Αγγελική Καραθανάση

Το προδοτικό φιλί

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό απόσπασμα, συνέχεια του προηγούμενου («Ένας έρωτας γεννιέται»), από το ανέκδοτο βιβλίο Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τις συνέπειες της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Ελισάβετ και του νεαρού ζωγράφου Πέτρου Μωραΐτη, που σχεδόν βίαια ως ανεπίτρεπτη, διακόπτουν αγαπημένα της πρόσωπα, αλλάζοντας ανεπίγνωστα την πορεία της ζωή της.

~ . ~

Απόγευμα πρωταπριλιάς του 1855 η Ελισάβετ άκουσε να κτυπά η πόρτα της ιεραποστολικής κατοικίας και πήγε ν’ ανοίξει. Είχε καλέσει τον Πέτρο,[1] να δει προσεχτικά την Ἀνθοδέσμη της, πριν την παραδώσει στην Επιτροπή, της το είχε προτείνει ο ίδιος· ήθελε να ελέγξει μήπως υπάρχει κάποια αβλεψία που μπορούσε την τελευταία στιγμή να διορθωθεί.

— Πρωταπριλιάτικο αστείο; τη ρώτησε εκείνος χαριτολογώντας και της πρόσφερε ένα κλαδάκι με ροζ απριλιάτικα τριαντάφυλλα.

— Όχι, δεν θα έκανα ποτέ τέτοια φάρσα, του είπε και τον οδήγησε στον συνηθισμένο χώρο, στη Βιβλιοθήκη.

Η Ελισάβετ τράβηξε από το ράφι της μικρής βιβλιοθήκης την κασετίνα, όπου φυλασσόταν το λεύκωμά της, και του την έδωσε. Την πήρε στα χέρια του με  προσοχή και αναφώνησε με θαυμασμό:

— Τι εντυπωσιακή ξυλογλυπτική και πόσο αρμονική με το έργο!

— Ντόπιο πλατανόξυλο και ελιόξυλο, ό,τι καλύτερο για μια τέτοια κασετίνα· είναι άξιος λεπτουργός ο Γλήνης, σχολίασε η Ελισάβετ.

Κάθισαν δίπλα δίπλα στο τραπέζι· ο Πέτρος έβγαλε προσεχτικά την Κλασική Ἀνθοδέσμη από την κασετίνα κι άρχισε να την ξεφυλλίζει και να την ελέγχει λεπτομερώς· σταμάτησε στην σελίδα με τον τίτλο «Πρόθεσις»·[2] τυπωμένο με μαύρα και κόκκινα γράμματα το μικρό κείμενο που ακολουθούσε αποκάλυπτε τον στόχο του έργου της. Ήταν το πρώτο δικό της γραπτό που είχε διαβάσει· είχε έλθει σε άμεση επαφή με τον νου και την ψυχή της, από όπου είχε αντληθεί. Θέλησε τώρα να το ξαναδιαβάσει δυνατά, να νιώσει πάλι τον ήχο των λέξεων και την ισχυρή επίδρασή τους στο πνεύμα και στην καρδιά του.

— Τι ωραίο το κείμενό σου, αγαπητή μου Ελισάβετ! εγκιβωτίζεις άριστα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης μας. Στις δυο λέξεις, «αλλεπάλληλα δυστυχήματα»,[3]  περιλαμβάνεις με λεπτό, έξυπνο και σύντομο τρόπο την τρέχουσα πολιτική και υγειονομική κατάσταση της Αθήνας, την Κατοχή και τη χολέρα·υμνείς δυο πόλεις, την Αθήνα, όπου δημιουργήθηκε η Ἀνθοδέσμη σου και από όπου ξεκινά το ταξίδι της και την πόλη του φωτός, όπου θα εκτεθεί·[4] φανερώνεις την αγωνία σου για την κακή τύχη, που φοβάσαι πως θα εξακολουθήσουν να έχουν τέχνες και επιστήμες στον τόπο, όπου γεννήθηκαν. Είμαι συγκινημένος.

