δοκιμιακό και θεωρητικό έργο του Γκόττφρηντ Μπεν (1886-1956), μείζονος ποιητή και πρωταγωνιστικής φυσιογνωμίας των γερμανικών γραμμάτων του 20ού αιώνα. Την επιλογή και τη μετάφραση των κειμένων υπογράφει ο Κώστας Ανδρουλιδάκης.

(περισσότερα…)

Gottfried Benn, Η αγαπημένη ξένη

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Η αγαπημένη ξένη

Ο πατέρας μου ήταν ευαγγελικός ιερέας, ο πατέρας του επίσης. Πρόσφατα (1933), σε ένα δοκίμιο στο περιοδικό Εβδομάδα, σκιαγράφησα το ιδιάζον κληρονομικό περιβάλλον της οικογένειας των  ευαγγελικών κληρικών. Ιδιάζον όχι μόνο επειδή χάρισε στατιστικά στη Γερμανία, στους περασμένους τρεις αιώνες, τα κατά πολύ περισσότερα μεγάλα της τέκνα, δηλαδή, όπως απέδειξε ο Σούλτε, πάνω από το 50 τοις εκατό, αλλά επειδή επρόκειτο για ένα εντελώς συγκεκριμένο είδος χαρισμάτων που παρήγαγε κληρονομικά η οικογένεια των κληρικών και που εκδηλώθηκε στα τέκνα της. Ήταν ο συνδυασμός εκείνος των νοητικών και ποιητικών χαρισμάτων που είναι τόσο χαρακτηριστικός για την γερμανική πνευματική ζωή, και δεν παρουσιάζεται με τη μορφή αυτή σε κανέναν άλλο λαό. Αν θέλει κανείς να θυμηθεί ονόματα, ας σκεφτεί τον Νίτσε, τον Σέλλινγκ, τον Λέσσινγκ, τον Βήλαντ, τους αδελφούς Σλέγκελ, τον Ζαν Πάουλ. Σύμφωνα με τις έρευνες του Κρέτσμερ, του θεμελιακού ερευνητή για το γερμανικό κληρονομικό υλικό, στις παλιές οικογένειες των παστόρων και των λογίων καλλιεργούνταν μια ορισμένη, σταθερή κατεύθυνση των χαρισμάτων και μια επιλογή, η οποία γινόταν επί αιώνες σχεδόν μόνο υπό το ανθρωπιστικό (ουμανιστικό) πρίσμα και η οποία ανέπτυσσε επιλεκτικά τις γλωσσικές και λογικά αφαιρετικές ικανότητες.

Σε αυτό το κληρονομικό περιβάλλον έφερε η μητέρα μου εκατό τοις εκατό ανόθευτο, ρωμανικό αίμα που δεν είχε διασταυρωθεί ποτέ με άλλες φυλές. Καταγόταν από ένα μικρό μέρος της γαλλικής Ελβετίας, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, που ονομαζόταν Fleurier, στα βουνά του Ιούρα. Εκεί είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει, από μια παλιά, ρωμανική, ντόπια οικογένεια, ήρθε στα είκοσί της χρόνια για πρώτη φορά στη Γερμανία. Ως εκ τούτου μιλούσε τη γερμανική γλώσσα πάντα με ξενική προφορά, ορισμένες γερμανικές λέξεις δεν έλεγαν σε όλη της τη ζωή να της πετύχουν, και νανούριζε τα πολλά της παιδιά με γαλλικά τραγούδια. Ένα τραγούδι άρχιζε, το θυμούμαι καθαρά: «les cloches sonnent, lair en rayonne» – ένα δημοτικό τραγούδι, δυστυχώς δεν θυμούμαι πια πώς συνέχιζε, αλλά θα ήθελα πολύ να ξέρω αν το τραγουδά ακόμη κάποιος στον κόσμο και πού.

