αγγλόφωνη ποίηση

Louis MacNeice, «Δίδυμος» (Μια άγνωστη μετάφραση του Τάκη Παπατσώνη)

*

Εισαγωγή-Επιμέλεια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Ο Ιρλανδός (βρετανικής υπηκοότητας) ποιητής (Frederick) Louis MacNeice γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1907. Σπούδασε στην Οξφόρδη Κλασικά Γράμματα και εντάχθηκε στον ποιητικό ‘κύκλο του Ώντεν’ (Ώντεν, Σπέντερ, Ντέϊ-Λιούϊς, Ίσεργουντ). Δίδαξε για ένα διάστημα (1936-1940) κλασική λογοτεχνία σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και κολλέγια του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Από το 1941 εργάστηκε για το BBC αρχικά στην συγγραφή και παραγωγή θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με φιλία με τον ποιητή Ντύλαν Τόμας (τους ένωνε κι αγάπη για το ποτό), και τον γνωστό πανεπιστημιακό αρχαιοελληνιστή Ε. R. Dodds. Ταξίδεψε εκτεταμένα, έδωσε διαλέξεις στις ΗΠΑ, μα και επισκέφθηκε την Βαρκελώνη στην Ισπανία το 1937, προκειμένου να συμπαρασταθεί στους δημοκρατικούς ενάντια στον Φράνκο. Ανάμεσα στις σημαντικότερες ποιητικές του δημιουργίες είναι τα Autumn Journal, Ten Burnt Offerings, Autumn Sequel,  και Solstices. Εκτός από την ποίηση, που είναι και το σπουδαιότερο τμήμα του έργου του, καλλιέργησε το δοκίμιο, την ταξιδιωτική καθώς και την θεατρική γραφή, όπως επέβαλε και η εργασία του στο BBC. Μετέφρασε τον Φάουστ του Γκαίτε και, έμμετρα, τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Πέθανε το 1963. Διόλου τυχαία τον πρώτο τόμο της ανθολογημένης ποίησής του (Selected Poems of Louis MacNeice) εξέδωσε ο φίλος του Ώντεν έναν χρόνο μετά την εκδημία του, ενώ τον τόμο με το σύνολο ποιητικό του έργο (The Collected Poems Of Louis MacNeice) εξέδωσε το 1967 ο επίσης επιστήθιος φίλος του Ε. Ρ. Ντοντς.

Στις 2 Ιανουαρίου του 1950 ο Λούϊ Μακνής έρχεται στην Αθήνα για να αναλάβει την διεύθυνση του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα για ενάμιση χρόνο. Ταξιδεύει εκτενώς στην χώρα και γνωρίζεται με αρκετούς Έλληνες αλλά και με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Καρπός της ελληνικής του εμπειρίας ήταν και η συλλογή Ten Burnt Offerings, που γράφτηκε μεν στην Ελλάδα, μεταδόθηκε στο BBC το 1951 και εκδόθηκε το 1952. Στην συλλογή αυτή περιλαμβάνεται και το ποίημα «Didymus» που μετέφρασε ο Παπατσώνης και παρουσιάζουμε εδώ σήμερα.

