Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Άρης Μπερλής, Από τα ελληνικά στα ελληνικά

*

Στις 28 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον θάνατο του δοκιμιογράφου, κριτικού και μεταφραστή Άρη Μπερλή (1944-2018). Τιμώντας τη μνήμη του εξαίρετου συγγραφέα και αγαπημένου φίλου, το ΝΠ του αφιερώνει τη σημερινή και την αυριανή του ανάρτηση. Σήμερα, αναδημοσιεύουμε την ομιλία για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις την οποία ο Μπερλής εκφώνησε στις 10 Οκτωβρίου 2006, στη Στοά του Βιβλίου, σε εκδήλωση με θέμα «Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Ροΐδης: από τα ελληνικά στα ελληνικά. Συζήτηση για τις ενδογλωσσικές περιπέτειες των κειμένων». Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης οι Δημήτρης Δημηρούλης και Δημοσθένης Κούρτοβικ ενώ είχαν προσκληθεί και οι Άρης Μαραγκόπουλoς, Γιώργος Αριστηνός και Δημήτρης Καλοκύρης, μεταφραστές του Σολωμού, Παπαδιαμάντη και Ροΐδη αντίστοιχα, οι οποίοι δεν θέλησαν να συμμετάσχουν.

~ . ~

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΕΙΣ

Είναι κρίμα που η άλλη πλευρά αρνήθηκε να παραστεί και να συζητήσει ή και να διαπληκτιστεί μαζί μας. Η εκδήλωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα ανταλλάσσονταν επιχειρήματα, ενδεχομένως και βαριές κουβέντες, θα μας κατηγορούσαν για ελιτισμό, θα τους κατηγορούσαμε για λαϊκισμό, και πάει λέγοντας – κάπως έτσι προάγεται ο πνευματικός διάλογος, σοβαρολογώ, αυτό είναι που γενικότερα μας λείπει, η συζήτηση με τη σωστή αναλογία ψυχραιμίας και πάθους, νηφαλιότητας και παρρησίας, ακόμη και επιθετικότητας.

Διατύπωσα τις αντιρρήσεις μου στις μεταγλωττίσεις από τα ελληνικά στα ελληνικά, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον τύπο. Θα συνοψίσω εδώ το βασικό μου επιχείρημα. Ο μεταφραστής της Πάπισσας Ιωάννας ή της Φόνισσας ή άλλου λογοτεχνικού κειμένου του 19ου αιώνα στη σύγχρονη ελληνική δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, είναι χαμένος από χέρι – οπότε το όλο εγχείρημα δεν έχει νόημα. Η αναμέτρηση με το πρωτότυπο είναι άνιση, η σύγκριση αναπόφευκτη, η υστέρηση μοιραία. Το ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μεταγλωττιστής (πρόβλημα που δεν το αντιμετωπίζει ο μεταφραστής κειμένου από ξένη γλώσσα) είναι ότι το πρωτότυπο είναι γραμμένο στην ίδια γλώσσα. Το μετάφρασμα έχει ανταγωνιστικό κείμενο, μέσα στην ίδια γλώσσα. Κείμενο εκτυφλωτικής ακτινοβολίας που καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε απόπειρα ενδογλωσσικής διατύπωσής του. Κι ας μην ειπωθεί ότι η καθαρεύουσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη είναι άλλη γλώσσα, διαφορετική από τη σύγχρονη νεοελληνική. Διότι τότε, παράλληλα με το ιδεολόγημα της αδιάσπαστης και ενιαίας ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, όπου τάχα ανατρέχουμε γλωσσικά τους αιώνες μπρος-πίσω χωρίς πρόβλημα, θα έχουμε και το εκ διαμέτρου αντίθετο ιδεολόγημα, του ιστορικού κατακερματισμού της εθνικής γλώσσας σε πολυάριθμες γλωσσικές περιόδους ή εξελικτικές φάσεις, που σημαδεύονται από τόσο βίαιες ρήξεις της συνέχειας ώστε μέσα σε εκατό πενήντα, εκατό ή και σε πενήντα χρόνια, μπορεί και σε λιγότερα, η γλώσσα να αλλάζει τόσο ριζικά ώστε να χρειάζεται μετάφραση. Αυτό μπορεί να μην τέθηκε ρητά αλλά συνάγεται αφ’ ης στιγμής τίθεται θέμα μετάφρασης κειμένων που είναι κοντά, πολύ κοντά σε μας, κειμένων που υποτίθεται ότι είναι δύσβατα, δύσληπτα ή και ακατανόητα πια για τους περισσότερους σημερινούς χρήστες. Και ποιοι είναι αυτοί οι περισσότεροι; Είναι κυρίως οι μάζες των απαίδευτων νέων παιδιών –αυτό ειπώθηκε ως επιχείρημα– που, λόγω ελλιπούς παιδείας ή των περισπασμών της σύγχρονης ζωής δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κείμενα. (περισσότερα…)