Η μητέρα μου μας διηγούνταν πολλά για την πατρίδα της, σε μας τους βόρειους Γερμανούς, για τα βουνά της. Αφάνταστα φωτεινή, γεμάτη με ακτίνες που δεν τέλειωναν ποτέ, έβλεπα πάντα το τοπίο της, όταν μιλούσε γι’ αυτήν. Μια ιστορία από τα παιδικά της χρόνια, αλλά βέβαια μια δυσάρεστη, με εντυπωσίαζε πάντα. Αναφερόταν στον Γενάρη του 1871, η στρατιά του Bourbaki είχε νικηθεί και πέρασε στο ελβετικό έδαφος. Η διάβαση έγινε κοντά στο Fleurier. Οι μονάδες αφοπλίστηκαν και περνούσαν τώρα, νικημένες, παγωμένες και πεινασμένες από τα παραμεθόρια μέρη και τις τάιζαν στους δρόμους. Η μητέρα μου στεκόταν μαζί με τις αδελφές της μπροστά στο σπίτι τους, δίπλα σε μεγάλες χύτρες με αχνιστή σούπα με μπιζέλια και μοίραζε στους στρατιώτες που περνούσαν, φαγητό στις καραβάνες τους. Για πολλές μέρες περνούσαν οι μονάδες από τα ξημερώματα μέχρι τη νύχτα. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι στρατιώτες πλησίαζαν στα σπίτια, αναζητούσαν εκεί προστασία και κοιμούνταν στις σκάλες. Το πρωί καθάριζαν η μητέρα μου και οι αδελφές της την ακαθαρσία, τα ράκη, τα ζωύφια από τα σκαλοπάτια. Τεράστια εντύπωση για μας τα παιδιά από αυτή την αλλόκοτη πορεία των πεινασμένων και πληγωμένων στρατιωτών! Μακριά από τον πόλεμο και μακριά από τα βουνά εκείνα ακούγαμε ξανά και ξανά την ιστορία αυτή.

Η μητέρα μου δεν ξαναείδε ύστερα από τον γάμο της την πατρίδα της, είμαστε πολλά αδέλφια, και η κατάσταση δεν το επέτρεπε. Χάρισε στη νέα της πατρίδα έξι γιους, από τους οποίους πήγαν πέντε στον πόλεμο, στον άλλο, τον δεύτερο (τον Πρώτο Παγκόσμιο), όχι τον πόλεμο του [στρατηγού] Bourbaki. Αλλά πρωτύτερα κιόλας υποχρεωθήκαμε να την αποχωριστούμε και να την θάψομε στη γη της Βόρειας Γερμανίας, κι όμως η ανάμνηση γι’ αυτήν, την πάνω από όλα αγαπημένη και πιστή μητέρα, εξακολουθεί να ζει στα παιδιά της, η ανάμνηση γι’ αυτήν, την πατρίδα της, τα βουνά της, τα τραγούδια της.

Gottfried Benn, „Die liebe Fremde“ (1933), Prosa und Autobiographie, επιμέλεια Bruno Hillebrand, S. Fischer, Φραγκφούρτη 1984, σ. 303-4.
Μετάφραση Κώστας Ανδρουλιδάκης

*

Ευαγγελία Τολιοπούλου, Ιστορία και Ποίηση: ο «Υπερίων» του Φρήντριχ Χαίλντερλιν και οι πηγές του

 