Ο Σεφέρης τον γνωρίζει στην Άγκυρα τον Δεκέμβρη του 1950: «[…]είναι τόσο ντροπαλός άνθρωπος». Σχετίζεται μαζί του και τον συναντά αρκετές φορές στο Λονδίνο και σημειώνει πως σίγουρα δεν είναι ο τύπος που θα ταίριαζε με τον ορμητικό Κατσίμπαλη. Μέσω δε του Μακνής, με αφορμή μία εκπομπή στο BBC, γνωρίζει μια μέρα του Νοέμβρη του 1951 και τον Ντύλαν Τόμας και βρίσκονται να πίνουν μπύρες σε μια παμπ μαζί και με τον Νάνο Βαλαωρίτη. Ο Σεφέρης μάλιστα διασώζει και την ακόλουθη παρατήρηση του Τόμας: «Ένας ποιητής πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί όλες τις λέξεις. Ο Louis μπορεί· εγώ δεν μπορώ». «Μουντό» κι «ασυγκίνητο» τον παρουσιάζει κι ο Κατσίμπαλης στην αλληλογραφία του με τον Σεφέρη: «Γυρίσανε όλο το καλοκαίρι και γνώρισαν σχεδόν όλη την Ελλάδα. Έχω την εντύπωση πως ο τόπος μας κατάφερε να συγκινήσει ακόμα και τον ασυγκίνητον αυτόν άνθρωπο». Εκτίμηση που συμμερίζεται και το ζεύγος Σεφέρη, όπως φαίνεται και από την επισυναπτόμενη απάντηση της Μαρώς στο γράμμα του Κατσίμπαλη: «Ο MacNeice εξαιρετικά θερμός, αυτός ο τόσο κρύος άνθρωπος που ξέρεις». Ο Μακνής πάντως δημοσίευσε και μια σύντομη κριτική παρουσίαση της ποίησης του Σεφέρη, με αφορμή τη μετάφραση του Rex Warner το 1960.

(περισσότερα…)

Advertisement

Ντέρεκ Ουώλκοτ, Ποιήματα

*

Μετάφραση ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

Από το «Ο Τυχερός Ταξιδευτής» (1982)

Εποχή Φασματικής Ειρήνης

Και τότε όλα των πουλιών τα έθνη σήκωσαν μαζί
το δίχτυ το πελώριο των σκιών τούτης της γης
μέσα σε διάλεκτους πολυπληθείς, γλώσσες που τιτιβίζανε
γαζί-γαζί, ραφή-ραφή συρράπτοντάς το. Εξάγνισαν
απάτητες πλαγιές από σκιές θεόρατων πεύκων
οδούς εσπερινές από σκιές γυάλινων πύργων
και κάποιο του αστέως περβάζι που το εύθραυστο φυτό του
να ριγώνει επέμενε – με το δίχτυ ν’ ανυψώνεται βουβό, βουβά και των πουλιών
τα ξεφωνήματα εωσότου
σούρουπο πια ή εποχή, κακοκαιρία ή παρακμή δεν κυβερνούσε
μονάχα η πάροδος φωτός φασματικού,
που ούτε κι η πιο ακονισμένη σκιά να κόψει δεν τολμούσε. (περισσότερα…)

Ἡ Χώ­ρα Νο­έμ­βριος

Ἡ Χώ­ρα Νο­έμ­βριος

Δώδεκα ποιήματα γιὰ προχωρημένο Νοέμβρη
γυρισμένα ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ στὰ ἑλληνικὰ
ἀπὸ τὴ Νατάσα Κεσμέτη καὶ τὸν Γιάννη Πατίλη
στὴ μνήμη τῆς φίλης τους ποιήτριας
Ἕλενας Στριγγάρη (1950-2020)

Ἔγρα­ψε κά­πο­τε ὁ Ρί­τσαρντ Κὶνγκ (ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Richard King Huskinson, 1879-1947) σ΄ ἕ­να βι­βλί­ο του μὲ τί­τλο Δί­πλα στὸ Τζά­κι μὲ Ἀ­μί­λη­τους Φί­λους (1921) τὸ πα­ρα­κά­τω :

