Γερμανία

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους στην ειδική στήλη που εγκαινιάζουμε σήμερα, έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

Παναγιώτης Κονδύλης

Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»
και οι γερμανικές προοπτικές

Το ζήτημα των μελλοντικών γερμανικών προοπτικών δεν μπορεί να συζητηθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα του λεγόμενου «ξεχωριστού δρόμου» των Γερμανών κατά το παρελθόν. Άλλωστε, οφείλουμε να αποδεχθούμε μια κάποια συνάφεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος άσχετα από το πώς ερμηνεύουμε τον όρο «ξεχωριστός δρόμος», έστω δηλαδή κι αν δηλώνουμε με αυτόν απλώς και μόνο εκείνη την ιστορική πορεία που ακολούθησαν άπαξ και υπό το κράτος της ανάγκης οι Γερμανοί και η οποία τους οδήγησε στις σημερινές συνθήκες θέτοντας συγχρόνως το πλαίσιο της μελλοντικής τους δράσης.

Καθώς σήμερα η έννοια του γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά, το ζήτημα της συνάφειας μεταξύ γερμανικού παρελθόντος και μέλλοντος δεν τίθεται μόνο με ιστορική αλλά και με πολιτική πρόθεση. Έχουμε επομένως να κάνουμε εδώ με μια εργαλειοποίηση της αντίληψης εκείνης που παρουσιάζει τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» ως αδιέξοδο και παραπλανητικό, εργαλειοποίηση που υποκινείται από όσους επιδιώκουν να στρέψουν τις γερμανικές προοπτικές προς συγκεκριμένη, κανονιστικά καθορισμένη κατεύθυνση. Έτσι οι προοπτικές αυτές επηρεάζονται πράγματι από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» – όχι όμως από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» με την αντικειμενική ιστορική έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά από τη θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» που αποτελεί πολιτικό όπλο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» θα μπορούσε να έχει διαφορετική επίδραση. Γιατί, όπως δείχνει η αναδρομή στην ιστορία του όρου, όλες οι εκδοχές της είχαν εξαρχής πολεμικά κίνητρα και γίνονταν αντίστοιχα αντιληπτές. Όμως ως καθαρή πολεμική η θεωρία αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον αν μέσω της επιστημολογικής και ιστορικής κριτικής αποκτήσουμε επίγνωση του γεγονότος ότι οι θεμελιώδεις παραδοχές της είναι αβάσιμες.

Προτού επιχειρήσουμε αυτή την κριτική στα στενά περιθώρια που έχουμε εδώ στη διάθεσή μας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η θέση περί γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» δεν είχε πάντοτε τη σημερινή αρνητική χροιά και ότι η θετική εκδοχή της, όπως και η αρνητική, είχε τις καταβολές της τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η θετική εκδοχή υπήρξε η αρχική και μπορούμε να την ανιχνεύσουμε ήδη στις αποφάνσεις εξεχόντων Γερμανών στοχαστών του 18ου αιώνα, με τις οποίες ζητούσαν να περιγράψουν την ειδοποιό διαφορά του γερμανικού πνεύματος έναντι της «Δύσης» και να συνεισφέρουν έτσι στη διάπλαση της γερμανικής εθνικής συνείδησης. Μπορούμε να καταρτίσουμε έναν μακρύ κατάλογο ονομαστών συγγραφέων που εγκωμιάζουν σε υψηλότατους τόνους την εν μέρει φιλοσοφική και μεταφυσική, εν μέρει αισθητική και παιδευτική υπεροχή των προϊόντων της γερμανικής σκέψης απέναντι στον «ρηχό» δυτικό Διαφωτισμό. Οι φρικαλεότητες της περιόδου της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση ερμηνεύθηκαν συχνά ως αναγκαίο επακόλουθο του Διαφωτισμού αυτού του είδους και φάνηκε να επιβεβαιώνουν την αυτάρεσκη αντίληψη ότι η υψηλότερου επιπέδου παιδεία τους προστάτευσε τους Γερμανούς από τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Όσοι Γερμανοί μετά το 1750 περίπου εξέφρασαν τέτοιες απόψεις για τη «Δύση», και προ πάντων για τους Γάλλους γείτονες, ήταν συνήθως λόγιοι με φιλελεύθερο και ουμανιστικό φρόνημα, που όμως εμπρός στην τότε συγκεχυμένη πολιτική κατάσταση του γερμανικού έθνους δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μια εθνική ταυτότητα παρά μόνο στο πολιτισμικό πεδίο και με τη σχηματική περιχαράκωση έναντι ενός γείτονα, του οποίου η ακτινοβολία και ο πλούτος τούς γεννούσε ανάμικτα συναισθήματα. Για τους λόγους αυτούς, θα ήταν εσφαλμένο και άδικο να δούμε στις δηλώσεις τους εκείνες έναν κακό οιωνό και να παραγνωρίσουμε εντελώς ανιστόρητα τον ψυχολογικό και ιδεολογικό μηχανισμό, μέσα από τον οποίο συντελείται η αποκρυστάλλωση κάθε εθνικής συνείδησης. Εξάλλου, σχεδόν κανείς δεν παρεξηγούσε τότε τη στάση αυτή των Γερμανών. Καθώς η ξηρά και η θάλασσα ήταν υπό την κυριαρχία άλλων, παραχωρήθηκε ευχαρίστως στους Γερμανούς, όπως το είχε κατανοήσει ήδη ο μεγάλος ποιητής, η βασιλεία των ουρανών, δηλαδή το βασίλειο ενός πολιτισμού χτισμένου πάνω σε ιδέες και ιδεώδη, ενώ τους αναγνωρίστηκε μετ’ επαίνων το προβάδισμα στους μακράν της πολιτικής τομείς. Μάλιστα, την αυτοεκτίμηση των Γερμανών λογίων και καλλιτεχνών τη συμμερίζονταν ευρέα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και τη γερμανική θετική εκδοχή της θεωρίας του «ξεχωριστού δρόμου» ήρθε από νωρίς να συνδράμει μια άλλη, προερχόμενη από το εξωτερικό. Γάλλοι και Άγγλοι θιασώτες των ρομαντικών-αντεπαναστατικών ιδεών εξιδανίκευαν τους Γερμανούς, επειδή τάχα έμειναν αμόλυντοι από την επιρροή του «ρηχού» διαφωτισμού και την καπιταλιστική μέθη, μένοντας πιστοί στα όσια και ιερά. Ο θαυμασμός για τις γερμανικές επιδόσεις στα πεδία των κλασσικών γραμμάτων αλλά και των φυσικών επιστημών ήρθε αργότερα να συνοδεύσει αυτές τις συμπάθειες και ο λόγος για τον «λαό των Στοχαστών και των Ποιητών» έγινε παροιμιώδης. (περισσότερα…)

Advertisement

Πόλεμος στην Ουκρανία – Πού βαδίζει η ΕΕ;

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Η αναζωογόνηση του, κατά Μακρόν, «εγκεφαλικά νεκρού ΝΑΤΟ», και κατά συνέπεια η ενδυνάμωση του ατλαντισμού (σχέσεις και δεσμοί ΗΠΑ-ΕΕ) έχει τονισθεί δεόντως από ακαδημαϊκούς και αναλυτές των διεθνών σχέσεων, μάλιστα πολλές φορές και με τρόπο πανηγυρικό, ως τη βασικότερη αρνητική συνέπεια για τη Ρωσίας από τότε που εισέβαλλε στην Ουκρανία.

Αυτό εκφράστηκε με την επαναδραστηριοποίηση των ΗΠΑ, αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου στην περιοχή της ευρωπαϊκής ακτής της Ευρασίας. Αποκορύφωμα βεβαίως ήταν οι αιτήσεις δύο «ανεξάρτητων» χωρών της Σκανδιναβικής χερσονήσου, Σουηδίας και Φιλανδίας, να γίνουν και τυπικά μέλη του ΝΑΤΟ.

Συγχρόνως, και στον αντίποδα αυτών των εξελίξεων, ο τερματισμός των φιλοδοξιών περί ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας είναι εμφανής διά γυμνού οφθαλμού. Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον συνεχιζόμενο πόλεμο, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τουλάχιστον συνάγεται με τα μέχρι τώρα εξελίξεις, έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους στις ΗΠΑ, να αποφασίζουν για λογαριασμό τους και στο όνομά τους, για τις απαιτούμενες δράσεις, διαμέσου του ΝΑΤΟ. (περισσότερα…)

«Δεν υπάρχει λόγος πανικού!»

Germany Carnival

~.~

ΠΩΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΜΜΕ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΕΞΩΡΑΪΖΑΝ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΕΠΙ ΜΗΝΕΣ

Του ΓΕΝΣ ΜΠΕΡΓΚΕΡ 

Όλες αυτές τις τελευταίες εβδομάδες στη Γερμανία, οι μεγάλες εφημερίδες και οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες ενημέρωσης της χώρας με την ειδησεογραφία τους για τον κορωνοϊό λειτούργησαν ως φερέφωνο της κυβέρνησης Μέρκελ. Κριτική είδαμε σε δόσεις που θυμίζουν ομοιοπαθητική θεραπεία και οι ειδήμονες που καλούνται εκάστοτε να τοποθετηθούν επιλέγονται με κύριο κριτήριο αν ακολουθούν τη γραμμή της καγκελαρίου ή όχι. Έχοντας αυτά κατά νου, ας ρίξουμε μια ματιά στα όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τον κορωνοϊό τον Γενάρη και τον Φλεβάρη που μας πέρασαν. Ήδη τότε τα κυρίαρχα ΜΜΕ ευθυγραμμίζονταν με την επίσημη γραμμή της κυβέρνησης Μέρκελ· μόνο που τότε αυτή η γραμμή ήταν διαφορετική.

9 Ιανουαρίου
Το περιοδικό Spiegel  κάνει λόγο πρώτη φορά για μια «μυστηριώδη νόσο των πνευμόνων», η οποία σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. φέρεται να ξεκίνησε από την κινεζική επαρχία Γιουχάν και παρουσιάζει ομοιότητες με τους ιούς Sars και Mers.

Ασιατικά κράτη όπως η Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, η Νότια Κορέα, η Ταϊλάνδη και οι Φιλιππίνες βάζουν ήδη από τότε σε καραντίνα τους επιβάτες από την Κίνα και προχωρούν σε ελέγχους για συμπτώματα της νόσου στα αεροδρόμια. Να σημειωθεί ότι τέτοιοι έλεγχοι δεν γίνονται στη Γερμανία ούτε σήμερα.

11 Ιανουαρίου
Το Spiegel αναφέρει τον πρώτο θάνατο από τη «μυστηριώδη νόσο των πνευμόνων» στην επαρχία Γιουχάν.

16 Ιανουαρίου
Κινέζα εργαζόμενη στην εταιρεία Webasto της Σαγκάης δέχεται επίσκεψη από τους γονείς της από τη σφοδρά πληττόμενη από τον κορωνοϊό επαρχία Γιουχάν.

19-23 Ιανουαρίου
Η ίδια εργαζόμενη επισκέπτεται τα κεντρικά της εταιρείας, στο Στόκντορφ της Βαυαρίας. Δεν έχει εκδηλώσει ακόμη συμπτώματα της νόσου και συμμετέχει σε ένα σεμινάριο μαζί με έναν τριαντατριάχρονο συνάδερφό της από το Κάουφερινγκ. Κατά τη διάρκεια της διαμονής της εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα και στις 23 Ιανουαρίου επιστρέφει με πυρετό στη Σαγκάη.

20 Ιανουαρίου
Εν τω μεταξύ, διάφορες χώρες εφαρμόζουν ελέγχους στα αεροδρόμια. Πλέον και στις ΗΠΑ θερμομετρούνται οι επιβάτες που επιστρέφουν από τη Γιουχάν.

