Αθανάσιος Γαλανάκης

Το ημερολόγιο της Εύας Μπέη «Με τον Νίκο Καρούζο» και μια έκθεση ζωγραφικής

*

τοῦ ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Ὅταν ὁ Νίκος Κουφάκης, ἐκδότης τῆς Loggia, προανήγγειλε τὴν κυκλοφορία τοῦ βιβλίου τῆς Εὔας Μπέη μὲ τὸν ἁπλὸ πλὴν ἐμφατικὸ τίτλο Μὲ τὸν Νίκο Καροῦζο. Ἡμερολόγιο, ὁ ἀναγνωστικὸς κόσμος συνῆψε μιὰ σιωπηρὴ συμφωνία ἀναμονῆς. Δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ πάνω ἀπὸ 5 ἢ 6 βιβλία τῶν τελευταίων ἐτῶν ποὺ νὰ δημιούργησαν μιὰν ἀντίστοιχη προσμονὴ ὑποδοχῆς καὶ τελικὰ αὐτὴ ἡ προσμονὴ νὰ δικαιώθηκε ὅταν ἔφτασαν στὰ ράφια καὶ στοὺς πάγκους τῶν βιβλιοπωλείων.

Πέραν τῆς ἀναγραφῆς τοῦ ὀνόματος τοῦ Καρούζου στὸν τίτλο, ποὺ —κακὰ τὰ ψέματα— λειτουργεῖ —ἂς συγχωρεθεῖ ἡ διαφημιστικὴ διάλεκτος— ὡς “κράχτης”, (μιᾶς καὶ οἱ μετοχές του στὸ λογοτεχνικὸ καὶ τὸ ἀναγνωστικὸ πεδίο ἔχουν ἀνεβεῖ κατακόρυφα προϊόντος τοῦ χρόνου), καὶ φυσικὰ πέραν τοῦ ὀνόματος τῆς συγγραφέως ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σχέση της μὲ τὸν ποιητή, ἔχει μιὰ μακρὰ πορεία στὰ εἰκαστικὰ δρώμενα τοῦ τόπου μας, ἡ ἴδια ἡ εἰδολογικὴ συνθήκη τοῦ βιβλίου ποὺ συζητᾶμε σήμερα διανοίγει ἕναν ὁρίζοντα ἀναγνωστικῆς προσδοκίας ποὺ ἐκ προοιμίου καλεῖ τὸν ἀποδέκτη σὲ συμμετοχή. Μ’ ἄλλα λόγια, τὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ μόνο του ἐπιτρέπει ἕνα βλέμμα μέσα ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα. Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἐξελικτικὰ ἐπωφελὴς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν περιέργεια δημιουργεῖ ἕνα θερμὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τὸ εἶδος· ἂν δὲ τὸ βιβλίο εἶναι καλογραμμένο, τότε ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἐκρηκτικὸ κειμενικὸ μεῖγμα. Ὅ,τι δηλαδὴ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ κατακόκκινο αὐτό, κοραλλὶ σὲ ὁρισμένες στιγμὲς τῆς ἡμέρας, καλαίσθητο ἀπὸ κάθε ἄποψη βιβλίο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀξίζουν χάριτες σὲ συγγραφέα καὶ ἐκδότη. (περισσότερα…)

Advertisement

Γενέθλιος Μελαγχολία

Γενέθλιος μελαγχολία

Ἐννιὰ σημεῖα γιὰ μιὰν ἐθνικὴ ἐπέτειο

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
 
1. Ξυπνῶντας χθὲς νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν Ἑλλάδα τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση, ἔνιωσα μιὰ μελαγχολία ἀσύμβατη μὲ τὸ πανηγυρικὸ κλίμα. Μιὰ μελαγχολία σὰν κι’ ἐκείνη ποὺ συνοδεύει πολὺ κόσμο τὶς ἡμέρες τῶν γενεθλίων του, ὅταν συνειδητοποιεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς συμπλήρωσης ἑνὸς παρελθόντος διαστήματος, τὴν ἴδια στιγμὴ σηματοδοτεῖ τὴν ὅλο καὶ μεγαλύτερη προσέγγιση τοῦ τέλος, τοῦ θανάτου. Ἐκδηλώσεις, πανηγυρικοί, παρελάσεις καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν, μ’ ἕναν ὅμως μεγάλο ἀπόντα: ἐμᾶς, τὸν ἁπλὸ λαό, τὸν βασικὸ πρωταγωνιστὴ κάθε μεγάλου συμβάντος τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ βρίσκει τὴ θέση του στὸ σπουδαιότερο μνημεῖο τῆς χώρας, αὐτὸ τοῦ Ἄγνωστου Στρατιώτη – κι’ ἂς εἴμαστε πλέον ἀνάξιοι τοῦ μνημείου αὐτοῦ, λαμβάνοντας ὑπόψιν τὶς παραχωρήσεις μας καὶ τὴν ἀπεμπόληση τοῦ ἀγωνιστικοῦ μας πνεύματος.
 
 
(περισσότερα…)

Θησαυρός αναγνώσεων #2

zoom-backgrounds-00009

Σχετικὰ μὲ τὸν Δεύτερο Θησαυρὸ Ἀναγνώσεων

Μὲ πενήντα-πέντε πλέον ἑβδομάδες παρουσίας στὸ ἑλληνικὸ διαδίκτυο, ἡ Διαρκὴς Ποιητικὴ Ἀνθολογία ἔκρινε σκόπιμο νὰ προβῇ σ’ ἕνα σύντομο σταμάτημα ἀνασκόπησης, προτοῦ συνεχίσει τὴν πορεία της πρὸς τὰ ἐμπρός, πάντοτε ἀκολουθῶντας τὶς ἀφετηριακές της ἐξαγγελίες, τὶς ἀπαρέγκλιτες ἀρχές της καὶ τὴν ἐπιδίωξη μιᾶς ὅσο τὸ δυνατὸν δικαιότερης, πληρέστερης καὶ ἀντιπροσωπευτικότερης παρακολούθησης κι’ ἀνθολόγησης τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς ποίησης ποὺ γράφεται ἀπὸ συγγραφεῖς γεννημένους ἔπειτα ἀπὸ τὸ σημαδιακὸ γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ 1974. (περισσότερα…)

Θανάσης Γαλανάκης, Χαιρετισμός στον δόκτορα

Ploberger_Self-portrait-with-opthalmological

Χαιρετισμὸς στὸν δόκτορα

(περισσότερα…)

Θανάσης Γαλανάκης, Μπαλλάντα για κόμη ξανθή

 

Μ π α λ λ ά ν τ α   γ ι ὰ   κ ό μ η   ξ α ν θ ή 

Σf1f5ff8df750a2659a21ecaf85b250c1ὲ τραῖνο ἀκυβέρνητο ζητοῦν
νὰ βροῦνε ποιός θὰ πιάσει τὸ τιμόνι,
ἐνῶ ἀποσβολωμένοι ὅλοι κοιτοῦν
τῆς νήσου τὸ ἐξόδιο κανόνι.
Κοστοῦμι σιδηρὸ φτιάχνουν στὸ ἀμόνι
μίας Ἀγγλίας τέλειας παρακόρης,
ποὺ μοιάζει μὲ σαράβαλο καμιόνι.
Γι’ αὐτὸ πολλά σου τὰ ἔτη, Τζῶνσον Μπόρις!

~.~

Ὁ ἕνας ἐμπιστοσύνη ἔχει τυφλή,1160178137.jpg.0
ἄλλος ἐπιτιμᾶ στὰ φανερά:
ἀπὸ τοὺς δυὸ ποιός ἐθελοτυφλεῖ;
Εἴτε ἔτσι εἴτ’ ἀλλιῶς κάνει νερά·
τὰ σχέδια ὅλων μοιράζουν πλανερά,
κι ὁ πρῶτος Τόρης εἶναι μὲς στοὺς Τόρις:
τὰ ὑπόλοιπα εἶναι λόγια φθονερά.
Γι’ αὐτὸ πολλά σου τὰ ἔτη, Τζῶνσον Μπόρις!

~.~

jojohnsonΚάτω ἀπὸ τὴν κόμη τὴν ξανθὴ
χωρία τοῦ Ὁμήρου κατοικοῦν,
κι οἱ γόνιμες ἰδέες σὰν ψυχανθῆ,
τὰ ὅποια του κουσούρια ὑπερνικοῦν.
Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοι εὐθὺς φυγοδικοῦν
αὐτὸς ἐπιθυμεῖ ἐπὶ ἴσοις ὅροις
τὴ χώρα οἱ ὁμοεθνεῖς του νὰ διοικοῦν.
Γι’ αὐτὸ πολλά σου τὰ ἔτη, Τζῶνσον Μπόρις!

~.~

Μιὰ ἀγκούσα παρακμῆς παντοῦ ἀντηχεῖ:_Boris-Johnson-blasts-‘ludicrous’-rules-which-ban-Brits-from-eating-rare-hamburgers
ἀπὸ τὴ μιὰ φαιδροὶ οἱ ἀριστοκράτες,
ἡ πρότασή τους κούφια ἀντηχεῖ
καὶ μοιάζουν θλιβεροὶ σὰν στὸ Sartoris,
μὰ ἀνήμποροι ἀπ’ τὴν ἄλλη κι οἱ ἐργάτες…
Γι’ αὐτὸ πολλά σου τὰ ἔτη Τζῶνσον Μπόρις!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

Ο ανολοκλήρωτος χορός του Ησαΐα

Θανάσης Γαλανάκης

Ο ανολοκλήρωτος χορός του Ησαΐα: Η Νύφη του Ιούλη του Παναγιώτη Νικολαΐδη κι η πορεία προς μια νέα πολιτική ποίηση

Παναγιώτης Νικολαΐδης, Η Νύφη του Ιούλη, Σμίλη, 2019

nyfi_iouli_cover_17_5_19-1

1. Εἶναι βιβλία ποὺ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκδίδονται, ἤγουν διανοίγονται στὸ κοινό, παραμένουν κλεισμένα στὸν ἑαυτό τους. Ἄλλα ἕνεκα τῆς ἐγγενοῦς ἐρμητικότητάς τους, ἄλλα ἕνεκα τῆς φυσιογνωμίας τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία ἐξωθεῖ τὴν πλειονότητα τῶν συγγραφέων στὸν αὐτοεγκλωβισμὸ ἑνὸς στείρου ὑποκειμενισμοῦ – σὲ μιὰ λυρικὴ ἀναδίπλωση αἰσθητικὰ ἄτερπνη καὶ ἀντιπαραγωγική. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως, εἶναι καὶ κάτι ἄλλα βιβλία, ποὺ ἐπιλέγουν μὲ περίσσιο θάρρος νὰ ριχτοῦν στὸ πεδίο τῆς πάλης μὲ τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ καὶ τὴν Ἱστορία, θεματοποιώντας τὰ μείζονα προβλήματα τῆς συγχρονίας τους καὶ διατηρώντας τὴ λεπτὴ ἰσορροπία μεταξὺ τῆς ἀτομικῆς/ὑποκειμενικῆς διάστασης τοῦ δημιουργοῦ τους καὶ τῆς δημόσιας/ἀντικειμενικῆς –δηλαδή, τῆς πολιτικῆς μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια– διάστασης τῆς ἐποχῆς τους. Ἕνα τέτοιο βιβλίο εἶναι καὶ Ἡ νύφη τοῦ Ἰούλη τοῦ Παναγιώτη Νικολαΐδη γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα.