Με­ρι­κὲς φο­ρὲς θαρ­ρῶ πὼς ­κεῖ­νος ποὺ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ εἶ­πε ­τι « δρό­μος γιὰ τὴν κό­λα­ση εἶ­ναι στρω­μέ­νος μὲ κα­λὲς προ­θέ­σεις» θὰ πρέ­πει νὰ τὸ εἶ­πε Νο­έμ­βριο! Τὸ Φθι­νό­πω­ρο εἶ­ναι γε­μά­το κα­λὲς προ­θέ­σεις­πως ­νοι­ξη εἶ­ναι γε­μά­τη γι­ορ­τὲς καὶ ἐλ­πί­δα καὶ τὸ Κα­λο­καί­ρι θερ­μό­τη­τα καὶ dolce far niente. ­μως ­πως τὴν πρώ­τη ζε­στὴ μέ­ρα τοῦ ­ου­λί­ου νι­ώ­θεις γε­μά­τος ­νέρ­γεια ποὺ σὲ κά­νει νὰ νο­μί­ζεις πὼς πρέ­πει νὰ ζή­σεις αἰ­ώ­νια, ­τσι καὶ τὸ Φθι­νό­πω­ρο σὲ κά­νει νὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖς πὼς ζω­ φτε­ρου­γί­ζει μα­κριὰ καὶ νοῦς δὲν ­χει φτά­σει ­κό­μη στὴν πλή­ρη του ­ρι­μό­τη­τα οὔ­τε στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς φι­λό­δο­ξης δι­α­νο­η­τι­κῆς του καρ­πο­φο­ρί­ας. ­σως εἶ­ναι τὸ ἄγ­γιγ­μα τοῦ χει­μώ­να ­λό­γυ­ρα στὴν ­τμό­σφαι­ρα ποὺ σὲ κά­νει νὰ σχε­διά­ζεις δι­ά­φο­ρα με­γα­λό­πνο­α γιὰ τὰ ­τέ­λει­ω­τα βρα­δι­νά του Νο­εμ­βρί­ου, δει­λι­νὰ ποὺ τό­σο μα­κραί­νουνΘὰ μά­θεις ­σως Ρω­σι­κά, κά­τι πιὸ ξωτικό­ρα­βι­κά, θὰ δι­α­βά­σεις ­λα τὰ ἔρ­γα τοῦ Μπαλ­ζάκ­νει­ρα πὼς θὰ με­λε­τή­σεις Περ­σι­κὰ μὲ τὴν εὐ­γε­νι­κὴ πρό­θε­ση νὰ με­τα­φρά­σεις τὰ Ρουμ­πα­γιὰτ τοῦ ­μὰρ Κα­γιὰμ στὰ μα­κριὰμα­κριὰ σού­ρου­πα τοῦ Φθι­νο­πώ­ρου

Τὰ ποι­ή­μα­τα γιὰ τὸν Νο­έμ­βριο ποὺ δι­α­λέ­ξα­με —ἀ­νά­με­σα στὰ τό­σα πολ­λὰ— δὲν ἐ­πι­βε­βαί­ω­σαν τὰ πα­ρα­πά­νω, λό­για κά­ποι­ου μᾶλ­λον χι­ου­μο­ρί­στα. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­τή­ρη­σή του γιὰ μιὰ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ ὅ­λοι μοι­ρα­ζό­μα­στε ἀ­πὸ μι­κρὰ παι­διά: τὸν Νο­έμ­βρη σκο­τει­νιά­ζει πο­λὺ νω­ρὶς καὶ πο­λὺ γρή­γο­ρα, ἐ­νῶ τὰ σού­ρου­πα μοιά­ζουν νὰ σέρ­νον­ται ἀ­τέ­λει­ω­τα. Τὰ ποι­ή­μα­τα αὐ­τῆς τῆς μι­κρῆς ἀν­θό­λο­γη­σης, τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα χα­μη­λό­φω­να, ἐκ­μυ­στη­ρεύ­ον­ται πο­λὺ πιὸ βα­θιὰ συ­ναι­σθή­μα­τα, ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ἀ­να­τρι­χιά­σμα­τα, ἕ­να ψυ­χρὸ ὑ­παρ­ξια­κὸ ρί­γος – κι ἂς εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κὲς οἱ ἐ­πο­χές, οἱ ἡ­λι­κί­ες καὶ τὸ φύ­λο τῶν ποι­η­τῶν. Ὁ Ἔν­του­αρντ Τό­μας, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἔ­γρα­ψε σ’ ἕ­να πε­ζό του γιὰ τὸν Νο­έμ­βριο, μιὰ μέ­ρα ποὺ ἐ­πέ­στρε­φε ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ κι ἐ­ρη­μι­κὸ σπι­τά­κι γνω­στό του ἀ­πὸ τὸ Κα­λο­καί­ρι ὅ­ταν ἦ­ταν πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο πα­πα­ροῦ­νες. Τώ­ρα δὲν ὑ­πῆρ­χε κα­μιά, ὅ­πως καὶ κα­νέ­να ἄλ­λο λου­λού­δι, κι ὁ κό­σμος was very little in a lasting mist… Ση­μεί­ω­σε λοι­πὸν στὴ συ­νέ­χεια τῶν στο­χα­σμῶν του:

Κοι­νό­το­πο πὼς κα­θέ­νας μας εἶ­ναι μό­νος, πὼς κά­θε κομ­μα­τά­κι γῆς ὅ­που κά­θε ἄν­θρω­πος στέ­κε­ται εἶ­ναι ἕ­να ἔ­ρη­μο νη­σὶ μὲ πα­τη­μα­σι­ὲς ἄ­γνω­στων πλα­σμά­των σ΄ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἀ­κτή. Μιὰ ἢ δυ­ὸ φο­ρὲς σ΄ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζωὴ ἀ­να­φω­νοῦ­με πὼς γνω­ρί­ζου­με τὰ πα­τή­μα­τα· βλέ­που­με ἀ­κό­μα καὶ βάρ­κες ξέ­νων κα­θὼς βγαί­νουν στὴν ἀ­κτή· δι­α­κρί­νου­με ἀ­νά­με­σα στὴν ἀ­χλὺ ἕ­να γει­το­νι­κὸ νη­σί, κι ἀν­θρώ­πους ποὺ μᾶς μοιά­ζουν νὰ κι­νοῦν­ται ἐ­κεῖ πέ­ρα. Τὴν ἴ­δια νύ­χτα ἡ πλημ­μυ­ρί­δα εἶ­χε σβή­σει κά­θε ἴ­χνος, καὶ νι­ώ­σα­με ἱ­κα­νο­ποί­η­ση, δί­χως νὰ ση­κώ­σου­με κά­ποι­ο νω­θρὸ τη­λε­σκό­πιο κα­τὰ τὸν ὁ­ρί­ζον­τα, οὔ­τε κὰν μὲ σπου­δὴ νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὴν ἄμ­μο στὰ πό­δια μας. (Ἀ­πὸ τὸ «St. Martin’s Summer», στὸ The Heart of England [J. M. Dent 1906], σελ. 131-132.)

Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο σκα­λὶ τοῦ Φθι­νό­πω­ρου, σὰν μιὰ συμ­βο­λι­κὴ κα­τα­βα­σία πρὸς τὸν Ἅ­δη, εἶ­ναι ὁ μή­νας-μύ­η­ση στὸ ἐ­περ­χό­με­νο σκο­τά­δι τοῦ Χει­μώ­να, ποὺ στοι­χεῖ στὸ τέ­λος τοῦ φθαρ­τοῦ κό­σμου τῶν αἰ­σθη­τῶν, στὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς, τῆς ζω­ῆς μας. Αὐ­τὴ τὴν ἀ­πώ­λεια, στοὺς πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­πὸ τοὺς ποι­η­τὲς τοῦ Ἀν­θο­λο­γί­ου μας, τὴν ντύ­νουν εἰ­κό­νες τῆς φθί­νου­σας φθι­νο­πω­ρι­νῆς φύ­σης, ἀλ­λὰ πί­σω ἀ­πὸ αὐ­τὲς δη­λώ­νε­ται κά­πο­τε ρη­τὰ καὶ τὸ τέ­λος τῆς ἴ­διας της ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς, ποὺ ἄλ­λο­τε ση­μαί­νε­ται πα­ρη­γο­ρη­τι­κὰ σὰν μιὰ ἐ­πι­στρο­φή, τοῦ πάν­τα συγ­κε­κρι­μέ­νου προ­σώ­που, στὴ μη­τέ­ρα γῆ, ὅ­πως στὸ ποί­η­μα τοῦ Χά­ου­σμαν γιὰ τὸν φί­λο του Ντίκ, καὶ ἄλ­λο­τε μὲ τὸν ψυ­χρὸ μη­δε­νι­σμὸ ἑ­νὸς τέ­λους δί­χως τί­πο­τε με­τά ποὺ μά­ται­α τὸ ἀλ­κο­ὸλ καὶ τὸ «that’s life» προ­σπα­θεῖ νὰ ξορ­κί­σει, ὅ­πως στὸ ποί­η­μα τοῦ Σά­ϊ­μον Ἄρ­μι­τέ­η­τζ γιὰ τὴν για­γιὰ τοῦ φί­λου του.