21 Ιανουαρίου
Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας της Γερμανίας εκτιμά τον κίνδυνο ως “πολύ μικρό”. Υπάρχει ωστόσο ένας ιολόγος με αντίθετη άποψη. Ο Κρίστιαν Ντρόστεν [ο επιδημιολόγος που σήμερα έχει τον ρόλο του Σωτήρη Τσιόδρα στη Γερμανία, σ.τ.μ.]  προειδοποιεί στη Γερμανική Ραδιοφωνία: «Θα έχουμε και στη Γερμανία τέτοια περιστατικά και οι γερμανικές κλινικές πρέπει να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση αυτών των ασθενών». Η προειδοποίησή του δεν εισακούστηκε.   

Όταν, εβδομάδες αργότερα, άρχισαν να καταφθάνουν στα γερμανικά νοσοκομεία τα κύματα ασθενών με κορωνοϊό, εξακολουθούσε να λείπει ο βασικός εξοπλισμός ατομικής προστασίας, ενώ ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό δεν είχε λάβει αντίστοιχη εκπαίδευση. Και η διορατικότητα του Ντρόστεν, όμως, δεν ήταν αλάνθαστη. Κι εκείνος υποτίμησε τον κίνδυνο του ιού: «δεν φαίνεται να είναι τόσο θανατηφόρος.»

23 Ιανουαρίου
Η Κίνα αποκλείει την Γιουχάν στέλνοντας πέντε εκατομμύρια πολίτες σε καραντίνα. Ο ομοσπονδιακός υπουργός υγείας της Γερμανίας Γεν Σπαν δηλώνει στο κανάλι RTL ότι «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας κι αχρείαστου συναγερμού». Στο δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης ζητά να γίνει η «σωστή εκτίμηση», καθώς η πορεία της νόσου στην Κίνα αποδεικνύεται ηπιότερη εκείνης της εποχικής γρίπης στη Γερμανία. Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών εκτιμά τον κίνδυνο για τους επιβάτες προς Γιουχάν ως «ήπιο».

24 Ιανουαρίου
Το Γερμανικό Πρακτορείο Τύπου (dpa) βρίσκει στο πρόσωπο του καθηγητή Όλιβερ Βίτσκε, Διευθυντή της Λοιμωξιολογικής Κλινικής και του Κέντρου Λοιμωξιολογίας της Δυτικής Γερμανίας του Πανεπιστημίου του Έσσεν, τον ειδικό που θα επιβεβαιώσει τη δήλωση του υπουργού Σπαν. Ο καθηγητής Βίτσκε δηλώνει στο Πρακτορείο Ειδήσεων: «θεωρώ την πιθανότητα εμφάνισης μεγάλου αριθμού περιστατικών στην Ευρώπη ή στη Γερμανία πολύ περιορισμένη».

25 Ιανουαρίου
Στη Γαλλία επιβεβαιώνονται τα τρία πρώτα κρούσματα του κορωνοϊού. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) θεωρεί πιθανή την εμφάνιση περαιτέρω κρουσμάτων στην Ευρώπη.

27 Ιανουαρίου
Ο Λόταρ Βήλερ, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ [του κορυφαίου επιδημιολογικού θεσμού της Γερμανίας, σ.τ.μ.] περιγράφει στην κρατική τηλεόραση τον κίνδυνο για το γερμανικό πληθυσμό ως «πολύ περιορισμένο». Η εκπρόσωπος του Ινστιτούτου, Σουζάνε Γκλασμάχερ, επιβεβαιώνει αυτήν την εκτίμηση στο Ράδιο Ένα και συγκρίνει τη νέα νόσο με τη γρίπη: «είναι κάτι το διαφορετικό», «ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως αφορά συγκεκριμένες ομάδες υψηλού κινδύνου του πληθυσμού». Τη χρονική εκείνη στιγμή ήδη πολυάριθμες έρευνες στην Κίνα επιβεβαιώνουν την επικινδυνότητα της νόσου –η οποία σύντομα θα ονομαστεί Covid-19 και θα λάβει θλιβερές διαστάσεις– για συγκεκριμένες ομάδες υψηλού κινδύνου.

28 Ιανουαρίου
Καθώς οι κινεζικές αρχές ενημερώνουν τις γερμανικές για την ασθένεια της εργαζόμενης στην εταιρεία Webasto, έχουμε στην επαρχία Στάρνμπεργκ το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στη Γερμανία. Αρχές και ιατρικό προσωπικό κάνουν λόγο για υστερία. Το στέλεχος της Κλινικής Φράιζινγκερ, δρ Κρίστιαν Φήντλερ, δηλώνει στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung ότι ο ιός «δεν είναι και τόσο μεταδοτικός» σε σύγκριση για παράδειγμα με τον ιό της γρίπης. Για το δε Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ, ο κίνδυνος «παραμένει μικρός». Σε τελική ανάλυση, μπορεί κανείς να προστατευτεί –σύμφωνα με τον Λόταρ Βήλερ– «όπως και στη γρίπη», με την τήρηση αποστάσεων και το φτέρνισμα στον αγκώνα. Ούτε και ο Γερμανός υπουργός υγείας Σπαν βλέπει «λόγους ιδιαίτερης ανησυχίας». Το Σπήγκελ σιγοντάρει τον υπουργό: «Η γρίπη έχει χιλιάδες θύματα στη Γερμανία, ενώ ο κορωνοϊός μέχρι στιγμής ούτε ένα».

Και η εφημερίδα Welt, όμως ξέρει «ότι δεν θα έρθει η Συντέλεια». «Η επικινδυνότητα του κορωνοϊού δεν συγκρίνεται με εκείνην του Sars που πριν δεκαεφτά χρόνια στοίχισε τη ζωή σε οχτακόσιους ανθρώπους», εξάλλου «ο νέος ιός δεν έχει παρά μια θνησιμότητα της τάξης μόνο (sic!) του τέσσερα τοις εκατό». Ο συντάκτης του άρθρου, βέβαια, έχει κατανόηση για τα θύματα του πανικού. Στο κάτω κάτω, «η διαχείριση των πιθανοτήτων δεν είναι από τα δυνατά σημεία του ανθρώπινου είδους. Απ’ ό,τι φαίνεται, η φυσική εξέλιξη δεν προέβλεπε μια τέτοια αρετή για τον Homo sapiens».

29 Ιανουαρίου
Η Lufthansa ακυρώνει όλες τις πτήσεις προς Κίνα. Επίσημη εντολή ή προτροπή από την πλευρά της κυβέρνησης δεν υπήρξε, ωστόσο, ποτέ.

Η Ουλρίκε Πρότσερ, διευθύντρια του Ινστιτούτου Κλινικής Ιολογίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου, καθώς και του Κέντρου Χέλμχολτς του Μονάχου, επικροτεί ως ειδήμων τη γραμμή της κυβέρνησης στην Welt: «Δεν λέω, η εμφάνιση μιας νέας νόσου έχει κάτι το εντυπωσιακό, όταν όμως συγκρίνει κανείς τις συνέπειές της στον ευρύτερο πληθυσμό με εκείνες της ετήσιας γρίπης, διαπιστώνει μεγάλη διαφορά. Μάλλον κάποιοι προσπαθούν να κάνουν θόρυβο.» Την προοπτική της ευρείας εξάπλωσης του κορωνοϊού στη Γερμανία, η Πρότσερ την θεωρεί λίγο πιθανή. «Είμαστε καλά προετοιμασμένοι ώστε να ταυτοποιούμε τάχιστα και να απομονώνουμε τους ασθενείς, περιορίζοντας έτσι την εξάπλωση του ιού.»

30 Ιανουαρίου
Ο Π.Ο.Υ. κηρύσσει κατάσταση υγειονομικής έκτακτης ανάγκης λόγω κορωνοϊού. Στην Ευρώπη αυξάνουν οι μαρτυρίες ότι τα μέσα ατομικής προστασίας και συγκεκριμένα οι προστατευτικές μάσκες προσώπου έχουν εξαντληθεί στο εμπόριο. Παρ’ όλα αυτά, ο υπουργός  Σπαν θεωρεί το σύστημα υγείας της χώρας του «καλά προετοιμασμένο» και συγκρίνει τον ιό Covid-19 για άλλη μια φορά –αυτή τη φορά συνομιλώντας στο τωκ-σόου της Μαϊμπρίτ Ίλνερ– με τη γρίπη, συνιστώντας ψυχραιμία. Τη στάση του υπουργού στηρίζει ο ερευνητής Όρτβιν Ρένν στην εφημερίδα FAZ, θεωρώντας «υπερβολικό τον ντόρο γύρω από τον κορωνοϊό».

Παράλληλα με τις δηλώσεις του υπουργού Σπαν στην κρατική ZDF, και ο Γκέοργκ Ρέστλε στην εκπομπή του στην ARD καλεί σε ψυχραιμία, εκφράζοντας την έκπληξή του για τον υπέρμετρο ζήλο των συναδέρφων του. «Παρεμπιπτόντως, η είδηση για το θάνατο έξι χιλιάδων ανθρώπων στο Κογκό από ιλαρά είδε το φως της δημοσιότητας σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνην για τον κορωνοϊό, ελάχιστοι όμως την έλαβαν υπόψη». Σε μαγνητοσκοπημένο μήνυμά του, ο καθηγητής Έγκμπερτ Τάνιχ του Ινστιτούτου Μπέρνχαρντ Νόχτ για τις Τροπικές Ασθένειες εμφανίζεται έκπληκτος: «Μας εκπλήσσει η προβολή και οι διαστάσεις που δίνονται στο θέμα. Εξάλλου, διαβλέπεται ήδη ότι η επικινδυνότητα του ιού είναι σημαντικά μικρότερη εκείνης που αρχικά αναμενόταν.»

1 Φεβρουαρίου
Στο Σπήγκελ ο ειδήμων της οικονομίας Χέρμαν-Γιόζεφ Τενχάγκεν δίνει επενδυτικές συμβουλές. Μακροπρόθεσμα συμφέρει να επενδύσει κανείς στο χρηματιστήριο στη μετοχή της MSCI World. Προς το παρόν δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους μακροπρόθεσμους επενδυτές. Λίγες ημέρες αργότερα, το MSCI World χάνει πάνω από το ένα τρίτο της αξίας του.

3 Φεβρουαρίου
«Σε σύγκριση με άλλες ασθένειες, ο κορωνοϊός δεν είναι τόσο επίφοβος», ισχυρίζεται στην ηλεκτρονική της πλατφόρμα η κρατικἠ ARD, επαναλαμβάνοντας τη θέση της κυβέρνησης και των ειδημόνων της. Το κλείσιμο των συνόρων δεν είναι αποτελεσματική προφύλαξη. Αργότερα, η ίδια πλατφόρμα θα μιλάει για τα αποτελεσματικά “μέτρα” που ελήφθησαν.

5 Φεβρουαρίου
Το περίφημο οικονομικό Ινστιτούτο IFO εκτιμά ότι ο κορωνοϊός δεν θα επηρεάσει τη γερμανική οικονομία.