Advertisement

Κώστας Βάρναλης, Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

*

Από τον ιστότοπο του Νίκου Σαραντάκου. Αντιγράφουμε από εκεί το σημείωμα του επιμελητή: «Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα εις ύφος Παπαδιαμάντη, αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Πήρα το κείμενο από την έκδοση του Κέδρου Πεζός Λόγος. Αγνοώ αν το Καλοκαιρής (το παπαδιαμαντικώς σωστό είναι Καλοσκαιρής) είναι λάθος του τυπογράφου ή αβλεψία τού Βάρναλη.» Με αυτό το ξεχωριστό αφήγημα, το ΝΠ εύχεται στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του Καλά Χριστούγεννα.

~ . ~

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!

Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.

Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:

– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).

Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται. (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου

*

Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος. (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Οἰωνός

*

Tὸ ἐκήρυξεν ὁ θεῖος Ὅμηρος πρὸ ἐτῶν τρισχιλίων: Εἷς οἰωνὸς ἄριστος !…

Εὗρεν εὐκαιρίαν νὰ βάλῃ εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἕκτορος ὅλην τὴν ἀηδίαν, ὅσην τοῦ ἐνέπνεον κατὰ βάθος οἰωνοὶ καὶ οἰωνοσκόποι, καίτοι, λόγῳ τοῦ ἐπικοῦ ἀξιώματος, ἦτο ἠναγκασμένος, ὁ θεσπέσιος, νὰ περιγράφῃ μετὰ μεγάλης σοβαρότητος ὅλας τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἀσκήσεις τῶν θυσιῶν, καὶ τῶν οἰωνῶν, καὶ τῶν μαντευμάτων.

Καὶ ὁ Κάτων, ὁ ἄκαμπτος Ρωμαῖος, εἶπε, χίλια ἔτη ὕστερον: Si augur augurem…

Δηλαδή, ἐὰν οἰωνοσκόπος συναντήσῃ οἰωνοσκόπον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ κράτησῃ τὰ γέλια…

Οἱ μόνοι ἀληθεῖς οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα. Πλήν, ἂν ὑπάρχωσιν ἄλλοι συμβολικοί, ἐναέριοι ἢ ἐπίγειοι οἰωνοί, ἔρχονται ἐπικουρικῶς μόνον, διὰ ν’ ἀνοίξουν τὰ ὄμματα τῶν τυφλῶν, ὅσοι δὲν βλέπουν τὰ πράγματα.

Ἀφοῦ αἰτήσω συγγνώμην ἀπὸ τὸν ἀναγνώστην διὰ τὸ βάναυσον καὶ ὄχι πολὺ κόσμιον ἴσως τοῦ συμβόλου ἐνταῦθα, θὰ διηγηθῶ ἕνα οἰωνόν.

Ἕνα καιρόν, δύο νέοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς μοὶ ἐτύγχανε, διὰ νὰ εἴπω κατὰ Πλάτωνα, ἐγγύτατα γένους ὤν καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν, ἔκαμναν τὸν ἔρωτα εἰς μίαν νέαν, ἥτις δὲν εἶχεν εἴδησιν τοῦ πράγματος. Διότι εἶχεν ἴσως τόσους λατρευτάς, ὅσας χιλιάδας προῖκα. Δὲν εἶχε καιρὸν ἡ ἰδία, μὲ τὰς ἁβρὰς καὶ τρυφερὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τοὺς μεγάλους τακεροὺς ὀφθαλμούς της, νὰ μετρήσῃ οὔτε τὸν σωρὸν τῆς μιᾶς οὔτε τὴν ἄγελην τῶν ἄλλων.

