αμερικανική ποίηση

Μαίρη Όλιβερ, Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

Ἐκφωνητές ἀπό τοπικούς σταθμούς, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον, ἀπαριθμοῦν καταστροφές σάν ἀπαγγελίες σκοτεινῶν ποιημάτων
Ὅπως συμβαίνει πάντα στά δόντια τοῦ χειμώνα.
Ἀλλά γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θύελλα μᾶς προσπερνᾶ:
Συνηθισμένα μέτριο κι ὄμορφο, τό χιόνι στρώνεται
Ἐνῶ παιδιά μέ ξεφωνητά ἐπιστρέφουν στό παιχνίδι,
Καί γελαστοί πολίτες κουκουλωμένοι ἀκόμη μιά φορά
Καθαρίζουν τά ἄνετα τους μονοπάτια τῆς καύχησης καί τῆς φιλικῆς ὑποδοχῆς.

Καί τί ἄλλο θά μπορούσαμε νά κάνουμε; Ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, ἡ θύελλα πῆρε ζωές.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, γιά μᾶς, εἶναι πάρα πολύ μακριά, –
Μιά χώρα δέντρων, μιά περιοχή πάνω σέ χάρτη,
Ἕνας ἄγριος τόπος, οὔτε πῆγε κανείς ἐκεῖ ποτέ, – ἔτσι κι ἐμεῖς
Εὔκολα λησμονᾶμε κάθε μακρινό θανατικό.

Εἰρηνικά ἀπό τίς παγωμένες μας αὐλές παρακολουθοῦμε
Τά παιδιά μας νά τρέχουν στούς ἥπιους λευκούς λόφους.
Αὐτό εἶναι τό τοπίο πού κατανοοῦμε, –
Κι ὅσο ἡ ἀρχή τῶν πραγμάτων παραμένει ριζωμένη,
Πῶς τά παραδείγματα νά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν ἡρεμία μας;
Δέν λέω πώς δέν εἶναι σφάλμα.
Λέω μόνον πώς, παρεκτός κι ἄν ἔχουμε ἀγαπήσει,
Ὅλα τά νέα καταφθάνουν σάν ἀπό μιά πολύ μακρινή χώρα.

MARY OLIVER

*

 

 

Advertisement

Οὐίλλιαμ Σ. Μέργουιν, Ὅταν τελειώσει ὁ πόλεμος

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Ὅταν τελειώσει ὁ πόλεμος
Φυσικά θά εἴμαστε περήφανοι ὁ ἀέρας θά εἶναι
Καλός νά τόν ἀναπνέεις ἐπιτέλους
Τό νερό θά ἔχει βελτιωθεῖ ὁ σολωμός
Καί ἡ σιωπή τοῦ παραδείσου θά μεταναστεύουν πιό τέλεια
Οἱ νεκροί θά σκέφτονται πώς οἱ ζωντανοί τό ἀξίζουν ἐμεῖς θά ξέρουμε
Ποιοί εἴμαστε
Καί θά καταταγοῦμε πάλι

~.~

Ὁ W. S. Merwing, γιός πρεσβυτεριανοῦ πάστορα, ἄρχισε νά γράφει σέ ἡλικία μόλις πέντε ἐτῶν, εἰκονογραφώντας ἐπίσης τούς ὕμνους πού ἄκουγε ἀπό τόν πατέρα του. Ἡ ἐξοικείωση ἀπό τόσο νωρίς μέ τούς ὕμνους, τόν ὁδήγησε σέ συγκεκριμένη ἀντίληψη γιά τήν φόρμα καί γιά τήν σημασία κάθε λέξης ξεχωριστά, δηλαδή τό εἰδικό βάρος της. Πολυγραφότατος (πάνω ἀπό πενήντα βιβλία ποίησης, πεζοῦ λόγου, μεταφράσεων) καί δυό φορές poet laureate (1999-2000, 2010-2011), χαρακτηρίστηκε στήν Ἀμερική ὡς «Thoreau τῆς ἐποχῆς μας» γιά τήν ἰσχυρή οἰκολογική του συνείδηση, τήν ἀντίθεσή του στήν πολεμική βαρβαρότητα, τήν ἀφοσίωσή του στήν γλώσσα, τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς πνευματικότητάς του. Πολύ ἀργότερα, τήν ἐποχή τῆς μεγάλης πείρας καί ὡριμότητάς του, ὅταν συνέθετε τήν ποιητική συλλογή Garden Time, εἶχε ἤδη ἀρχίσει ὁ καιρός τῆς δοκιμασίας του: ἔχανε τό φῶς του. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο νά μήν βλέπει, γιά νά συνεχίζει τό ἔργο του, ὑπαγόρευε στήν σύζυγό του Πώλα τά νέα του ποιήματα. Φαίνεται πώς ἡ δοκιμασία τόν ἔφερνε πλησιέστερα σέ ἄγνωστες περιοχές τῆς ὕπαρξής του, τόν ἔκανε νά τίς ἀφουγκράζεται καί νά μιλάει πιό ἄμεσα στόν ἀναγνώστη του.