6 Φεβρουαρίου
Η SZ ανακαλύπτει άλλον έναν ειδικό που υποτιμά την επικινδυνότητα του ιού. «Ο κορωνοϊός δεν είναι σε καμία περίπτωση πιο επικίνδυνος από τον ιό της γρίπης», διατείνεται ο Κλέμενς Βέντνερ, επικεφαλής λοιμωξιολόγος της Κλινικής Σβάμπινγκ του Μονάχου. «Σε αντίθεση με τον ιό της γρίπης που στοιχίζει τη ζωή ετησίως σε εκατοντάδες χιλιάδες, η πιθανότητα νόσησης από κορωνοϊό είναι εδώ στη Γερμανία πολύ περιορισμένη.» Ο γιατρός δεν θεωρεί πιθανή την ανάλογη εξάπλωση του κορωνοϊού και την εκδήλωση πανδημίας σε Γερμανία και Ευρώπη όπως στην Κίνα. Μία ημέρα αργότερα, ο γιατρός επαναλαμβάνει την ίδια εκτίμηση στη Ραδιοφωνία της Βαυαρίας: «δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερα επικίνδυνη νόσο, ο κορωνοϊός δεν είναι σε καμία περίπτωση πιο επικίνδυνος από τον ιό της γρίπης».

7 Φεβρουαρίου
Πλέον και ο Π.Ο.Υ. προειδοποιεί για τις ελλείψεις εξοπλισμού ατομικής προστασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα περάσει ένας μήνας ώσπου η Γερμανία να λάβει υπόψη της αυτήν την προειδοποίηση και να αρχίσει να αναζητά μάσκες και ποδιές για τους εργαζόμενους στο σύστημα υγείας.

9 Φεβρουαρίου
Η Κίνα αποστέλλει χιλιάδες γιατρούς στην αποκλεισμένη περιοχή της Γιουχάν κι εντείνει τα ούτως ή άλλως αυστηρά μέτρα προστασίας στην υπόλοιπη χώρα.

12 Φεβρουαρίου
Τώρα μόνο ξυπνάει σιγά-σιγά και το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ και ψελλίζει ότι ο κορωνοϊός μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα σε διεθνές επίπεδο. «Σύμφωνα με τις διεθνείς εξελίξεις, είναι πιθανό να προκληθεί μια παγκόσμια εξάπλωση του ιού με τη μορφή πανδημίας», δηλώνει τώρα στην αναφορά του. Ο υπουργός υγείας επιμένει όμως ότι η θερμομέτρηση των επιβατών στα αεροδρόμια δεν είναι απαραίτητη. Η απαγόρευση εισόδου στη χώρα των επιβάτες από πληγείσες περιοχές θα τεθεί σε εφαρμογή μόνο δυο μήνες αργότερα, στις 15 Απριλίου.

13 Φεβρουαρίου
Πλέον και οι υπουργοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανησυχούν για ελλείψεις φαρμάκων και προστατευτικού ρουχισμού. Ο Λόταρ Βήλερ, σε συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία δεν διαβλέπει τέτοιο κίνδυνο: «Είμαστε καλά προετοιμασμένοι και σε θέση να περιορίσουμε τον κορωνοϊό.»

14 Φεβρουαρίου
Το Γερμανικό Πρακτορείο Τύπου καλεί τον ειδήμονα Όλιβερ Βίτσκε να εκτιμήσει εκ νέου την κατάσταση. «Ο κίνδυνος μόλυνσης από τον κορωνοϊό είναι μικρός στη Γερμανία». Για το καρναβάλι λέει ότι «δεν ανησυχεί περισσότερο από τις προηγούμενες χρονιές».

15 Φεβρουαρίου
Στους εορτασμούς του καρναβαλιού στο Γκάνγκελτ της επαρχίας Χάινσμπεργκ, ένας άνδρας-φορέας του ιού τον μεταδίδει σε αρκετούς καρναβαλιστές. Μία μέρα αργότερα προσέρχεται στο νοσοκομείο στο Έρκελεντς με συμπτώματα πυρετού και βήχα, αλλά την ίδια μέρα τού επιτρέπεται να επιστρέψει στο σπίτι. Εννιά μέρες αργότερα, Καθαρά Δευτέρα, επιστρέφει στο νοσοκομείο –αυτή τη φορά με βαριά συμπτωματολογία– όπου και ελέγχεται για Covid-19. Το θετικό αποτέλεσμα ανακοινώνεται μετά την Καθαρά Δευτέρα. Μέχρι τις 23 Απριλίου έχουν ταυτοποιηθεί στην επαρχία Χάινσμπεργκ χίλια εξακόσια πέντε κρούσματα και πενήντα εφτά θάνατοι από τον κορωνοϊό.

17 Φεβρουαρίου
Ο αριθμός των κρουσμάτων στην Κίνα ξεπερνά τις εβδομήντα χιλιάδες, φτάνει όμως στο αποκορύφωμά του, στη συνέχεια σταδιακά θα πέφτει. Με την εφαρμογή αυστηρών μέτρων, η Κίνα φαίνεται να θέτει την πανδημία υπό έλεγχο. Όποιος όμως καταφτάνει στη Γερμανία από την Κίνα δεν ελέγχεται καν για πυρετό.

19 Φεβρουαρίου
Λίγο πριν την Καθαρά Δευτέρα το κέφι των καρναβαλιστών χτυπάει κόκκινο: «Αν σκεφτεί κανείς ότι πολλοί περισσότεροι υποφέρουν από την απλή γρίπη απ’ ό,τι από τον κορωνοϊό, δεν ανησυχώ καθόλου. Και αυτήν την Καθαρά Δευτέρα θα ανταλλάξουμε τα πατροπαράδοτα φιλιά, ώσπου να ’ρθει ο γιατρός», δηλώνει ο Χόλγκερ Κιρς, επικεφαλής του Καρναβαλιού της Κολωνίας, στην εφημερίδα SZ.

23 Φεβρουαρίου
Μετά τους πρώτους θανάτους από κορωνοϊό, η Ιταλία Θέτει σε καραντίνα ολόκληρες πόλεις. Το Καρναβάλι της Βενετίας τερματίζεται πρόωρα.

24 Φεβρουαρίου
Καθαρά Δευτέρα. Τα νέα κρούσματα κορωνοϊού στην Κίνα μειώνονται δραστικά.

25 Φεβρουαρίου
Στη Βάδη-Βυτεμβέργη και τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία [τις κατ’ εξοχήν καρναβαλικές περιοχές της Γερμανίας, σ.τ.μ.] επιβεβαιώνονται τα πρώτα κρούσματα κορωνοϊού. Ακολουθεί ιχνηλάτηση επαφών στο εσωτερικό της χώρας χωρίς περαιτέρω δυνατότητα εξακρίβωσης.

26 Φεβρουαρίου
Πρώτη Τετάρτη της Σαρακοστής. Σε συνέντευξη τύπου ο υπουργός  υγείας Γενς Σπαν παραδέχεται πλέον ότι «βρισκόμαστε στην αρχή μιας επιδημίας από κορωνοϊό». Ο συνάδελφός του στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία επιχειρεί να καθησυχάσει τους πολίτες: «Μιλάμε για θνησιμότητα της τάξης μόνο (sic!) του δύο τοις εκατό».

27 Φεβρουαρίου
Στο κανάλι n-tv εξηγούν ειδικοί «γιατί είναι περιττός ο πανικός για τον κορωνοϊό».
Σύμφωνα με τον ιολόγο Γιόνας Σμιτ-Χανασίτμ «πρόκειται για ελαφριά νόσο, κάτι σαν το συνάχι, το ξεπερνά κανείς εύκολα». Αλλά και ο Ρενέ Γκότσαλκ, Διευθυντής της Υπηρεσίας Υγείας της Φρανκφούρτης, μιλάει για συνάχι: «Το να απομονώνεις κάποιον για δεκατέσσερις μέρες για μια ασθένεια που περνάει σαν το συνάχι είναι εντελώς παρατραβηγμένο

Στις 27 Φεβρουαρίου επιβαιώνονται δέκα κρούσματα της νόσου στη Γερμανία και ξεκινά η φάση εκθετικής αύξησης.

Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α

Η μείωση των νέων κρουσμάτων στη Γερμανία ξεκινά μόνο μετά τις 16 Μαρτίου αφού πρώτα λαμβάνονται οι πρώτες δέσμες “μέτρων”. Ώς τις 23 Απριλίου είχαν επιβεβαιωθεί 150.000 κρούσματα Covid-19, από τα οποία οι 47.000 με συμπτώματα. Η νόσος που, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, «περνάει σαν το συνάχι» στοίχισε τη ζωή σε 5.316 ανθρώπους και, σε σύγκριση με άλλες χώρες, η Γερμανία στάθηκε τυχερή. Αν ο –άγνωστος έως τότε– „Super-Spreader“ δεν είχε πάει για σκι στο Ισγκλ, αλλά στο Καρναβάλι της Κολωνίας, τα νούμερα θα ήταν διαφορετικά. Εξίσου δραματικές είναι και οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, οι διαστάσεις των οποίων είναι δύσκολο να εκτιμηθούν αυτή τη στιγμή. Όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν αποτραπεί αν είχαν ληφθεί εγκαίρως υπόψη τα γεγονότα στην Κίνα, αλλά και το παράδειγμα χωρών όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν ή η Σιγκαπούρη. Αλλά γιατί να φέρει κανείς τα πάνω κάτω για ένα “συνάχι”;

Οι ελλείψεις της άνοιξης πρέπει άμεσα να καλυφθούν. Δεν είναι μόνο η πολιτική που απέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Το ίδιο ισχύει και για τα ΜΜΕ, όπως αποδείχθηκε. Δίχως ίχνος κριτικής σκέψης αναμάσησαν την επίσημη γραμμή εφησυχασμού της κυβέρνησης και φρόντισαν να τη στηρίξουν με δηλώσεις ειδικών. Σήμερα έχουν κάνει στροφή 180 μοιρών. Εξακολουθούν να αναμασούν την (νέα πλέον) επίσημη γραμμή της κυβέρνησης· απλώς οι ειδικοί που καλούν έχουν τώρα άλλα ονόματα.

Πηγή: NachDenkSeiten, 23. 4. 2020

Μετάφραση: Μπερλίνα Δραπανιώτου

O Jens Berger είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας πολυσυζητημένων στη Γερμανία ερευνητικών έργων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα μπεστ-σέλλερ Der Kick des Geldes (2015) και Wem gehört Deutschland? (2014). Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του NachDenkSeiten,  ιστοτόπου εναλλακτικής κριτικής δημοσιογραφίας. 