Ἴσως οἱ δύο, περὶ ὧν ὁ λόγος, δὲν ἦσαν τόσον ὑγιῶς προικοθῆραι, ὅσον νοσηρῶς αἰσθηματικοί. Ἡ κόρη ἦτο χαριεστάτη. Μετεῖχε καλῶν αἰσθημάτων καὶ δὲν ἦτο ἄμοιρος καλῆς ἀγωγῆς. Ἐξαιρέσει τῆς οἰήσεως καὶ τοῦ ἐξιππασμοῦ τῶν νεοπλούτων, κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο ἄμεμπτος. Ἀδιάφορον ὅμως.

Ἓν δειλινόν, ἢ μίαν ἑσπέραν, δὲν ἐνθυμοῦμαι καλά, φθινοπώρου ἀρχομένου, οἱ δύο νέοι ἐκάθηντο ὑπαίθριοι, χωριστὰ ὁ καθείς, ἔξωθεν ζυθοπωλείου, καὶ ἐκοίταζαν ἀντικρὺ τὸν ἐξώστην της. Ἐπερίμεναν πότε νὰ φανῇ. Ἤλπιζον νὰ πέση ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ματιά της ἢ ποθεινή.

Τὸ ἐλάχιστον τυχαῖον βλέμμα της ἦσαν ἱκανοὶ νὰ τὸ ἐκλάβουν ὡς σκόπιμον καὶ σημαντικόν, καὶ πλάττον εὐτυχίαν δι’ αὐτούς. Μωρότεροι τοῦ Ναρκίσσου, κατωπτρίζοντο ὄχι εἰς τὸ φεῦγον ρεῦμα τοῦ ρύακος, ἀλλ’ εἰς τὸ ἀεικίνητον βλέμμα τῆς κόρης.

Ἡ κόρη ἐξῆλθεν. Ἐκοίταξεν ἐδῶ, ἐκοίταξεν ἐκεῖ, ἴσαξε τὰ μαλλιά της, ἔρριψε βλέμμα εἰς τοὺς δύο νέους, τοὺς ἀφῆκε νὰ τὴν κοιτάζουν καὶ νὰ χάσκουν, καὶ προσήλωσε τὸ ὄμμα εἰς ἕν ἀόριστον ὑψηλὸν σημεῖον τῆς πόλεως ἢ τοῦ ὁρίζοντος, εἰς ἓν κωδωνοστάσιον ἢ ἓν νέφος. Ποῦ ἀλλοῦ; (περισσότερα…)

Κώστας Ζωτόπουλος, Οδός Καλαμιώτου

papadiamantis-νιρβάνας

-Ι-

Οδός Καλαμιώτου

Ο Νιρβάνας, μαθητής νεαρός,
δεν γνώριζε ποιος ήταν ο κύριος Αλέξανδρος.
Σκιαθίτης εκείνος, εκ πατρός Σκοπελίτης αυτός.
O εξάδελφός του Φίλιππος του μιλούσε γι αυτόν,
συμμαθητή του παλιό,
σαν να ήταν παραστρατημένος.
«Κρίμα τον άνθρωπο! Πάει χαμένος.
Στην τάξη πρώτος μαθητής,
με τα ελληνικά του τα γερά
μπορούσε να ’ναι τώρα στο Πανεπιστήμιο καθηγητής.
Κάθεται και γράφει παραμύθια σαπέρα».

Ο Νιρβάνας είχε γράψει στην καθαρεύουσα ένα ελεγείο
που αργότερα θα του φαινόταν άτεχνο πρωτόλειο,
«στιχούργημα παιδιάτικο»,
το είχε εκφωνήσει σε κηδεία
και δημοσιεύσει στην «Παλιγγενεσία».
Ο εξάδελφός του στον κύριο Αλέξανδρο το είχε δώσει
κι αυτός εζήτησε να τον γνωρίσει.