2. Δηλώνοντας τὶς προθέσεις του ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο, ὁ Νικολαΐδης ὁρίζει τὸ πεδίο ἀναφορᾶς τῆς συλλογῆς: ἡ Κύπρος, τὸ καλοκαίρι τῆς εἰσβολῆς (20.7.1974), ἡ ἀλγεινὴ ἐμπειρία τῆς κατοχῆς τοῦ βόρειου τμήματος, τὸ ἀτομικὸ καὶ τὸ συλλογικὸ τραῦμα. Πρόκειται –θ’ ἀναρωτηθεῖ κανείς– γιὰ μιὰ ποίηση στενὰ ἐθνικὴπατριωτική; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀναφανδὸν «ὄχι»! Κι αὐτό, διότι ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, εἶναι ἐκείνη ἡ λεπτὴ ἰσορροπία μεταξὺ προσωπικῆς ἐμβίωσης καὶ δημόσιου χώρου ποὺ κάνει τοὺς περιοριστικοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ πατριωτικοῦ ἢ τοῦ ἐθνικοῦ νὰ παρέλκουν, χαιρετίζοντας ὡς καταλληλότερο χαρακτηρισμὸ ἐκεῖνον τῆς πολιτικῆς ποίησης. Εἶναι, ἑπομένως, ἡ ποίηση τοῦ Νικολαΐδη μιὰ ποίηση πολιτική μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια, ἀποτελώντας τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μιὰ πρόταση: ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν πάλαι ποτὲ ἐκδοχὴ μιᾶς ποίησης δογματικῆς καὶ στρατευμένης σ’ ἕναν σκοπό (φτάνοντας στὸ σημεῖο νὰ ἐκφυλίζεται τὸ αἰσθητικὸ ἀντικείμενο καὶ τὸ κάλλος τῆς ποιητικῆς πράξης πρὸς τέρψιν τῆς ἰδεολογικῆς θέσης), ἔχουμε νὰ κάνουμε μ’ ἕνα ἔργο ποὺ ἐνῶ ἀποτελεῖ προσωπικὸ ὁδοιπορικὸ στὸν χρονότοπο τῆς μνήμης καὶ τοῦ τραύματος, καταφέρνει νὰ ἀφορᾶ τοὺς πάντες, ἁπλούστατα ἐπειδὴ δὲν περιορίζεται στὴν ὑποκειμενικὴ μόνωση ἢ στὴ δημόσια στράτευση τοῦ δημιουργοῦ του.

3. Περνώντας στὸ ἴδιο τὸ βιβλίο ὁ ἀναγνώστης ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς ἄξονες τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου τῆς μνήμης καὶ τοῦ τραύματος. Στὴ λεπτὴ ἀντιμετώπιση τῆς θεματικῆς συνθήκης, ὁ Νικολαΐδης ἐπιστρατεύει μ’ ἔντεχνο τρόπο ποικίλες ρητορικὲς στρατηγικὲς καὶ ἐκφορές, ἐνῶ παράλληλα ἀπεγκλωβίζεται ἀπ’ τὴ μονοσημαντικότητα τῆς πρόθεσης τοῦ νὰ μιλήσει γιὰ τὸν Ἰούλη τῆς εἰσβολῆς ἐπεκτείνοντας τὸ πεδίο τῶν ἀναφορῶν καὶ τῶν ποιητικῶν του σημάνσεων καὶ διατηρώντας ἕνα σφιχτοδεμένο ὀργανικὸ σύνολο.

4. Ὁ χῶρος κι ὁ χρόνος διαπλέκονται συνιστώντας τὸν χρονότοπο τῆς μνήμης καὶ τοῦ τραύματος. Ἀσφαλῶς, ὅμως, ἡ κάθε διάσταση καταλαμβάνει τὸ δικό της ξεχωριστὸ μερίδιο μὲς στὸ βιβλίο.

Ὁ χῶρος, λοιπόν, εἶναι ἡ Κύπρος, ποὺ a priori λογίζεται ὡς διχοτομημένη καὶ τραυματισμένη, καὶ τὸ νοερό –ἅμα τε καὶ πραγματικό– ὁδοιπορικὸ τοῦ Νικολαΐδη στὰ κατεχόμενα ἐδάφη. Δὲν εἶναι λίγες, βέβαια, οἱ στιγμὲς ποὺ τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο τοποθετεῖται στὴν ἐλεύθερη Λευκωσία, ὡστόσο ἡ δράση τῆς συλλογῆς λαμβάνει χώρα στὸ κατεχόμενο τμῆμα τοῦ νησιοῦ. Κι αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία ἐν προκειμένῳ κατὰ βάση, ἀφορᾶ κυρίως στὸ προαναφερθὲν γεγονὸς τοῦ ἀπριορισμοῦ.

Ἡ Κύπρος εἶναι διχοτομημένη κι αὐτὸ λογίζεται ὡς κάτι τὸ δεδομένο· κι εἶναι δεδομένο σὲ τέτοιον βαθμὸ ποὺ τὸ ἅλγος τῆς συνειδητοποίησης φτάνει τελικὰ νὰ εἶναι μὴ ἐπικοινωνήσιμο. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Ὁ χῶρος ἀναπαρίσταται πάντοτε μὲ βαθιὰ ὑπαινικτικότητα, μιὰ πολὺ συχνὴ ρητορικὴ στρατηγικὴ τοῦ Νικολαΐδη, ἡ ὁποία γεννᾶ ὁρισμένες ἀπ’ τὶς δυνατότερες στιγμὲς τοῦ βιβλίου: ἔτσι, ἀπὸ τὴ θέση του στὴν Λευκωσία τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο ἀντικρίζει ἕνα «Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης / σὰν γάζα» ποὺ «σκέπασε τὴν πληγὴ στὸ βουνὸ / κι ὕστερα περιτύλιξε τρυφερὰ / τὴ μοιρασμένη / πόλη» («ε΄»· ἂς προσέξει κανεὶς τὸν ἐμφατικὸ διασκελισμὸ στὴ «μοιρασμένη / πόλη»…), ἐνῶ φεύγοντας ἀπὸ τὸ Μπελαπάις, κι ἐνῶ «ὁ ἥλιος ρίχνει στὴν πλατεία / προκηρύξεις», ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ἡ εὐδαιμονικὴ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κάποτε ξαναρθεῖ τὸ φῶς στὴ σκοτεινὴ ἀπὸ τὴν κατοχὴ πλευρὰ τῆς νήσου, ἡ συντροφιὰ τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴ μνήμη τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ τὸ τραῦμα. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο τοῦ «θ΄» μᾶς λέει ὅλο νόημα (καὶ θὰ έπιστρέψουμε σ’ αὐτὸ εὐθὺς παρακάτω), ὅτι «Ἡ ζωὴ συνεχίζει νὰ μᾶς σπρώχνει μπροστά», «Ἕνα πουλὶ ὡστόσο / μᾶς κοιτᾶ καθὼς φεύγουμε / περίεργα». Τὸ πουλί, λοιπόν, κομμάτι τοῦ τοπίου, τοῦ χώρου, συνηθισμένο πλέον στὴν ξένη λαλιά, ἀκούει τὰ ἑλληνικὰ καὶ κοντοστέκεται· ξενίζεται προφανῶς ἀπὸ τὸ ἀλλότριο ἄκουσμα, τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως σὰν κάτι ἀπὸ μέσα του νὰ τοῦ ἀνακαλεῖ τοὺς νόμιμους κατόχους τῆς ἐπικράτειάς του· σὰν κάτι νὰ τοῦ θυμίζει μιὰ λαλιὰ ποὺ συνήθιζε φυσιολογικὰ ν’ ἀκούει.

Ὁ χῶρος καὶ ὅ,τι τὸν συναποτελεῖ ἀποκτοῦν μιὰ μεταφυσικὴ διάσταση, καθοριστικὴ γιὰ τὴ στοχοθεσία τοῦ Νικολαΐδη. Τὸ ἴδιο τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο γίνεται χῶρος καὶ ἀντικρίζοντας τὴν «πόρνη» Κερύνεια φτάνει νὰ ὑψώσει τὸ σπαρακτικό: «Ἄχ, νἄμουν φτιαγμένος / ἀπὸ μέταλλο ἢ πλαστικό, / κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε / μὲ λίγο τρίψιμο καὶ μπόλικο νερὸ / νὰ καθαρίσει» («η΄»). Ἐπισκεπτόμενος τὴν Ἀκανθοὺ τῆς μάνας του καὶ περνώντας τὰ ὁδοφράγματα καὶ τὶς ἀπαγορεύσεις (ποὺ μετωνυμικὰ γίνονται κομμάτι τοῦ φυσικοῦ τοπίου: «Ἄνοιξε δρόμο / ἀνάμεσα σ’ ἀγκάθια κι ἀγριόχορτα»), «[…] [τ]οῦ ψιθύρισε μιὰ λεμονιά: / “Μὲν φύεις. / Μείνε, λαλῶ σου, τζι εἶμ’ ἀθθισμένη”». Καταιγισμὸς ὑπαινικτικῶν εἰκόνων δηλώνουν ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ διαφορετικά: ὁ ἐξορκισμὸς τοῦ ξένου στοιχείου ἐν χώρῳ γίνεται μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ χρήση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, πηγαίνοντας στὸ Ριζοκάρπασο: «Γι’ αὐτὸ στηρίζουμε τὸ τοπίο / μὲ ἀσπίδες ἠχηρές» («ιβ΄») μᾶς ἐνημερώνει τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο, ἐνῶ στὴν κατεχόμενη Καρπασία, τὴν ὁποία στολίζει ἀλγεινὰ «[…] τὸ φίδι» ποὺ «στὴν ἐξορία τοῦ πλίνθου ζεσταίνεται» («ιγ΄»), ἐπιλέγει νὰ ὀνομάσει τὸ τοπίο μὲ τὶς κυπριακές του ὀνομάσίες ἐπανεμβαπτίζοντας καί, οὐσιαστικά, ἀποκαθαίροντάς το: «μολόχες τζόχοι ἀβρόσσιλλα / στρουθκιά χωστές αναθρηκές» (ibid.)