— Γράφω ό,τι νιώθω, Πέτρο, και χαίρομαι πολύ που σου αρέσει. Ναι, δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ για το μέλλον… απάντησε η Ελισάβετ, ενώ ο Πέτρος συνέχιζε να ξεφυλλίζει ένα ένα τα σχεδόν εβδομήντα φύλλα τού λευκώματος· σε κάθε φύλλο έλεγχε προσεχτικά τα πάντα, ακόμη και τα κενά. (περισσότερα…)

Advertisement

Ἕνας ἥρωας καὶ μία ἐποχὴ (Ἀλεξὰντρ Πούσκιν: Εὐγένιος Ὀνέγιν)

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἡ γνωριμία μὲ τὰ μεγάλα ἔργα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας μᾶς κάνει πιὸ πλούσιους συναισθηματικὰ καὶ μᾶς ἀνοίγει παράθυρα πρὸς παρθένα, γιὰ μᾶς, τοπία.  Γι’ αὐτὸ χρεωστοῦμε εὐγνωμοσύνη στὸ διαλεχτὸ ἠθοποιὸ καὶ διανοούμενο, τὸν κ. Νίκο Παπακωνσταντίνου, ποὺ μετάφερε στὰ ἑλληνικὰ ἕνα ἀπὸ τ’ ἀριστουργήματα τῆς ρωσικῆς φιλολογίας τοῦ περασμένου αἰῶνα, δυσκολοπλησίαστο ὣς τὰ τώρα ἀπὸ τοὺς περισσότερους, ἐξ αἰτίας τῆς γλώσσας του: τὸν Εὐγένιο Ὀνέγιν τοῦ Πούσκιν.[1]

Τὸ ἔργο τοῦτο λογαριάζεται ἀπὸ πολλοὺς κριτικοὺς σὰν τὸ καλύτερο τοῦ μεγάλου Ρωμαντικοῦ. Εἶν’ ἕνα ἀφηγηματικὸ ποίημα ἢ πιὸ καλὰ ἕνα ἔμμετρο μυθιστόρημα ἁπλωμένο σ’ ὀχτὼ κεφάλαια καὶ χωρισμένο σὲ δεκατετράστιχες στροφές, μὲ στίχους αὐστηρὰ πειθαρχημένους στὸ μέτρο καὶ στὴν ὁμοιοκαταληξία.

Ἐπιφανειακὰ πρόκειται γιὰ κάποια ἐρωτικὴ ἱστορία, ὄχι καὶ τόσο ἀσυνήθιστη. Πίσω ὅμως ἀπὸ τούτη τὴν ἐπιφάνεια ζωντανεύει μιὰ ὁλόκληρη ἐποχὴ καὶ μιὰ κοινωνία: οἱ πρῶτες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰῶνα κι ὁ κόσμος τῆς ρωσικῆς ἀριστοκρατίας.

Ἡ κεντρικὴ μορφὴ τοῦ ποιήματος, ποὺ δίνει τ’ ὄνομά της στὸν τίτλο τοῦ ἔργου, εἶν’ ἕνας τυπικὸς ρωμαντικὸς ἥρωας μὲ βυρωνικὴν ἀπόχρωση. Νέος, γοητευτικός, μορφωμένος, ἔξυπνος, ἄστατος κι ἠθικὰ ἀδίσταχτος. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τίποτα. Ξοδεύει τὴ ζωή  του στὰ σαλόνια καὶ στὰ θέατρα τῆς Πετρούπολης, ὅπου διαπρέπει μὲ τὰ χαρίσματά του ‒καὶ μὲ τὰ ἐλαττώματά του. Ἔχει γνωρίσει ὅλες τὶς ἠδονὲς κι ἔχει χορτάσει τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς φιλαρέσκειας καὶ τῆς ὑποκρισίας, τῆς χαριτόλογης κενότητας καὶ τοῦ ραφιναρισμένου πάθους. Σ’ ἡλικία ποὺ οἱ ἄλλοι ἀρχίζουνε τὴ ζωή τους, ὁ Ὀνέγιν ἔχει γίνει κιόλας ἕνας κουρασμένος, ἀηδιασμένος καὶ σκληρὸς κυνικός. (περισσότερα…)

Ένας έρωτας γεννιέται

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Αθήνα χειμώνας του 1855. Στο σημερινό όγδοο απόσπασμα, από τα τελευταία κεφάλαια του πρώτου μέρους του βιβλίου μου Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τα επακόλουθα μιας συνάντησής της με τον νεαρό ζωγράφο Πέτρο Μωραΐτη, τον κύριο συνεργάτη της στη σύνθεση του καλλιτεχνικού λευκώματός της Κλασική Ανθοδέσμη, με την οποία θα συμμετέχει στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων.