«Σκιαθίτικο καφενείο»,
οδός Καλαμιώτου, απ’ της Καπνικαρέας το ιερό σαράντα μέτρα.
Δίπλα ένα κατάστημα με παπλώματα.
Καφέ και βιοτεχνία παπλωμάτων
στέκουν και σήμερα εκεί, σε κτίρια νέα.
«Εις το καφενείον εκείνο, παρά την οδόν Καλαμιώτου,
εσύχναζα οπωσούν…
Εκεί ήρχοντο παλαιοί άνθρωποι,
οικοκυραίοι, εντόπιοι και άλλοι μερικοί,
γνωστοί αγορηταί των καφενείων,
και αι πολιτικαί συζητήσεις ποτέ δεν εσχόλαζον».

Στο βάθος προχώρησαν.
Ένας κακοντυμένος με άτακτα γένια
καθόταν με δυο τρεις ακόμα.
Τους δέχτηκαν εγκάρδια, λουκούμι του παρήγγειλαν,
τον ρώτησαν για τους γονείς και τα μαθήματα.
Ο Σκιαθίτης είπε με συμπάθεια, που, χρόνια μετά,
συγκατάβαση χριστιανική τη θεώρησε ο Νιρβάνας.
«Ώστε δικό σου, λοιπόν, ήταν το ποίημα, παιδί μου.
Αναρωτήθηκα. Το πατριωτάκι μας να είναι τάχα;
Όταν μου το είπε ο Φίλιππος τον παρακάλεσα
να σε φέρει να σε γνωρίσουμε κι εμείς σαν πατριώτες.
Ε, μπράβο σου παιδί μου. Να καταγίνεσαι».

-ΙΙ-

Η ειρωνεία των νοσοκόμων

Ο Νιρβάνας τον είδε για τελευταία φορά
λίγες μέρες πριν φύγει οριστικά για το νησί.
Είχαν διοργανώσει στον «Παρνασσό» εκδήλωση
με της Πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη τη φροντίδα,
ο Αλέξανδρος, όμως, δεν παρέστη.
Είπε και ο Νιρβάνας μετά τον Κακλαμάνο δυο λόγια,
για το έργο του Σκιαθίτη.
Είχαν αρκετά χρήματα συγκεντρωθεί,
για να εισαχθεί σε κλινική.
Η λατρεία του άκρατου οίνου τον είχε καταβάλει.

Ο Νιρβάνας πήγε στη Δεξαμενή πάλι
με τον Αλέκο Μαυρουδή
που είχε με ζήλο εργαστεί
για την επιτυχία της γιορτής,
να του πουν πως υπήρχαν χρήματα αρκετά
και να τον πείσουν να θεραπευτεί.

Έσκυψε δακρυσμένος –άρρωστος, γέρος –
το χέρι να του φιλήσει.
Το τράβηξε απότομα συγκινημένος,
και του έκανε με τρόπο την πρόταση.

«Όχι νοσοκομείο…», απάντησε ικετευτικά.
»Οι νοσοκόμοι είναι είρωνες».
Φοβόταν πως για την αιτία της νόσου κάποιος θα τον ειρωνευτεί.
Είπε, «Καλύτερα στην πατρίδα …».
Μάταιο και σκληρό να του αρνηθεί.
«Αλέξανδρε, όπως αγαπάς».
Έφυγε σε λίγες μέρες
για της αιώνιας τέχνης το νησί.

ΚΩΣΤΑΣ ΖΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ένας σκύλος δεμένος στην αυλή του αφέντη του και άλλες παπαδιαμαντικές παραβολές

Giacomo_Balla,_1912,_Dynamism_of_a_Dog_on_a_Leash,_oil_on_canvas,_89.8_x_109.8_cm,_Albright-Knox_Art_Gallery.jpg

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Στην αρχή του παπαδιαμαντικού διηγήματος «Όνειρο στο κύμα», ο αφηγητής παρομοιάζει την κατάστασή του μ’ ένα σκυλί δεμένο στην αυλή του αφεντικού του:

Καθὼς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μὲ πολὺ κοντὸν σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αὐθέντου του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ οὔτε νὰ δαγκάσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα καὶ τὸ τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν σχοινίον, παρομοίως κ᾽ ἐγὼ δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε νὰ πράξω τίποτε περισσότερον παρ᾽ ὅσον μοῦ ἐπιτρέπει ἡ στενὴ δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.[1]