Φυσικά, ὁ χῶρος, κι ἡ τραυματικὴ ἐμπειρία ποὺ αὐτὸς κουβαλᾶ, δὲν εἶναι ἕνας ἐξωϊστορικὸς τόπος, φανταστικός, θαυμαστός, ἀλλὰ τὸ ὑπάρχον, ἡ πραγματικότητα. Ἐνίστορα, λοιπόν, ἐξελίσσεται κι αὐτὸς μαζί της, διὰ τοῦτο κι ὁ χρόνος γίνεται μαζὶ μὲ τὸν χῶρο τὸ ἄρμα τοῦ τραύματος, ὁδηγώντας τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο νὰ ἀναφωνήσει: «[…] Θεέ μου, / κάμε νὰ σπάσει τὸ δόντι τοῦ χρόνου» («ιγ΄»). Χῶρος καὶ χρόνος, ἐν ταυτῷ, συνιστοῦν τὸ χρονοτοπικὸ γεγονὸς τῆς εἰσβολῆς καὶ τῆς κατοπινῆς κατοχῆς, ὅμως ὁ ποιητὴς ἐπιλέγει τὸ σχῆμα τῆς ἀποσιώπησης γιὰ νὰ ἐκμηδενίσει τὸ γεγονός, ἀποστερώντας του τὴν ὕπαρξη – ὄχι φυσικὰ σὲ μιὰ προσπάθεια ἐθελοτυφλίας ἢ ἄρνησης τῆς ἀλήθειας, ὅσο περιφρόνησης τῆς ὕπαρξής του. Ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος ἀδρανοῦν μπροστὰ στὸ τραῦμα: «Εἰκοσιμιὰν τοῦ Ἰούλη / Κυριακήν / ἐσταματῆσαν οὕλλα τὰ πουλιά // στὸν ἀέραν» («ιστ΄»), ὅπως ἀκριβῶς κι ἐμπρὸς στὸ ἀπόκοσμο θέαμα τῆς Ἀμμοχώστου· μιᾶς πόλης ἐξωχρονικῆς· μιᾶς μη-πόλης πόλης. Ὁ «ἀθερινόψυχος χρόνος» ποὺ σὰν τὸ σμάρι τοῦ ψιλοῦ ψαριοῦ συμπυκνώνει σὲ μιὰν ἑνιαία κίνηση μνῆμες καὶ τραύματα ποὺ κινοῦνται σὰν αὐτόματα ὅλα μαζὶ, μοιάζει «Σὰν κόκορας ποὺ περπατᾶ ἀκέφαλος / τινάζοντας παντοῦ αἷμα» («ιζ΄»). Στὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο, ἡ μὴ ἐπικοινωνήσιμη διάσταση τοῦ ἄχθους δίνει τὴν ἐντύπωση ἑνὸς δέρματος ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἀπεκδυθεῖ – κάτι ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχει διὰ τῆς γραφῆς: «Θεέ μου, / δίδαξέ ν’ ἀποβάλω τὸ δέρμα. / Εἶμαι μονάχα ἕνα σῶμα / ποὺ γράφει μὲ τὸ χέρι τὸ ἀνεπίδοτο […]» (ibid.).

5. Ἡ πρακτικὴ τῆς ἀποσιώπησης, τοῦ ὑπαινιγμοῦ, τῆς μη κατονομασίας τοῦ τραύματος, ἀποτελεῖ ἕνα ἔντεχνο ρητορικὸ τέχνασμα τοῦ Νικολαΐδη, ἀφενὸς δηλωτικὸ τῶν προθέσεων τοῦ βιβλίου του καὶ ἀφετέρου εἰσιτήριο γιὰ τὴν νέα συνθήκη τῆς πολιτικῆς ποιητικῆς διάστασης ποὺ ὑπαινιχθήκαμε παραπάνω. Ἔτσι, οἱ ἀναφορὲς στὴν «πληγὴ στὸ βουνό», στὴν «ξένη γλώσσα» στὴν ὁποία «σπᾶνε γλώσσα καὶ ρυθμό[ς]», στὶς «λέξεις ξένες / αἰχμηρές / μαῦρο σπαθί» ἀποτελοῦν ἐνδεῖκτες τῆς ἀνεπιθύμητης ἑτερότητας, τοῦ ἄλλου, ποὺ δὲν κατονομάζεται παρὰ μόνον ὑπονοεῖται, κι αὐτὸ ἐπειδὴ ἡ κατονομασία του συνεπάγεται τὴν ἐθελούσια νομιμοποίησή του! Κι ἐδῶ ἔγκειται ἡ πραγματικὴ καὶ οὐσιαστικὴ συμβολὴ τοῦ βιβλίου τοῦ Νικολαΐδη, ὅσον ἀφορᾶ στὸ ζήτημα τῆς πολιτικῆς του στοχοθεσίας. Ἡ καταβύθιση στὸ παρελθὸν τῆς εἰσβολῆς, στοὺς χαμένους τόπους καὶ στὸν σταματημένο χρόνο ποὺ ἀνακαλεῖται ἐμπαθῶς, δὲν μένει ἐκεῖ, ἀλλὰ προβάλλεται στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον, ὑψώνοντας μιὰ σαφῆ κριτικὴ στάση ἀπέναντι στὰ πράγματα. Ὄχι σπάνια, λοιπόν, τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο παίρνει ξεκάθαρη θέση ἀπέναντι σὲ πάσης φύσεως συμβιβασμοὺς καὶ ὑπαναχωρήσεις. Μὲ πολὺ νόημα, λοιπόν, ὁμολογεῖ ὅτι «Ὅσο κι ἀν ὀνειρεύομαι ὅμως / πολυτελῆ ἀμάξια / μιὰ στέπα στὸ δημόσιο / ἢ ἕνα ὀβὰλ γραφεῖο / ὅλο νυχτώνει στὸ λευκό», ἢ ἀλλοῦ κατονομάζει τὴ γενιά του ὡς «Τὰ παιδιὰ τῶν νεκρῶν. / Ἕνα[ν] πλανόδιο πεπτικὸ σωλήνα». Παράλληλα, τίθεται ξεκάθαρα ἀπέναντι στὴν συμβιβαστικὴ λογικὴ ποὺ ἀφορᾶ στὴ συλλογικὴ διάσταση τῆς διαχείρισης τοῦ τραύματος, ποὺ ὑπονοεῖται σὲ στίχους ὅπως «Πρέπει νὰ συνηθίσουμε νὰ ζοῦμε / καὶ μ’ αὐτό, λένε οἱ εἰδικοί,» ἢ «Οἱ στάχτες ποὺ αἰωροῦνται / θυμίζουν ἄλλη ἐποχή / ἀλλὰ θὰ τὸ ξεχάσουμε» ἢ «Μ’ αὐτὰ καὶ τ’ ἄλλα / ἦρθε ἡ ὥρα νὰ προχωρήσουμε. / Ἔτσι συμβαίνει. / Ἡ ζωὴ συνεχίζει νὰ μᾶς σπρώχνει μπροστά».

picture-063.jpgΠέρα ἀπ’ αὐτὰ ὅμως, ὁ Νικολαΐδης κλιμακώνοντας τὴν ἐμπλοκή του στὸ πεδίο τῆς πάλης, στὴ διάνοιξη τοῦ ποιητῆ στὴ δημόσια σφαίρα, στέκεται –ἐπιστρατεύοντας τὴν εἰρωνεία καὶ τὸν ὑπαινιγμό– ἀπέναντι καὶ στὴν ἐπίσημη πολιτικὴ τῆδε κακεῖσε στὴ νῆσο. Θίγεται ἔτσι ἡ ἀνίερη ἐκμετάλλευση τῶν εἰσβολέων («Στὸν πόλεμο τὸ Μπελαπάις / ἔγινε πρόχειρο νοσοκομεῖο / τραυματισμένων στρατιωτῶν. / Σήμερα εἶναι σημαντικὸ ἀξιοθέατο / (μὲ εἴσοδο παρακαλῶ) […]), ἀλλὰ καί ἡ ἀπουσία μιᾶς νουνεχοῦς ἐθνικῆς –καὶ συνάμα προσωπικῆς/ἀτομικῆς (ἕνεκα τῆς ἐξ ἄνωθεν ἀλλοτρίωσης)– στρατηγικῆς («Κι ὅλο φυσᾶ χωρὶς γραμματική»). Ἀπὸ τὸ στόχαστρο δὲν λείπει οὔτε ἡ ἔμμεση ἀναφορὰ στὸ ἀποικιοκρατικὸ παρελθόν (βλ. νύξη στὸν «ποιητὴ τῶν Bitter lemons», ἐννοώντας τὸν L. Durrell καὶ τὸ ὁμώνυμο ἔργο του). Ὕστατο σημεῖο ἐλέγχου καὶ κριτικῆς, ἡ ὅλο νόημα καταληκτήρια διακήρυξη τῆς συλλογῆς, στὴν ὁποία θὰ ἐπανέλθουμε στὸ τέλος τοῦ παρόντος κειμένου.

6. Ἡ μὴ ἐπικοινωνήσιμη διάσταση τοῦ πόνου καταφέρνει νὰ χαλιναγωγηθεῖ διὰ τῆς ποιήσεως. Ἡ ποιητικὴ πράξη per se ἀποτελεῖ ἕνα ἐνέργημα ποὺ συντείνει στὴν περιγραφή, τὴν ἐξήγηση κι ἐν τέλει τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος –γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ricœur–, κι ὁ Νικολαΐδης τὸ γνωρίζει αὐτό: «Ἀπὸ τὴ λέξη στὸ χέρι λοιπὸν / κι ἀπὸ τὸ χέρι στὸ μυαλό.». Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αἰσθάνεται σὰν «[…] ἕνα σῶμα / ποὺ γράφει μὲ τὸ χέρι τὸ ἀνεπίδοτο», προστρέχει στην τέχνη τῆς ποιήσεως –γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Ἀλεξανδρινό–, κι ἔτσι γράφοντας γιὰ τὴν Ἀμμόχωστο, μιὰν ἐμπειρία ποὺ φαίνεται νὰ ξεπερνᾶ τὴν ἀντιληπτική του δυνατότητα, φτάνει νὰ παραδεχτεῖ ὅτι «Ἀγαπημένη, / αὐτὸ τὸ ποίημα εἶναι νάρθηκας / γιὰ τὰ σπασμένα μου / δάχτυλα».