Ἀποδεσμευμένος πιά ἀπό τήν προβολή πού δεχόταν γιά τό ἔργο του καί τούς πολύχρονους ἐπαίνους γιά τό πόσο ἐπηρέαζε ἄλλους ποιητές, περιβαλλόμενος τώρα ὁ Merwing ἀπό θαμπές σκιές ἔστρεφε ἐπίμονα τήν προσοχή του στούς ἤχους – ἐμψυχωμένους ἤχους. Ἀνακάλυπτε πῶς νά βρίσκεται στό πλάϊ τοῦ ἀναγνώστη μέ μιά, κερδισμένη μέ ὀδύνη, διασθητική ἀμεσότητα. Τόνιζε μέ κάθε τρόπο τήν ἐλπίδα πού χρειαζόμαστε: Ἐλπίδα σ’ αὐτό πού θέλει νά μᾶς βρεῖ. «Ἐλπίδα στό φῶς τῆς μέρας πού ἔρχεται».

Σέ ὅλο του τό ἔργο, διάλεγε συνειδητά τήν ἀπουσία στίξης, ἔτσι καί στό Garden Time. Τόν τίτλο αὐτόν θά μπορούσαμε νά τόν μεταφράσουμε ὡς Καιρό τοῦ Κήπου, γιατί αὐτό πού ἐπιδιώκει νά διαφανεῖ, στό ἀνεμπόδιστο κύλισμα τοῦ κάθε ποιήματος, δέν εἶναι ὁ χρόνος. Εἶναι ὁ Καιρός· μέ τήν δική μας, ἑλληνική σημασία τοῦ ὅρου: εὐ-καιρία μέ ἄλλα λόγια. Ἀποκτᾶ καί ἄλλες προεκτάσεις, ἄν σκεφθεῖ κανείς πώς ἡ συλλογή ἐκδόθηκε τό 2016, ἡ ἀγαπημένη του Πώλα ἀπεβίωσε τό 2017, καί ὁ ἴδιος ἐξέπνευσε εἰρηνικά στόν ὕπνο του, τό 2019. Ἑπομένως τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ποιητῆ, μέσα στήν δοκιμασία τῆς τύφλωσης,ὑπῆρξε πράγματι ἕνας Καιρός ἐκ νέου καλλιέργειας καί φροντίδας τοῦ Κήπου πού τοῦ δόθηκε: εὐκαιρία φιλοσοφικοῦ ἀναστοχασμοῦ, παρατηρήσεων μέ τά ἔσω μάτια, σπορᾶς ἐρωτημάτων ὅπως τά ἀκόλουθα μέ νηφάλιο καί γλυκύ τρόπο:

Eἶμαι ἐγώ πού ἔφτασα σ’ αὐτήν τήν ἡλικία
ἤ εἶναι ἡ ἡλικία πού ἦρθε σέ μένα
ποιό ἀπ’ τά δυό ἔφερε μαζί του ὅλες τοῦτες
τίς σιωπηλές εἰκόνες πάνω στόν σκιερό τους ποταμό

Ν.Κ.