~.~

Άνοιξε γρήγορα την πόρτα του δωματίου και μπαίνοντας γύρισε αμέσως το κλειδί δυο φορές κι έπεσε στο κρεβάτι.

«Απόψε δεν ήθελα να με ενοχλήσει κανείς, είπε δυνατά, βέβαιη πως δεν την άκουγε κανείς· προτιμώ να μείνω μόνη, να βάλω σε τάξη όσα με έχουν αναστατώσει κι έγιναν η αιτία να απαντήσω προηγουμένως ψυχρά κι απότομα στη «μητέρα» που με ρώτησε: “Πώς πήγε λοιπόν σήμερα η συνεργασία σας με τον Πέτρο, Ελισάβετ; αργήσατε κάπως, μάλλον θα τελειώνετε με την Κλασική Ἀνθοδέσμη σου, γι’ αυτό υποθέτω…”.

»Δεν καταλάβαινα αν τα λόγια της δήλωναν βεβαιότητα, ερώτηση ή έλεγχο και της είπα τυπικά “ο κύριος Μωραΐτης θα ξαναέλθει”. Κι όταν εκείνη με γλυκιά φωνή με κάλεσε στην τραπεζαρία για το δείπνο, εγώ αρνήθηκα, προφασιζόμενη κούραση και χώθηκα εδώ μέσα, χωρίς να την κοιτάξω».

Ένας μικρός θόρυβος που άκουσε απέξω τη φόβισε μήπως υπάρχει κανείς ωτακουστής και αυτόματα άρχισε να μονομιλεί χαμηλόφωνα.

«Ναι, κουρασμένη είμαι, διανοητικά, αλλά νιώθω ανάλαφρη ψυχικά και κυριευμένη από μια πρωτόγνωρη συναισθηματική ευφορία· την πηγή της ήθελα να αναπολήσω· εκείνη τη μαγική στιγμή που έζησα στη Βιβλιοθήκη του αιδεσιμότατου θέλω με τη φαντασία μου να τη ζήσω ξανά και ξανά.

»Δεν θα ανάψω τη λάμπα κι ας βυθίστηκε το δωμάτιο στο σκοτάδι, καλύτερα σκοτεινά, το εξωτερικό φως μού είναι αχρείαστο· από μέσα μου ξεπετάγεται ένα άλλο φως, πιο δυνατό, που φωτίζει ολοκάθαρα το μέλλον μου, ένα μέλλον που θα με λυτρώσει από τη μοναξιά».

Έβαλε το αριστερό χέρι κάτω από το κεφάλι της και  αυτόματα με το δεξί κάλυψε τα μάτια της· το σώμα της ακινητοποιήθηκε, αλλά η καρδιά της άρχισε να κτυπά δυνατά και γρήγορα ακολουθώντας τον ταχύ ρυθμό του νου που επαναλάμβανε διαρκώς την τολμηρή σκηνή στη Βιβλιοθήκη κι ένιωσε πάλι τα ανάμεικτα συναισθήματα που της είχε γεννήσει: έκπληξη και ηδονή, αγωνία και φόβο μην προδοθεί η πιο χυμώδης στιγμή της ζωής της, που ενώ επιθυμούσε να παραταθεί, επιβλήθηκε η λογική της και τη διέκοψε απότομα· ακόμη απορεί πώς κατάφερε την κρίσιμη στιγμή να συνέλθει και να φρενάρει την ασυγκράτητη φυσική ορμή τους και να του πει: “πρέπει να είμαστε προσεχτικοί, τουλάχιστον σε τούτον τον χώρο· κάποιο απροειδοποίητο άνοιγμα της πόρτας μπορεί να μας χωρίσει για πάντα”. (περισσότερα…)

Ένας μεγάλος (125 χρόνια από το θάνατο του Αλέξ. Πούσκιν)