Κι εἶναι γενικότερα ἡ διαχείριση τῶν ποιητικῶν τρόπων (τῆς εἰρωνείας, τῆς διφωνικότητας, τῆς ὑπαινικτικότητας, τῆς ἀποσιώπησης), ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκονομίας τῆς συλλογῆς ποὺ συντείνουν πρὸς μιὰ κατεύθυνση ἀνάδειξης τῆς συνολικῆς ποιητικῆς/αἰσθητικῆς διάστασης, ἡ ὁποία συγκερνᾶ τὸ λυρικό/δραματικὸ στοιχεῖο μὲ ἐκεῖνο τῆς κριτικῆς/πολιτικῆς πράξης. Ἀπὸ τὴν πρόταξη δύο σχετικῶν μὲ τὴν παρούσα θεματικὴ ποιημάτων ἀπὸ τὴν συλλογή Παραλογή τοῦ 2016 ἕως τὸ ἀποσυμφορητικό –θά ’λεγε κανείς– «ιδ΄» μὲ τὸ ἐνσταντανὲ ποὺ λειτουργεῖ ὡς ἰντερμέδιο «γιὰ ν’ ἀδειάσουν οἱ πέτρες» (ὅπως λέει ἀλλοῦ), κι ἀπὸ τὴν ἔντεχνη χρήση τοῦ διασκελισμοῦ (βλ. ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ παραπάνω) ἕως τὸ διόλου τυχαῖο κόμμα στὸ «γ΄» (ὅπου σχεδιάζοντας μελλοντικὰ ἀνδραγαθήματα, τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο τ’ ἀπαριθμεῖ: «Νὰ περισώσω σπάνια εἴδη / δάση τροπικά / τὰ πεινασμένα παιδιὰ τῆς Ἀφρικῆς, / νὰ λευτερώσω τὴν πατρίδα μου»), ὁ Νικολαΐδης φαίνεται νὰ ἐπενδύει στὸν τερπνὸ χαρακτήρα τῆς ποίησης, θεραπεύοντας ἐξίσου μορφὴ καὶ περιεχόμενο, καταστρώνοντας ἕνα ὑπόδειγμα γι’ αὐτὴ τὴ νέα πολιτικὴ ποίηση, γιὰ τὴν ὁποία κάνουμε λόγo, κι ἡ ὁποία μιλᾶ γιὰ τὴν συγχρονία και τὴν ἐποχή της, μεταχειριζόμενη τρόπους καὶ στρατηγικὲς ποὺ δὲν τῆς στεροῦν τὴν αἰσθητικὴ διάσταση.

7. Κι ἡ Νύφη; Ποῦ βρίσκεται μέσα σ’ ὅλα αὐτά; Ποιός εἶναι ὁ ρόλος της; Ἡ φασματικὴ αὐτὴ παρουσία ποὺ πέρα ἀπὸ τὸ ἐξώφυλλο καὶ τὸν τίτλο, ἐντοπίζεται καὶ στὸ ποίημα «ιστ΄», λειτουργεῖ ὡς μιὰ μετωνυμία τῆς μνήμης, τοῦ ζωντανοῦ τραύματος ποὺ διαπνέει ὅλο τὸ βιβλίο. Ἄλλοτε ὡς θάλασσα κι ἀφρός, ἄλλοτε ὡς τὸ καύκαλο τῆς Ἀμμοχώστου, πάντοτε μέσ’ ἀπ’ τὴν παρουσία τοῦ λευκοῦ (ποὺ ἱστορεῖ κατὰ βάση τὰ ποιήματα, πλάι στὸ ἀναπόφευκτο καὶ διαλεκτικὸ πορφυρὸ τοῦ αἵματος), ἡ νύφη ἐνδύει μὲ τὸ ἀφόρετο νυφικό της τὴ συλλογή, ἀφήνοντας ἀνοικτὴ μιὰ ρωγμὴ γιὰ ν’ ἀνασαίνει –καίτοι ἀσθματικά– ἡ ἐλπίδα. Καταλήγει νὰ εἶναι μιὰ ἀπόκοσμη εἰκόνα τοῦ ἀνεπίδοτου, τοῦ ἐκκρεμοῦς, τοῦ ἀτελοῦς, ποὺ σὰν ἀνολοκλήρωτος χορὸς τοῦ Ἠσαΐα ἀφήνει τὰ πάντα ἀνοικτὰ στὴν ἀπειρία τῶν δυνατοτήτων τους.

Ὁ ποιητὴς στέκει μπροστὰ στὸ ἀφόρετο κρεμασμένο νυφικὸ κι ἀναρωτιέται γιὰ τὴ θέση ποὺ πρέπει νὰ λάβει ἀπέναντι σὲ ὅ,τι ἀγγίζει τὴ βαθύτερη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Γνωρίζοντας καλὰ ὅτι ἡ ποίηση δὲν ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ ἐξωραΐζει, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ νὰ ἐπιτείνει τὴν κακότητα μέσα σ’ ἕναν κόσμο κλιμακούμενων ἀλλαγῶν, ἀναρωτιέται γιὰ τὴ θέση της τέχνης του μὲ τοὺς παρακάτω ἐξαιρετικοὺς στίχους: «Σὲ τί χρησιμεύει λοιπόν ἡ ποίηση / ὅταν ὁ θάνατος σερβίρεται μὲ μουσικὴ / κι ὅταν μπορεῖς μονάχα μ’ ἕνα κλὶκ / νὰ δεῖς ἕνα κομμένο κεφάλι / νὰ κυλιέται στὸ χαλί σου;». Ἀναλογιζόμενος τὸ ἐρώτημα αὐτό, δίνει τὴν ἀπάντηση ἀπὸ μόνος του, ὁλοκληρώνοντας τὸ βιβλίο μ’ ἕνα σαφὲς «κατηγορῶ» κόντρα στὴν νεότευκτη ἀλλαγὴ τῶν νοημάτων (ἡ «εἰσβολή» ὡς «φτερούγισμα», ἡ «κατοχή» ὡς «οὐρανός», οἱ «νεκροί» ὡς «πλεονάζοντες σὲ κακὸ καιρό»), ὑπενθυμίζοντας ὅτι κάθε ἐνδιάμεση κατάσταση, κάθε χωροχρονικὸ μεταξύ, κάθε ἀφόρετο νυφικὸ καὶ κάθε «Ἠσαΐα χόρευε…» ποὺ διακόπτεται ἀπ’ τὰ θανατηφόρα βόλια τῆς Ἱστορίας, ἔχει πάντοτε κι ὁπωσδήποτε γιὰ πρωταγωνιστές του –εἴτε τὸ θέλουμε, εἴτε ὄχι– θύτες καὶ θύματα, δράστες καὶ ἀθώους «“πλεονάζοντες”», οἱ ὁποῖοι μοιράζονται –ἡρακλείτεια; ἑγελιανά;· ἀδιάφορο!– τὴν ἀναπόδραστη κοινὴ μοίρα τοῦ χαμοῦ, τὸ μερτικό τους ἀπὸ θάνατο κι ἀπὸ «αἷμα [ποὺ ὅπως ὑπέροχα μᾶς λέει κι ὁ ποιητής] θά ’ναι γιὰ πάντα / τὸ τελευταῖο βερνίκι τῆς ἀνθρωπότητος».

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ


* Το κείμενο εκφωνήθηκε κατα την παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5, Αίθριο Στοάς ΒιβλίουΑθήνα) την Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Το ποιητικό έργο του Τάκη Κουφόπουλου. Μια εξ όνυχος αναδίφηση

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Πάντοτε, σὲ ὅλες τὶς ἐθνικὲς γραμματολογίες, θὰ ἐντοπίζονται ἐκεῖνες οἱ sui generis φυσιογνωμίες, ποὺ εἴτε ἕνεκα ἱστορικῆς ἀναγκαιότητας εἴτε ἕνεκα προσωπικῆς ἀνάγκης γιὰ δήλωση τῆς διαφορᾶς τους (καμία σχέση μὲ τὴ χαμερπῆ ἐκδοχὴ τῆς ἐναγώνιας ἀναζήτησης προσοχῆς μὲ κάθε μέσο ἢ τρόπο) θὰ ξεχωρίζουν ἄλλοτε κερδίζοντας εὐρεία ἀποδοχὴ καὶ ἀναγνώριση, κι ἄλλοτε ὄχι. Μία τέτοια περίπτωση ὑπῆρξε καὶ ὁ Τάκης Κουφόπουλος.

Πλάι στὸ πεζογραφικό του ἔργο βρίσκεται –καταλαμβάνοντας σημαντικὰ μικρότερη ἔκταση– καὶ ἕνα μικρότερο ποιητικό, τὸ ὁποῖο ἀξίζει κανεὶς νὰ τὸ ἐξετάσει ξεχωριστά, μιᾶς καὶ μιὰ περιδιάβαση σ’ αὐτὸ ἀποζημιώνει τὸν ἐπίδοξο ἀναγνώστη, ἀποδεικνύοντάς του ὅτι ὁ Κουφόπουλος ἐπιδόθηκε στὸν ποιητικὸ λόγο μὲ λιγότερο ζῆλο ἀπ’ ὅ,τι στὴν πρόζα, ἐπενδύοντας ὡστόσο ἐξίσου ἀπὸ τὸ ψυχικό του ἀπόθεμα. (περισσότερα…)

Θησαυρός Αναγνώσεων #1

resize (4).png

Σχετικὰ μὲ τὸν Θησαυρὸ Ἀναγνώσεων

Συμπληρώνοντας τὶς πρῶτες τριάντα ἑβδομάδες (καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ἔπειτα ἀπὸ 238 βιβλία 173 ποιητῶν) τῆς Διαρκοῦς Ποιητικῆς Ἀνθολογίας 2000-2020 «Νέοι Ποιητὲς Ἑνὸς Νέου Αἰώνα» παρατίθεται –ὅπως εἶχε ἀναγγελθεῖ ἤδη ἀπὸ τὸ Εἰσαγωγικὸ κείμενο τῆς Ἀνθολογίας ποὺ συνοδεύει κάθε ἀνάρτηση– ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἐπιμελητῶν. Στὸν κατάλογο ποὺ ἀκολουθεῖ, καταγράφονται ὅλα τὰ βιβλία ποὺ εἴδαμε σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα, εἴτε ἐπιλέξαμε εἴτε ὄχι ἀπ’ αὐτὸ κάποιο ποίημα πρὸς ἀνθολόγηση. Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ κάθε ποιητῆ εἶναι φορὲς ποὺ ἔχει ἀναγνωσθεῖ εἴτε ἕνα τμῆμα εἴτε ὁλόκληρο τὸ μέχρι τώρα σῶμα τῶν ἐκδόσεών του. Ἀσφαλῶς, καταγράφονται τόσο αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἤδη συμπεριληφθεῖ στὴν Ἀνθολογία (στὴ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν ὁποίων ἔχουμε δεῖ ὅλο τους τὸ ἔργο, κι ἂν ὄχι ἐπίκειται νέα, δεύτερη ἀνάρτηση), ὅσο κι ἐκεῖνοι ποὺ εἴτε πρόκειται νὰ ἀνθολογηθοῦν (κι ἁπλῶς ἔχουν προγραμματιστεῖ γιὰ τὶς κατοπινὲς ἀναρτήσεις) εἴτε ὄχι.