Ο ήρωας του διηγήματος, φτωχός υπάλληλος στο γραφείο μεγαλοδικηγόρου και πολιτευτή της Αθήνας, αισθάνεται δέσμιος του εργοδότη του. Δεν μπορεί να πει ή να πράξει κάτι περισσότερο απ’ όσο του επιτρέπει η υπαλληλική του ιδιότητα. Στο τέλος του διηγήματος, αφού αναπολήσει την ευτυχία και την ελευθερία της νεότητάς του στα βουνά της πατρίδας του και τον έρωτά του για τη Μοσχούλα, επιστρέφει στη σκληρή τωρινή πραγματικότητα:

Καὶ τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τὸ κοντὸν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐσχοινιάσθη κ᾽ ἐπνίγη ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καὶ ἀναλογίζωμαι τὸ ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἂν τὰ δύο δὲν εἶχαν μεγάλην συγγένειαν, καὶ ἂν δὲν ἦσαν ὡς «σχοίνισμα κληρονομίας» δι᾽ ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφὴ λέγει.[2]

Το συγκεκριμένο χωρίο και ιδιαίτερα η λέξη παραβολή έχουν προκαλέσει αρκετό πονοκέφαλο στους μελετητές του Παπαδιαμάντη. Ποια είναι η παραβολή στην οποία αναφέρεται ο Παπαδιαμάντης; Και γιατί την αναφέρει εδώ;

~.~

Ήδη στην κριτική έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, στο υπόμνημα παραλλήλων, προτείνεται ως πιθανή πηγή το χωρίο Παροιμιών 7,22. Εκεί διαβάζουμε:

ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς,
ὥσπερ δὲ βοῦς ἐπὶ σφαγὴν ἄγεται
καὶ ὥσπερ κύων ἐπὶ δεσμοὺς

κι εκείνος έπεσε στην παγίδα και την ακολούθησε,
όπως ακριβώς ένα βόδι που οδηγείται στη σφαγή
και σαν σκυλί δεμένο

Ο βιβλικός συγγραφέας αφηγείται μια σκηνή αποπλάνησης. Ο «κεπφωθείς» άντρας ακολουθεί την πλανεύτρα σαν ζώο που το πάνε για σφάξιμο και σαν σκυλί δεμένο. Ούτε το περιεχόμενο του χωρίου ούτε και η έκφραση φαίνεται να ταιριάζουν με το παπαδιαμαντικό κείμενο. Ο Παπαδιαμάντης δε μιλά για τη θανάσιμη γοητεία κάποιας γυναίκας· εκτός αν θεωρήσουμε ότι εννοεί τη Μοσχούλα, πως τάχα εκείνη τον κρατούσε δεμένο σαν σκυλί. Κάτι τέτοιο όμως δε συμφωνεί με το γενικό νόημα του διηγήματος. Επιπλέον, ο συγγραφέας των Παροιμιών κάνει λόγο απλώς για «δεμένο σκυλί», χωρίς να αναφέρεται κανένας αφέντης που το έχει δέσει στην αυλή του.

Με την ερμηνεία του παπαδιαμαντικού χωρίου ασχολείται επίσης η Αγγέλα Καστρινάκη στην πρόσφατη μελέτη της «Έρως νάρκισσος, έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη».[3] Σύμφωνα με την Καστρινάκη, το «αίνιγμα του σχοινιού» είναι ο

πιο δύσκολο[ς] γρίφο[ς] που μας ζητά να λύσουμε ο συγγραφέας. Στο κείμενο γίνεται λόγος για κάποια παραβολή, κάτι τέτοιο ωστόσο δεν απαντά στην Καινή Διαθήκη (στην Παλαιά Διαθήκη συναντάμε ένα χωρίο με άνθρωπο που άγεται στη μοιχεία σαν σκύλος, αλλά δεν αντιστοιχεί στα δικά μας δεδομένα με το κοντό σχοινί). Ίσως λοιπόν να πρόκειται για έναν μύθο του Αισώπου, όπου πράγματι ένας σκύλος είναι δεμένος με κοντό σχοινί. Συγκεκριμένα: ισχνός λύκος συναντά καλοθρεμμένο σκύλο στο υποστατικό του αφέντη του, ο δεύτερος όμως του δείχνει το λουρί του και του εξηγεί με θλίψη πού οφείλεται η καλοταϊσμένη όψη του.[4]