Κώστας Κουτσουρέλης, Έλληνες και Γερμανοί

 

ell-ger

 

Σχόλια σε μια δύσκολη σχέση

ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΜΕ για στερεότυπα, να εκλαμβάνουμε τη λέξη αποκλειστικά στην κακόσημη, την αρνητική έννοιά της. Έτσι, στερεότυπο αποκαλούμε τον λόγο τον φτωχό, τον αδιαφοροποίητο, τον μηχανικό και γι’ αυτό ευάλωτο στην προκατάληψη και την μεροληψία. Αντιθέτως, ο λόγος κατά των στερεοτύπων διεκδικεί για τον εαυτό του τα εύσημα του πλούσιου περιεχομένου και της διακριτικής ευαισθησίας, θέλει να ταυτίζεται με τον λόγο τον κριτικό κατ’ εξοχήν. (περισσότερα…)

Γράμμα από το Βερολίνο

Eikones-Gia-COVID19-4
Βερολίνο, 19.03.2020

Emprisonnement Raisonnable

Ὁ χοντρὸς ἡλικιωμένος ἄντρας κουνιέται πάνω στὸ μηχανάκι του, σὰν μικρὸ παιδὶ πάνω στὸ ἀλογάκι τοῦ λούνα-πάρκ. Δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ πρὸς τὰ ἐμπρός – μοιάζει ἀβοήθητος. Τὸ κρανοφόρο του σῶμα, τὸ φορτωμένο μὲ προμήθειες κορμί του, στέκει ἐστεμμένο μὲ δέκα, δώδεκα πακέτα χαρτιοῦ ὑγείας· στριμωγμένος ἀνάμεσα σὲ πυργίσκους ἀπὸ συσκευασίες χαρτιοῦ καὶ συσκευασμένα σὲ κονσέρβες τρόφιμα. Ἕνας πρόθυμος νὰ τὸν βοηθήσει περαστικὸς δίνει ὤθηση στὸν ἄντρα καὶ τὸ ταλαίπωρο μηχανάκι του, μπὰς καὶ ξεκινήσουν. Δίχως νἄχει διανύσει διαδρομὴ ἑνὸς μέτρου, πέφτει, πρῶτα στὸ πλάι κι ἔπειτα μὲ τὴν πλάτη. Κάπου ἐκεῖ τὸ βίντεο σταματᾶ.[1]

Τὰ δυὸ κορίτσια ποὺ βιντεοσκοποῦν τὸ περιστατικὸ μὲ τὸ κινητό τους, τηρῶντας φυσικὰ τὴ δέουσα ἀπόσταση, γελοῦν ὑστερικά. Γελῶ κι ἐγῶ λιγάκι, ἐξίσου ἀπὸ ἀπόσταση ἀσφαλείας, στὸ σπίτι μου, κοιτῶντας τὴν ὀθόνη τοῦ δικοῦ μου κινητοῦ τηλεφώνου. Ἀκόμα μπορῶ νὰ γελῶ, μιᾶς καὶ τὸ δίκτυο πιάνει, τὸ ψυγεῖο παραμένει γεμάτο καὶ ἀνὰ μία ὥρα ἐνημερώνομαι γιὰ τὶς τελευταῖες ἐξελίξεις σχετικὰ μὲ τὴν τρέχουσα κατάσταση, ὅπως ὅλοι ἄλλωστε. Ἐνῶ ὁρισμένες κυνικὲς φωνὲς λένε ὅτι ἐπιτέλους κάτι συμβαίνει, ἐνῶ οἱ οἰκονομολόγοι λένε ὅτι βρισκόμαστε πρὸ μίας καταστροφῆς, ἐγὼ παρακολουθῶ σχεδὸν ἀδιάφορος. Τὸ περιβάλλον ἀδιαφορεῖ ἐντελῶς γιὰ τὰ τερτίπια τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς οἰκονομίας. Ἡ Γκρέτα Τ. τρίβει τὰ χέρια της μὲ ἀπολυμαντικὸ τζέλ, ἡ βιβλιοθήκη μου εἶναι γεμάτη κι ἔχω νὰ αἰσθανθῶ αὐτὸ τὸ συναίσθημα ἀπὸ τὴν πρώιμη παιδική μου ἡλικία, ὅταν δὲν εἶχα νὰ κάνω ἀπολύτως τίποτα καὶ ἔπαιζα μὲ τὸ κουνιστό μου ἀλογάκι πάνω στὸ καφὲ χαλὶ τῆς Robert-Koch-Straße. Πιάνω ἕνα βιβλίο ἀπὸ τὸ ράφι, εἶναι Ἡ Πανούκλα τοῦ Ἀλμπὲρ Καμύ. Τὸ ἀνοίγω καὶ διαβάζω τὴν εἰσαγωγή, ἡ ὁποία πάει κάπως ἔτσι:

„Il est aussi raisonnable de représenter une espèce d’emprisonnement par une autre que de représenter n’importe quelle chose qui existe réellement par quelque chose qui n’existe pas.”Daniel De Foe  [= «Ἡ ἀναπαράσταση ἑνὸς εἴδους αἰχμαλωσίας μὲ ἕνα ἄλλο εἶναι τόσο εὔλογη, ὅσο καὶ ἡ ἀναπαράσταση τοῦ ὑπαρκτοῦ μὲ τὸ ἀνύπαρκτο»][2]

Παρεμπιπτόντως, μιᾶς κι ἀναφερθήκαμε στὸν Ρόμπερτ Κόχ, τί ρόλο ἐπιτελεῖ σήμερα τὸ RKI [= Ἰνστιτοῦτο Ρόμπερτ Κόχ]; Γρήγορα νὰ δοῦμε τὶς τελευταῖες εἰδήσεις στὸ Τουΐττερ. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες οἱ ἰολόγοι ἔχουν ἀντικαταστήσει τοὺς νομοθέτες μας, ὅλοι ἀναμένουν μὲ ἀνυπομονησία τὶς ἑπόμενες ἀνακοινώσεις καὶ ἀποφάνσεις τους, οἱ ὁποῖες ἐν συνεχείᾳ θὰ πρέπει νὰ ἐφαρμοστοῦν ἀπὸ τὴν κυβέρνηση: περιορισμοὶ στὴν ἀγοραστικὴ κίνηση, ἀπαγόρευση έκδηλώσεων καὶ συναθροίσεων, ἀκύρωση τοῦ πάρτυ τῶν τριακοστῶν γενεθλίων μου. Καί τώρα, βρίσκομαι ἐδῶ, μόνος, φορῶντας ἕνα καπέλο κλόουν ποὺ μοῦ προκαλεῖ σύγχυση: χλέυη – πλήξη.

Σὲ μιὰ παλιὰ φωτογραφία κάθομαι πάνω σ’ ἕνα ξύλινο ποδήλατο – εἶμαι μόλις ἑνὸς ἔτους. Ἡ φωτογραφία αὐτὴ κοσμεῖ τὴν ὀμαδικὴ συνομιλία ποὺ ἔφτιαξα στὸ Whatsapp γιὰ τὴν προγραμματισμένη γιορτή μου, καὶ τώρα πρέπει νὰ σημειώσω κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομά μου ὅτι δὲν πρόκειται νὰ γίνει κανένα “Corona-πάρτυ”. Ξέρω, not that Berlin of me, ὅμως οὕτως ἢ ἄλλως δὲν κατάγομαι ἀπὸ δῶ. Οὔτε τὸ Βραδεμβοῦργο μοῦ ἀρέσει . Πρέπει νὰ πάει πίσω στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’20. Τέλος πάντων, δὲν θὰ μείνω ἐδῶ γιὰ νὰ γιορτάσω, γι’ αὐτὸ πρέπει πλέον νὰ δικαιολογηθῶ στοὺς φίλους μου. Πλέον, διανύοντας μιὰ περίοδο ἤπιας καραντίνας, δὲν μοῦ λείπει τίποτα. Πρὸ ἡμερῶν πῆρα ἀκόμα ἕνα βιβλίο ἀκουμπῶντας τὸ στὴν ἀτέλειωτη στοῖβα τῶν βιβλίων ποὺ πρόκειται κάποτε νὰ διαβάσω: το Kruso τοῦ Lutz Seiler. Κι ἐδῶ βρῆκα στὴν ἀρχὴ ἕνα μότο τοῦ Daniel De Foe στην αρχή του. Αὐτὸς ὁ De Foe – κάτι πρέπει νὰ εἶχε καταφέρει, σκέφτομαι. Ὁπωσδήποτε, ἦταν περισσότερο ἀπασχολημένος ἀπ’ ὅ,τι ὑπῆρξα ἐγὼ σήμερα, καὶ ὁπωσδήποτε, ἦταν ἀπίστευτα φιλόδοξος. Γιατί ὅμως;

Ὁ ἄνδρας στὸ βίντεο πέφτει, κάνει μιὰ τούμπα καὶ μένει ξαπλωμένος ἀνάσκελα, ἐνῶ τὰ κορίτσια γελοῦν μαζί του. Λένε ὅτι οἱ νέοι δὲν κινδυνεύουν τόσο, δὲν ἀνήκουν στὴν ὀμάδα ὑψηλοῦ κινδύνου. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ μεγάλη μας τύχη· κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ πῶς θὰ ἦταν ἡ ἀντίστροφη κατάσταση καὶ πόσο θὰ ἀνησυχοῦσαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς, ποὺ θὰ ἔφταναν στὸ σημεῖο νὰ μπουκάρουν μὲ σκοῦτερ μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα κλειδωμένων καταστημάτων, ἀναζητῶντας εἴδη πρώτης ἀνάγκης, ἀναζητῶντας τὰ τελευταῖα ρολά χαρτιοῦ ὑγείας. Ἴσως ὅλο αὐτὸ εἶναι, ἂν θὰ θέλατε μιὰ παιδιάστκη ἐκτίμηση ἀπὸ μέρους, ἕνας μηχανισμὸς αὐτορρύθμισης τῆς φύσης, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει πόσο εὔθραυστοι εἴμαστε καὶ πόσο τὴν ἴδια στιγμὴ πόσο προσαρμοστικοί. Ἐπιπλέον, ἐπιλύει σ’ ἕναν βαθμὸ καὶ τὸ συνταξιοδοτικὸ πρόβλημα. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμα μποροῦν νὰ γελοῦν μὲ τὸ τελευταιο, μᾶλλον δὲν πιστεύουν στὸν δικό τους θάνατο.

Τὴν περασμένη Κυριακὴ συναντήθηκα μὲ ἔναν φίλο μου, προκειμένου νὰ ἐξερευνήσουμε τὸ ἄδειο Βερολίνο, ἐκμεταλλευόμενοι τὴ μοναδικὴ αὐτὴ εὐκαιρία καὶ ἐπιδιώκοντας νὰ ἀναλάβουμε δράση ξεκινῶντας κάποια ἐκστρατεία· μερικὲς φορὲς νιώθεις ἀτρόμητος, ὅταν ὅλοι φοβοῦνται καὶ μένουν στὸ σπίτι, ὅμως ἀπογοητεύτηκα τελικά, μιᾶς καὶ τὸ Βερολίνο ἦταν κάθε ἄλλο παρὰ ἄδειο. Στὸ Gleisdreieckpark, οἱ νέοι, ὡς συνήθως, ἔπαιζαν μπάσκετ καὶ ἔκαναν σκέιτμπορντ, στὰ παγωτατζιδικα οἱ πατεράδες περίμεναν νὰ ἑτοιμαστεῖ ἡ παραγγελία τους ἀποτελούμενη ἀπὸ μερικὲς μπάλες παγωτοῦ μὲ διάφορες χρωματιστὲς γαρνιτοῦρες, ἐνῶ τὸ μόνο διαφορετικὸ στοὺς καταναλωτὲς τοῦ Ostkreuz ἦταν ὅτι ἄγγιζαν τὰ ψιλά τους μὲ γάντια λάτεξ, ἀφοῦ πρῶτα εἶχαν ἀγγίξει τὰ κινητά τους τηλέφωνα. Ἄραγε οἱ Βερολινέζοι εἶναι ἀθάνατοι, ἄραγε δὲν τοὺς ἀρέσει τίποτα, ἢ ἁπλῶς ἂρνοῦνται τὰ πάντα; Μήπως θυμώνουν μετά, ὅταν τὰ σκέφονται ἢ ἁπλῶς ἀποδέχονται ὅ,τι εἶναι; Σύντομα ἴσως ὅλοι μας χαθοῦμε, σκέφτομαι ἐνῶ βρίσκομαι μπροστὰ ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη μου, κοιτῶντας τὴν πλάτη του φίλου.