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὁ Ποῦσκιν ἀνήκει σ’ ἐκείνους τοὺς μεγαλοφυεῖς δημιουργούς, σ’ ἐκεῖνες τὶς μεγάλες ἱστορικὲς φύσεις πού, ἐνῶ ἐργάζονται γιὰ τὸ παρόν, προετοιμάζουν τὸ μέλλον καὶ ποὺ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦν ν’ ἀνήκουν μονάχα στὸ παρελθόν.
Β. Γ. ΜΠΕΛΙΝΣΚΗ [1]

Κάποια χειμωνιάτικη μέρα τοῦ 1837, μιὰ σφαῖρα χτυποῦσε τὸν Ἀλεξὰντρ Σεργκέγιεβιτς Ποῦσκιν, κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς μονομαχίας. Ὁ ποιητὴς ἔπεφτε πάνω στὸ χιόνι θανάσιμα πληγωμένος. Εἶχε ἀκόμη τὴ δύναμη καὶ τὸ κουράγιο νὰ πυροβολήσει καὶ νὰ τραυματίσει στὸ χέρι τὸν ἀντίπαλό του, τὸ βαρῶνο Ζὼρζ Νταντές, νόθο γιὸ τοῦ πρεσβευτῆ τῆς Ὁλλανδίας, ὅμως ὁ ἴδιος δὲν ἔμελλε νὰ ζήσει περισσότερο ἀπὸ δυὸ μέρες.

Ἀκολούθησε τὴ μοίρα τῶν μεγάλων ρωμαντικῶν τῆς ἐποχῆς του, ποὺ πέθαναν ὅλοι τους νέοι, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἀπὸ βίαιο θάνατο. Ὁ Ποῦσκιν βρίσκουνταν τότε στὸν τριακοστὸν ὄγδοο χρόνο τῆς ζωῆς του.

Ὁ θάνατός του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐχθρότητας μιᾶς ὁλόκληρης τάξης πρὸς τὸ πρόσωπό του –τῆς ἀνώτερης ρωσικῆς τάξης ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ἀνῆκε, βέβαια, σ’ αὐτήν. Ὅμως πάντα του ἔνιωθε τὸν ἑαυτό του διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς κούφιους ἀργόσχολους εὐγενεῖς, καὶ δὲ δίσταζε νὰ τὸ λέει καὶ νὰ τὸ γράφει. Ἡ κοσμικὴ ἀριστοκρατία τῆς Πετρούπολης εἶχε δοκιμάσει, ὄχι μιὰ φορά, τὶς σαΐτες τῆς τσουχτερῆς εἰρωνείας του. Γιὰ τοῦτο καὶ πάντα πίσω ἀπὸ τὰ χαμόγελα καὶ τὰ εὐγενικά της λόγια ὑπῆρχε μιὰ δυνατὴ ἀπέχθεια γι’ αὐτὸν τὸν «ἀποστάτη» τῆς τάξης του.

Ὅταν ὁ Ἀλεξὰντρ Σεργκέγιεβιτς παντρεύτηκε τὴ Νατάλια Γκοντσάροβα τὸ 1831, ὕστερ’ ἀπὸ τρίχρονο ἐρωτικὸ πάθος, τὸ κουτσομπολιὸ πῆρε κι ἔδωσε. Ἡ ἐγγονὴ τοῦ μοσχοβίτη ἐργοστασιάρχη παραῆταν ὄμορφη καὶ φιλάρεσκη κι ἐπιπόλαιη. Πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο της εἶχε ζήσει ἀνέμελα, ἀστέρι τῆς κοσμικῆς ζωῆς, τριγυρισμένη ἀδιάκοπα ἀπὸ ἕνα πλατὺ κύκλο θαυμαστῶν. Κι ὕστερ’ ἀπὸ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν ποιητὴ δὲν ἔνιωθε καμιὰ διάθεση ν’ ἀλλάξει αὐτὸ ποὺ τῆς εἶχε γίνει δεύτερη φύση. Συνέχισε τὴν ἴδια ζωή, ποὺ ἔρχουνταν νὰ τήνε διακόψουνε μόνο γιὰ μερικοὺς μῆνες κάθε φορά, οἱ γεννήσεις τῶν τεσσάρων παιδιῶν τους.