Η Καστρινάκη, όπως κι εμείς παραπάνω, απορρίπτει τη συγγένεια του παπαδιαμαντικού χωρίου με το παλαιοδιαθηκικό. Αντιπροτείνει έναν μύθο του Αισώπου, αν και διατηρεί τις αμφιβολίες της: «Ο αφηγητής μας δεν λέει βέβαια ακριβώς αυτό».[5]

Κατά την άποψή μας, το ερμηνευτικό αδιέξοδο οφείλεται στη λανθασμένη εξήγηση της λέξης παραβολή. Η Καστρινάκη, όπως πιθανόν προηγουμένως και ο Τριανταφυλλόπουλος, αποδίδουν στην παραβολή την έννοια του μύθου, της αλληγορικής διήγησης, την έννοια δηλαδή που έχει η παραβολή στο Ευαγγέλιο. Η παραβολή όμως δεν έχει μόνο αυτή τη σημασία. Παραβολή σημαίνει και σύγκριση, αντιπαραβολή, παραλληλισμός και, συνεπώς, παρομοίωση. Στο σχετικό λήμμα του Λεξικού Δημητράκου διαβάζουμε:

παραβολή (ἡ) κ. μσν., νεώτ. κ. δημ., παράθεσις πρὸς σύγκρισιν, ἀντιβολή, ἀντιπαραβολή […] 2) σύγκρισις, παραλληλισμός, ἀναλογία […] 3) π. ρήτορσι, παρομοίωσις, ὁμιλία περιέχουσα παραστάσεις γνωστῶν καὶ συμβαινόντων πραγμάτων […] 4) κ. μσν., νεώτ. κ. δημ., ἀλληγορική ἁπλῆ διήγησις ἐκ τοῦ καθόλου βίου πρὸς εἰκονικὴν παράστασιν ἠθικῆς τινος διδασκαλίας, γεν. λόγος τροπικῶς καὶ εἰκονικῶς ἐκφερόμενος δι’ ἀλληγοριῶν καὶ παροιμιῶν […]

Η πρώτη και κύρια σημασία της παραβολής είναι η σύγκριση και η παρομοίωση, και μόλις η τέταρτη σημασία είναι η αλληγορική διήγηση. Με αυτή τη σημασία, της παρομοίωσης, χρησιμοποιεί, κατά τη γνώμη μας, τη λέξη ο Παπαδιαμάντης. Προς επίρρωσιν του συλλογισμού μας θα ανατρέξουμε, στη συνέχεια, σε άλλα σημεία του παπαδιαμαντικού corpus όπου συναντούμε τη λέξη παραβολή.

Το πρώτο τέτοιο σημείο βρίσκεται στη Γυφτοπούλα, όπου διαβάζουμε:

Τρίτον ἡ Ἀϊμὰ παραβάλλεται μὲ Νεράϊδα, «μίαν τῶν ὡραίων, πονηρῶν καὶ τρομερῶν ἐκείνων νυμφῶν, δι᾽ ὧν ἡ φαντασία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ οἰκίζει μέχρι τῆς σήμερον πάντα τὰ σπήλαια καὶ τοὺς δρυμῶνας». Ὅσον λαμπρὰ καὶ ἂν φαίνεται ἡ παραβολὴ αὕτη, κατ᾽ ἐμέ, εἶναι ἄκαιρος καὶ ἀπροσφυής.[6]

Ο συγγραφέας καταγγέλλει την παρανάγνωση ενός επίδοξου μεταφραστή της Γυφτοπούλας, ο οποίος παρομοιάζει την πρωταγωνίστρια Αϊμά με νεράιδα και νύμφη. Η παρομοίωση (παραβολή) αυτή, μας λέει, μπορεί να φαίνεται λαμπρή, αλλά είναι άκαιρη και ακατάλληλη. Όπως είναι φανερό, η παραβολή δε θα μπορούσε εδώ να έχει την έννοια της αλληγορικής διήγησης.

Το δεύτερο χωρίο που μας ενδιαφέρει είναι από τη «Μαυρομαντηλού». Εκεί ο ξάδερφος του αφηγητή Γιαννιός έχει το ωραιότερο περιβόλι στο χωριό:

Ὁποῖον λαμπρόν, ἀχανές, μεγαλοπρεπὲς περιβόλι! Καὶ πόσον δίκαιον εἶχεν ὁ θεῖος Ὅμηρος νὰ θέσῃ ἐκ παραλλήλου τὰς δύο παραβολὰς τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ἀγροῦ μὲ τοὺς κομῶντας ἀστάχυς!