*

Μαίρη Ὄλιβερ, Οἱ λιμνοῦλες

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

ΟΙ ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ

Κάθε χρόνο
τά νoύφαρα
ἀνθίζουν τόσο ἀψεγάδιαστα
Δέν πιστεύω στά μάτια μου πώς

εἶναι τό φῶς τους αὐτό πού πληθαίνοντας ἀγκαλιάζει
τίς μαῦρες,
λιμνοῦλες τοῦ μεσοκαλόκαιρου.
Κανείς δέν θά μποροῦσε νά τά μετρήσει ὅλα τους –

Τά μοσχοπόντικα κολυμπώντας
ἀνάμεσα στά πέταλα τῶν νούφαρων καί τά χορτάρια
μποροῦν ν’ ἁπλώσουν
τά μυώδη τους μπράτσα καί ν’ ἀγγίξουν (περισσότερα…)

Οὐίλλιαμ Σ. Μέργουιν, Στό φώς τοῦ Σεπτεμβρίου

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ὅταν εἶσαι κιόλας ἐδῶ
παρουσιάζεσαι μόνον σάν
ἕνα ὄνομα πού εἴτε εἶσαι παρόν
εἶτε ὄχι μιλᾶ γιά σένα

καί γιά τήν ὥρα μοιάζει σάν
νά εἶσαι ἀκόμα καλοκαίρι
στό ἀποκορύφωμά του ἀκόμα
οἰκεῖο μας ἀτέλειωτο καλοκαίρι
ὡστόσο μέ μιάν ἀνταύγεια
χαλκοῦ στήν ψύχρα τῶν πρωϊνῶν
καί τ’ ἀργοπορημένα κίτρινα πέταλα
τοῦ φλόμου ἀνεμίζοντας στούς
στάχεις καθώς γέρνουν πάνω
ἀπό τίς θρυμματισμένες τους
σκιές πού διασχίζουν τήν χαρακωμένη γῆ (περισσότερα…)

Ντέρεκ Ουώλκοτ, Ποιήματα

*

Μετάφραση ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

Από το «Ο Τυχερός Ταξιδευτής» (1982)

Εποχή Φασματικής Ειρήνης

Και τότε όλα των πουλιών τα έθνη σήκωσαν μαζί
το δίχτυ το πελώριο των σκιών τούτης της γης
μέσα σε διάλεκτους πολυπληθείς, γλώσσες που τιτιβίζανε
γαζί-γαζί, ραφή-ραφή συρράπτοντάς το. Εξάγνισαν
απάτητες πλαγιές από σκιές θεόρατων πεύκων
οδούς εσπερινές από σκιές γυάλινων πύργων
και κάποιο του αστέως περβάζι που το εύθραυστο φυτό του
να ριγώνει επέμενε – με το δίχτυ ν’ ανυψώνεται βουβό, βουβά και των πουλιών
τα ξεφωνήματα εωσότου
σούρουπο πια ή εποχή, κακοκαιρία ή παρακμή δεν κυβερνούσε
μονάχα η πάροδος φωτός φασματικού,
που ούτε κι η πιο ακονισμένη σκιά να κόψει δεν τολμούσε. (περισσότερα…)

Robert Frost, Kανένα χρυσαφί δέν διαρκεῖ

*

Γυρισμένο στά ἑλληνικά ἀπό τίς
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ καί ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ

Ἔχουν διατυπωθεῖ πολλοί ἰσχυρισμοί, θέσεις καί ἀπόψεις σχετικά μέ τήν μετάφραση τῆς ποίησης: ἀπό τό «ἀδύνατον» τοῦ ἐγχειρήματος ἀφοῦ «κανένα λουλούδι δέν μπορεῖ νά ξεριζωθεῖ, νά ξεφυλλιστεῖ, νά ἐπαναφυτευθεῖ καί νά παραμένει, ἄν καί ὅταν ἀνθίσει, τό ἴδιο μέ τό ἀρχικό»· μέχρι τήν ἀποδοχή τοῦ ὅτι «ἡ μετάφραση εἶναι ἀναγκαῖο κακό»· κι ὥς τήν πιό μετριοπαθῆ θέση πώς « πάντα στό μετάφρασμα χάνονται λίγα ἤ πολλά ἀπό τό πνεῦμα, τήν πρόθεση καί τήν μαστοριά τοῦ τεχνίτη του». Ὑπάρχουν καί ἄλλες ἀπόψεις βέβαια ὅπως π.χ. αὐτή πού λέει πώς «τό μετάφρασμα εἶναι μιά νέα δημιουργία ἀπό πλευρᾶς μεταφραστῆ, καί μπορεῖ νά εἶναι καλή, ἐξαιρετική, ἤ κακή, κάκιστη – καί ὅλα τά ἐνδιάμεσα». Γύρω ἀπό τήν ἐλευθερία, τό θάρρος ἤ τό θράσος τοῦ μεταφραστῆ ὑπάρχουν πολλά ἐρωτήματα: Νά ἀκολουθεῖ μιά κατά λέξη πιστή μετάφραση; Νά ἀποδίδει ἐλεύθερα ἔτσι ὥστε νά εἶναι λειτουργικό τό ποίημα καί σέ ἄλλη γλώσσα; Νά δοκιμάζει καί τίς δύο ὁδούς; Τά ἐρωτήματα δέν ἐξαντλοῦνται.