Eikones-Gia-COVID19-3

Ἀντὶ νὰ κάτσω ἐπιτέλους στὸ γραφεῖο μου γιὰ νὰ γράψω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζήτησε ὁ Θανάσης, ἐπιλέγω νὰ περιπλανιέμαι στὸ Διαδίκτυο ―ὦ, μὰ τί ἐξερευνητής!― σπαταλῶντας τὸν χρόνο μου, ὅπως συνηθίζω νὰ κάνω τὴ μισὴ ζωή μου, κάτι ποὺ εἶναι ἐμφανέστερο τὶς τελευταῖες αὐτὲς ἀτέλειωτες ἡμέρες. Βρίσκω στὴν διαδικτυακὴ Zeit κάτι σχετικὸ μὲ τὸν David Wagner[3] κι ἐλπίζω νὰ φορᾶ καλὰ τὰ γάντια του ὅταν διαλέγει λαχανικά καὶ νὰ παραμένει ὑγιής. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ζεῖ κάπου κοντὰ στὸ Prenzlberg κι εἶναι ἀνοσοκατεσταλμένος ἔπειτα ἀπὸ μιὰ μεταμόσχευση ὀργάνων ποὺ ὑποβλήθηκε· ἴσως ἔχει τακτοποιήσει τὰ ἕως τώρα ἐκδομένα ἔργα του – ἄλλωστε κάτι πρέπει νὰ παραμείνει ἀπ’ αὐτόν. Γιὰ νά ’μαι εἰλικρινής, δὲν ξέρω ἂν ὅλα ὅσα λένε εἶναι σωστά, κι ὅπως ὅλοι μας ξέρουμε, δὲν πρέπει πάντοτε νὰ πιστεύουμε τοὺς συγγραφεῖς. Ὁ συγκεκριμένος μοῦ ἦταν πάντα συμπαθής, ἐνῶ τὰ γραπτά του μὲ κάνουν παρὰ τὴ θέλησή μου νὰ θέλω νὰ βγῶ ἔξω – εἰδικὰ σήμερα. Γιατί νὰ εἶναι κανεὶς ξακουστὸς συγγραφέας;

Τὰ παιδιὰ στὸ βίντεο γελοῦν. Δὲν βοηθοῦν τὸν γέρο· ἴσως δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὸ κάνουν. Ὁ ἐπίδοξος κάμερα-μὰν προφητεύει ἐπανειλημμένα: «Τώρα θὰ πέσει! Τώρα θὰ πέσει!» Καὶ χαίρεται ὅταν αὐτὸ τελικὰ συμβαίνει. Τὸ βίντεο γίνεται βάιραλ, δηλ. ἀποκτᾶ τρομακτικὴ δημοσιότητα, μόλις γιὰ μία ἡμέρα, χωρὶς νὰ ἔχει νόημα τί θ’ ἀπογίνει ἀργότερα. Ὅσο γιὰ τὸν COVID-19, κανένας νέος δὲν φαίνεται νὰ κόπτεται – οὔτε κὰν γιὰ μιὰν ἀκίδα τῆς κορώνας του.

Στὴν Ἑλλάδα ἔχει ξεσπάσει ἕνας πόλεμος μεταξὺ τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ κράτους. Διαβάζω στὶς εἰδήσεις ὅτι παρὰ τὴν κρίση, πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ πιστοὶ ποὺ δὲν ἔχουν κανένα πρόβλημα νὰ λάβουν τὰ παιδιά τους τὴ Θεία Κοινωνία ἀπὸ μία λαβίδα. Πίσω ἀπ’ τὸ δικό μου παράθυρο ἀκούγεται γελοῖο, ὅμως δὲν εἶναι.

Αύτὸ ποὺ τελικὰ μένει, ὅσο συνεχίζεται αὐτὴ ἡ κατάσταση, εἶναι οἱ νέοι ποὺ γελοῦν, μὴ παίρνοντας τίποτα στὰ σοβαρά, ὅπως ἐμεῖς, οἱ ἀκόμα-νέοι ἢ οἱ ἡλικιωμένοι. Πῶς νὰ μιλήσει κανεὶς σ’ ἕναν κόσμο, στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν θέλει νὰ γεράσει; Τουλάχιστον ὑπάρχουν καὶ χειρότερες ἀσθένειες ἀπ’ τὰ γηρατειά. Οἱ γονεῖς μου ἀνήκουν κι ἐπίσημα στὴν ὀμάδα ὑψηλοῦ κινδύνου ἀπὸ πέρυσι, ὡστόσο ἡ μητέρα μου προτιμᾶ, ὅπως ἡ ἴδια λέει, νὰ ζήσει τὴ νεότητά της λίγο ἀκόμα. Τώρα εἶναι ἡ καλύτερη στιγμὴ γιὰ νὰ τὸ κάνει.

Πηγαίνοντας στὴ δουλειά, εἶδα πρόσφατα  ὅλους ἐκείνους τοὺς νέους, ποὺ ἔπαψαν νὰ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο ἕνεκα ὑψηλοῦ κινδύνου διάδοσης τοῦ ἰου, νὰ περνοῦν τὴν ὥρα τους γύρω ἀπὸ τραπέζια πινγκ-πονγκ καὶ γήπεδα ποδοσφαίρου. Πίστεψα ὅτι κάτι τέτοιο θά ’ταν γιὰ λίγο, ἔτσι ἄλλωστε θὰ ἔκανα κι ἐγώ. Ὄχι ἐπειδὴ μοῦ ἄρεσε νὰ εἶμαι ἔξω, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤμουν ἀντιδραστικός. Ἴσως γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἔμενα τόσο συχνὰ ἔξω, ὅμως ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ μιὰν ἄλλη ἱστορία, γιὰ μίαν ἄλλη, μεγάλη καραντίνα, ἡ ὁποία ὅταν ἔρθει μὲ ὁδοφράγματα ποὺ θὰ ἔχουν τοποθετηθεῖ παντοῦ, θὰ ἦταν μιὰ ὡραία ἀφορμὴ γιὰ σκέψη ὥστε τελικά νὰ κινητοποιηθοῦμε. Ἴσως, ἂς τὸ ἀφήσω αὐτό. Νὰ φύγω ἢ νὰ μείνω; Ὅλη τὴ μέρα κλωθογύριζα αὐτὴ τὴ σκέψη στὸ διαμέρισμά μου στὸ Ostkreuz, πηγαίνοντας πέρα-δῶθε – ὁ διάδρομος εἶναι ἀρκετὰ μακρὺς κι ἐγὼ τὸν ἐξερευνῶ ὅπως ἐνδεχομένως ἐξερευνῶ λίγο ἀργότερα τὸ δωμάτιό μου στὸ νοσοκομεῖο, ὅπως ἐξερευνᾶ κανεὶς κάνοντας ἕνα μεγάλο ταξίδι, ὅπως ἐξερευνᾶ κανεὶς τὸν κόσμο.

Ἀκόμα κι ἂν πολλοὶ θεωροῦν ὅτι ἔρχεται ὕφεση, ὁ ἰὸς ἐξακολουθεῖ νὰ προελαύνει. Μόλις χτὲς βγήκαμε ἀπὸ μιὰν ἔντονη περιπέτεια, κι ἑπομένως ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἔκπληξη τὴν ξαφνικὴ αὐτὴ ἠρεμία. Συνήθως νιώθει κανεὶς χαρούμενος ὅταν τὸ σῶμα του βρίσκεται σὲ ἠρεμία. Ἀκριβῶς, ὅπως κι οἱ νέοι, οἱ ὁποῖοι φαίνεται νὰ μένουν ἐντελῶς ἀνεπηρέαστοι ἀπ’ ὅλο αὐτό. Ἂν καὶ τὸ ἀπολαμβάνω, πρέπει νὰ ἀνακτήσω τὴν ἐγρήγορσή μου, γιατὶ σὲ περίπτωση ποὺ τελικὰ δὲν ἐπιβιώσω θὰ πρέπει σιγά-σιγὰ νὰ κάτσω καὶ νὰ γράψω αὐτὸ τὸ κείμενο. Ἴσως δὲν θὰ ἔχω ποτὲ ξανὰ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία.

ERIK EISING

[Μτφρ. ἀπὸ τὰ γερμανικά: Θανάσης Γαλανάκης]

[1] Πρόκειται γιὰ ἕνα βίντεο ποὺ κυκλοφόρησε τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ καταναλωτικοῦ παροξυσμοῦ, ἐν ὄψει τῆς πανευρωπαϊκῆς ―καθὼς φαίνεται― καραντίνας. Στὸ βίντεο συμβαίνει ὅ,τι περιγράφει ὁ συγγραφέας τοῦ κειμένου. [σ.τ.μ.]
[2] Ἡ μετάφραση δανεισμένη ἀπὸ τὴν ἔκδ. Ἀλμπὲρ Καμύ, Ἡ πανούκλα, (μτφρ.: Ἀγγελικὴ Τατάνη), Ἀθήνα, Γράμματα, 1990. [σ.τ.μ.]
[3] Γερμανὸς συγγραφέας, γνωστὸς γιὰ τὸ ἔργο του, Leben, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴ διαρκῆ περιπέτεια τῆς ὑγείας του, τὶς μεταμοσχεύσεις του καὶ γενικότερα τὴ στάση ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ διαρκῶς βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο. Ἕνα βιβλίο ποὺ ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ καὶ νὰ μεταφραστεῖ καὶ στὰ ἑλληνικά. [σ.τ.μ.]
*Oἱ γερμανομαθεῖς φίλοι μποροῦν νὰ δοῦν περισσότερα κείμενα τοῦ ταλαντούχου χρονικογράφου, δοκιμιογράφου καὶ ἐπίδοξου συγγραφέα, Erik Eising, στὸ πλούσιο ἀπὸ κάθε ἄποψη ἱστολόγιό του: https://rikrolled.blogspot.com/

Ρ. Σαφράνσκι: Μην μας αφήνετε μονάχους με τους Γερμανούς!

safranski.jpg

 

Ο Ρούντιγκερ Σαφράνσκι (γεν. 1945) ανήκει στους επιφανέστερους Γερμανούς στοχαστές της γενιάς του. Τα βιβλία του για συγγραφείς όπως ο Ε. Τ. Α. Χόφφμαν, ο Νίτσε, ο Γκαίτε, ο Χάιντεγγερ συγκαταλέγονται στα πιο πολυδιαβασμένα των τελευταίων ετών. Με τις τοποθετήσεις του πάνω στο προσφυγικό ζήτημα και την κριτική που άσκησε στην πολιτική της καγκελαρίου Μέρκελ τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης στη χώρα του, και όχι μόνο, και προκάλεσε πλήθος αντιδράσεις και πολεμικές. Η συζήτησή του με τον Ρίκο Μπάντλε δημοσιεύτηκε στην ελβετική επιθεώρηση Die Weltwoche, τον περασμένο Δεκέμβριο.  Η μετάφραση είναι του Πέτρου Γιατζάκη.    

 * * *

Κύριε Σαφράνσκι, κανείς δεν έχει αναλύσει την ουσία του Γερμανού με μεγαλύτερη ακρίβεια από εσάς. Τι συμβαίνει λοιπόν στην Γερμανία;

Για να σας δώσω μία λακωνική απάντηση: Στην γερμανική πολιτική κυριαρχεί ένας μοραλιστικός παλιμπαιδισμός.

Και μία λιγότερο λακωνική απάντηση;

Η Γερμανία απώλεσε μετά το 1945 ως ηττημένο έθνος την κυριαρχία της. Μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, η Δυτική Γερμανία διήγε βίον ανθόσπαρτον: Ήμασταν υπό την αιγίδα των Αμερικανών και δεν ήμασταν υπεύθυνοι για τίποτε. Επειδή δεν είχαμε την ευθύνη της φροντίδας για τους εαυτούς μας, δεν γνωρίζαμε καν τι είναι η εξωτερική πολιτική. Μόλις το 1989 έγινε η Γερμανία ένα κυρίαρχο κράτος και κινείται μέχρι σήμερα με αρκετή ανασφάλεια στην διεθνή σκηνή. Ταλαντευόμαστε μεταξύ μίας οικονομικής αυτοπεποίθησης και ενός αλλόκοσμου ουμανιταρισμού. Η εξωτερική μας πολιτική έχει καταστεί μία ηθική αποστολή.