Ἡ ἀνθολόγηση ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνη της μιὰ κριτικὴ πράξη· παρ’ ὅλ’ αὐτά, ὁ παρὼν Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων, πέραν τοῦ νὰ ἐπιρρωνύει τὴν παραπάνω βούληση, λειτουργεῖ καὶ ὡς μιὰ ἀνοικτὴ πηγὴ πληροφόρησης ἀλλὰ καὶ καταγραφῆς τῆς δουλειᾶς τῶν ἀνθολόγων, οἱ ὁποῖοι μέσῳ αὐτοῦ ἐνημερώνουν μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ διαφάνεια τὸ κοινὸ τῆς Ἀνθολογίας –καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς δημιουργούς–, σχετικὰ μὲ τὸ τί εἶδαν καὶ ἔκριναν ὡς ἄξιο συμπερίληψης (ἢ ὄχι) στὴν προσπάθειά τους αὐτή.

Ἀναγκαία διευκρίνιση: κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελευταίων μηνῶν ἔχουμε λάβει μεγάλο ἀριθμὸ ποιητικῶν συλλογῶν· ἔχοντας καταρτίσει ἕνα ἀναγνωστικὸ πρόγραμμα ἤδη ἀρκετὸ καιρὸ πρὶν τὴν ἔναρξη τῶν ἀναρτήσεων στὸν ἱστότοπο, εἶναι εὐνόητο ὅτι οἱ περισσότερες ἐξ αὐτῶν ἀναμένουν στὴ σειρά τους πρὸς ἀνάγνωση κι ἀξιολόγηση.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ θέλαμε νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλους τοὺς συγγραφεῖς ποὺ μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο ὑπέβαλαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ὑποβάλλουν τὰ ἔργα τους πρὸς ἀξιολόγηση, στηρίζοντας ἔτσι τὸ εὗρος τῆς Ἀνθολογίας καὶ παρέχοντάς μας τὴ δυνατότητα νὰ ἀνακαλύψουμε φωνὲς ποὺ εἰδάλλως θὰ ἦταν δύσκολο νὰ προσεγγίσουμε. Παρακινοῦμε κι ἀπὸ αὐτὸ τὸ βῆμα τοὺς νέους ποιητὲς καὶ τὶς νέες ποιήτριες νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ στηρίζουν παντοιοτρόπως τὴν προσπάθειά μας.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


resize (40)

