
*
Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
Η αγαπημένη ξένη
Ο πατέρας μου ήταν ευαγγελικός ιερέας, ο πατέρας του επίσης. Πρόσφατα (1933), σε ένα δοκίμιο στο περιοδικό Εβδομάδα, σκιαγράφησα το ιδιάζον κληρονομικό περιβάλλον της οικογένειας των ευαγγελικών κληρικών. Ιδιάζον όχι μόνο επειδή χάρισε στατιστικά στη Γερμανία, στους περασμένους τρεις αιώνες, τα κατά πολύ περισσότερα μεγάλα της τέκνα, δηλαδή, όπως απέδειξε ο Σούλτε, πάνω από το 50 τοις εκατό, αλλά επειδή επρόκειτο για ένα εντελώς συγκεκριμένο είδος χαρισμάτων που παρήγαγε κληρονομικά η οικογένεια των κληρικών και που εκδηλώθηκε στα τέκνα της. Ήταν ο συνδυασμός εκείνος των νοητικών και ποιητικών χαρισμάτων που είναι τόσο χαρακτηριστικός για την γερμανική πνευματική ζωή, και δεν παρουσιάζεται με τη μορφή αυτή σε κανέναν άλλο λαό. Αν θέλει κανείς να θυμηθεί ονόματα, ας σκεφτεί τον Νίτσε, τον Σέλλινγκ, τον Λέσσινγκ, τον Βήλαντ, τους αδελφούς Σλέγκελ, τον Ζαν Πάουλ. Σύμφωνα με τις έρευνες του Κρέτσμερ, του θεμελιακού ερευνητή για το γερμανικό κληρονομικό υλικό, στις παλιές οικογένειες των παστόρων και των λογίων καλλιεργούνταν μια ορισμένη, σταθερή κατεύθυνση των χαρισμάτων και μια επιλογή, η οποία γινόταν επί αιώνες σχεδόν μόνο υπό το ανθρωπιστικό (ουμανιστικό) πρίσμα και η οποία ανέπτυσσε επιλεκτικά τις γλωσσικές και λογικά αφαιρετικές ικανότητες.
Σε αυτό το κληρονομικό περιβάλλον έφερε η μητέρα μου εκατό τοις εκατό ανόθευτο, ρωμανικό αίμα που δεν είχε διασταυρωθεί ποτέ με άλλες φυλές. Καταγόταν από ένα μικρό μέρος της γαλλικής Ελβετίας, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, που ονομαζόταν Fleurier, στα βουνά του Ιούρα. Εκεί είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει, από μια παλιά, ρωμανική, ντόπια οικογένεια, ήρθε στα είκοσί της χρόνια για πρώτη φορά στη Γερμανία. Ως εκ τούτου μιλούσε τη γερμανική γλώσσα πάντα με ξενική προφορά, ορισμένες γερμανικές λέξεις δεν έλεγαν σε όλη της τη ζωή να της πετύχουν, και νανούριζε τα πολλά της παιδιά με γαλλικά τραγούδια. Ένα τραγούδι άρχιζε, το θυμούμαι καθαρά: «les cloches sonnent, l’ air en rayonne» – ένα δημοτικό τραγούδι, δυστυχώς δεν θυμούμαι πια πώς συνέχιζε, αλλά θα ήθελα πολύ να ξέρω αν το τραγουδά ακόμη κάποιος στον κόσμο και πού.
Η μητέρα μου μας διηγούνταν πολλά για την πατρίδα της, σε μας τους βόρειους Γερμανούς, για τα βουνά της. Αφάνταστα φωτεινή, γεμάτη με ακτίνες που δεν τέλειωναν ποτέ, έβλεπα πάντα το τοπίο της, όταν μιλούσε γι’ αυτήν. Μια ιστορία από τα παιδικά της χρόνια, αλλά βέβαια μια δυσάρεστη, με εντυπωσίαζε πάντα. Αναφερόταν στον Γενάρη του 1871, η στρατιά του Bourbaki είχε νικηθεί και πέρασε στο ελβετικό έδαφος. Η διάβαση έγινε κοντά στο Fleurier. Οι μονάδες αφοπλίστηκαν και περνούσαν τώρα, νικημένες, παγωμένες και πεινασμένες από τα παραμεθόρια μέρη και τις τάιζαν στους δρόμους. Η μητέρα μου στεκόταν μαζί με τις αδελφές της μπροστά στο σπίτι τους, δίπλα σε μεγάλες χύτρες με αχνιστή σούπα με μπιζέλια και μοίραζε στους στρατιώτες που περνούσαν, φαγητό στις καραβάνες τους. Για πολλές μέρες περνούσαν οι μονάδες από τα ξημερώματα μέχρι τη νύχτα. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι στρατιώτες πλησίαζαν στα σπίτια, αναζητούσαν εκεί προστασία και κοιμούνταν στις σκάλες. Το πρωί καθάριζαν η μητέρα μου και οι αδελφές της την ακαθαρσία, τα ράκη, τα ζωύφια από τα σκαλοπάτια. Τεράστια εντύπωση για μας τα παιδιά από αυτή την αλλόκοτη πορεία των πεινασμένων και πληγωμένων στρατιωτών! Μακριά από τον πόλεμο και μακριά από τα βουνά εκείνα ακούγαμε ξανά και ξανά την ιστορία αυτή.
Η μητέρα μου δεν ξαναείδε ύστερα από τον γάμο της την πατρίδα της, είμαστε πολλά αδέλφια, και η κατάσταση δεν το επέτρεπε. Χάρισε στη νέα της πατρίδα έξι γιους, από τους οποίους πήγαν πέντε στον πόλεμο, στον άλλο, τον δεύτερο (τον Πρώτο Παγκόσμιο), όχι τον πόλεμο του [στρατηγού] Bourbaki. Αλλά πρωτύτερα κιόλας υποχρεωθήκαμε να την αποχωριστούμε και να την θάψομε στη γη της Βόρειας Γερμανίας, κι όμως η ανάμνηση γι’ αυτήν, την πάνω από όλα αγαπημένη και πιστή μητέρα, εξακολουθεί να ζει στα παιδιά της, η ανάμνηση γι’ αυτήν, την πατρίδα της, τα βουνά της, τα τραγούδια της.
Gottfried Benn, „Die liebe Fremde“ (1933), Prosa und Autobiographie, επιμέλεια Bruno Hillebrand, S. Fischer, Φραγκφούρτη 1984, σ. 303-4.
Μετάφραση Κώστας Ανδρουλιδάκης
*
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...