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι μία κουλτούρα του καλωσορίσματος, όπου οι άνθρωποι που ζητούν άσυλο γίνονται δεκτοί με αλαλαγμούς χαράς;

Παντού στην Ευρώπη πλην της Σουηδίας οι άνθρωποι λένε: «Οι Γερμανοί  τρελάθηκαν.» Η ανωριμότητα της γερμανικής πολιτικής καθίσταται οφθαλμοφανής στο αξίωμα ότι δεν επιτρέπεται να θέσουμε όρια ή κάποια οροφή στον αριθμό των προσφύγων. Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό συλλογιστικό σφάλμα. Διότι σύμφωνα με την σημερινή πρακτική, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού θα είχαν δικαίωμα ασύλου στην Γερμανία με βάση τα δικά μας οικονομικά και δημοκρατικά πρότυπα. Το γεγονός ότι η προσφυγική πολιτική μας είναι θύμα ενός εγγενούς λογικού σφάλματος, θα έπρεπε να έχει γίνει το αργότερο σε αυτό το σημείο πλήρως αντιληπτό.

Ο φιλόσοφος Πέτερ Σλοτερντάικ δήλωσε, ότι στο προσφυγικό ζήτημα θα έπρεπε να είμαστε ικανοί για «κάτι σαν μία καλοσυγκερασμένη σκληρότητα». Το πρόβλημα κατ΄ αυτόν είναι ότι: «Οι Ευρωπαίοι αυτοπροσδιορίζονται ως καλοσυνάτοι, καλόγνωμοι  άνθρωποι και όχι ως σκληροί άνθρωποι, και υπάρχει μία ανάλογη δημοσιολογία και δημοσιογραφία, που δυσφημεί τα πρώτα δείγματα στην πορεία προς μία πιο αμυντική ή πιο σκληρή στάση στο προσφυγικό ζήτημα ως πολιτισμικό όνειδος του υψίστου μεγέθους.»  

Δεν είναι απαραίτητο να το εκφράσουμε με τέτοια οξύτητα. Το 1997 έγραψα ένα βιβλίο για το Κακό. Εκεί δεν ισχυρίζομαι ότι είμαστε αβυσσαλέοι σατανάδες. Στην ανθρώπινη όμως ωρίμανση ανήκει η γνώση, για το κακό που ενυπάρχει μέσα μας. Οι Γερμανοί πολιτικοί ομιλούν διαρκώς για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που είναι απαράβατη και απαραβίαστη. Υποκρινόμαστε, σαν να είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ένα έμφυτο όργανο όπως τα χέρια ή τα πόδια. Αυτό είναι ένα αφελές κοσμοείδωλο. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν πέφτει από τον ουρανό, αλλά προϋποθέτει ένα λειτουργικό κράτος, που δύναται να προστατεύσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια εντός των συνόρων και των ορίων του. Και κατόπιν πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Πώς δυνάμεθα να έχουμε αυτό το κρατικό οικοδόμημα; Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με πολύ αυστηρούς κανόνες, αλλιώς το κράτος χάνει την αφομοιωτική, ενοποιητική του δύναμη, που εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φοβάμαι πολύ, ότι το κράτος μας χάνει τούτη τη δύναμή του, όταν έχουμε σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας μία ισλαμική πλειοψηφία με ένα τελείως διαφορετικό αξιακό σύστημα. Εν συντομία: Πρέπει να κρατήσουμε σταθερή την κοινωνική συνοχή, για να μπορέσει το κράτος να εγγυηθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν τούτο δεν το ξεκαθαρίζουμε, τότε αυτό είναι ανεύθυνο: Επιθυμούμε να βοηθήσουμε και παρόλα ταύτα, αδυνατίζουμε συνάμα τους θεσμούς, που θα μπορούσαν εν τέλει να βοηθήσουν.

Αναγνωρίζετε στην προσφυγική πολιτική της Γερμανίας και ορισμένες ρίζες στην ιστορία του γερμανικού πνεύματος; Θα μπορούσαμε π.χ. να πούμε, ότι η Γερμανία ενστερνίστηκε με άτεγκτο τρόπο την κατηγορική προστακτική του Καντ; (Οφείλουμε να μεταχειριζόμαστε τους άλλους, όπως θέλουμε εμείς να μας μεταχειρίζονται οι άλλοι.)

Ο Καντ ήταν βέβαια ιδιαζόντως ευφυής και διατύπωσε την κατηγορική προστακτική ως ηθική απαίτηση που απευθύνεται στο άτομο. Δεν θα του ερχόταν ουδέποτε η ιδέα στο μυαλό, να εγείρει αυτή την απαίτηση και για το κρατικό υποκείμενο. Ότι η πολιτική, ιδίως στην διεθνή αρένα, πρέπει να λειτουργήσει με μία τελείως διαφορετική λογική, δηλαδή με την λογική της κρατικής, συλλογικής βούλησης αυτεπιβεβαίωσης, αυτό ήταν για τον Καντ απολύτως ξεκάθαρο. Ο Καντ ήταν επίσης πεπεισμένος, ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ένα παγκόσμιο, οικουμενικό κράτος, κι ότι ο κόσμος θα συνεχίσει επίσης να ομαδοποιείται περαιτέρω σε μία ποικιλομορφία από κράτη. Λέγει βέβαια, ότι θα ήταν επιθυμητό για την αιώνια ειρήνη, αν θα υπήρχε μόνο ένα κράτος,αλλά για αυτό δεν αξίζει να πονοκεφαλιάζει κανείς, διότι αυτό το παγκόσμιο κράτος δεν θα υπάρξει ούτως ή άλλως ποτέ. Οι άνθρωποι υπάρχουν μέσω των γλωσσών και των πολιτισμών τους σε μεμονωμένα, ατομικά αυθύπαρκτα τμήματα.

Βλέπετε κάποιες παραλληλίες ανάμεσα σε αυτή την ουτοπία του ειρηνικού παγκόσμιου  κράτους και στην ιδέα της ενωμένης Ευρώπης;

Ναι, και εδώ επανερχόμαστε πάλι σε ένα τυπικά γερμανικό πρόβλημα. Η Γερμανία μετά το 1945 βρήκε διέξοδο διαφυγής στην ιδεολογία της Ευρώπης. Λέγω συνειδητά ιδεολογία, διότι εκεί υπήρχε η υπερβολική προσδοκία, ότι θα μπορούσαμε να διαλύσουμε την παλαιά Ευρώπη των διαφορετικών εθνών και να πλάσουμε από την παλιά Ευρώπη σύμφωνα με το πρότυπο των ΗΠΑ ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής μας ελίτ και η σκεπτόμενη κοινή γνώμη στη Γερμανία έβλεπε στην Ευρώπη ένα μέσο, για να απαλλαγεί από τον κακόφημο εθνικισμό. Αυτή η ιδέα δεν έφτασε στην πραγματικότητα ποτέ στον λαό. Εκεί το έβρισκαν απλά μονάχα ωραίο, ότι δεν υπήρχαν πια συνοριακοί έλεγχοι και ότι στην δυτική Ευρώπη επικρατούσε ειρήνη – κι αυτό ήταν πραγματικά το κυριότερο. Όσον αφορά τον λοιπό ευρωπαϊκό κανονιστικό οίστρο, μπορούμε πραγματικά να κάνουμε και δίχως αυτόν. Μονάχα ζημιά προκαλεί.

Η αντίληψη ήταν: Όταν υπερβούμε τον εθνικισμό, τότε υπερβαίνουμε τον πόλεμο.

Η πρόθεση ήταν ειλικρινής. Για αυτό η γερμανική πολιτική ήταν όλο και πιο πρόθυμη να μεταβιβάσει κυριαρχικά δικαιώματα στις Βρυξέλλες. Το αργότερο με την ελληνική κρίση φάνηκε όμως, ότι στην Ευρώπη –πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά– τα εθνικά κράτη διατήρησαν το ειδικό τους βάρος. Μονάχα η Γερμανία το έβλεπε πάντοτε έτσι, ωσάν οι άλλοι να έκαναν «απιστίες» στην Ευρώπη των οραμάτων και των επιθυμιών μας.

Η Γερμανία επιθυμεί να μοιράσει τους πρόσφυγές της σε όλη την Ευρώπη. Πρόκειται μάλλον για μία απατηλή απαίτηση.

Η γερμανική πολιτική δεν θέλει να κατανοήσει, τι συμβαίνει στις ανατολικοευρωπαικές χώρες: Αυτές οι χώρες μόλις έχουν ξεφύγει από το κνούτο της Σοβιετικής Ένωσης και θέλουν τώρα μάλλον να απολαύσουν την νεοαποκτηθείσα εθνική κυριαρχία τους. Δεν επιθυμούν να παραδώσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής τους αμέσως πάλι στις Βρυξέλλες, απλώς επειδή η Γερμανία το επιθυμεί και το προωθεί δυναμικά με το όνειρό της για την Ευρώπη.Οι Γερμανοί διαγράφουν απλά από τον αισθητήρα τους και το ιστορικό υπόβαθρο της αμυντικής στάσης και των αμυντικών ανακλαστικών στην ανατολική Ευρώπη: η Βουλγαρία ήταν μέχρι το 1908 υπό την οθωμανική επικυριαρχία. Οι Τούρκοι έστεκαν μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα ενώπιον των πυλών της Βιέννης. Η ισλαμική, οθωμανική αυτοκρατορία είχε προωθηθεί βαθιά μέσα στην καρδιά των Βαλκανίων. Αυτό είναι παρόν στην συλλογική μνήμη αυτών των χωρών. Και όπως και να το κάνουμε, τα μεγάλα ρεύματα προσφύγων έρχονται προπάντων από τον ισλαμικό κόσμο.

Δεν είναι φυσιολογικό το γεγονός, όταν ισχυρά κράτη θέλουν να επιβάλλουν στα λιγότερο ισχυρά κράτη τις αξιακές τους αντιλήψεις και προτιμήσεις;

Η παλιμπαιδίζουσα αλλοκοσμία, που εκφράζεται στον μοραλισμό, είναι ήδη πραγματικά ένα πολύ ιδιαίτερο γερμανικό φαινόμενο. Η Μεγάλη Βρεττανία, ακόμα και η Γαλλία είναι όσον αφορά αυτό το ζήτημα πολύ πιο ώριμες χώρες. Γνωρίζουν π.χ. ότι σε ένα κυρίαρχο κράτος ανήκει και ο έλεγχος των συνόρων του. Όταν μία ηγέτις ενός κράτους όπως η Αγγέλα Μέρκελ δηλώνει: «Δεν μπορούμε να ελέγξουμε πια τα σύνορα», μας αυτοτοποθετεί ανάμεσα στα καταρρέοντα, αποτυχημένα κράτη, όπως εκείνα εκεί στην Αφρική. Ένας Βρεττανός ή ένας Γάλλος δεν θα το έλεγε ποτέ και ασφαλώς ούτε και ένας Ελβετός πολιτικός.

Υπερτιμάτε τους Ελβετούς πολιτικούς…

Εν πάση περιπτώσει τέτοιες δηλώσεις θα έπρεπε να μας κάνουν πολύ σκεπτικούς.

