*
τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
Συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν –τὸ σῶμα πόλεως τῶν Ἀθηνῶν- συντηρεῖ τὴ μνήμη της μὲ ἀκέραια καὶ σπαραγμένα στοιχεῖα τοῦ πολυστρωματικοῦ, ἐνίοτε ἀσυνεχοῦς, παρελθόντος της. Ἡ μνήμη ἰσχυροποιεῖται συχνὰ ἀντιστρόφως ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ κατερείπωσης αὐτοῦ τοῦ πολιτικοῦ σώματος. Τὸν 19ο αἰώνα ἡ πόλη αὐτή, μὲ λιγότερους ἀπὸ 100.000 κατοίκους, θυμᾶται τοὺς θεμελιωτὲς τῆς δόξας της καὶ τοὺς ποιητές της, δηλονότι τοὺς βάρδους ποὺ τὴν ἐτίμησαν μὲ τὴ Μούσα τους. Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἡ Ἀθήνα θυμόταν ἀκόμη μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν φιλέλληνα ποιητὴ Wilhelm Müller (Βίλελμ ἢ Γουλιέλμο Μύλλερ), τὸν «Ἕλληνα-Μύλλερ», ἢ ὀρθότερα «Μύλλερ τῶν Ἑλλήνων» («Griechen-Müller).
Ὁ (Johann Ludwig) Wilhelm Müller, Γερμανὸς ποιητής, γεννήθηκε στὸ Ντέσσαου (Dessau) τὸ 1794, ὅπου πέθανε σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν, τὸ 1827, τὴν κρίσιμη χρονιὰ τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Ἑλλάδας. Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἱστορία στὸ Βερολῖνο, ὅπου ἔζησε παράλληλα στὸν λογοτεχνικὸ κύκλο τῶν Achim von Arnim, Clemens Brentano, Friedrich de la Motte Fouqué, Ludwig Tieck. Στὴν ποίησή του ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸν Λόρδο Βύρωνα (George Gordon Byron, 1788-1824), πρότυπό του καὶ στὸν φιλελληνικὸ ἀγώνα ποὺ προσέφερε μὲ ζῆλο κατὰ τὴ σύντομη ζωή του. Ἔγραψε τρεῖς κύκλους ποιημάτων, στὴ μορφὴ τῶν Lieder, τῶν τραγουδιῶν, ἐμπνευσμένους ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων: Ἄσματα τῶν Ἑλλήνων (Lieder der Griechen, 1821), Νέα ἄσματα τῶν Ἑλλήνων (Neue Lieder der Griechen, 1823), Νεώτατα ἄσματα τῶν Ἑλλήνων (Neueste Lieder der Griechen, 1824), καθὼς καὶ τὸν κύκλο Μεσολόγγι (Missolunghi, 1826), τέσσερα ποιήματα ποὺ γράφτηκαν μὲ τὴ θλιβερὴ εἴδηση τῆς ἡρωικῆς ἐξόδου καὶ πτώσης τοῦ Μεσολογγίου. Ἔγινε περισσότερο γνωστὸς γιὰ τοὺς κύκλους ποιημάτων Ἡ ὡραία μυλωνού (Die schöne Müllerin) καὶ Τὸ χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise) ποὺ μελοποίησε ὁ Φρὰντς Σοῦμπερτ τὸ 1823 καὶ τὸ 1827 ἀντίστοιχα· τὸ δεύτερο ἕναν χρόνο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του. Στὸ ἔργο τοῦ Μύλλερ, ἀλλὰ καὶ στὸ γενικότερο ὅραμά του γιὰ τὴν ἐξάλειψη κάθε μορφὴς δεσποτείας, εἶναι φανερὴ ἡ ρομαντική, βυρωνικὴ διάθεση καὶ στάση, ἀπόηχος τοῦ ρομαντικοῦ κύκλου τῆς Ἰένας καὶ τῶν κοινωνικῶν ζυμώσεων ποὺ προοιωνίστηκαν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1848.
Τὸ 1884, πενήντα περίπου χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγὸ καὶ τὴν ἀνακήρυξη τῶν Ἀθηνῶν σὲ πρωτεύουσα τοῦ νεοπαγοῦς κράτους, ὁ καθηγητὴς Νικόλαος Πολίτης, θεμελιωτὴς τῆς ἑλληνικῆς λαογραφίας, εἰσηγεῖται στὸ δημοτικὸ συμβούλιο καὶ τὸν Δήμαρχο τῆς πόλης Δημήτριο Σοῦτσο τὴ μετονομασία τῆς ὁδοῦ Κεραμεικοῦ, στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Μεταξουργείου, σὲ «ὁδὸν Μυλλέρου». Ἡ πρόταση ἔγινε ὁμόφωνα δεκτή. Ἀνάμεσα στὰ μέλη τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου διαβάζουμε ὀνόματα ἀγωνιστῶν κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ γνωστῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν, ὅπως τῶν Δημητρίου Καλλιφρονᾶ καὶ Δημητρίου Λεβίδη. Ὁ Καλλιφρονᾶς διετέλεσε Δήμαρχος Ἀθηναίων (1837-1841), ὑπουργὸς Οἰκονομικῶν κατὰ τὴ συνταγματικὴ ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καὶ Πρόεδρος τοῦ Κοινοβουλίου. (περισσότερα…)