Κινήθη δ᾽ ἀγορὴ φὴ κύματα μακρὰ θαλάσσης
πόντου Ἰκαρίοιο, τὰ μὲν τ᾽ Εὖρός τε Νότος τε
ὤρορ᾽ ἐπαΐξας πατρὸς Διὸς ἐκ νεφελάων·
ὡς δ᾽ ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον ἐλθών,
λάβρος ἐπαιγίζων, ἐπὶ τ᾽ ἠμύει ἀσταχύεσσιν,
ὣς τῶν πᾶσ᾽ ἀγορὴ κινήθη…
[7]

Σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, ο Όμηρος παραθέτει δίπλα δίπλα δύο παραβολές στο συγκεκριμένο απόσπασμα από την Ιλιάδα, μία παραβολή «τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης» και μία παραβολή «τοῦ ἀγροῦ μὲ τοὺς κομῶντας ἀστάχυς». Το απόσπασμα προέρχεται απ’ τη ραψωδία Β, στ. 144-149. Ο Πολυλάς το μεταφράζει ως εξής:

κι ὅλη ἐκινήθ’ ἡ σύνοδος σὰν τοῦ ᾽Ικαρίου πόντου
τ’ ἀγριωμένα κύματα ποὺ ὁ Νότος μὲ τὸν Εὖρον
ἀπὸ τὰ νέφη τοῦ Διὸς ὁρμώντας τὰ σηκώνουν·
ἢ ὅπως τὸ βαθὺ σπαρτὸ μ’ ὅλα τὰ στάχυα κλίνει,
ἂν ἔλθη ξάφνου Ζέφυρος σφοδρὸς νὰ τὸ κινήση,
ὅμοια κινήθ’ ἡ σύνοδος […]

Ο Όμηρος παρομοιάζει τη σύναξη των Αχαιών, που ορμά ασύντακτα και ασυγκράτητα προς τα πλοία, πρώτα με αγριεμένα κύματα που ξεσηκώνονται απ’ τους ανέμους Νότο και Εύρο, και στη συνέχεια με στάχυα που γέρνουν όταν τα φυσά ο Ζέφυρος. Ο Παπαδιαμάντης, επομένως, ονομάζει εδώ παραβολές τις ομηρικές παρομοιώσεις, και όχι βέβαια κάποιες ανύπαρκτες αλληγορικές διηγήσεις.

Ας αναφέρουμε, τέλος, το πιο εύγλωττο, κατά τη γνώμη μας, χωρίο, που αποσαφηνίζει πλήρως την έννοια της παραβολής στον Παπαδιαμάντη:

Δὲν ἦτο ἀνάγκη, φίλε, νὰ ζητήσῃς τόσον πλάτος καὶ βάθος εἰς τὴν ἄκακον ἐκείνην παρομοίωσιν τῆς Νέας. […] Καὶ ὁ μὲν διευθυντὴς τῆς Νέας μὲ παρέβαλε τοὐλάχιστον μὲ διηγηματογράφους, σὺ δέ, θέλων ὁπωσδήποτε ν᾿ ἀντικαταστήσῃς παραβολὴν διὰ παραβολῆς καὶ μὴ εὑρίσκων κανένα διηγηματογράφον οὔτε δευτέρας οὔτε τρίτης οὔτε ἐσχάτης τάξεως, πρὸς ὃν νὰ μὲ κρίνῃς ἄξιον προσεγγίσεως, τελευτῶν μὲ παρέβαλες, πλαγίως καὶ ὑπόπτως καὶ ἑλικοειδῶς, μὲ ἕνα… ᾀσματογράφον! Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη νὰ ὁμοιάζω μὲ κάποιον;[8]