Ανήκετε στους λίγους διανοουμένους, που εκφράζονται κριτικά σε σχέση με την προσφυγική, αλλά και με την ευρωπαϊκή πολιτική. Σε αυτά τα θέματα επικρατεί ανάμεσα στους ανθρώπους της κουλτούρας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης μία τεράστια, κομφορμιστική πίεση: Όποιος αποκλίνει έστω και κατ΄ ελάχιστον από την «ρητορική του καλωσορίσματος των προσφύγων», παρουσιάζεται ως απάνθρωπο κτήνος, ως εμπρηστικός δημαγωγός, πιθανώς και ως ακροδεξιός. Από πού προέρχεται αυτό;

Η αριστερή και αριστεροφιλελεύθερη πολιτική σκηνή έχει μία συμπλεγματική σχέση με το έθνος. Η ανάγκη του έθνους για αυτεπιβεβαίωση και διαιώνιση προϋποθέτει όμως μία μη συμπλεγματική σχέση με αυτό ακριβώς το έθνος. Στους Γερμανούς διανοουμένους υπάρχει κάτι σαν μία εθνική αυταπέχθεια, ένα ούτως ειπείν εθνικό μίσος του εαυτού, ένα μίσος που δραπετεύει σε έναν ηθικό ουνιβερσαλισμό που είναι ξένος προς την πραγματικότητα. Σε μια χώρα όπως η Γερμανία, που έχει φορτώσει στον εαυτό της τόσο μεγάλη και άφατη ενοχή, επιτρέπεται η υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων μονάχα όταν μπορεί να παρουσιασθεί ως ηθική αποστολή ή ως ευρωπαική ιδεολογία. Γι αυτό υπάρχουν και οι διάφορες multikulti (πολυπολιτισμικές ) αντιλήψεις και ιδέες. Πριν από μερικά χρόνια, όταν ερχόντουσαν ήδη πολλοί οικονομικοί πρόσφυγες στη χώρα, στην αριστερά κυκλοφορούσε το σκαμπρόζικο ρητό: «Μην μας αφήνετε μονάχους με τους Γερμανούς». Στην αυτοπεριφρόνηση ανήκει και ένα ιστορικό κοσμοείδωλο, που κατανοεί μεγάλα τμήματα της γερμανικής ιστορίας μονάχα ως προϊστορία του 1933, δηλαδή της κατάληψης της εξουσίας από τον Χίτλερ. Αυτή η πεποίθηση οδηγεί κατόπιν σε αξιώσεις όπως εκείνη του Γιόσκα Φίσερ, ότι το Άουσβιτς όφειλε να είναι ο ιδρυτικός μύθος για την διαμόρφωση της γερμανικής ταυτότητας. Η ιδεολογία αυτή όμως οδηγεί και σε παράλογες καταστάσεις όπως στην περίπτωση του Μάρτιν Χάιντεγγερ, που είναι αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα. Επειδή ήταν πράγματι εθνικοσοσιαλιστής, υπάρχουν πολλοί ανάμεσα στους νεώτερους διανοουμένους, που λένε ότι τον Χάιντεγγερ δεν μπορούμε πλέον να τον διαβάζουμε, δεν μπορούμε να διαβάζουμε, ούτε το ιδιοφυές βασικό του έργο από το έτος 1927, δηλαδή το Είναι και ο Χρόνος. Άνθρωποι, που δεν έχουν διαβάσει ούτως ή άλλως ποτέ Χάιντεγγερ, μπορούν τώρα να νιώθουν ωραία και λένε, ότι είναι μολυσμένος, και ότι απαγορεύεται να τον πιάνουμε τρόπον τινά στα χέρια μας.

Σύμφωνα με την λογική αυτή τώρα δεν θα επιτρεπόταν να μιλήσω μαζί σας, διότι σε τελευταία ανάλυση ιδρύσατε το 1970 μαζί με άλλους το μαοϊστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.

Ναι, φυσικά. Αυτό έγινε στα συνεπακόλουθα του Μάη του 1968. Μία πολύ ενδιαφέρουσα, ερεθιστική εποχή. Θέλετε πραγματικά να τα ακούσετε;

Μάλιστα, με πολλή χαρά.

Στην αρχή του κινήματος του 1968 υπήρχε το ξεκίνημα για νέες όχθες, η καυτή νέα μουσική από την Αγγλία και την Καλιφόρνια, η αντίθεση στις αυθεντίες, τα καινούρια βιβλία, η ερωτική απελευθέρωση – όλα τούτα ήταν μεγαλειώδη και πολύ ερεθιστικά πράγματα. Μετά ήλθε η τομή, μία αυτοδογματίζουσα σκλήρυνση με τις κομμουνιστικές ομάδες, που ήταν πραγματικές κομμουνιστικές σέκτες. Κι εγώ ήμουν σε μία σέκτα. Αυτές οι ομάδες προσανατολίζονταν στον Μάο και στην κινεζική πολιτιστική επανάσταση. Φυσικά αυτό γινόταν, επειδή δεν είχαμε ιδέα, τι πράγματι γινόταν εκεί στην Κίνα. Το βρίσκαμε απίστευτα γοητευτικό, πώς ένας κομματικός ηγέτης καλεί υποτίθεται τις μάζες σε εξέγερση ενάντια στον ίδιό του τον κομματικό μηχανισμό. Ο τύραννος Μάο δηλαδή, ως εμβληματική φιγούρα της αντιαυταρχικότητας! – μία σκανδαλώδης παρανόηση. Στην Γαλλία ηγέτες αυτής της κίνησης ήταν οι φιλόσοφοι Αντρέ Γκλυκσμάν και Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ. Σε μένα όλο αυτό σταμάτησε, δόξα σοι ο Θεός, μετά τέσσερα χρόνια. Όλα τούτα ήταν σε γενικές γραμμές ένα σημάδι μίας πολύ τραυματισμένης, πολιτικής κριτικής ικανότητας. Μού είναι λίγο οδυνηρό και ντροπιαστικό, αλλά ανήκει κι αυτό στην ζωή μου.

Πώς επηρέασε τούτη η εμπειρία την σκέψη σας;

Ξέρω πολύ καλά τώρα τι είναι ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού. Συνολικά όμως, όλα αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κουκλοθέατρο, δεν ήταν τραγωδία, αλλά ήταν μία κωμωδία. Ένα στέλεχος της υπηρεσίας προστασίας του Συντάγματος μού είπε αργότερα κάτι πολύ σωστό: Αυτοί οι μαοικοί, που έστεκαν με το χάραγμα της αυγής καλά οργανωμένοι μπροστά από τις πύλες των εργοστασίων και μοίραζαν στους εργάτες φυλλάδια, δεν τους ανησύχησαν ποτέ, ήταν έτσι ή αλλιώς ομάδες με μεγάλο αίσθημα αυτοπειθαρχίας. Αυτό ήταν αλήθεια, δουλεύαμε πραγματικά πολύ, στις έξι η ώρα το πρωί στέκαμε στις πύλες των εργοστασίων, παρά το γεγονός ότι οι εργάτες σε γενικές γραμμές δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτα για μας ή από εμάς. Κάποιοι από αυτές τις ομάδες του Μάη του 1968 πήγαν αργότερα στην τρομοκρατία, αλλά αυτό δεν ήταν πια πραγματικά η δική μας υπόθεση. Αυτό που είχαμε κάνει εμείς ήταν ένα είδος δημοσιουπαλληλίας, στον κομματικό μηχανισμό που είχαμε δημιουργήσει οι ίδιοι για να επιφέρουμε την παγκόσμια επανάσταση.

Πώς καταλαβαίνει κανείς ότι έχει εμπλακεί σε μία ιδεολογική πλάνη; Συμβαίνει αυτό αργά και σταδιακά, ή είναι κάτι που το καταλαβαίνει κανείς ξαφνικά;

Σε μένα προσωπικά ήταν μία ύπαρξη σε δύο κόσμους, στον ένα κόσμο πέραν των ορίων της σέκτας συνέχισα να διαβάζω Προύστ, Σοπενχάουερ και τα λοιπά. Μπορούμε να έχουμε δύο κόσμους σε ένα κεφάλι, αυτό μου συνέβαινε ακόμα και στην παιδική μου ηλικία, όταν η πιετιστική, θρήσκα γιαγιά μου ήθελε να με οδηγήσει με χείραν σιδηράν στην Εκκλησία, ενώ την ίδια στιγμή ο πατέρας μου επεδείκνυε ακάματα τον αθεισμό του. Προφήτης δεξιά, προφήτης αριστερά, εγώ αισθανόμουν καλά στην μέση, στο κέντρο ως παιδί του κόσμου. Έτσι ήταν όμως κιόλας: Από ένστικτο αποδεχόμουν και τον ένα και τον άλλο κόσμο. Είχα λοιπόν μεγάλη άσκηση στην πνευματική διπλή ζωή, όταν τη μέρα διάβαζα τον Μαρξ και τον Μαο και το βράδυ διάβαζα τον Προύστ και τον Σοπενχάουερ. Όταν τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα αποστασιοποιήθηκα από την αριστερή σκηνή, τότε ανοίξαμε μαζί με κάποιους ομοιδεάτες φίλους ένα περιοδικό, τα Μπερλίνερ Χέφτε (Τετράδια του Βερολίνου), όπου αναστοχαζόμασταν με βαθύνοια αλλά και πολύ κέφι όλη αυτή την τρελή ιστορία, από την οποία είχαμε μόλις αποχωριστεί: ήταν κι αυτό ένα κάποιο είδος διευθέτησης και απεμπλοκής από το παρελθόν μας. Είναι φανερό ότι στη Γερμανία είμαστε πολύ καλοί στο συγκεκριμένο  άθλημα.

Σας θεωρούσαν εξωμότη ή προδότη;

Ναι, κάτι σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά μου ήταν αδιάφορο, γιατί εν τω μεταξύ θεωρούσα την όλη υπόθεση γελοία. Και δεν είχα και άδικο, διότι μεγάλη ζημιά δεν κάναμε, εκτός από το να βλάψουμε τις δικές μας επαγγελματικές προοπτικές. Από τότε είμαι σε θέση να τρέφω μία περιφρόνηση για τους καριερίστες.

Από τότε δεν στρατευθήκατε πια πολιτικά, αλλά όμως κάνατε πολιτικές παρεμβάσεις. Πριν από μερικά χρόνια είχατε πει: «Το ιστορικό παρελθόν έχει διαμορφωθεί αποφασιστικά από το γεγονός ότι οι διάφοροι, μεμονωμένοι πολιτισμοί είχαν ξεχωρίσει ο ένας από τον άλλο μέσα στην απαράλλακτη διαφορετικότητά τους». Σήμερα αυτή η ρήση ακούγεται σαν μία συνηγορία υπέρ του κλεισίματος των συνόρων.

Ναι, έτσι το βλέπω ακόμα και σήμερα. Το ωραίο στα άτομα είναι βέβαια, ότι το καθένα έχει την ατομική του, ξεχωριστή μοναδικότητα. Το τρομακτικό είναι ο κομφορμισμός, όταν ο καθένας είναι όπως ο άλλος και κανένας δεν είναι ο εαυτός του. Για όλα αυτά παρεμπιπτόντως γράφω τώρα ένα βιβλίο: για το άτομο. Ό,τι ισχύει για το άτομο, ισχύει επίσης και για τους πολιτισμούς. Δεν είναι επιθυμητό ή επιδιωκτέο να εφεύρουμε τεχνητά έναν ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ευρωπαϊκό είναι το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά κράτη, πολλοί λαοί, γλώσσες και πολιτισμοί. Αυτό είναι ο πλούτος της Ευρώπης. Είναι εκπτώχευση όταν επιδιώκουμε κατά κάποιο τρόπο να ανάγουμε αυτή την πολυμορφία σε έναν κοινό παρονομαστή. Το έλλειμμα στη σημερινή λογοτεχνία, φιλοσοφία ή στη ζωγραφική είναι ότι εν τω μεταξύ υπάρχει πολύ λίγο ένας ιδιαίτερος, ξεχωριστός  δρόμος, ότι όλα είναι έτσι όπως είναι παντού. Πόσο θαυμαστά διαφορετική ήταν η κατάσταση για παράδειγμα την εποχή του ρομαντισμού ή του γερμανικού ιδεαλισμού. Ο Νίτσε, αλλά και ο Βάγκνερ είναι απαράλλακτα προιόντα της γερμανικής πολιτισμικής χλωρίδας, όπως είναι για την γερμανόφωνη Ελβετία ο Ιερεμίας Γκόττχελφ ή ένας Γκόττφρηντ Κέλλερ. Τα βιβλία μου είναι μία απόπειρα, να κάνω ορατά τα ισχυρά στοιχεία της γερμανικής κουλτούρας, στο καλό ή και στο κακό. Πρέπει να στοχεύουμε στο ιδιαίτερο και στο προσωπικό, για να μπορέσουμε να πετύχουμε κάτι με καθολική ισχύ.