(περισσότερα…)

Ουίλλιαμ Σ. Μέργουιν (Σεπτ. 1927 – Μάρτ. 2019), Ἀπό τίς σκιές μας

*

Μετάφραση-Επιλόγισμα ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Ἀπό τίς σκιές μας

Ὑπῆρξαν τόσες πολλές λέξεις γιά τή λύπη
καί τόσο λίγες γιά τή χαρά
ἴσως καμία
πού νά μπορεῖ νά διακρίνει
τόν ἦχο ἐκείνης τῆς μυστικῆς ἄνοιξης
ν’ ἀναβλύζει πρίν ἀπό τίς λέξεις
ἄν καί τότε πού ἡ φωνή του ἀναδύεται
ἐντός μας
θέλουμε νά μπορέσουμε νά τό ποῦμε
σέ κάποιους
ἄν μείνουν νά μᾶς ἀκούσουν
νά μιλᾶμε γιά ἐκεῖνο
τό πέρα ἀπό λέξεις
ἡ λύπη μπορεῖ νά ὑψωθεῖ ἐντός μας
μέσα στήν εὐτυχία
καί ἡ χαρά μπορεῖ νά μᾶς ξαφνιάσει
ἐν μέσῳ ἀνείπωτης λύπης
καί οἱ δύο μᾶς γνωρίζουν
ἀπό τήν ἀρχή πρίν τήν παρουσία μας ἐδῶ
ἀλλά ἄν τούς ἀπευθυνθοῦμε
μόνον ἡ λύπη καθυστερώντας στέκει
νά μᾶς ἀκούσει ὥς τό τέλος
ἡ χαρά ἐξαφανίζεται
γιά νά μᾶς ἀναμένει ἴσως
ἐκεῖ πού πού καθόλου δέν τό ἐλπίζουμε

Ἀπό τήν συλλογή Garden Time, Copper Canyon Press, 2016.

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2020 ἐπανεκδόθηκε ἡ συλλογή Garden Time, δηλαδή ἕνα χρόνο μετά την τελευτή τοῦ W. S. Merwin, καί παρουσιάζεται μέ τό ἑξῆς σημείωμα: «Τοῦτο τό τελευταῖο του θαυμάσιο βιβλίο, γραμμένο τόν καιρό πού ὁ ποιητής ἔχανε την ὅρασή του, κατακλύζεται ἀπό ἐπιθυμία, αἴσθηση ἀπώλειας καί ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Τό λαμπερό του πνεῦμα, ἡ αἰθέρια πνευματικότητα τῆς φωνῆς του μέ λεπτότητα ἀνακρίνει τήν θνητότητα, μέ εὐγένεια διερωτᾶται γι’αὐτήν· ἀκριβῶς στά τέλη τῆς ζωῆς του κελαηδεῖ ἀγαπητικά σ’ ἕναν ἀκούραστο κόσμο, ἄν καί ὄχι δίχως τρόμο καί δέος. Ὅταν πιά δέν μποροῦσε νά βλέπει καθόλου γιά νά γράφει, ὑπαγόρευε τά ποιήματά του στήν σύζυγό του, Πώλα. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἕνα βιβλίο ἐπίγνωσης καί ἐπαγρύπνησης, μεγάλης εὐαισθησίας, τρυφερό καί μελαγχολικό, ὅπου ὁ μείζων ποιητής μας καταφάσκει στήν ζωή ἀντλώντας δυνάμεις ἀπό τίς μνῆμες του καί τήν βαθιά του σύνδεση μέ τόν κόσμο· μᾶς ὑπενθυμίζει ἔτσι πώς “Ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι νά εἴμαστε τό φῶς τῆς μέρας.”»

