
*
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΣ
Επιγράμματα
Αποδόσεις των Σίμου Μενάρδου, Ηλία Κυζηράκου, Άρη Δικταίου, Ανδρέα Λεντάκη και Γιώργου Κεντρωτή
Ο Παύλος Σιλεντιάριος, γιος του ύπατου Κύρου, ποιητής και αυλικός (όπως δηλώνει και το αξίωμά του), έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Το σημαντικότερο ποίημά του ήταν μια περιγραφή (έκφρασις) της Αγίας Σοφίας, σε εξάμετρους στίχους, η πληρέστερη περιγραφή του ναού μετά την ανακαίνιση του Ιουστινιανού, και εκφωνήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα στις 6 Ιανουαρίου 563. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται 78 δικά του επιγράμματα, επί το πλείστον ερωτικά, που τα διακρίνει ηδυπάθεια, έκδηλος ερωτισμός μα και δεν τους λείπει η χάρη. Αν και μεταστράφηκε στον χριστιανισμό, το έργο του παρουσιάζει μία σύμμειξη χριστιανικών και παγανιστικών θεμάτων, παρότι τα ερωτικά του επιγράμματα θεωρείται ότι δεν είναι αυτοβιογραφικού περιεχομένου αλλά μάλλον προϊόντα της φαντασίας του. Μαρτυρούν όμως ταυτόχρονα την έσχατη επίδραση και επιβίωση της συγκεκριμένης ποιητικής εθνικής κληρονομιάς κατά τον 6ο αιώνα. Ευχαριστίες στον Γιώργο Κεντρωτή για την άδεια αναδημοσίευσης των αποδόσεών του.
~·~
Ἂς παίρνωμε ἁρπακτὰ φιλιά, Ροδόπη, καὶ κλεφτάτη,
πουλάκι μου, ἂς γυρέψωμε παράμερη φωλεά.
Τί γέλοια, νὰ ξεφύγωμε τόσων φυλάκων μάτι!
καὶ τὰ κλεμμένα πάντα ᾽ναι τὰ πιὸ γλυκὰ φιλιά.
Τὰ βάρυπνα τὰ μάτια σου θωροῦνε κουρασμένα
σὰν τώρα νὰ σηκώθηκες, ὡραῖα Πολυμνώ.
Ἡ κόμη σου εἶναι ξέπλεκη κι ὠχρὰ καὶ ξασπρισμένα
τὰ ρόδινά σου μάγουλα, τὸ σῶμα σου χαμνό.
Κι ἂν εἶναι μιᾶς ὀλόνυκτης τούτ᾽ ἀγρυπνίας δῶρα,
τὸν μακαρίζω τρεῖς φορὲς καὶ τὸν δοξολογῶ
ὅποιον μαζί σου ἀγρύπνησεν· ἂν ὅμως λυώνῃς τώρα
γιὰ τὴν ἀγάπη κανενός, θέμου καὶ νἆμ᾽ἐγώ!
Φίλοι, γλυκὺ χαμόγελον ἔχει ἡ πιστή μου Ἑλένη·
μ᾽ ἀπὸ τ᾽ ἁγνά της βλέφαρα καὶ δάκρυ ρέει γλυκύ·
χθὲς ἄδικ᾽ ἀναστέναζε· στὸν ὦμο μου σκυμμένη,
τ᾽ ὡραῖο κεφάλι κάμποσην ὥρ᾽ ἀκουμποῦσ᾽ ἐκεῖ.
Κλαμένην τὴν ἐφίλησα καὶ σὰν τὸ νᾶμα κρήνης
στὰ σμικτὰ πῆγε χείλη μας τὸ κλάμ᾽ ἀναμεσῆς
καὶ μοὖπε ὡς τὴν ἐρώτησα «γιατί τὸ δάκρυ χύνεις;»
«φοβοῦμαι, μὴν ἀφήσῃς με· ὅρκους πατᾶτ᾽ ἐσεῖς!»