 Θησαυρὸς ἀνάγνωσης #1

  1. Ἀγαθοκλῆς Δημήτρης, Ἄφεσις, Ἀθήνα, αὐτοέκδ., 2013 [2Μελάνι, 2017].
  2. Ἀγγελόπουλος Γιῶργος, Ὑπόγεια διάβαση, Ἀθήνα, Ἀπόπειρα, 2015.
  3. Ἀγγέλου Παῦλος, Τὸ μαῦρο ρόδι, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2013.
  4. Ἀγυιώτη Κατερίνα, Φρουρός, Ἀθήνα, Φαρφουλᾶς, 2016.
  5. Ἀθηνάκης Δημήτρης, Δωμάτιο μικρῶν διακοπῶν. Ἕνα ποίημα μικροῦ μήκους καὶ ἄλλα πλάνα, Ἀθήνα, Κέδρος, 2012.
  6. Ἀνδρικοπούλου Νίκη, Αὐτὰ τὰ χέρια, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2012.
  7. Ἀλέξη Παρασκευή, Τάξη ὀνείρων, Ἀθήνα, Νέος Ἀστρολάβος/Εὐθύνη, 2012.
  8. Ἀλεξίου Ἑλένη, Ποιήματα ποὺ γράψαμε μαζί, Ἀθήνα, Μελάνι, 2015.
  9. Ἀλεξοπούλου Μαριγώ, Τὸ φθονόμετρο, Ἀθήνα, Κέδρος, 2006.
  10. Ἀληφραγκῆ Σίσσυ, A contrario, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2013.
  11. Ἀλισάνογλου Γιῶργος, ERO(S). 7 βήματα–7 λεῦγες ἐντός, Θεσ/νίκη, Σαιξπηρικόν, 2012.
  12. Ἀνανιάδης Δημήτρης, Ράστερ, Ἀθήνα, Μελάνι, 2006.
  13. Ἀρβανίτης Παναγιώτης, Ὁ τυφλὸς ἐπισκέπτης, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2016.
  14. Ἀρμεύτη Μαρίνα, Ὁ κύριος ἱππόκαμπος, Ἀθήνα, Φίλντισι, 2018.
  15. Ἀχμέτης Ἐλευθέριος, Ἑπτά, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2013.
  16. Βακαλοπούλου Εἰρήνη, Ἡ ἐπίσκεψη, Θεσ/νίκη, Σαιξπηρικόν, 2018.
    • Existential Angst. ἀφαιρετικὲς ἱστορίες ὑπαρξισμοῦ¸ Ἀθήνα, Βακχικόν, 2013.
  17. Βασιλείου Βασίλης, Götterdämmerung. 32 ποιήματα κι ἕνα ἐγχειρίδιο τοῦ λυκόφωτος, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2013.
  18. Βασιλοπούλου Φωτεινή, Πρωσικὸ μπλέ, Ἀθήνα, Οἱ ἐκδόσεις τῶν φίλων, 2016.
  19. Βεληβασάκη Γεωργία, Κοντσέρτο γιὰ μιὰ ἡμέρα ποὺ πέρασε, Κορώνη, Γραφομηχανή, 2018.
  20. Βιολάρης Νίκος, Πέρα ἀπ ‘τὴ μέρα, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2005.
    • Ἀχτίδες νυχτόβιες, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2009 .
  21. Γαλάνη Ἑλένη Ν., Παρκούρ, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2012.
    • Τὸ πείραμα τοῦ Ward, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2014.
  22. Γαλάνης Δημήτρης, Ἐπιστροφή, Ἀθήνα, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, 2015.
  23. Γάτσου Σταυρούλα Α., Πᾶσα γῆ πάθος, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2017.
  24. Γεροκώστα Βασιλική, Χαράζει, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2013.
  25. Γεροντάσιου Βικτωρία, Μικρὲς καταιγίδες, Λάρισα, Θράκα, 2018.
  26. Γεωργαντᾶ Κωνσταντίνα, Ρακοσυλλέκτης χρόνος, Θεσ/νίκη, Πανοπτικόν, 2015.
  27. Γιαννοπούλου Κέλλυ, Ὁ χαμένος ἔρωτας τῆς νεράιδας καὶ τοῦ βασιλιᾶ, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2015.
  28. Γιώσα Πηνελόπη, Ἐνδόμυχα, Ἀθήνα, Ἠριδανός, 2011.
  29. Γκερούση Πόπη, Διαδοχικὰ φωτοπέταλα, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2016.
  30. Γκολίτσης Πέτρος, Τὸ τριβεῖο τοῦ χρόνου, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2013.
  31. Γλυφὸς Δημήτρης, Ἀντιχρονισμός, Ἀθήνα, Σμίλη, 2017.
    • Ἀπόηχος, Ἀθήνα, Σμίλη, 2018.
  32. Γραμματικοπούλου Χριστίνα-Παναγιώτα, Persona Gramma, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2017.
  33. Γρίβα Ἄννα, Ἡ φωνὴ τοῦ σκοτωμένου, Ἀθήνα, Χαραμάδα, 2010.
    • Ἔτσι εἶναι τὰ πουλιά, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2015.
  34. Γῶγος Θάνος, Γλασκώβη, Λάρισα, Θράκα, 2014.
  35. Γωνιανάκης Γιῶργος, Τί εἶπε τὸ ποτάμι, Ἀθήνα, Στιγμή, 2018.
  36. Δαμουλιάνος Ἀλέξανδρος, Ἡ Ὀδύσσεια μιᾶς λησμονιᾶς, Ἀθήνα, χ.ἐ., 2013.
  37. Δασκαλάκης Χρῆστος, Χιλιόμετρα, Ἀθήνα, Στοχαστής, 2013.
  38. Δενελάβας Τάσος, Καρναβάλια, Ἀθήνα, Ἐριφύλη, 2006.
    • Ὅλες οἱ κινήσεις τῶν ἄστρων, Ἀθήνα, Ἐριφύλη, 2007.
  39. Δημητρακόπουλος Θοδωρῆς, Κουκούλα ἀραχνοΰφαντη, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2011.
  40. Δημητριάδης Δημήτριος, Χρόνος αὐτόχειρας, Ἀθήνα, Τὰ Ποιητικά-Ἐκδ. Γκοβόστη, 2016.
  41. Δημητριάδου Ἀνδρονίκη, Λόγου ἀντίθεση, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2018.
  42. Δήμου Εὐσταθία, Στὴ σπορὰ τῶν ἀστεριῶν, Πενήντα πέντε Χαϊκού, Ἀθήνα, Νέος Ἀστρολάβος / Εὐθύνη, 2011.
    • Σονέτα, Ἀθήνα, Gutenberg,
  43. Δημουλῆ Ἀγγελική, Ἔρδυλον Ἀθήνα, Ποιήματα τῶν φίλων, 2011.
  44. Δούκας Γιάννης, Στὰ μέσα σύνορα, Ἀθήνα, Πόλις, 2011.
    • Τὸ σύνδρομο Σταντάλ, Ἀθήνα, Πόλις, 2013.
  45. Δουλαβέρα Νάντια, Μεσοτοιχία, Ἀθήνα, Μελάνι, 2018.
  46. Δράκου Φωτεινή, Τὸ σωστὸ κορίτσι στὴν πιὸ λάθος πλευρὰ τῆς πόλης, Ἀθήνα, Ἰωλκός, 2015.
  47. Ἐλευθεράκης Δημήτρης, Ἐγκώμια, Ἀθήνα, Πατάκης, 2013.
  48. Εὐαντινὸς Νικόλας, Ρουβίκωνας στὰ μέτρα μας, Ἀθήνα, Μελάνι, 2011.
    • Ἐνεός, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2012.
    • Λιγωσάδικο, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2016.
  49. Εὐθυμιάδης Ἄγγελος, Δὲν θυμᾶμαι ξέχασα, Θεσ/νίκη, Πανοπτικόν, 2016.
  50. Ζαφειροπούλου Λένια, Paternoster Square. Μιὰ διαδρομὴ σὲ 53 στάσεις, Ἀθήνα, Πόλις, 2012.
    • Σκληρὸ νὰ σκοντάφτεις σὲ πέτρες, Ἀθήνα, Πατάκης, 2016.
  51. Ζηλᾶκος Βασίλης, Ξύλο ξανθὸ π ‘ἀφράτεψε στὸ στόμα. (ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς γραφὲς ἑνὸς Ἐξόριστου), Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2012.
    • Κούπα τοῦ τσαγιοῦ. (ἀπὸσπάσματα ἀπὸ τὰ τετράδια ἑνὸς τραυλοῦ Ἐρημίτη), Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2010.
    • Τὸ κελαηδιστὸ πουκάμισο, Ἀθήνα, Κουκούτσι, 2015.
    • Νερὰ γελοῦνε, Θεσ/νίκη, Σαιξπηρικόν, 2017.
  52. Ζησάκη Κατερίνα, Ἱστορίες ἀπ ‘τὸ Ὀνειροσφαγεῖο, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2014.
    • Μισέρημος, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2018.
  53. Θάνογλου Ἐλευθερία, Οἱ πέντε ἐποχὲς τοῦ κόκκινου, Πάτρα, Πικραμένος, 2017.
  54. Θεοδώρου Κίμων, Ἡ γοητεία τῶν ἡττημένων ποὺ ποντάρουν στὸ σωστὸ ἄγριο ἄλογο τὴ λάθος στιγμὴ πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα, Ἀθήνα, Φαρφουλᾶς, 2016.
  55. Θεοτόκης Τάσος, Σινιάλο, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2016.
  56. Ἰντζὲς Στάθης, Σεληνάκατος, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2013.
    • Gadium, Λάρισα, Θράκα, 2017.
  57. Κάββαλου Στέργια, Πλαστικὴ ἄνοιξη, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2013.
  58. Καλεώδης Μᾶρκος, Νέα νυκτιφανῆ, Ἀθήνα, Περισπωμένη, 2013.
  59. Καλλέργη Λένα, Περισσεύει ἕνα πλοῖο, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2016.
  60. Κάλφα Βάγια, Ἁπλὰ πράγματα, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2012.
    • Ληθόστρωτο, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2013.
  61. Καμπάδαης Σταῦρος, Διαπόμπευση, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2004 [22013].
    • Ἀνταπόκριση ἀπὸ πλανήτη ψυχή, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2013.
    • Μὲ τὴν Τρίτη παίρνεις τὸ χρῖσμα ἢ καίγεσαι;, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2010, [22013].
  62. Κανέλλης Σωτήρης, Ἐπίθεση ὑπὸ ἱερουργίαν, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2009.
  63. Kappa Danae, Πυγολαμπίδα, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2012.
  64. Καπερνέκα Ἰωάννα, Ἀνατέλλων ζῆλος, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2016.
  65. Καραγιαννίδου Εἰρήνη, Οἱ τέσσερις ἐποχὲς τοῦ [α], Θεσ/νίκη, Λογότεχνον, 2013.
    • Παραθαλάσσιο οἰκόπεδο, Θεσ/νίκη, Πανοπτικόν, 2017.
  66. Καραλῆ Βιβή, Ἔρωτας Θάνατος Σιωπή, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2018.
  67. Καραμάνου Τάνια, Πτολεμαίων. Ποιήματα καὶ Εἰκόνες, Ἀθήνα, Κουκούτσι, 2017.
  68. Καραμολέγκος Θήρας Ἰάκωβος, Κύκνεια μπιτάκια, Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2016.
    • Ὑψικράτημα, Ἀθήνα, Διηνεκές, 2010.
    • Ἠλιάδα, Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2016.
  69. Καραταράκη Ἀθηνᾶ, Ἐν δρυμῷ ξύλον, Ἀθήνα, Τὸ ἀνώνυμο βιβλίο, 2016.
  70. Κατηφέογλου Στέφανος, Σφυρόκρουση, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2014.
  71. Κατράκη Κατερίνα, Ἡ παρτίδα, Ἀθήνα, Ἰωλκός, 2014.
  72. Κατροῦτσος Χρῆστος, Σπορὰ γιὰ μιὰ Κυριακή, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2018.
  73. Κατσαμπῆ Στέλλα-Λουΐζα/Γκιργκένης Σταῦρος, Ἀνθρώπινα Δαιμόνια, Θεσ/νίκη, Ρώμη, 2018.
  74. Κατσοῦ Ναταλία, Νυμφαλίδες, Ἀθήνα, Κέδρος, 2015.
    • Κοχλίας, Ἀθήνα, Κέδρος, 2012.
  75. Κεφάλα Ἑλένη, Μνήμη καὶ παραλλαγές, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2007.
    • Χρονορραφία, Ἀθήνα, Νεφέλη, 2015.
  76. Κεφαλᾶς Ἀλέξανδρος, Ἄπολις, Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2013.
  77. Κεφαλοῦρος Στάθης, Διότι οἱ πόλεις ἔχουν μεγαλώσει πολύ, Λάρισα, Θράκα, 2015.
  78. Κιάος Θωμᾶς, Εἴδη ἐποχῆς, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2012.
  79. Κιοσσές Σπύρος, Τὸ κάτω κάτω τῆς γραφῆς, Ἀθήνα, Μελάνι, 2018.
  80. Κολαΐτη Πατρίτσια, Ὁ λιθόπαις (The Lithopedion), Ἀθήνα, Νεφέλη, 2016.
  81. Κορρυβάντη Κωνσταντίνα, Μυθογονία. Ποιήματα, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2015.
  82. Κοσσιώρης Στράτος, Ὕστατος καπνός, Ἀθήνα, Ὀροπέδιο, 2010.
    • Τὰ κάρβουνα, Κορώνη, (..) ἐκδόσεις, 2014.
  83. Κουλούρη Μαρία, Μουσεῖο ἄδειο, Ἀθήνα, Μελάνι, 2013.
  84. Κούτσης Βαγγέλης, Τοῖς «κύνων» ρήμασι πειθόμενοι, Ἀθήνα, Προμετωπίδα, 2013.
  85. Κρεμνιώτης Σ. Χρῖστος, ὥριμο σπέρμα, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2008.
  86. Κυριακὸς Ἀργύριος, Λισαβώνα. 33 ποιήματα, Ἀθήνα, Τὸ Γαρδέλι, 2014.
  87. Κωνσταντινίδης Ντέμης, Εὐλύγιστες μελαγχολίες, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2014.
