*
Ἀναθεματίζω τὰ ποιήματα. Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὰ βλέπω οὔτε νὰ τὰ ἀκούω. Ποτὲ δὲν μοῦ ἄρεσαν. Κι ἂν γιὰ ἕνα διάστημα εἶχα ξεπεράσει τὴν ἀποστροφή μου γιὰ δαῦτα, τώρα τὰ ἀπεχθάνομαι περισσότερο ἀπὸ ποτέ. Ὁ διάολος νὰ τὰ πάρει κι ἐκεῖνα κι αὐτοὺς ποὺ τὰ κατασκευάζουν. Ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ κύριοι καπηλεύονται τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι καὶ τ’ ἄστρα, τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, κάνοντάς μας νὰ νιώθουμε ἀηδία γι’ αὐτά· κι ἐπειδὴ στὸ σχολεῖο κι ἀργότερα μᾶς ἐπιβάλλουν τὰ παρασκευάσματά τους μὲ τὸ ζόρι, νοθεύουν τὸ γνήσιο αἴσθημα καὶ τὴν ἁπλὴ φυσικὴ σχέση μας μὲ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Τὰ ποιήματα μοιάζουν κάπως μὲ βάκιλλο, εἶναι μεταδοτικά. Πόσο μεγάλο κακὸ μᾶς ἔχουν κάνει, νομίζετε, μὲ τὰ ἕωλα καὶ ἀξιοθρήνητα συναισθήματα ποὺ κουβαλᾶνε, καὶ ποὺ εἶναι ἐπιπλέον σὲ μεγάλο, στὸν μέγιστο βαθμό, ψευτιὲς καὶ ἀναλήθειες καὶ ρύποι! (περισσότερα…)