Ἡ καλὴ κοινωνία τῆς Πετρούπολης βρῆκε στὸν τρόπο ζωῆς τῆς Νατάλιας τὸ ὅπλο ποὺ θὰ ταπείνωνε καὶ θὰ πλήγωνε τὸν Ποῦσκιν. Ἀρχίσανε νὰ τοῦ στέλνουν ἀνώνυμα γράμματα πληροφορώντας τον πὼς ἡ γυναίκα του τὸν ἀπατᾶ, καὶ περιμένοντας χαιρέκακα νὰ δοῦνε τὶς ἀντιδράσεις του. Τὰ πιὸ πολλὰ γράμματα ἀναφέρανε τ’ ὄνομα τοῦ νεαροῦ Νταντές.
Ἡ ἀντίδραση τοῦ ποιητῆ δὲν ἄργησε νά ’ρθεῖ. Ἦταν ἡ μονομαχία τῆς 27ης τοῦ Γενάρη τοῦ 1837 κι ὁ θάνατός του, στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του καὶ τῆς δημιουργίας του.

Τὸ τέλος τοῦ Ποῦσκιν δὲν ἦταν ἀταίριαστο μὲ τὴν πολυτάραχη ζωή του, τὴ γεμάτη ἔρωτες καὶ ταξίδια, μεθύσια καὶ μονομαχίες, ἐπαναστατικοὺς ἐνθουσιασμοὺς κι ἐξορίες. Ἀπὸ τὴν Πετρούπολη ὣς τὴ Μόσχα κι ἀπὸ τὴν παγωμένη βόρεια Ρωσία ὣς τὶς ἀχτὲς τῆς Μαύρης Θάλασσας ἔσυρε τὴ φλογερή του ψυχὴ ὁ μεγάλος ρωμαντικός. Ἔζησε μὲ τοὺς ἐκλεπτυσμένους εὐγενεῖς τῶν σαλονιῶν, καὶ μὲ τοὺς πρωτόγονους μουζίκους, μὲ τοὺς περήφανους περιπλανώμενους τσιγγάνους καὶ μὲ τοὺς ἰδεολόγους συνωμότες. Στὴν Ὀδησσὸ ἔφτασε ὣς τ’ αὐτιά του ὁ ἀντίλαλος ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸν πόνο τῆς ξεσηκωμένης Ἑλλάδας ποὺ ἀγωνίζουνταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τὸν «ὑπὲρ πάντων» ἀγῶνα, κι ἔκαμε νὰ τιναχτεῖ ἀπὸ τὴν πένα του τὸ ποίημα ποὺ ἀρχίζει μὲ τοὺς στίχους: (περισσότερα…)

Ἡ φυγὴ

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Επιλογή και επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

*

Θυμᾶστε τὸν Οὐῶλτερ Μίττυ, τὸν ἥρωα τοῦ γνωστοῦ διηγήματος τοῦ Τζαίημς Θόρμπερ;[1] Εἶν’ ἕνας ἥσυχος Ἀμερικανὸς μικροαστὸς μὲ τὴ δουλίτσα του, τὴ γυναίκα του, τ’ αὐτοκίνητό του καὶ τὴ μετρημένη ζωή του. Ἕνας ἀπὸ τὶς χιλιάδες, τὰ ἑκατομμύρια τῶν ὅμοιων ἀνθρωπάκων ὅλου τοῦ κόσμου, τῶν ἀσήμαντων κι ἄγνωστων. Μὲ μιὰ διαφορά: Πὼς ὁ Μίττυ ζεῖ διπλὴ ζωή: Τὴν ἤρεμη ρουτινιέρικη ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς τάξης του, αὐτὴ ποὺ ξέρουν ἡ γυναίκα του, οἱ φίλοι κι οἱ γνωστοί του, καὶ μιὰν ἄλλη ἀτομική, κρυφὴ ζωή, ποὺ κανένας δὲν τὴν ὑποψιάζεται. Μιὰ ζωὴ γεμάτη κίντυνο, ἡρωισμό, αὐτοθυσία, περηφάνια, δόξα. Μόνο ποὺ τούτη τὴ δεύτερη τὴ ζεῖ μὲ τὴ φαντασία του.