Ὁ W. S. Merwin, γιά πάνω ἀπό σαράντα χρόνια μαζί μέ τήν γυναίκα του φύτεψαν περισσότερα ἀπό 2.740 φοινικόδεντρα, στήν προσπάθεια νά σώσουν τίς φοινικιές ἀπό τήν ἐξαφάνιση πού τίς ἀπειλεῖ. Ἡ δεντροφύτευσή τους περιλάμβανε 400 εἴδη, καί ἄλλες, περίπου 900, ποικιλίες. Ἄς προσθέσουμε καί τά χιλιάδες πού φύτεψαν ἀνεπιτυχῶς, καθώς αὐτά δέν κατάφεραν να ἐπιζήσουν. Σέ ἕνα χαρακτηριστικό του μικρό ποίημα τοῦ 1988 ἔγραψε:

Μαρτυρία

Θέλω νά διηγηθῶ πῶς
ἦσαν τά δάση

Θά πρέπει νά μιλήσω
μέ μιά λησμονημένη λαλιά

*

Έμιλυ Ντίκινσον, «Ο κόσμος δεν τελειώνει εδώ…» και άλλα ποιήματα

*

Προλόγισμα-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Έχει ειπωθεί ότι όλα τα ποιήματα της Ντίκινσον μπορούν να τραγουδηθούν πάνω στον ίδιο σκοπό. Ισχύει σε εντυπωσιακό βαθμό. Η έρευνα έχει δείξει ότι η τεράστια πλειονότητα των ποιημάτων της, γύρω στα εννέα δέκατα των 1800 που έγραψε, είναι γραμμένα στο λεγόμενο hymnic metre, το μέτρο δηλαδή στο οποίο βασιζόταν η προτεσταντική υμνωδική παράδοση του καιρού της. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της παράδοσης ήταν ο Isaac Watts, ο αποκαλούμενος και «Godfather of English Hymnody», που το πρώτο του βιβλίο, Hymns and Spiritual Songs, δημοσιεύθηκε το 1707.

Το «υμνωδικό μέτρο» του Ουώττς είναι απλούστατο, μονότονο θα έλεγε κανείς: ιαμβικοί τετράμετροι είτε μόνοι τους είτε συνδυαζόμενοι με ιαμβικούς τρίμετρους σε τετράστιχες συνήθως στροφές. Η ρίμα είναι της μορφής αβαβ ή xαxα. Ο Βενιαμίν Φρανκλίνος και το κίνημα της «Χριστιανικής αφύπνισης» διέδωσαν τους ύμνους του Ουώττς στην Αμερική και η Έμιλυ τούς γνώρισε παιδί στην First Church in Amherst, στη Μασσαχουσέττη όπου η οικογένειά της εκκλησιαζόταν. Σημαντικό είναι να σημειωθεί εδώ ότι στους προτεσταντικούς ναούς το εκκλησίασμα συμψάλλει, κάθε πιστός μετέχει έχοντας το κείμενο τυπωμένο εμπρός του.

Ακόμη και στις ομοιοκαταληξίες και στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ή στον γνωμικό-διδακτικό συχνά χαρακτήρα των στίχων της ή, τέλος, στην περσόνα του μικρού και αθώου παιδιού που υιοθετεί, η παρουσία του Ουώττς είναι έντονη στους στίχους της Ντίκινσον. Πρωτίστως η συλλογή του Divine Songs Attempted in Easy Language for the Use of the Children του 1715 ήταν εκείνη που την επηρέασε.

Με άλλα λόγια, παρ’ όλες τις στιχουργικές ελευθερίες που ενίοτε παίρνει και τη διαφορετική θεματική της, η Ντίκινσον καλλιεργεί κατά κύριο λόγο μία φόρμα: αυτήν του τραγουδιού, ιδίως μάλιστα του παιδικού τραγουδιού. Πράγμα που εξηγεί δύο πράγματα: αφενός μεν την αμεσότητα των ποιημάτων της (για όσους τα ξέρουν απ’ το πρωτότυπο), αφετέρου δε την προτίμηση που της δείχνουν οι συνθέτες, από τον Άαρων Κόπλαντ ώς τους σημερινούς.