της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Ο «Υπερίων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα», το «ποιητικό» μυθιστόρημα του Friedrich Hölderlin, εκδόθηκε σε δύο μέρη, το 1797 και το 1799.[1] Συντίθεται από μια σειρά επιστολών που ο Υπερίων, ο ομώνυμος κεντρικός ήρωάς του, απευθύνει στον φίλο του Μπελλαρμίν, και στις οποίες αφηγείται την πορεία της ζωής του, από την εποχή της γεμάτης ελπίδες νιότης του, όταν μυείται στην λαμπρή πνευματική παράδοση της πατρίδας του, της Ελλάδας, από τον δάσκαλο Αδάμα, την δυνατή φιλία του με τον Αλαβάνδα και το όραμά του ενός καλύτερου κόσμου, την εμπειρία του τέλειου έρωτα με την «ωραία ψυχή» της Διοτίμας, που του αποκαλύπτει την ουσιαστική κοινότητα όλων των πραγμάτων και το ιδανικό μιας ζωής σε απόλυτη μέθεξη με την «θεϊκή Φύση», μέχρι το τραγικό τέλος και την απώλεια των πάντων. Επειδή, ουσιαστικά, ο Υπερίων αποτελεί το χρονικό της πλήρους αποτυχίας μιας ζωής, μιας πορείας προς την διάψευση, την απώλεια, την μοναξιά. Ο ήρωας αφήνεται να παρασυρθεί στον δρόμο της δράσης, του αγώνα και της βίας για την δημιουργία αυτού του νέου κόσμου που ονειρεύτηκε, και στην πορεία αυτή τα χάνει όλα: τις ελπίδες του για μια ελεύθερη πατρίδα, την φιλία, τον έρωτα. Βρίσκει όμως τον εαυτό του. Μόνος, αφήνει τον τόπο του και ταξιδεύει, γνωρίζει τον καινούριο κόσμο της αστικής «προόδου» και τον απορρίπτει, για να επιστρέψει τελικά και να ζήσει ως ερημίτης, ως ποιητής, στην αγκαλιά της Φύσης. Γράφοντας από την προοπτική της ολοκληρωμένης πλέον πορείας των γεγονότων, ο επιστολογράφος-πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος δεν περιορίζεται να περιγράψει τα στάδια αυτής της εξέλιξης προς το χρονικό σημείο του παρόντος και την σταδιακή «αποκρυστάλλωση», μέσω της εμπειρίας, του νέου, τωρινού εαυτού. Διηγούμενος αναδρομικά τα συμβάντα, στοχάζεται πάνω σ’ αυτά, και αναστοχαζόμενος το βιωμένο, το πραγματικό, το υπερβαίνει στο τέλος, για να υψωθεί σ’ ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, συνείδησης και ζωής, σ’ ένα Ιδεώδες. Όχι τυχαία θεωρείται ο Υπερίων το μυθιστόρημα του Γερμανικού Ιδεαλισμού. (περισσότερα…)

Μαθαίνοντας ν’ αγαπάμε ως αγαπώντες

Ράινερ Μαρία Ρίλκε,malte1
Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης
Κίχλη 2018

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Η πρώτη έκδοση στα ελληνικά αυτού του βιβλίου έγινε το 1965 στις εκδόσεις Γαλαξία. Μεταφραστής τους ο Δημήτριος Μπέσκος. Είχα προμηθευτεί τη δεύτερη έκδοση του 1978 (Γαλαξίας-Ερμείας). Το βιβλίο μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Μολονότι είχα την αίσθηση ότι διαβάζοντάς το χώνεσαι σ’ ένα λαβύρινθο εξομολογήσεων, σκέψεων, εσωτερικών εμπειριών, ενοράσεων και οραματισμών αλλά και διαπιστώσεων για τη ζωή, τους ανθρώπους, την κοινωνία, το θάνατο, την αρρώστια και τόσα άλλα. Θυμόμουν για χρόνια τις ξεχωριστές εκείνες σελίδες όπου προβάροντας ρούχα αποκριάτικα που βρήκε σε μα ντουλάπα και συμπληρώνοντας το ντύσιμό του με μια μάσκα στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη – σημειωτέον ότι η μητέρα του τον έντυνε με κοριτσίστικα ρούχα γιατί είχε πεθάνει η μικρή της κόρη ― φτάνει «να χάσει κάθε αίσθηση του εαυτού του― έπαψε να υπάρχει», όπως γράφει. Ταυτίστηκε με την εικόνα του καθρέφτη. (περισσότερα…)

Σε κάθε δάσος ας ψάξουμε λοιπόν για την κουρούνα – Δοκίμιο για τον Τόμας Μπέρνχαρντ

213b8739-a1b9-4727-aa1c-5bb5b7e2ae0d

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

 