papadiamantis-kontogloyΟ διευθυντής της Νέας Εφημερίδος διαφήμισε σε κάποιο φύλλο τον συνεργάτη του Παπαδιαμάντη παρομοιάζοντάς τον με τον Πόε και τον Ντίκενς. Κάποιος αναγνώστης, που υπέγραφε ως Ζ., διαμαρτυρήθηκε για την υπερβολή της παρομοίωσης, και ο Παπαδιαμάντης του απαντά με τα παραπάνω λόγια. Εδώ η ταυτοσημία και η εναλλαξιμότητα παρομοίωσης και παραβολής είναι ολοφάνερη. Στην αρχή χαρακτηρίζει το σχήμα του διευθυντή «παρομοίωσιν» και λίγο παρακάτω «παραβολήν». Κατηγορεί τον επιστολογράφο ότι αντικαθιστά «παραβολὴν διὰ παραβολῆς», δηλαδή παρομοίωση με παρομοίωση, και ότι τον «παρέβαλε», δηλαδή τον παρομοίασε, με ασματογράφο. Και για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία, αρνείται τελικά ότι «ὁμοιάζει» με κάποιον άλλο συγγραφέα. Δηλαδή, ζητά να μην παρομοιάζεται με κανέναν.

Ας επιστρέψουμε τώρα στο «Όνειρο στο κύμα». Στο τέλος του διηγήματος, ο αφηγητής θυμάται το σχοινί απ’ το οποίο «ἐσχοινιάσθη κ᾽ ἐπνίγη» η αγαπημένη του κατσικούλα και το «σχοινίον τῆς παραβολῆς, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀφέντη του», δηλαδή το «σχοινί της παρομοίωσης», της παρομοίωσης που έκανε ο ίδιος στην αρχή του διηγήματος. Και το ένα σχοινί και το άλλο είναι σημάδια της προσωπικής του δυστυχίας. Το ένα σχοινί σηματοδοτεί το τέλος της ευτυχίας του: με την απώλεια της Μοσχούλας, της αγαπημένης του κατσικούλας, συνδέεται η απώλεια της ομώνυμης κοπέλας, με την οποία ήταν απόλυτα ερωτευμένος, και η έξοδος από τον Παράδεισο. Το δεύτερο σχοινί είναι σημείο της τωρινής του δυστυχίας, της αιχμαλωσίας του στον σύγχρονο, αστικό τρόπο ζωής και στον υπαλληλικό καταναγκασμό. Δεν μπορεί να πάει πουθενά, δεν μπορεί να μιλήσει ή να πράξει αυτοβούλως.

Έτσι, τα δύο σχοινιά τού φέρνουν στον νου το «σχοίνισμα κληρονομίας» που αναφέρει η Βίβλος. Σχοίνισμα κληρονομίας είναι ο κλήρος, το μέρος γης που κληρονομεί κάποιος. Ο Παπαδιαμάντης παίζει με τις λέξεις σχοινί και σχοίνισμα αξιοποιώντας την ετυμολογική συγγένειά τους. Ταυτόχρονα, υπαινίσσεται την πικρή κληρονομιά του, που εικονίζουν αυτά τα δύο σχοινιά. Η ζωή του κύλησε απ’ την ευτυχία του Παραδείσου –στον οποίο ζούσε κατά τη νεότητά του– στην τωρινή δυστυχία και Κόλαση, απ’ την ελευθερία στη δέσμευση και στην αιχμαλωσία. Ο πνιγμός της Μοσχούλας και το δέσιμο του σκυλιού είναι παρομοιώσεις της δυστυχίας στην οποία ζει τώρα ο ίδιος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

*Ο υπογραφόμενος οφείλει θερμές ευχαριστίες στον Μιχάλη Καρδαμίτση για τις υποδείξεις του και τη βοήθειά του.

[1] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, κριτ. έκδ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τόμ. Γ΄, Δόμος, Αθήνα 1984, σελ. 262.

[2] Ό.π., σελ. 273.

[3] Η μελέτη περιλαμβάνεται ως επίμετρο στην ανθολογία: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον… Διηγήματα ερωτικά, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017, σελ. 173-439.

[4] Ό.π., σελ. 267-268.

[5] Ό.π.

[6] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, ό.π., τόμ. Α΄, σελ. 633.

[7] Ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 154.

[8] «Απάντησις εις τον Ζ. της “Εφημερίδος”», Άπαντα, ό.π., τόμ. Ε΄, σελ. 315-316.

(Πίνακας: G. Balla, Dinamismo di un cane al guinzaglio, 1912)