Στις μεταφράσεις μου επιχειρώ να κρατήσω τα δύο αυτά κύρια γνωρίσματα της ποίησής της, την ωδική ρυθμικότητα και την παιδική αμεσότητά της.

(περισσότερα…)

Έμιλυ Ντίκινσον, «Ένιωσα μια κηδεία στο μυαλό μου…» και άλλα ποιήματα

 

Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

Ένιωσα μια κηδεία στο μυαλό μου
και πίσω πλήθος, κοσμοσυρροή,
κι όλο περνούσε και περνούσε κι ήταν
τη σκέψη μου σαν να ποδοπατεί.

Κι όταν καθίσαν όλοι, η ακολουθία
σαν τύμπανο ήχησε εκκωφαντικό
κι όλο κροτούσε και κροτούσε κι ήταν
σαν να μου νάρκωνε το λογικό.

Τότε άκουσα ένα φέρετρο να υψώνουν
και όλα εκείνα τ’ άρβυλα, ξανά,
να τρίζουν σαν μολύβι στην ψυχή μου.
Τότε ο χώρος πήρε να βροντά,

σαν να ’ταν μια καμπάνα όλα τα ουράνια,
και ένα μονάχα αφτί ό,τι Υπαρκτό,
κι εγώ, και η σιωπή, μι’ άγνωστη ράτσα,
χάλασμα κι έρημο συντρίμι, εδώ.

Tότε έσπασε στον νου μου ένα σανίδι,
κι άρχισα κι έπεφτα, έπεφτα βαριά,
σε κάθε γλίστρημα και σ’ άλλον κόσμο,
ώσπου έπαψε και – τότε – ήξερα πια.

~.~ (περισσότερα…)

Τα Ονειρικά Τραγούδια: Αποθεσμοποίηση και μεταφραστικός ακαδημαϊσμός

Berrym

♦♦♦

του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

“There are two voices, and the first voice says, “Write!”
and the second voice says, “For whom?”
I think that’s marvelous; he doesn’t question the imperative, you see that.
And the first voice says, “for the dead whom thou didst love”;
again the second voice doesn’t question it;
instead it says, “Aye, for they return as posterity”.
Isn’t that good?” J.B.

Είναι γεγονός ότι η εποχή μας σημαδεύεται απ’ την πικρή αλήθεια πως όσο λιγοστεύει η τέχνη τόσο ανθεί η κριτική και πως η διάχυση των εφαρμογών της κριτικής ελαχιστοποιεί την αναγνώριση της ποιητικής τέχνης. Αυτό σημαίνει πως η ανάγκη για κριτική είναι μακράν πιο εντεταμένη από την ανάγκη για ποίηση, κι ετούτο συμβαίνει τόσο στον τομέα της κριτικής όσο και στον τομέα της ποίησης – με την εγκυρότητα των δύο όρων να τίθεται εδώ, εμφανώς, κατά τη δοξασία και την εξουσία που έχουν εδραιώσει, υπό αμφισβήτηση.

Ένας από τους κλάδους της λογοτεχνικής κριτικής αγγίζει και τον τομέα της λογοτεχνικής μετάφρασης, ή ορθότερα, τείνει οριστικά να τον εξουδετερώσει καθώς οι τακτικές της έχουν παγιώσει την επιρροή τους στο πεδίο προσδιορισμού και αναγνώρισης των ποιητικών αξιών.

Οι κατανομές τέτοιων σημαντικών και ασήμαντων εξουσιών, κριτική/ερμηνεία/αξιολόγηση/μετάφραση/εγγραφή, στηρίζονται στα προαναφερθέντα. Πρόκειται για ακατάπαυστη επιστροφή σε μια εφημερότητα όπου οι γνώσεις και η αντίληψη οι οποίες είναι απαραίτητες για την κατανόηση και τη δημιουργική σύλληψη της ποίησης, είναι σε τέτοιο βαθμό θεωρητικοποιημένες, κατεστημένες, που έχουν απωλέσει τη σχέση που αρχικώς είχαν με την τέχνη της ποίησης.