Τι είναι εκείνο που αποτελεί την ιδιαιτερότητα της γερμανικής σκέψης;

Η κλίση προς την μεταφυσική. Το γεγονός ότι βλέπουμε κάτι που είναι μεγαλύτερο από τον ρεαλισμό, ότι διανοίγουμε μία παραπέρα σφαίρα, πέραν της καθεστηκυίας θρησκείας. Ιδίως στην εποχή του γερμανικού ιδεαλισμού διεκδικούσαν οι διανοητές την ελευθερία για στοχαστική υπέρβαση των ορίων, για την υπερβατικότητα. Αυτή η θαυμαστή γερμανική ιδιότητα, συνδέεται με ένα έλλειμμα, που εμφαίνεται και επιδρά πάνω από όλα στον τομέα της πολιτικής: δηλαδή με την απουσία του ρεαλισμού. Τούτο το μεταφυσικο-ρομαντικό στοιχείο έχει βλάψει την πολιτική, κριτική ικανότητά μας. Αγαπώ τον ρομαντισμό, αλλά δεν αγαπώ καθόλου τον πολιτικό ρομαντισμό.

Μπορούμε να συνοψίσουμε έτσι: Μετά την ανακήρυξη του θανάτου του Θεού από τον Νίτσε, αναζητήσαμε το υπεραισθητό σε άλλες όχθες, πράγμα που μας οδήγησε σε έναν υπερβολικό ρεαλισμό;

Ναι, φυσικά. Παραπέμπω εδώ στον Μαξ Βέμπερ, που έκανε την διάκριση μεταξύ ηθικής της πεποίθησης και ηθικής της ευθύνης. Ως άτομα μπορούμε να αισθανόμαστε υποχρεωμένοι απέναντι στην ηθική της πεποίθησης και να επιθυμούμε να βοηθήσουμε όλους τους πρόσφυγες – αν και σε αυτούς που εκτίθενται δημόσια για αυτό το ζήτημα, τις πιο πολλές φορές πρόκειται μάλλον για ρητορική και μόνον. Η πολιτική όμως πρέπει να ενεργεί με βάση την ηθική της ευθύνης. Προς το παρόν όμως στην πολιτική σημαίνει η μεγάλη ώρα της ηθικής της πεποιθήσεως, όπως την εκπροσωπεί παραδειγματικά η Μέρκελ. Ακόμα και τώρα που προσπαθεί να κάνει κάποια βήματα προς τα πίσω, η ζημιά έχει ήδη γίνει. Με αυτούς τους τεράστιους αριθμούς προσφύγων θα έχουμε σε λίγο μία ισλαμική παράλληλη κοινωνία, με όλες τις μοιραίες συνέπειες.

Ο πολιτικός πρέπει λοπόν να μπορεί να διαχωρίζει ανάμεσα στην προσωπική του συναισθηματική κατάσταση και σε αυτό, που θα είναι μακροπρόθεσμα καλό για την ίδιά του τη χώρα.

Ο Νίτσε σε μία από τις καλύτερες στιγμές του συνηγορεί για αυτόν ακριβώς τον διαχωρισμό, που τον περιέγραψα στο βιβλίο μου το «Σύστημα των δύο συγκοινωνούντων δοχείων». Έλεγε: Από την μια πλευρά πρέπει να ταίζουμε με κάρβουνο την μηχανή του πλοίου του πολιτισμού, από την άλλη μεριά πρέπει όμως να ψύχουμε την μηχανή του πλοίου με τα μέσα της πολιτικής τέχνης. Η ηθική αποστολή και επιταγή πρέπει σύμφωνα με αυτή την οπτική να καταψύχεται στα όρια του πολιτικά πραγματοποιήσιμου και πολιτικά υπεύθυνου. Αυτό θα ήταν τελικά αυτό που ονομάζουμε πολιτική ωριμότητα.

Στο βιβλίο σας για το Κακό, γράφετε: «Το Κακό είναι το κόστος της ελευθερίας.» Δεν ανήκει στο παράπλευρο κόστος της ελευθερίας το γεγονός, ότι τώρα έρχονται πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη, που δεν επιθυμούν να ξέρουν τίποτα για την ελευθερία υπό την δική μας έννοια;

Η ελευθερία περιλαμβάνει μέσα της σε πολύ μεγάλο βαθμό την δυνατότητα της καταστροφής της. Για να μπορούμε να ζούμε σε μία ελευθεροκρατούμενη κοινωνία, πρέπει να περάσουμε από ένα μείγμα εθιμικής και παιδευτικής εκπαίδευσης. Πολλοί μουσουλμάνοι δεν διαθέτουν αυτό το φορτίο στις αποσκευές τους. Και η χώρα μας είναι πολύ λίγο συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, ούτως ώστε να είναι σε θέση να παραγάγει μία πειστική πίεση για ενσωμάτωση. Ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων είναι νεαροί άνδρες στα καλύτερα χρόνια τους, και απορώ γιατί δεν χρησιμοποιούν την ανδρική τους ενεργητικότητα και δύναμη για να φέρουν την χώρα τους σε μία τάξη. Μερικοί από αυτούς πολέμησαν εκεί ο ένας εναντίον του άλλου, και θα μεταφέρουν τις φιλονικίες τους εδώ σε μας, για να συνεχίσουν εδώ υπό πολύ πιο άνετες συνθήκες τις μάχες και τους αγώνες τους. Ακούω ήδη κάποιους να εγείρουν την κατηγορία της ισλαμοφοβίας. Αλλά το πολιτικό Ισλάμ πρέπει πράγματι να το φοβόμαστε, εαν δεν το πολεμάμε αποφασιστικά εκεί, όπου είναι εχθρικά διατεθειμένο απέναντί μας. Αν δεν προσέξουμε – και η παρούσα πολιτική ηγεσία δεν προσέχει – θα εισπράξουμε τα προβλήματα της Γαλλίας, μαζί με την τρομοκρατία και τον ισλαμικό αντισημιτισμό. Αυτός είναι μία απειλή και για τους εβραίους συμπολίτες μας.

Υπάρχουν όμως πολλά παραδείγματα, όπου η ενσωμάτωση έχει επιτύχει.

Σίγουρα, και τότε αυτή η ανάμειξη είναι ένας εμπλουτισμός. Έχουμε όμως ανάγκη από μία πιο ρεαλιστική στάση: Δεν επιτρέπεται οι ισλαμικοί πληθυσμοί στην Ευρώπη να είναι πολύ μεγάλοι, διότι τότε από την καλή πρόθεση θα γεννηθεί μία πολύ κακή έκπληξη. Μία υγιής καχυποψία είναι απαραίτητη σε μετακινήσεις πληθυσμών μιας τέτοιας κλίμακας, αυτό μας το δείχνει η Ιστορία.

Τι είναι μία «ρεαλιστική στάση»;

Σε καταστάσεις σαν κι αυτή σήμερα όπου νιώθουμε αβοήθητοι έχει παρεισφρύσει η κιτς έκφραση ότι δήθεν πρέπει να καταπολεμήσουμε το πρόβλημα «στην αιτία του». Χαρακτηρίζω αυτή την έκφραση κιτς, επειδή είναι ψευδής, διότι οποία αυτοϋπερτίμηση υπάρχει σε μία τέτοια πρόταση! Οι αιτίες αυτής της γιγαντιαίας κατάρρευσης στην Εγγύς Ανατολή είναι τόσο περίπλοκες, που είναι απολύτως αδύνατο να τις παραμερίσεις από τα έξω. Μία ώριμη και ρεαλιστική κριτική ικανότητα θα έφθανε στο εξής συμπέρασμα: ΄Ολα αυτά είναι διαδικασίες κατάρρευσης, στις οποίες οι περισσότερες παρεμβάσεις έξωθεν, όπως οι δύο πόλεμοι στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και η Λιβύη κάνουν την κατάσταση ακόμα πιο χειρότερη. Την πυρκαγιά δεν θα μπορέσουμε να την σβήσουμε, θα έχουμε πετύχει πολλά, αν τουλάχιστον προστατεύσουμε προσωρινά από αυτήν το δικό μας σπίτι.

Οι πρόσφυγες είναι τώρα όμως καθ΄ οδόν, τι μπορούμε να κάνουμε για να συγκρατήσουμε αυτά τα τεράστια ρεύματα; Είμαστε σε θέση ολωσδιόλου να τα συγκρατήσουμε;

Πρέπει να φτιάξουμε κοντά στις περιοχές των εμφυλίων πολέμων ζώνες, όπου θα μπορούσαν οι πρόσφυγες να παραμένουν ασφαλείς, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να γίνει. Είναι απλά αδιανόητο, να έλθουν όλα αυτά τα οκτώ εκατομμύρια, που δραπετεύουν από την περιοχή στη Γερμανία. Το δικαίωμα ασύλου δεν είχε σχεδιασθεί για τέτοιες μετακινήσεις λαών, δεν μπορούμε λοιπόν μακροπρόθεσμα να το διατηρήσουμε, υπό την σημερινή του μορφή. Δεν αρκεί να μιλάμε για περιορισμό του αριθμού των εισροών, πρέπει στην ανάγκη να κλείσουμε και τα σύνορα. Τότε θα μεγαλώσει και η πίεση για να δημιουργήσουμε ζώνες ασφαλείας κοντά στην χώρα από την οποία προέρχονται οι πρόσφυγες, οι καταυλισμοί των οποίων θα έπρεπε να υποστηριχθούν οικονομικά με μεγάλα οικονομικά μέσα εκ μέρους της Ευρωπαικής Ένωσης.

Ελκύσατε την προσοχή πριν από λίγο καιρό, με την δήλωση ότι θα θέλατε να ερωτηθείτε ως πολίτης, πριν η χώρα πλημμυρίσει  με πρόσφυγες.

Η κ. Μέρκελ δεν έχει απλούστατα τη δημοκρατική εντολή, να αλλάξει μία χώρα κατά τον τρόπο που τούτη θα αλλάξει, αν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εισέλθουν εκατομμύρια μουσουλμάνοι μέσα σε αυτήν. Εν πάση περιπτώσει, η Μέρκελ, κατά την ανάληψη του αξιώματός της, ορκίστηκε να προφυλάξει τον γερμανικό λαό από τέτοιες ζημίες.

Ακούγεστε απαισιόδοξος.

Η «κουλτούρα του καλωσορίσματος» ήταν στην αρχή πολύ εντυπωσιακή, διότι ο κόσμος αυθόρμητα προέβη σε πράξεις και χειρονομίες γενναιοδωρίας. Αργότερα όμως, με την υποδαύλιση των ΜΜΕ, όλα αυτά έγιναν πολιτικό κιτς – μοραλιστικό πολιτικό κιτς, δίχως συναίσθηση ευθύνης και χωρίς ρεαλισμό. Έλλειψη ή κατάργηση συνόρων υπάρχει μόνο πάνω από τα σύννεφα, στην χαμοζωή του γήινου βίου μας όμως, τα σύνορα έχουν μία απολύτως στοιχειακή σημασία – αυτό θα μπορούσε να είναι ένα μάθημα από τα γεγονότα που ξετυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια μας.

μετάφραση: ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΑΤΖΑΚΗΣ