γερμανική δοκιμιογραφία

Gottfried Benn, Η προβληματική της ποιητικότητας

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Το θέμα του ποιητή και του συγγραφέα, της ουσίας τους, της κατάστασής τους και των αμοιβαίων τους σχέσεων, έγινε πρόσφατα και επανειλημμένα αντικείμενο λογοτεχνικής συζήτησης, και μάλιστα σχεδόν πάντα με το νόημα ότι παρήλθε η εποχή για τον ποιητή, στη θέση του ήλθε ένα άλλο φαινόμενο. Μέχρι και στις ύψιστες πνευματικές θέσεις επεκτάθηκε η συζήτηση αυτή, και προς τα κάτω σε διάφορα επίπεδα μέχρι την περιοχή των κάπως απλών οργάνων που απαιτούν έναν καθαρά κομματικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Έπειτα, στο περιοδικό τούτο, έκαμε ο Φλάκε μερικές παρατηρήσεις που έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα. Δεν αποδίδει καμιά σημασία στην ποίηση, το μυθιστόρημα είναι ανώτερό της. Το μυθιστόρημα είναι πολύ περιεκτικότερο, νομίζει, είναι πιο πολύ η φωνή της εποχής, οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορούν μόνο με τα μέσα του να αναπαρασταθούν. Αυτή η αιώνια αναζήτηση του ποιητικού, δηλώνει! Οι κοινωνικές προϋποθέσεις για την ποιητική συντεχνία δεν υφίστανται πια διόλου, δεν είναι πια πιστευτές, κάθε μέρα και λιγότερο. Παρατηρεί ακόμη: «Η ποιητικότητα κατανοείται αφ’ εαυτής όπως και η ηθικότητα, δεν είναι ανάγκη να την εκφράζει κανείς σε κάθε αράδα, αρκεί να βρίσκεται ανάμεσα στις αράδες». Τούτο το τελευταίο θα πρέπει συνεπώς μάλλον να το κατανοήσομε έτσι, ώστε το έργο τέχνης που άφησε, παραδείγματος χάριν, ο Ρίλκε να μπορούσε να βρει θέση και στα σύγχρονα μυθιστορήματα, «ανάμεσα στις αράδες», αν κατόρθωνε κάποιος να το παρεμβάλει εκεί. Ο Φλάκε μιλά έπειτα για το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και στο παρόν. Τέλος χρησιμοποιεί μια λέξη, βέβαια όχι για την ποίηση ως τέτοια αλλά για ένα από τα εκφραστικά της μέσα, τον στίχο, που είναι πολύ σημαντική, λέει: αρχαϊκός. Κοινό σε όλες αυτές τις εργασίες, εκφράσεις και παρατηρήσεις είναι ότι δεν γίνεται εντελώς σαφές τι ακριβώς εννοούν στην πραγματικότητα: τον ποιητή ή την ποιητικότητα, τον λυρικό ή τη λογοτεχνία, κάτι θεματικό ή κάτι μεθοδικό, το έργο ή την ίδια τη διαδικασία του δημιουργείν. Η παρούσα εργασία εξ αρχής δεν στρέφεται σε αξιολογικές αποτιμήσεις μεταξύ των επιμέρους μορφών της τέχνης, ούτε περιγράφει τον ποιητή στην κοινωνική του παρουσία και στην ιστορική εξέλιξη, παρά αναλαμβάνει την προσπάθεια να συλλάβει με μια νέα υπόθεση την ποιητικότητα ως έννοια και ως Είναι και να την εντοπίσει ως φαινόμενο πρωταρχικού χαρακτήρα εντός της βιολογικής διαδικασίας.

Οι γνώμες που αναφέρθηκαν στην αρχή θα μπορούσαν, αν συνοψισθούν, να χαρακτηριστούν ως η κοινωνιολογική θεωρία της ποιητικότητας. Ως θεμέλιό της υπόκεινται οι ακόλουθοι συλλογισμοί γενικότερης φύσης. Ζούμε σε μιαν εποχή συλλογικών σχηματισμών, ευρέα στρώματα του πληθυσμού είναι οργανωμένα σε ενώσεις που κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνουν μόνο έναν κοινωνικό ή διεκδικητικό συνασπισμό, αλλά πνευματική διάρθρωση, τάξη σχετική με τη νοοτροπία. Όλα τούτα τα στρώματα έχουν αποδεχθεί μια κατ’ αρχήν αισιόδοξη κοσμοθεωρία που αποβλέπει στο τεχνικά βέλτιστο αποτέλεσμα, που θεωρεί ότι τα δεινά εξαρτώνται κατ’ αρχήν από τους θεσμούς και είναι θεραπεύσιμα, και γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως απαιτεί μια τέχνη που ανταποκρίνεται στη νοοτροπία της, υιοθετεί τις τάσεις της, με την κυριολεκτική σημασία διασκεδάζει τον χρόνο μέχρι την εκπλήρωση των οικονομικών της ελπίδων. Μια κατ’ αρχήν πραγματιστική και θετική στάση, η οποία άλλωστε και κατά αξιοσημείωτο τρόπο διόλου δεν θεμελιώνεται ούτε περιορίζεται πολιτικά ή κοινωνικά, αντιθέτως, όσο ψηλότερα βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι πνευματικοί άνθρωποι, τόσο περισσότερο παρατηρεί κανείς στις εκφράσεις τους μια δηλωμένη κλίση προς την ευφροσύνη και τη διαύγεια, μιαν εκπλήσσουσα κατάφαση της ζωής, μιαν απροσδόκητη πίστη στη γνώση, μια νεανικότητα, έτοιμη να εξορίσει όλους εκείνους που τα βλέπουν όλα μαύρα, στο περίφημο χθόνιο στοιχείο να αντιπαραθέσει το ορθολογικό ως υψηλότερη τάξη, και ό,τι είναι σκοτεινό, να το αρνηθεί ως φούμαρα, δημαγωγία και απαισιοδοξία που παίζει τη φλογέρα.

Το πλαίσιο για όλες αυτές τις γνώμες, στάσεις, νοοτροπίες σχηματίζει πολύ έντονα η έννοια της εποχής, έπειτα εκείνη του αιώνα, σπάνια ή ποτέ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, η έννοια του λαού, τέλος περιλαμβάνοντας το Όλον, ο σημερινός ευρωπαϊκός τύπος της ανθρώπινης φυλής, τον οποίο νομιμοποιεί μια σειρά πνευματικών περιόδων που μπορούν να ελεγχθούν βάσει ντοκουμέντων. Το μέτρο μετρήσεως είναι, με μια λέξη, ο πολιτιστικός τύπος, μια έκφραση που δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε παραπάνω από τον τύπο του μέσου όρου, τον οποίο δημιούργησε ο περασμένος αιώνας. (περισσότερα…)

Advertisement

Gottfried Benn, Ο μηδενισμός – και η υπέρβασή του

~ . ~

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Μια εποχή στην οποία η δημιουργική ζωή του έθνους συντελούνταν σε έναν κλειστό πνευματικό χώρο, τον οποίο δεν είχαν διασπάσει ούτε οι εσωτερικοί αγώνες – οι αγώνες της μιας γενιάς εναντίον της άλλης και οι αγώνες των κοσμοθεωριών μεταξύ τους – καθώς μια πίστη, ένα αίσθημα παρέμεναν άτρωτα πέρα από όλες τις μεταβολές, μια τέτοια εποχή φαίνεται ότι υπήρξε για τη Γερμανία ο 17ος και ο 18ος αιώνας, και τη βλέπομε να τελειώνει περίπου με τον θάνατο του Γκαίτε. Η πίστη ή το αίσθημα που βρισκόταν στην ανατολή της εποχής αυτής λεγόταν: Θεός, ενώ στο τέλος λεγόταν: η Φύση. Αλλά μια Φύση, η αντίληψη για την  οποία είχε διαμορφωθεί κάτω από την επιρροή του Λάϊμπνιτς και του Σπινόζα· Φύση: ένα πανθεϊστικό Όλον, βέβαια ήδη ατομικοποιημένο, ή μάλλον, καθώς δεν υπήρχε ακόμη η έκφραση άτομο – δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το 1805 με τις χημικές έρευνες του Dalton – ένα Όλον που έχει ήδη διαιρεθεί σε Μονάδες, αλλά η ανώτατη Μονάδα λεγόταν ακόμα Θεός, και μάλιστα διαβάζομε την έκφραση τούτη πολύ συχνά ακόμη και στον Γκαίτε. Βέβαια, ακόμη συχνότερα την απρόσωπη οικουμενιστική[1] έκφραση «Φύση», που είναι η αυθεντική του έκφραση, μιας φύσης που την αισθάνεται ακόμη εντελώς ανορθολογικά, που την χαιρετά λυρικά με στροφές προς τη σελήνη, για μιαν ακόμη φορά η παλιά, καλυμμένη, μητρική Φύση. Δεν της αποσπά κανείς από το σώμα της εξηγήσεις, λέει, αυτή είναι τα πάντα, της εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, μπορεί να με μεταχειρίζεται, την υμνώ σε όλα τα έργα της.[2] Και οι προτάσεις αυτές από τον «Ύμνο στη Φύση» του έτους 1782, που βρίσκονταν στο Tiefurter Journal, είναι κατά κάποιον τρόπο τα αποχαιρετιστήρια λόγια της Δύσης προς έναν κόσμο, ο οποίος θεωρούνταν εδώ και 2000 χρόνια, άρα ήδη από την ελληνική μυθολογία ως έμψυχος, σε δένδρα και πλάσματα, ότι ήταν γεμάτος θεούς, και είχε δοθεί στον άνθρωπο.  (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Ο Νίτσε μετά από 50 χρόνια

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Η πρώτη υπενθύμιση ότι ο Νίτσε έχει πεθάνει εδώ και μισόν αιώνα, υπήρξε για μένα ένα γράμμα από το Παρίσι τον Ιανουάριο της χρονιάς αυτής. Η Revue Littéraire 84 ήθελε να εκδώσει ένα τεύχος για τον Νίτσε και μου ζήτησε να συμβάλω σ’ αυτό. Η συμβολή μου ήταν η ακόλουθη:

 «Στην πραγματικότητα, όλα όσα η γενιά μου συζήτησε, στοχάστηκε εσωτερικά, μπορεί να πει κανείς: υπέφερε, μπορούμε επίσης να πούμε: μεγαλοποίησε – όλα τούτα είχαν ήδη εκφρασθεί και εξαντληθεί με τον Νίτσε, είχαν βρει οριστικές διατυπώσεις, όλα τα άλλα ήταν εξήγηση. Ο επικίνδυνος, θυελλώδης, αστραπιαίος τρόπος του, το ανήσυχο ύφος του, η παραίτησή του από κάθε ειδύλλιο και από κάθε γενική αρχή, η διατύπωση της Ψυχολογίας των ορμών, της ιδιοσυστασίας ως κινήτρου, της Φυσιολογίας ως διαλεκτικής – “η γνώση ως αψιθυμία”, ολόκληρη η Ψυχανάλυση, ολόκληρος ο Υπαρξισμός, όλα τούτα είναι δικό του έργο. Αυτός είναι, όπως φανερώνεται συνεχώς και περισσότερο, ο μεγάλης εμβέλειας γίγαντας της εποχής μετά τον Γκαίτε.

Αλλά έρχονται μερικοί και λένε: ο Νίτσε είναι πολιτικά επικίνδυνος. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει λοιπόν, ασφαλώς, να δούμε κάποτε τους πολιτικούς. Αυτοί είναι άνθρωποι που, όταν γίνονται ρητορικοί, κρύβονται πάντοτε πίσω από τις θέσεις ανθρώπων τους οποίους δεν καταλαβαίνουν, των πνευματικών ανθρώπων. Τι μπορεί να κάμει ο Νίτσε για το γεγονός ότι οι πολιτικοί παρήγγειλαν σ’ αυτόν εκ των υστέρων την εικόνα τους; Ο Νίτσε το προείδε αυτό να συμβαίνει, τον Ιούνιο του 1884 έγραψε στην αδελφή του ότι του προκαλούσε τρόμο η σκέψη ποιοι άνθρωποι που δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα και τελείως ακατάλληλοι θα επικαλούνταν κάποτε την αυθεντία του. Είπε ακόμη πως ήθελε να έχει “φράχτες γύρω από τις σκέψεις του, για να μην εισβάλλουν στους κήπους μου οι χοίροι και οι φαντασιόπληκτοι”. Μολαταύτα παραμένει αξιοσημείωτο ότι σε μιαν ορισμένη περίοδο της δημιουργίας του (Ζαρατούστρας) βρισκόταν υπό την καθοδήγηση δαρβινιστικών ιδεών, πίστευε στην επιλογή των ικανών, στον αγώνα για την ύπαρξη τον οποίο αντέχουν μόνο οι πιο σκληροί, αλλά υιοθέτησε τις έννοιες αυτές για να χρωματίσει το όραμά του, δεν ήταν σ’ αυτόν δοσμένο να ανάψει το όραμά του με εικόνες θρύλων αγίων. Το ξανθό θηρίο, το οποίο έπειτα προσωποποιήθηκε, ασφαλώς δεν θα το είχε χαιρετίσει. Ο ίδιος ως άνθρωπος ήταν φτωχός, ακηλίδωτος, καθαρός – ένας μεγάλος μάρτυρας και άντρας. Θα μπορούσα να προσθέσω, για τη γενιά μου ήταν ο σεισμός της εποχής και από τα χρόνια του Λούθηρου η μεγαλύτερη γερμανική γλωσσική ιδιοφυΐα». (περισσότερα…)

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Κούκλες

* 

Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε γνώρισε την κουκλοποιό και εικονογράφο Λόττε Πρίτσελ (1887-1952) και το έργο της κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1910. Το λαμπρό κείμενο που του ενέπνευσαν έχει όλα τα χαρακτηριστικά της καλύτερης δοκιμιακής του πρόζας: απαραγνώριστο ύφος και εκφραστική ένταση, λεπταίσθητη παρατήρηση και βαθύ λυρισμό.

~ .  . ~

Rainer Maria Rilke

Κ Ο Υ Κ Λ Ε Σ

Για να ορίσουμε τη σφαίρα μέσα στην οποία υπάρχουν οι κούκλες αυτές, θα πρέπει πρώτα ν’ αναλογιστούμε πως στη ζωή τους δεν υπάρχουν παιδιά, πως κατά κάποιο τρόπο η γένεσή τους προϋποθέτει έναν κόσμο παιδικό παρωχημένο. Σ’ αυτές, η κούκλα έχει επιτέλους απογαλακτιστεί απ’ τα βιώματα και τις παραστάσεις, απ’ τη χαρά και τον πόνο του παιδιού, έχει γίνει ανεξάρτητη, μεγάλη, πρόωρα ενήλικη, έχει εισέλθει πλήρως σ’ όλες τις μη πραγματικότητες της δικής της ζωής.

Όπως συχνά για κάποιους σπουδαστές, δεν αναρωτηθήκαμε χίλιες φορές για τις παχουλές κι αμετάλλακτες κούκλες των παιδιών τι θ’ απογίνουν αργότερα; Κι εμπρός σ’ αυτές, τις κούκλες των παιδικών μας χρόνων, τις παραχαϊδεμένες με αισθήματα γνήσια κι άλλα προσποιητά, δεν είναι τάχα εκείνοι οι πρώτοι η ενήλικη εκδοχή τους; Δεν είναι εκείνοι οι καρποί τους που φευγαλέα ανακλώνται στην κορεσμένη απ’ τους ανθρώπους ατμόσφαιρα; Οι καρποί μιας φενάκης που οι σπόροι της δεν ησυχάζουν ποτέ, που τη μια τους ξεπλένουν τα δάκρυα σχεδόν, και την άλλη απομένουν έκθετοι στην πυρωμένη ξηρασία της οργής ή την ερημία της λήθης· οι φυτεμένοι στα σπλάχνα μιας αβρότητας που φόρεσε αμέτρητα πρόσωπα και ξεριζωμένοι πάλι απ’ αυτήν χιλιάδες φορές, οι παραπεταμένοι σε μια γωνιά ανάμεσα σε κοφτερά σπασμένα αντικείμενα, οι απαρνημένοι, οι περιφρονημένοι, οι απόβλητοι. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Λόγος για τον Χάινριχ Μαν

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Από παλιά και ιδιαίτερα στις μέρες αυτές έχουν δημοσιευθεί τόσες ενδιαφέρουσες και σημαντικές μελέτες για τον Xάϊνριχ Μαν, ώστε να μη δικαιούμαι να διεκδικώ να τους προσθέσω εδώ μιαν ακόμη ανάλυση του τύπου της ιστορίας της λογοτεχνίας ή της βιογραφίας. Για τούτο στρέφομαι αμέσως προς το κύριο ζήτημα που μου φαίνεται ότι θέτουν στην εποχή μας ο Χάινριχ Μαν, η μορφή και το έργο του, και θα προσπαθήσω να συζητήσω το ζήτημα τούτο. Το ερώτημα αυτό το βρίσκετε να έχει εκτεθεί σαφέστερα και να έχει αναπτυχθεί ερεθιστικότερα στη διάσημη μελέτη του για τον Φλωμπέρ και τη Γεωργία Σάνδη, η οποία, δημοσιευμένη πριν από μερικά χρόνια σε ένα περιοδικό, προκάλεσε αμέσως τον θαυμασμό όλων των αναγνωστών και κυκλοφορώντας τώρα σ’ έναν τόμο δοκιμίων με τίτλο Πνεύμα και Πράξη, που μας χάρισε ο Xάινριχ Μαν για τα γενέθλιά του, παραμένει πάντοτε κάτι ασύγκριτο. Αν σβήσετε από την κορυφή της μελέτης αυτής τα ονόματα, και αν βάλετε στη θέση τους ως τίτλο Η Τέχνη, έχετε το θέμα της μελέτης, που δεν είναι παρά ένας μεγάλος δραματικός μονόλογος του Xάινριχ Μαν για τον εαυτό του και τις εσωτερικές του δυνάμεις· το όνομα του Φλωμπέρ κρέμεται πάνω από τις σελίδες αυτές σαν τον παπαγάλο εκείνο με τα ίσως παραγεμισμένα ήδη, αλλά σμαραγδένια και πορφυρένια φτερά, όμως οι ίδιες οι σελίδες μιλούν για εκείνον που παρέλαβε το δόρυ εκεί που το άφησε ο Φλωμπέρ και ο οποίος έφερε το φαινόμενο της τέχνης σε έναν άλλο λαό και σε μιαν αλλαγμένη εποχή.

Η τέχνη στη Γερμανία, η τέχνη στην εποχή μας. Η τέχνη, στη Γερμανία πάντοτε κάτι ανεπίκαιρο, σήμερα όμως, όπως είπε πρόσφατα στον λόγο του ο Τόμας Μαν, για πολλούς κύκλους κοντά στην κατηγορία του εγκληματικού. Η τέχνη για τον Γερμανό τον περασμένο αιώνα, όπως είναι γνωστό, μόνο στη μουσική, γι’ αυτόν τον ανόητο της Γης, όπως έγραψε ο Χέμπελ[1], αυτόν τον Αδάμ, αλλά σε αλυσίδες, στον κύκλο των ζώων. Η τέχνη στη Γερμανία, πάντοτε μόνο 18ος αιώνας: προστάδιο της επιστήμης, δυνατότητα γνώσης δεύτερης ποιότητας, κατώτερη αισθητηριακή εποπτεία της καθαρής έννοιας. Εδώ δεν υποστηρίζει βέβαια κανείς τις μορφές, τα περιγράμματα, την πλαστικότητα, εδώ πρέπει βέβαια όλα να κυλούν: πάντα ρει[2], η φιλοσοφία των ποτάμιων αλόγων, Ηράκλειτος ο πρώτος Γερμανός, Πλάτων ο δεύτερος Γερμανός, όλοι εγελιανοί, ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο Έγελος. Γνωρίζετε βέβαια τον εκτεταμένο αυτόν παραλληλισμό του ελληνικού και του γερμανικού πνεύματος, όλοι μας βέβαια δεν έχομε ύπαρξη παρά μόνο μέσω αυτού του συμφυρμού: μόνο που δεν επιτύχαμε τη νίκη του Έλληνα, τη μαρμάρινη νίκη του που κέρδισε από το Αιγαίο πέλαγος μέχρι την Ανατολή. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Ρεύματα

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Ο Δέκατος Όγδοος αιώνας είχε αμφισβητήσει τα πάντα, ο Δέκατος Ένατος αισθάνθηκε την αναγκαιότητα να βγάλει συμπεράσματα, ο Εικοστός είδε ότι τα συμπεράσματα ήταν βιαστικά και οπισθοδρόμησε τόσο σε σχέση με εκείνον που έθετε ερωτήματα όσο και με εκείνα που είχαν προκύψει από τα συμπεράσματα, και έγινε για μιαν ακόμη φορά μεσαιωνικός, άρχισε με υπαρξιακή φιλοσοφία, ψυχανάλυση, ψυχολογία των ορμών. Ως αφετηρία πολύ καινοτόμα, κατά το αίσθημα δημιουργική και βαθιά, ένα είδος ανθρωπολογίας, μπορεί κανείς να την αποκαλέσει σπερματική ανάλυση. Από όλες τις πλευρές την λείαινε ο αιώνας· εκείνο στο οποίο απέβλεπε, ήταν τα προστάδια, το πρωτόγονο. Η παλαιοντολογία έφερε το υλικό από χώρους τόσο  μακρινούς που δεν μπορούσε να τους μαντέψει κανείς. Η ερμηνεία των μύθων αποκάλυψε τις ρίζες της συνείδησης, τα γεννητικά στρώματα της διαμόρφωσης των συμβόλων. Η θεωρία της εντελέχειας και η τυπολογική έρευνα στράφηκαν μακριά από τα τελικά αποτελέσματα, τα άτομα, και παρακολούθησαν την αφετηρία τους από την προδιάθεση, το σχετικό με το είδος, τον πυρήνα. Υποτίθεται ότι ήταν το ενδογενές, το πριν την αποδόμηση, το πριν τον εκφυλισμό. Παρουσιάστηκε η κλινική Ιατρική και είπε: Οι ασθένειες είναι κρίσεις της ύπαρξης, ας παρατηρήσομε την ουσία μάλλον παρά τα συμπτώματα. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Μετά τον Μηδενισμό

~ . ~

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Στις μελέτες και τις ομιλίες που παρουσιάζονται εδώ και οι οποίες διόλου δεν πραγματεύονται συστηματικά ένα κοινό θέμα, αλλά προήλθαν από τις πιο διαφορετικές αφορμές και ψυχικές διαθέσεις, βρίσκονται στο προσκήνιο, ως συνέπεια της στοχαστικής προτίμησης του συγγραφέα η οποία εξακολουθεί να προωθείται ολοένα προς μιαν εντελώς συγκεκριμένη κατεύθυνση, δύο έννοιες: η έννοια της προοδευτικής εγκεφαλοποίησης και εκείνη του μηδενισμού. Σ’ αυτές αντιπαρατίθεται έπειτα, σε ορισμένα σημεία, η έννοια του εποικοδομητικού πνεύματος ως η έκφραση των δυνάμεων και αποπειρών να αντιταχθεί στις ληθαργοποιητικές τάσεις των εννοιών εκείνων. Έχομε ακόμη τη δύναμη, αναρωτιέται ο συγγραφέας, απέναντι στο επιστημονικά καθοριστικό κοσμοείδωλο, να επιβάλομε ένα Εγώ δημιουργικής ελευθερίας, έχομε ακόμη τη δύναμη, όχι με βάση οικονομικούς χιλιασμούς και πολιτικά μυθολογήματα, αλλά μέσα από την ισχύ της παλιάς δυτικής σκέψης, να διασπάσομε τον υλιστικό-μηχανιστικό μορφολογικό κόσμο, και με βάση μιαν ιδανικότητα που θέτει η ίδια τον εαυτό της και με ένα μέτρο που χαλιναγωγεί το ίδιο τον εαυτό του, να σχεδιάσομε τις εικόνες βαθύτερων κόσμων; Συνεπώς, εποικοδομητικό πνεύμα ως τονισμένη και συνειδητή αρχή εκτεταμένης απελευθέρωσης από κάθε υλισμό, ψυχολογικού, εξελικτικού, φυσικοεπιστημονικού, για να μην αναφέρομε διόλου κοινωνιολογικού είδους –, εποικοδομητικό πνεύμα ως το αληθινά ανθρωπολογικό ύφος, ως η αληθινή ουσία των ανθρωποειδών, η οποία αναπτυσσόμενη μυθοπλαστικά, αιώνια λαμπρυνόμενη μεταφορικά, ολοκλήρωσε την πορεία της ανθρωπότητας προς την μη πραγματικότητα του φωτός, τον φαντασιακό χαρακτήρα όλων των πραγμάτων, σε ένα είδος παιχνιδιού που εκτελείται  από μακριά ανάμεσα στα άστρα που ξεχύνουν τον χώρο και την απεραντοσύνη τους και στις ιδιοφυΐες του δικού τους στήθους και αναμειγνύοντας με τους ουρανούς και τις κολάσεις μεγάλων δημιουργικών ομάδων. (περισσότερα…)

Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Μια επιστήμη εντελώς μυστήρια

*

Μετάφραση: Ευαγγελία Μουχρίτσα-Κατερίνα Φωτιάδου

Τί εννοούν οι οικονομικοί επιστήμονες με τον όρο οικονομία είναι στην καλύτερη περίπτωση μόνο στους ίδιους σαφές. Ο υπόλοιπος κόσμος τρέφει αμφιβολίες σχετικά με τις ιδέες τους και αναρωτιέται εάν η δουλειά τους μπορεί να χαρακτηριστεί καν επιστήμη. Ναι μεν έχουν στη διάθεσή τους ερευνητικά ινστιτούτα, πανεπιστημιακές έδρες και είναι επαγγελματικά αποκαταστημένοι, η δουλειά τους όμως λίγο έχει να κάνει με το πώς ο περισσότερος κόσμος, λ.χ. οι νοικοκυρές, οι συνταξιούχοι ή τα παιδιά, διαχειρίζονται τα του οίκου τους.

Οι οικονομολόγοι ασχολούνται κυρίως με πληθυσμιακά μακρομεγέθη και επεξεργάζονται τεράστιες ποσότητες στατιστικών δεδομένων. Οι περισσότεροι είναι προσκολλημένοι σε ένα παράδοξο κουβάρι από θεωρίες που, για όποιον εκάστοτε λόγο, περνιούνται για νεοκλασικές. Όποιος τους ακούει με προσοχή, μεταφέρεται σε έναν κόσμο ειδυλλιακό, με γνωρίσματα παραμυθιού. Έκπληκτος μαθαίνει πως η αγορά, αδήριτα, παρά τις όποιες διακυμάνσεις, τείνει προς την εξισορρόπηση. Είναι αποτελεσματική, αυτοδιορθούμενη και αυτοβελτιούμενη και όσοι μετέχουν σε αυτήν φέρονται απολύτως ορθολογικά. Αυτές οι τοποθετήσεις θεωρούνται αυτονόητες, παρότι πρόκειται για απλές εικασίες, αναπόδεικτες ή και μη αποδείξιμες καν.