Ὅταν ὁ πόνος τῆς ἄλλης, τῆς καθημερινῆς ζωῆς φτάσει στὸ ἀπροχώρητο, ὅταν ἡ πεζότητα κι ἡ σχολαστικὴ μικρολογία τῆς συμβίας (ποὺ ἴσως νὰ τήνε πῆρε ἀπὸ ἔρωτα) καταντήσουν ἀφόρητες, ὅταν ἡ ταπεινότητα κι ἡ ἀνοησία τῶν συνανθρώπων κάνουνε νὰ ξεχειλίσει ἡ ἀηδία μέσα του, τότε ὁ Οὐῶλτερ Μίττυ ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ φανταστικοῦ κόσμου του. Ὅλα ἐκεῖ εἶν’ ὡραῖα, γεμάτα νόημα κι ὁ ἴδιος γίνεται ἐκεῖνο ποὺ ὀνειρεύτηκε κάποτε: Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔχουν ἀνάγκη καὶ τὸν ὑπολογίζουν οἱ ἄλλοι, ἡ δυνατὴ προσωπικότητα, ἀγγελικὴ ἢ διαβολικὴ ἀδιάφορο, ποὺ κυριαρχεῖ πάνω σ’ ἐχθροὺς καὶ φίλους. (περισσότερα…)

Όχι πια έρωτας, όχι γάμος

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό έβδομο, συνέχεια του προηγούμενου, απόσπασμα από τη μυθιστορηματική βιογραφία της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, οι δυο φίλες, Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ και Ελισάβετ, εκμυστηρεύονται προσωπικά βιώματά τους και, αντιμέτωπες με διλήμματα, συζητούν για τον έρωτα, την πολιτική και το ιδανικό της αφοσιωμένης προσφοράς στον άνθρωπο.

~,~

Λίγο μετά το κυριακάτικο γεύμα η Ελισάβετ βρήκε τη Φλωρεντία στη βιβλιοθήκη των Χιλλ σκυμμένη πάνω από ένα  δερματόδετο βιβλίο· μόλις εκείνη την είδε, γύρισε πίσω τις σελίδες και της διάβασε τον τίτλο δυνατά: Life, Letters and literary remains of John Keats, by Richard Monckton Milnes, in two volumes….

— London 1848, συμπλήρωσε χαριτολογώντας η Ελισάβετ, που είχε ήδη βρεθεί δίπλα της κι έβλεπε τη σελίδα του βιβλίου με τον τίτλο.

— Αυτός είναι ο πρώτος τόμος κι εδώ περιλαμβάνονται τα δύο σονέτα για τον Έλγιν και για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που σου έλεγα.

Η Φλωρεντία της έδωσε το βιβλίο να το περιεργαστεί. Το πήρε εκείνη στα χέρια της και το ξεφύλλιζε. Βρήκε γρήγορα τα δυο σονέτα, τα διάβασε και μετά περιηγήθηκε στις υπόλοιπες σελίδες.

— Πολύ καλή δουλειά έχει κάνει ο Μιλνς, μπράβο!

— Ο Ρίτσαρντ είναι κι ο ίδιος ποιητής, νομίζω σου το έχω πει. Πάντα θαύμαζε τον Κητς και ενδιαφερόταν για την ποίησή του. Όταν πήγε στην Ιταλία, βρήκε τον αφοσιωμένο φίλο και προστάτη του Κητς, τον γνωστό ζωγράφο Joseph Severn, και ζήτησε να μάθει περισσότερα για τον ποιητή. Εκείνος, εκτιμώντας το ενδιαφέρον του Ρίτσαρντ, του παρέδωσε όλο το αρχείο του, αφού ο ίδιος δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να το φέρει στο φως. Από τότε ο Μιλνς ξεκίνησε μια φιλολογική εργασία για τον Κητς που κράτησε σχεδόν οκτώ χρόνια.