Γιὰ τοὺς ἴ­διους τοὺς ποι­η­τές, ποὺ μο­να­δι­κή τους σχε­δὸν πα­ρη­γο­ριὰ ἔ­χουν τῶν στί­χων τους μιὰ ζω­ με­τὰ στὴ μνή­μη τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁ δι­κός μας Τά­σος Λει­βα­δί­της εἶ­ναι ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος, κα­θὼς ὁ «Ἄ­νε­μος τοῦ Νο­εμ­βρί­ου» στὰ Χει­ρό­γρα­φα τοῦ Φθι­νο­πώ­ρου του, συμ­πα­ρα­σύ­ρει στὸ πέ­ρα­σμά του καὶ ὅ­λα τα γρα­πτὰ ση­μά­δια τῆς ὕ­παρ­ξής τους:

Τώρα ὅμως βράδιασε. Ἂς κλείσουμε τὴν πόρτα κι ἂς κατεβάσουμε τὶς κουρτίνες
γιατί ἦρθε ὁ καιρὸς τῶν ἀπολογισμῶν. Τί κάναμε στὴ ζωή μας; Ποιοί εἴμαστε; Γιατί ἐσὺ καὶ ὄχι ἐγώ;

Καιρὸ τώρα δὲ χτύπησε κανεὶς τὴν πόρτα μας κι ὁ ταχυδρόμος ἔχει αἰῶνες νὰ φανεῖ. Ἄ, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
ποὺ τὰ πῆρε ὁ ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου […]

Ὥσπου στὸ τέλος δὲ μένει παρὰ μιὰ θολὴ ἀνάμνηση ἀπὸ τὸ παρελθὸν (πότε ζήσαμε;)
καὶ κάθε ποὺ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη κλαίω γιατί σὲ λίγο θὰ φύγουμε καὶ κανεὶς δὲ θὰ μᾶς θυμηθεῖ.

(«Ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου»)

Κα­νείς;

Ὄ­χι! Θὰ φω­νά­ξει μιὰ ζεί­δω­ρη ἀ­φρο­α­με­ρι­κα­νί­δα ποι­ή­τρια, ἀ­πὸ τὸ ἑλ­λη­νό­πνευ­στο Ἄ­κρον τοῦ Ὀ­χά­ι­ο, ἡ Ρί­τα Ντάβ, ὅ­ταν ἀ­πὸ τὸν βυ­θὸ μιᾶς γερ­μα­νι­κῆς ποι­η­τι­κῆς μαυ­ρί­λας προ­γεύ­ε­ται μὲ τὸ κορ­μὶ καὶ τὴν ψυ­χή της τὸ Ἄ­κρον μιᾶς ἐ­περ­χό­με­νης Ἄ­νοι­ξης τοῦ με­τά καὶ τὸ ὑ­μνεῖ

μὲ ἕ­να φορ­τί­ο σαν­τού­ρια…

Ἔ­τσι τώ­ρα καὶ ἀ­πὸ μᾶς γιὰ τὴν Ἔ­λε­να:
ἂς εἶναι ἡ Ἄ­νοι­ξη τῆς Μνή­μης!

Ν.Κ. & Γ.Π.

(περισσότερα…)