    • Τῆς μοναξιᾶς καλὴ συνέχεια, Ἀθήνα, Φαρφουλᾶς, 2019.
  88. Κωστόπουλος Παναγιώτης, Λογωδίνες, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2014.
  89. Λάβδα Λυδία, Χαρτογράφηση, Ἀθήνα, Ρέω, 2011.
  90. Λαμπρόπουλος Νεκτάριος, Ὡριμότης μηδέν, Πάτρα, Χαραμάδα, 2011.
    • Ἀδιαφορισμοί, Πάτρα, Χαραμάδα, 2012.
  91. Λεοντζᾶκος Δημήτρης, Τὸ μάτι καὶ ἡ νύχτα, Ἀθήνα, Νεφέλη, 2016.
  92. Λίλλη Αὐγή, Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ ’ἕνα σωσίβιο, Λευκωσία, Ἀρμίδα, 2011.
    • Ἡ σφαγὴ τοῦ αἰώνα, Λάρισα, Θράκα, 2018.
  93. Λίλλης Γιῶργος, Ἡ χώρα τῶν κοιμωμένων ὑδάτων, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2001.
    • Στὸ σκοτάδι μετέωρος, Ἀθήνα, Μελάνι, 2003.
    • Τὰ ὅρια τοῦ λαβύρινθου, Ἀθήνα, Κέδρος, 2008.
    • Ὁ ἄνθρωπος τάνκ, Λάρισα, Θράκα, 2017.
  94. Λουμπροῦκος Θάνος, Ἡ ἐκδίκηση τῆς Ἰθάκης, Θεσ/νίκη, Ἐντευκτήριο, 2015.
  95. Λυκουργιώτης Σωτήρης, Ὁ κύκλος τῆς Ἄλφα, Πάτρα, Ἀχαϊκὲς ἐκδόσεις, 2011 [22018].
    • Ἱερουργία τῆς ἄνοιξης, Θεσ/νίκη, Κουρσάλ, 2016.
    • Ἀστικὰ λήμματα, Πάτρα, Anima libri, 2017 [μαζὶ μὲ Λεωνίδα Πανόπουλο].
  96. Μάινας Ἀλέξιος, Τὸ περιεχόμενο τοῦ ὑπόλοιπου, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2011.
    • Τὸ ξυράφι τοῦ Ὄκαμ, Ἀθήνα, Μικρὴ Ἄρκτος, 2014.
  97. Μακελάρης Γιώργης, Ἀσκήσεις ἀποσυμπίεσης, Ἀθήνα, Μοτοκούζι, 2018.
  98. Μαμακάκη Πόλυ, Περίπατοι στὸν κῆπο γιὰ δύο, Κορώνη, (..) ἐκδόσεις, 2013.
  99. Μάρβιν Παυλίνα, Ἱστορίες ἀπ ’ ὅλο τὸν κόσμο μου, Ἀθήνα, Κίχλη, 2017.
  100. Μαρινούδη Θεοδοσία, Τὰ καρφιὰ ἀπὸ μέσα, Θεσ/νίκη, Ἔνεκεν, 2015.
  101. Μαρτιναίου Κατερίνα, Θλίψη τοῦ θέρους, Ἀθήνα, Ἰδεόγραμμα, 2015.
  102. Μαρτίνης Σωκράτης, Μικρὸ μπρούντζινο χέρι, Ἀθήνα, Φαρφουλᾶς, 2010.
    • Βορράς-North, αὐτοέκδ., χ.τ.ἐ., χ.χ. [2013;].
  103. Μαρτίνης Χρῆστος, Τὸ ξένο φῶς, Ἀθήνα, Ὑποκείμενο, 2017.
  104. Μαστοράκη Ἀνδρονίκη, Ἀλφαβητάριο, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2013.
  105. Μαυρομμάτη Εὔη, Ὄχι τὰ λόγια, Ἀθήνα, Ροές, 2018.
  106. Μελετίου Μιχάλης Δ., Ἕνα κενὸ γεμάτο, Καλύβια, ΑΩ, 2016.
  107. Μελισσᾶς Κωνσταντίνος, Ἀθῶες λογοκλοπές, Θεσ/νίκη, Σαιξπηρικόν, 2013.
  108. Μηλιᾶς Ἀλέξανδρος, Στὴν ἀψίδα τῶν νεκρῶν θριάμβων, Ἀθήνα, Πατάκης, 2014.
  109. Μιτσοτάκη Ρουμπίνη, Ἰσορροπίες, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2016.
  110. Μιχαηλίδης Τάσος, Σπαράγματα προσώπων, Ἀθήνα, Manifesto,
  111. Μιχαλόπουλος Χάρης, Δὲν ἔρχονται, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2015.
  112. Μουσελιμίδου Ἰωάννα, Ἀνοίκειος νόστος, Ἀθήνα, Ἰωλκός 2011.
  113. Μπένος Πέτρος, Πόετρυ ατ λαστ, Ἀθήνα, Βακχικόν, 2018.
  114. Μπόμπορης Λάμπρος, Αffectus, Γάτα, 2011.
    • Ἡ ἀλγεινὴ θρέψη τοῦ λύκου, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2014.
  115. Μπουρδάκης Σταῦρος, Θρῆνοι καὶ μύθοι, Ἀθήνα, Ὄστρια, 2017.
  116. Μπουρλῆς Γιῶργος, Φλέβα ποὺ σπάει, Ἀθήνα, Ἐξάρχεια, 2013.
  117. Μουζάκης Δημήτριος, Βρουξιστής, Ἀθήνα, Σιδόντας, 2011.
    • Αὐτάρεσκη σιωπή, Ἀθήνα, Ἐνδυμίων, 2009.
    • Βαβυλώνα, Ἀθήνα, Ποιήματα τῶν φίλων, 2013.
  118. Ναοὺμ Χαρά, Ἄγρυπνες ἀντιλόπες, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2013.
    • Τὰ βράδια πίσω ἀπ ‘τὰ πουλιά, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2015.
  119. Νασιόπουλος Ὀδυσσέας, Ματαιοπονία, Βόλος, Ἤρα ἐκδοτική, 2012.
    • Πάλη γιὰ ἥλιο, Θεσ/νίκη, Πηγή, 2016.
  120. Νησίδης Νικόλας, Θάλασσα στὸ διηνεκές, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2009.
  121. Νιαμονητός Νικόλας, Κυνήγα τὴ νύχτα μέχρι νὰ γίνεις φλογερὴ ὕπαρξη, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2014.
  122. Νικήτας Ζαφείρης, Τὰ νερὰ τοῦ μετανάστη, Ἀθήνα, Μελάνι, 2015.
  123. Νικολαΐδης Παναγιώτης, Σὰν ἴαμβος καθρέφτης, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2009.
    • Ξενιτεύομαι μ ’ ἕνα φωνῆεν, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2012.
    • Οἰνοποίηση. 66 χαϊκοὺ γιὰ τὸ κρασὶν τζαὶ τὴν ποίησην, Λευκωσία, ἰδιωτ. ἔκδοση. 2014.
    • Παραλογή. Ποιήματα, Ἀθήνα, Gutenberg, 2015.
    • Μιὰ στὸ λευκὸ καὶ δυὸ στὸ μαῦρο, Λάρισα, Θράκα, 2017 [Μαζὶ μὲ Παπαδόπουλο Μιχάλη].
    • Ἡ νύφη τοῦ Ἰούλη, Ἀθήνα, Σμίλη, 2019.
  124. Νικολαΐδης Χαρίλαος, Χίλιες λέξεις γιὰ ἕνα μοτίβο, Ἀθήνα, Παρασκήνιο, 2013.
  125. Νικολόπουλος Κωνσταντίνος, Βουβὴ συνοδεία, Θεσ/νίκη, Σαιξπηρικόν, 2014.
  126. Ξηρογιάννη ‘Ασημίνα, Ἐποχή μου εἶναι ἡ ποίηση, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2013.
  127. Ὀρφανουδάκης Μάνος, Ὑπόγεια κόρη, Ἀθήνα, Μετρονόμος, 2017.
  128. Παγκάκης Λάμπρος, Πέντε κενὲς παῦλες τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς κρεμάλας, Ἀθήνα, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 2014.
  129. Παναγιώτου Εὐτυχία, Μαύρη Μωραλίνα, Ἀθήνα, Κέδρος, 2010
    • μέγας κηπουρός, Ἀθήνα, Κοινωνία τῶν (δε)κάτων, 2007.
    • Χορευτές, Ἀθήνα, Κέδρος, 2014.
  130. Πανόπουλος Λεωνίδας, Ἀστικὰ λήμματα, Πάτρα, Anima libri, 2017 [μαζὶ με Σωτήρη Λυκουργιώτη].
  131. Παπαδόπουλος Θεοχάρης, Ζηλεύω τὰ βράχια, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2018.
  132. Παπαγεωργίου Κων/νος, Οἱ πέντε ἐποχές, Ἀθήνα, Μελάνι, 2012.
    • Ὑπερκαινοφανής, Ἀθήνα, Μελάνι, 2017.
  133. Παπαδάκη Νάνα, Γυναῖκες τῆς Ὀδύσσειας, Ἀθήνα, Μελάνι, 2016.
  134. Παπαδάκης Γιῶργος Πολ., Νέα Ἀτραπός, Ἀθήνα, Δίφρος, 2014.
  135. Παπαντωνίου Ἄλκης, Ὠμέγα Ἄλφα, Ἀθήνα, Ἰωλκός, 2014.
  136. Παπαστεργίου Θωμᾶς, Μικρὴ λειτουργία τῆς ἄνοιξης, Βέροια, Ars poetica, 2014.
  137. Παππᾶς Ἠλίας Θ., Οἱ ἀρνήσεις μιᾶς ἡμέρας, Ἀθήνα, Στοχαστής, 2013.
  138. Πετράκης Γιάννης, Ἔρημος, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2013.
  139. Πολυγένη Ἕλενα, Ἡ θλίψη μου εἶναι μιὰ γυναίκα, Κορώνη, (..) ἐκδόσεις, 2012.
    • Ἡ χώρα τῶν παράξενων πραγμάτων, Θεσ/νίκη, Τὸ κεντρί, 2014.
    • Τὰ δευτερόλεπτα τῶν ζωντανῶν στιγμῶν, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2017.
  140. Πρεβεδουράκης Γιῶργος, στιγμιόγραφο, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2011.
    • Χαρτάκια, Θεσ/νίκη, Πανοπτικόν, 2016.
  141. Ράζου Ἔστα, Στὸν ἔρωτα παίρνεις σχήματα. Ποίηση καὶ χαϊκού, Ἀθήνα, Πρώτη Γραφή/Γαβριηλίδης, 2015.
  142. Ρακόπουλος Θοδωρῆς, Φαγιούμ, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2010.
  143. Ράμμης Παναγιώτης, Βραδινὴ πορεία, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2007.
  144. Σενδουκᾶς Φώτης, Ἔκλειψη ὑποκειμένου, Θεσ/νίκη, Ἀκυβέρνητες πολιτεῖες, 2016.
  145. Σίγμα Ἰάσονας, Ἔλλιπον. Τὰ χίλια καὶ ἕνα πρόσωπα τοῦ θανάτου, Λάρισα, Θράκα, 2018.
  146. Σιώζιου Δανάη, Χρήσιμα παιδικὰ παιχνίδια, Ἀθήνα, Άντίποδες, 2016.
  147. Σκουφῆ Κωνσταντίνα, Συγχορδία συγγνώμης, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2015.
    • Ὁμαιμοσύνη, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2017.
  148. Σκυθιώτης Πέτρος, Συνθήκη ἰσορροπίας, Λάρισα, Θράκα, 2014.
    • Οἱ ἀκαδημαϊκὲς σημειώσεις τοῦ Ἴαν Μάρκεβιτς, Λάρισα, Θράκα, 2018.
  149. Σμυρίλλη Ἀντωνίνη, Βλέπω ἀκόμα παιδικά, Λάρισα, Θράκα, 2017.
  150. Στεργιόπουλος Γιώργος Χ., Ἡ Διάβολος, Ἀθήνα, Ἐκδόσεις τῶν φίλων, 2011.
  151. Στίγκας Γιάννης, Ἰσόπαλο τραῦμα, Ἀθήνα, Κέδρος, 2009.
    • Ἡ ὅραση θ ‘ἀρχίσει ξανά, Ἀθήνα, Κέδρος, 2006.
    • Ὁ δρόμος μέχρι τὸ περίπτερο, Ἀθήνα, Μικρὴ Ἄρκτος, 2012.
    • Βλέπω τὸν κύβο Ρούμπικ φαγωμένο, Ἀθήνα, Μικρὴ Ἄρκτος, 2014.
    • Ἐξυπερὺ σημαίνει χάνομαι, Ἀθήνα, Μικρὴ Ἄρκτος, 2017.
  152. Στενὸς Δημήτρης, Λείψανα φόβου, Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2013.
  153. Συφιλτζόγλου Κυριάκος, Ἕκαστος ἐφ ‘ὧ ἐτάφη, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2007 [2Θράκα, 2017].
    • Μισὲς ἀλήθειες, Ἀθήνα, Μελάνι, 2012.
    • Δραμάιλο, Ἀθήνα, Ἀντίποδες, 2018.
  154. Τρεκλίδης Μάξιμος, Ἐωθινὰ βὰλς ἑνὸς μόνου, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2016.
  155. Τσακίρης Συμεών, Αὐτοβιογραφία ἑνὸς βρέφους, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2015.
  156. Τσαλαπάτης Θωμᾶς, Ἄλμπα, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2015.
  157. Τσαμαντάκης Γιάννης, Τὰ πέρα πλάσματα, Ἀθήνα, Ἑκάτη, 2016.
  158. Τσίρκας Ἰωάννης, Σκυλοτροφή, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2011.
  159. Τσότσου Ἑρμοφίλη, Ὧρες ἀνησυχίας, Ἀθήνα, Σμίλη, 2018.
  160. Τιμοθέου Ἀντρέας, Γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ μιὰ αἰωνιότητα, Λεμεσός, Ἀναζητήσεις, 2011.
  161. Φαντριδάκη Δάφνη, Ἀκίδες, Ἀθήνα, Μανδραγόρας, 2015.
  162. Φίλντισης Νίκος, Τὸ παραβάν, Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2012.
    • Ὑδράργυρος, Ἀθήνα, Ὁδὸς Πανός, 2016.
  163. Φρατζέτης Νίκος, Ὑπακοή, Ἀθήνα, Ἄπαρσις, 2012.
    • Τὸ τρένο καὶ ὁ Φῶκνερ, Ἀθήνα, Κίχλη, 2018.
  164. Φυτιλῆ Λίνα, Μυθικὴ μέρα, Ἀθήνα, Ἐνδυμίων, 2014.
  165. Χαβάτζας Ἕλενος, Ἡλιοτρόπια μὲ τὶς πλάτες στὸν τοῖχο, Ἀθήνα, Ὁμήγυρις, 2013.
  166. Χαβρεδάκη Εἰρήνη, Ἀντίποδες, Ἀθήνα, Ἰωλκός, 2013.
    • Τὸ αἰώνιο τώρα, Ἀθήνα, Ἰωλκός, 2016.
  167. Χαζίρογλου Λεωνίδας, Κήπος τῶν θαυμάτων, Ἀθήνα, Ἄπαρσις, 2014.
  168. Χαμάλης Ἀναστάσιος, Τὰ λογογράμματα τῆς ἀλήθειας, Λευκωσία, Αἰγαῖον, 2012.
  169. Χατζηϊωαννίδου Κυριακή, Στὸν ἄλφα τοῦ Κενταύρου, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2014.
  170. Χριστοδουλίδης Πασχάλης, Ποιήματα, Ἀθήνα, Πλανόδιον, 2005.
    • Σὲ τούτη τὴ χώρα, Ἀθήνα, Σμίλη, 2018.
  171. Χρυσικόπουλος Νίκος, Λονδίνο, Ἀθήνα, Μικρὴ Ἄρκτος, 2019.
  172. Ψάλτης Ἀντώνης, Βασίλειο γιὰ ἕνα μολύβι, Ἀθήνα, Κέδρος, 2017.
  173. Ψαρρᾶς Χάρης, Gloria in Exclesis, Ἀθήνα, Κέδρος, 2017.