Η τέχνη συνολικά δεν είναι, ναι, τίποτε άλλο παρά μια τέχνη επιβίωσης, το γεγονός αυτό δεν επιτρέπεται να το παραβλέψουμε, η τέχνη είναι η απόπειρα που κάνει συνέχεια με τρόπο συγκινητικό η διάνοια να τα βγάλει πέρα μ’ αυτό τον κόσμο και με τις αντιξοότητες του, πράγμα που, ναι, όπως ξέρουμε, είναι προπάντων δυνατόν μόνο αν χρησιμοποιούμε μόνο ψέμα και ψευδολογία, υποκρισία και αυτοεξαπάτηση, είπε ο Ρέγκερ.[i] (Παλιοί δάσκαλοι, σ. 199)

 Πώς ξεκινά να γράψει κάποιος για έναν αγαπημένο συγγραφέα; Και ποια η ανάγκη να παραθέτουμε τους αγαπημένους μας στοχαστές σε τακτικά αφιερώματα; Η αυτονόητη απάντηση είναι ότι για τους συγγραφείς των κειμένων, τα πρόσωπα αυτά είναι με κάποιο τρόπο σημαντικά· συχνά με παραπάνω από έναν τρόπους. Σημαίνει επίσης ότι δίνεται η δυνατότητα στους συγγραφείς να ανακατασκευάσουν ένα πρόσωπο. Να το φέρουν στη μνήμη επισημαίνοντας με όσο γίνεται πιο εύστοχο και πειστικό τρόπο τα στοιχεία αυτά που “επιτάσσουν” την ανάγκη να θυμηθούμε τα πρόσωπα αυτά και το έργο τους. Η συγγραφή, λοιπόν, ενός κειμένου για έναν αγαπημένο σε αυτήν την περίπτωση συγγραφέα προσκαλεί τους αναγνώστες στη συγκρότηση μιας “μυθολογίας”. Η “μυθολογία” αυτή μπορεί βέβαια να συγκροτηθεί με πολλούς τρόπους, χωρίς να παύει να είναι μυθολογία. Σε κάθε περίπτωση ένα αφιέρωμα στα πρόσωπα κινητοποιεί μνήμες, συναισθήματα, συμβάντα, διαλόγους και μετασχηματισμούς. Πάντως τα διλήμματα είναι πολλά και διαρκή, ενώ η έμφαση είναι ανάγκη να προσανατολιστεί στη σαρωτική γραφή του και το έργο του. Οι αναφορές στα κείμενά του δεν θα είναι πάντως “διδακτικές” παραθέσεις και εκτενής λογοδοσία που εξηγεί την ανάγκη να μιλήσουμε εγκωμιαστικά για αυτόν και την εργογραφία του. Ο Μπέρνχαρντ άλλωστε έχει μιλήσει εκτενώς για τον θαυμασμό και τα βραβεία.[ii]

Μόνο αυτό που βρίσκουμε τελικά γελοίο το κουμαντάρουμε, μόνο όταν βρίσκουμε γελοίο τον κόσμο και τη ζωή στον κόσμο πηγαίνουμε μπροστά, δεν υπάρχει άλλη, δεν υπάρχει καλύτερη μέθοδος, είπε. Σε κατάσταση θαυμασμού δεν αντέχουμε για πολύ και αφανιζόμαστε αν δεν τη διακόψουμε εγκαίρως, είπε. Ήμουν, ναι, σ’ όλη μου τη ζωή πάντοτε πολύ μακριά από την κατάσταση του ανθρώπου που θαυμάζει, ο θαυμασμός μου είναι κάτι ξένο, αφού δεν υπάρχει το θαύμα, μου ήταν πάντοτε πάντα κάτι ξένο ο θαυμασμός και τίποτε δεν με απωθεί τόσο όσο το να παρατηρώ τους ανθρώπους που θαυμάζουν, που τους έχει μολύνει ο οποιοσδήποτε θαυμασμός. (Παλιοί δάσκαλοι, 1994, Αθήνα: Εξάντας, σ. 85) (περισσότερα…)