Αφότου ο κομμουνισμός, πρόωρα, μας άφησε χρόνους, η νεοκλασική θεωρία αυτοπροβλήθηκε ως υποκατάστατο της χαμένης ουτοπίας. Παρότι μάλλον ισχνή στο παρουσιαστικό της, δεν τσιγκουνεύτηκε τις εξαγγελίες ούτε της έλειψαν οι θιασώτες. Τράφηκε, κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα, με υπερεκλεπτυσμένα μαθηματικά μοντέλα διαχείρισης κινδύνων. Οι οικονομικοί επιστήμονες δε δίστασαν να κάνουν προβλέψεις για το μέλλον και το γεγονός ότι γελοιοποιούνταν κατά κανόνα με τις προγνώσεις τους δεν τους έκανε ποτέ να αμφιβάλλουν σχετικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το σινάφι θα ήταν απαλλαγμένο από αμείλικτους εσωτερικούς και παραταξιακούς αγώνες, σαν αυτούς που δίνουν και παίρνουν και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους. Οι κεϋνσιανοί και οι μονεταριστές αγωνίζονται εδώ και δεκαετίες για την ερμηνευτική πρωτοκαθεδρία. Ένας αναλυτής χρηματιστηρίου δεν θα ήθελε επ’ ουδενί να τον συγχέουν με έναν θεμελιώδη αναλυτή ή με έναν ερευνητή των κυκλικών διακυμάνσεων. Εσχάτως μάλιστα κάποιοι οικονομολόγοι ανακάλυψαν ότι στην κλασική θεωρία οι περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζονται μόνο ως αφηρημένα μεγέθη. Με αυτή τη λογική συρρικνώνονται στον εκάστοτε ρόλο τους. Είναι είτε μισθωτοί είτε καταναλωτές είτε ασφαλισμένοι είτε επενδυτές είτε μέτοχοι είτε επιχειρηματίες είτε αποταμιευτές και στον καθένα από αυτούς τους ρόλους ένα πράγμα έχουν στο νου τους: στόχος τους είναι να μεγιστοποιήσουν το οικονομικό τους κέρδος και τίποτε άλλο.

Κι όμως κάποιοι κλασικοί από το παρελθόν ήταν ήδη πολύ πιο μπροστά. Πόρρω απείχαν από την ιδέα ότι οι οικονομικές αποφάσεις βασίζονται σε rational choice. Από το 1714, στον Μύθο των Μελισσών ο Μπέρναρντ Μάντεβιλ διατείνεται ότι ακριβώς τα ιδιωτικά πάθη, όπως η απάτη, η χλιδή και η έπαρση, είναι αυτά που επιτρέπουν τη σώρευση του δημόσιου πλούτου. Και ο Άνταμ Σμιθ, λιγότερο πολεμικός, τον ακολούθησε με την περιβόητη εικόνα της «αοράτου χειρός», η οποία τάχα θα εξισορροπούσε τη δράση του μεμονωμένου ατόμου και θα την έτρεπε στο γενικό καλό.

Για όλα αυτά η επικρατούσα κλασική διδασκαλία δεν ήθελε να ακούει λέξη. Ωστόσο εδώ και λίγο καιρό δέχεται πιέσεις από μια νέα τάση. Η συμπεριφοριστική οικονομία εντόπισε σε αυτό το σημείο ένα χαίνον κενό. Θα ήθελε να διερευνήσει, γιατί η διαγωγή των ανθρώπων δεν είναι έτσι, όπως νομίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Ναι μεν απομακρύνθηκε από το δόγμα του έλλογου homo oeconomicus, όχι όμως και από τη φιλοδοξία να κατασκευάζει, κατά το δυνατόν, τα δικά της μοντέλα. Με αυτή την πρόθεση καταφεύγει άλλοτε σε μαζικά πειράματα, δοκιμασίες και ερωτηματολόγια και άλλοτε σε μαθηματικές μεθόδους, όπως η θεωρία παιγνίων ή σε θεωρήματα εξελικτικής βιολογίας ή της κοινωνικής ψυχολογίας.

Αν, έτσι όμως, παίρνει καν μυρωδιά το μυστηριώδες φέρσιμο των νοερών «οικονομικών υποκειμένων» είναι ζήτημα. Η ματαιοδοξία να μιμηθεί τις ακριβείς επιστήμες οδηγεί στο σημείο να προβάλλονται οι άνθρωποι μέσα στους υπολογισμούς της απλώς ως στατιστικά φαντάσματα. Η αγάπη των καημένων των ερευνητών για το αφηρημένο τους βάζει μονίμως τρικλοποδιές. Είναι προφανές ότι τόσο οι ίδιοι, όσο και οι άνθρωποι που εξετάζουν, δυσκολεύονται να βγουν από το πετσί τους. (περισσότερα…)