resize (4)

 

Είχα δίκιο που υποστήριζα τον Ντόναλντ Τραμπ έναντι της Χίλλαρυ Κλίντον; Ἀπολύτως!

τοῦ Slavoj Žižek

slavoj-zizek.jpg

Τὰ τελευταῖα χρόνια, δέχομαι συχνὰ τὴν ἴδια ἐρώτηση ἀπὸ φίλους (καὶ “φίλους”) σχετικὰ μὲ τὸ ἂν ἐμμένω στὴν προτίμηση ποὺ ἐπέδειξα πρὸς τὸν Ντόναλντ Τρὰμπ ἔναντι τῆς Χίλλαρυ Κλίντον, ἢ ἂν τώρα πιὰ παραδέχομαι ὅτι ἔκανα κάποιο λάθος. Εὔκολα θὰ μάντευε κανεὶς τὴν ἀπάντησή μου: ὄχι μόνο ἐπιμένω στὴν ἐπιλογή μου, ἀλλὰ βάσει τῶν γεγονότων τῶν τελευταίων ἐτῶν θεωρῶ ὅτι ἐπιβεβαιώθηκα πλήρως. Γιατί ὅμως;

Ὅπως σημειώνει κι ὁ Γιουβὰλ Χαραρὶ στὸ βιβλίο του Homo Deus, οἱ ἄνθρωποι δεσμεύονται ἀπὸ τὴ δημοκρατικὴ διαδικασία τῆς ἐκλογῆς, μόνο ἐφόσον μοιράζονται κάποιον ἰσχυρὸ δεσμὸ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ψηφοφόρους. Ἂν ἡ ἐμπειρία τῶν λοιπῶν ψηφοφόρων διαφέρει ἀπὸ τὴ δική μου, καὶ ἐὰν θεωρῶ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὰ συναισθήματά μου ἢ αἰσθάνομαι ὅτι δὲ νοιάζονται γιὰ τὰ ζωτικά μου ἐνδιαφέροντα, τότε ἀκόμα κι ἂν εἶμαι ὁ ἕνας στοὺς ἑκατό, δὲν ἔχω κανέναν ἀπολύτως λόγο νὰ ἀποδεχθῶ τὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ θεσμὸς τῶν ἐκλογῶν εἶναι ἕνας τρόπος ἐπίλυσης τῶν διαφωνιῶν, ἐφόσον σὲ πρώτη φάση ὑπάρχει συμφωνία ἐπὶ τῶν βασικῶν ζητημάτων. Ἂν ἐκπέσει αὐτὸ τὸ συμβόλαιο, οἱ μόνες διαθέσιμες διαδικασίες εἶναι οἱ διαπραγματεύσεις ἢ ὁ (ἐμφύλιος) πόλεμος. Ἕνεκα τούτου, τὸ μεσανατολικὸ ζήτημα δὲν μπορεῖ νὰ λυθεῖ δημοκρατικὰ μέσῳ τῶν ἐκλογῶν, ἀλλὰ μόνον διὰ τοῦ πολέμου ἢ τῶν διαπραγματεύσεων.

Ἑπομένως, πῶς συνδέονται ὅλα τὰ παραπάνω μὲ τὴν διαμορφούμενη ἀπώλεια τῆς συμφωνίας ἐπὶ τῶν θεμελιωδῶν στὴν περίπτωση τῆς πολιτικῆς τῶν ΗΠΑ; Ἡ κατάσταση περιπλέκεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ διαφωνία ποὺ ἔχει προκύψει εἶναι διπλῆς κατεύθυνσης: ἀρχικά, ὁ Τρὰμπ διέρρηξε τὴν καθεστηκυία τάξη ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς λαϊκίστικης Δεξιᾶς, κι ἔπειτα, οἱ Δημοκρατικοί (Σάντερς καὶ λοιποί) ἔπραξαν τὸ ἴδιο στὴν Ἀριστερά. Τὰ δύο αὐτὰ ρήγματα δὲν εἶναι, βέβαια, ὅμοια. Ἡ πάλη μεταξὺ τοῦ Τράμπ καὶ τῶν φιλελευθέρων ἀποτελεῖ μιὰ πολιτισμική/ἰδεολογικὴ διαμάχη ἐντὸς τοῦ παγκοσμιοποιητικοῦ καπιταλισμοῦ, ἐνῶ ἡ Ἀριστερὰ ξεκίνησε νὰ ἀμφισβητεῖ τὸν παγκοσμιοποιητικὸ καπιταλισμὸ per se. (περισσότερα…)

Ὁ «Φουτουρισμός» του Καρυωτάκη

2.jpg

~.~

Ὁ «Φουτουρισμός» τοῦ Καρυωτάκη

τοῦ ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Κ. Γ. Καρυωτάκης: ἕνας συγγραφέας τῆς ἀνατροπῆς, ἐφόσον πάντοτε μᾶς ἀπασχολεῖ ὁ δημιουργικός –καὶ μόνον αὐτός– βίος του· ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ἀφοροῦν ἄλλα πεδία, ἄλλον συγγραφέα, ἄλλη ἐργασία. Πρόκειται γιὰ μιὰν ἀνατροπὴ ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὶς μορφικὲς ἀκροβασίες στὰ ὅρια τοῦ παραδοσιακοῦ στίχου, συνεχίζοντας τὴ διάρρηξη ποὺ εἶχαν ξεκινήσει οἱ Παλαμᾶς, Καβάφης κ.ἄ. (ὁ κάθεὶς ἀπὸ τὸ μετερίζι του) καὶ φτάνοντας στὸ ἔντονο φλὲρτ μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς ποιητικὲς ἐξελίξεις καὶ τὸν ἐπελαύνοντα μοντερνισμό, τοῦ ὁποίου θὰ μπορούσαμε μὲ ἄνεση πλέον νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ὑπῆρξε ἐκ τῶν κομβικῶν εἰσηγητῶν του στὴ νεοελληνικὴ περίπτωση.[1]

Ἡ σχέση τοῦ Καρυωτάκη μὲ τὰ ποιητικὰ ρεύματα τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα δὲν περνᾶ ἀπαρατήρητη. Ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, Ὁ πόνος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν πραμάτων (1919) ἀνήκει ἐξ ὁλοκληρου στὸν συμβολισμὸ καὶ τὴν décadence, στοιχεῖα τῆς ὁποίας διατηρεῖ καθ’ ὅλη τὴν ποιητική του πορεία. Μὲ τὰ Νηπενθῆ (1921) καὶ τὰ Ἐλεγεῖα καὶ Σάτιρες (1927), ὁ Καρυωτάκης εἰσβαίνει στὸν μοντερνισμό –κάτι ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως προετοίμαζε ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη συλλογή του–, χωρὶς ὅμως ν’ ἀφήνει τὴ συμβολιστικὴ εἰκονο-ποιητικὴ κατὰ μέρους. Πέραν αὐτῶν, στὰ νεανικά του ποιήματα –ὅπως, ἄλλωστε, καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ ἔργο του– ἐντοπίζονται παρνασσικὲς ἐπιδράσεις, ἐνῶ δὲ θὰ ἦταν ὑπερβολὴ σὲ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ πρώιμου Καρυωτάκη νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ὕπαρξη αἰσθητιστικῶν ψηγμάτων (πρβλ. ὅλα τὰ σημεῖα σύγκλισης τοῦ Καρυωτάκη μὲ τὸν Οὐάιλντ ἢ τὸν Πόου). Παράλληλα, ὁ ποιητικός του τρόπος, ἡ στιχουργία του καὶ οἱ ἀνατροπὲς ποὺ εἰσηγεῖται, ταυτίστηκαν μὲ τὸ κίνημα τῶν Γάλλων fantaisistes· τρανὴ ἀπόδειξη ἀποτελεῖ ἡ μετάφραση ποιημάτων ἀπὸ αὐτὸν τὸν κύκλο. Δὲν εἶναι λίγες οἱ μελέτες ποὺ ὑποστηρίζουν ἐπαρκῶς τὰ παραπάνω. Πλάι σ’ ὅλα αὐτά, ἀντικείμενο τῆς ἔρευνας ἔχει ἀποτελέσει καί ἡ σχέση τοῦ Καρυωτάκη μὲ ποιητὲς ἄλλων ρευμάτων τῆς πρωτοπορίας (λ.χ. ὑπερρεαλισμός)· τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴ δραστικότητα τῆς καρυωτακικῆς ποιητικῆς μέσῳ τῶν μελλοντικῶν “προβολῶν” της.[2]

Γίνεται, λοιπόν, σαφὲς ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὅτι ὁ Καρυωτάκης κινεῖται μὲ ἐπιδεξιότητα ἀνάμεσα στὶς κυρίαρχες ποιητικὲς τάσεις τοῦ ὕστερου 19ου καὶ πρώιμου 20οῦ αἰώνα, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν πλήρως ἐνημερωμένη ποιητική του φυσιογνωμία, ἡ ὁποία σταχυολογώντας τὰ καλύτερα στοιχεῖα κάθε ρεύματος τῆς προγενέστερής του ἐποχῆς, κατάφερε καὶ δημιούργησε ἕνα προσωπικὸ στύλ, ποὺ ἀνῆκε –φανερὰ πλέον– στὴ νεωτερικότητα. Μ’ ἄλλα λόγια, ὁ Καρυωτάκης ὑπῆρξε ἐντελῶς ἐντὸς τοῦ καιροῦ του. Ἡ θητεία του στὸν 19ο αἰώνα καὶ στοὺς τρόπους τῆς ποίησής του συνέβαλε στὴ διαμόρφωση τῆς συγγραφικῆς του φυσιογνωμίας καί σὲ ἐπίπεδο μορφῆς· ἡ θητεία αὐτή, ὅμως, ἐξελίχθηκε –κατόπιν τῆς ἐνσυνείδητης ἐπιλογῆς τοῦ ἰδίου– σ’ ἕναν (ἐκ)συγχρονισμὸ μὲ τὰ ποιητικὰ δρώμενα τοῦ καιροῦ του. Ἡ ἐνεργὴ ποιητικὴ δράση τοῦ Καρυωτάκη ἀνήκει ὁπωσδήποτε –παρὰ τὶς ὅποιες ἀφετηρίες της– στὸν 20ὸ αἰώνα.[3] (περισσότερα…)