Παρατηρείται συχνά ασυμβατότητα μεταξύ των δημοσιοποιημένων εκτιμήσεων με τις οποίες προασπίζεται κανείς ένα ποιητικό ζήτημα και της μετάφρασης του ποιητικού έργου το οποίο αποτέλεσε αφορμή για την προάσπιση των όσων δημοσιοποιεί. Πολλές φορές η προάσπιση καθίσταται εύκολα έγκριτη ή αξιοπρόσεκτη καθώς ο εμπλεκόμενος δεν έχει παρά να παραθέσει τα αποτελέσματα των όσων έχει διαβλέψει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η προάσπιση παροδηγεί τη μεταφραστική εργασία, ακόμη κι όταν αυτή δεν είναι ορθά επιτελεσμένη, στην κερδισμένη της «εγκριτότητα».

Σε ένα άλλο επίπεδο λειτουργίας και στάσης απέναντι σε κάθε κείμενο, η μετάφραση, ακριβώς επειδή επιτελείται, τρόπον τινά, ως εκ νέου ανάληψη του έργου από θέση μέλλοντος, συχνά δημιουργεί απαιτήσεις και δυσκολίες, οι οποίες της στερούν την άμεση αναγνώριση∙ όπως ακριβώς συμβαίνει και με την πρωτότυπη ποίηση.

Οι μετατροπές, οι τροποποιήσεις, των στοιχείων που συνθέτουν το πλαίσιο, το στερέωμα της τέχνης ενός ποιητή, εάν δεν αποβαίνουν καταστροφικές, οπωσδήποτε αποβαίνουν προβληματικές, αντιβαίνουσες. Τέτοια φαινόμενα οφείλουμε να τα διερευνούμε όντας αδιάφοροι προς την απήχηση που προκαλούν, διότι πάντοτε αυτού του είδους οι μετατροπές, οι τροποποιήσεις, (οι οποίες δεν είναι τυχαίο πως ταυτίζονται απόλυτα με παρωχημένες φιλολογικές ύλες) έχουν ιδιαίτερη απήχηση, καθώς η ποίηση ολοένα και περισσότερο προσφέρεται ως προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικών, πολιτισμικών και ηθικοπλαστικών μικροσυνθηκών και όχι ως τέχνη, ως συνθήκη μιας εποπτικής επινόησης.

Αυτό το, προαναφερθέν, προϊόν, καθόλα γνήσιο απόσταγμα της λειτουργίας μιας παραποιημένης υποδειγματοποίησης, ταυτίζεται με το λεγόμενο «λυρικό υποκείμενο» ως θεωρητική αφετηρία δίχως κατάληξη και ως θεωρητική κατάληξη δίχως αφετηρία. Πρόκειται για αποκαλυπτικό λάθος το οποίο κρέμεται στα χείλη όσων δεν αναγνωρίζουν την ποίηση ως τέχνη.

Η σύγχυση είναι μνημειώδης καθώς το, λεγόμενο, λυρικό υποκείμενο προσδιορίζεται ως κοιτίδα αναφαίρετων ποιητικών χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων, μολονότι πρόκειται για το άκρο αντίθετο του ποιητικού υποκειμένου: το λυρικό υποκείμενο χρησιμοποιεί γλώσσα μα το ποιητικό υποκείμενο δημιουργεί γλωσσικό κώδικα.

Υποστηρίζω εν ολίγοις πως, ευρύτερα, το περιεχόμενο της προσέγγισης δεν είναι πάντοτε επαρκές ή σχετικό με το περιεχόμενο της ποίησης και πως το περιεχόμενο μιας γόνιμης προσέγγισης ως επί το πλείστον επαληθεύει τη διαφορετικότητα της ποίησης και ως εκ τούτου την αδυνατότητα μίας εκ βάθρων περιεχομενικής εκπροσώπησής της. Η πραγματική προσέγγιση (είτε πρόκειται για κριτική, για μελέτη ή για μετάφραση) δεν εκπροσωπεί το περιεχόμενό της ποίησης μα το εκθέτει. (περισσότερα…)