— Μιλάς με τόσο θαυμασμό και συγκίνηση για τον Ρίτσαρντ… τι είναι για σένα αγαπητή μου Φλο ο Ρίτσαρντ; τόλμησε να την ρωτήσει η Ελισάβετ. (περισσότερα…)

Ο μύθος της αθωότητας

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Επιλογή και επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

*

Ἔδωσα σ’ ἕναν πατέρα νὰ διαβάσει κάποιο διήγημα. Τὸ διήγημα εἶχε τὸν τίτλο «Ἡ παιδικὴ ἡλικία ἑνὸς ἀρχηγοῦ» κι ἤτανε γραμμένο ἀπὸ τὸν Ζὰν Πὼλ Σάρτρ.[1] Μοῦ τὸ γύρισε πίσω, ἀφοῦ τὸ διάβασε, ἀγαναχτισμένος. «Τί διεστραμμένα πράματα εἶν’ αὐτὰ ποὺ γράφει; Ντροπή!». Τήνε περίμενα μιὰ τέτοια ἀντίδραση. Οἱ σελίδες πού ’χε διαβάσει γκρεμίζανε μὲ σκληρὸ τρόπο ἕνα μύθο. Τὸ μύθο τῆς παιδικῆς ἀθωότητας.

Ὁ γνωστός μου πατέρας ἀρνούντανε νὰ παραδεχτεῖ πὼς εἶναι δυνατὸ κι ὁ γιός του νὰ σκέφτεται καὶ νὰ πράττει σὰν τὸ μικρὸ Λυσιὲν τοῦ διηγήματος. Ὄχι. Ὁ γιός του εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁγνότητα κι ἡ ἀθωότητα. Τοῦ ζήτησα νὰ θυμηθεῖ τὴ δική του παιδικὴ ζωή. Ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπερασπίζεται τὸ ἴδιο ἐπίμονα τὴν ἀθωότητα τῆς τρυφερῆς ἡλικίας στὸ δικό του παρελθόν, ὅσο καὶ στὸ παρὸν τοῦ παιδιοῦ του. Κατάλαβα πὼς δὲν μποροῦσα νὰ τόνε μεταπείσω. Τὰ δικά του παιδικὰ χρόνια ἤτανε γι’ αὐτὸν τώρα ἕνα καταφύγιο. Εἶχαν ἀποχτήσει μιὰ ἀξία, ποὺ δὲν ἀνεχότανε μὲ κανένα τρόπο νὰ τήνε δεῖ νὰ ξεπέφτει. (περισσότερα…)

Έλγιν και Άγγλοι «σαν νέοι Αλάριχοι» στην Ακρόπολη

~ . ~ 

της ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ 

Στο σημερινό έκτο απόσπασμα, από άλλο σημείο της μυθιστορηματικής βιογραφίας της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, η αφήγηση δεν είναι αναδρομική. Οι δυο φίλες, η Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ και η Ελισάβετ, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1850 επισκέπτονται την Ακρόπολη, όπου ξεναγούνται από τον σπουδαίο αρχαιολόγο Κυριακό Πιττάκη και συζητούν για τα κλεμμένα από τον Έλγιν γλυπτά του Παρθενώνα και για άλλες βεβηλώσεις των μνημείων από άγγλους ναύτες.

~.~

Έκλεισαν πίσω τους την πόρτα και τράβηξαν κατά την Ακρόπολη. Η μεγάλη ανυπομονησία για την ξενάγηση που θα τους έκανε ο άνθρωπος μύθος, ο Κυριακός Πιττάκης, κρατούσε τη Φλωρεντία παράξενα σιωπηλή. Η Ελισάβετ κάποια στιγμή κοντοστάθηκε, την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε:

— Γιατί δεν μιλείς;

— Νιώθω μεγάλο δέος, Ελισάβετ, στη σκέψη της συνάντησης με τον κύριο Πιττάκη.

— Ξέρεις, Φλωρεντία, πως εδώ και είκοσι περίπου χρόνια δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχει ανέβει στην Ακρόπολη; Τη βλέπει, λένε, σαν θυγατέρα του κι έχει διαρκώς την έννοια της, ακόμη και τη νύχτα ξυπνάει να δει μη τυχόν και κάποιος την έχει απαγάγει!

Η Φλωρεντία χαμογέλασε αυθόρμητα και είπε μετά:

— Φαντάζομαι ιδανική την ξενάγησή του, όπως εκείνη που μας είχε κάνει πριν από λίγες μέρες στους Αμπελόκηπους. (περισσότερα…)

Περιπλανώμενο προσφυγάκι: Ναύπλιο, Άργος, Σύρα

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με τη μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της.

Η αγγλίδα Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ (η γνωστή νοσηλεύτρια κατά τον κριμαϊκό πόλεμο), την άνοιξη του 1850 έρχεται στην Αθήνα, επισκέπτεται τη σχολή των Χιλλ, όπου συναντιέται με τη συνομήλική της Ελισάβετ και συνδέονται με στενή φιλία. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, κατά τη διάρκεια περιπάτου στον λόφο  του Κολωνού, τον Μάιο του 1850, η Ελισάβετ αφηγήθηκε στη συνομήλικη αγγλίδα φίλη της Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ τα δεινά του προσφυγικού ταξιδιού από το λιμανάκι του Λουτρού της νοτιοδυτικής Κρήτης μέχρι το κάστρο της Μονεμβασιάς, Πάσχα του 1824.

Στο σημερινό κεφάλαιο οι δυο φίλες βρίσκονται ακόμη μέσα στο εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας στον Κολωνό, όπου είχαν καταφύγει λόγω της ανοιξιάτικης μπόρας· η Ελισάβετ συνεχίζει να εξιστορεί τα δεινά της ατέλειωτης περιπλάνησης των προσφύγων από τη Μονεμβασιά μέχρι τη Σύρο, όπου θα ζήσει ως παιδί. (Α.Κ.)

~.~

— Είχε περάσει ο μισός Απρίλιος, Φλωρεντία, κι εμείς ήμασταν ακόμη στη Μονεμβασιά· ανεπιθύμητοι. Οι δημογέροντας παραπονέθηκαν επίσημα στην «Ὑπερτάτη Διοίκηση» ότι «ήλθον δύο φορές τα καράβια και ξεμπαρκάρησαν εδώ πάνω από δέκα χιλιάδες ψυχές Κρητικών, οι οποίοι είναι γυμνοί και τετραχηλισμένοι· και δεν ηξεύρομεν πώς θέλουν οικονομηθεί». Τελικά η Διοίκηση αποφάσισε να μεταφερθούμε οι περισσότεροι σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου και λίγοι σε νησιά των Κυκλάδων.

— Εσείς που πήγατε,  Ελισάβετ; ρώτησε η Φλωρεντία.

— Αρχικά στο Ναύπλιο. Πώς φτάσαμε ως εκεί μη ρωτάς, δεν θυμούμαι… έχει διαγραφεί από τη μνήμη μου εκείνη η περιπέτεια. Η μητέρα μου δεν ήθελε να μιλάει για εκείνες τις πικρές μέρες του ταξιδιού· στο τέλος είχαμε χάσει και τον αδελφό μου, κανείς δεν ήξερε να πει πού μπορεί να βρισκόταν. Ξυπνήσαμε ένα πρωί κι ήταν άφαντος. Το καραβάνι ξεκίναγε, η μάνα μου έκλαιγε για τον Νικόλα μας, έκλαιγα κι εγώ μαζί της. Φύγαμε δίχως του, με την ελπίδα ότι κάπου θα τονε βρούμε… (περισσότερα…)

Το ταξίδι της προσφυγιάς

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Σημείωση της συγγραφέως: Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με τη μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της.

Η αγγλίδα Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ, (η γνωστή νοσηλεύτρια κατά τον κριμαϊκό πόλεμο), την άνοιξη του 1850 έρχεται στην Αθήνα, επισκέπτεται τη σχολή των Χιλλ, όπου συναντιέται με τη συνομήλική της Ελισάβετ και συνδέονται με στενή φιλία. Στο προηγούμενο κεφάλαιο η Ελισάβετ εξιστόρησε στη Φλωρεντία τα παιδικά βιώματά της από τα δεινά τής τουρκικής σκλαβιάς, της επανάστασης του 1821 και της συνακόλουθης καταφυγής των γυναικόπαιδων, και της ίδιας, στα σφακιανά βουνά, για να σωθούν. Στο κεφάλαιο αυτό η Ελισάβετ συνεχίζει την εξιστόρηση των δεινών κατά το περιπετειώδες ταξίδι σωτηρίας από ένα λιμανάκι της νοτιοδυτικής Κρήτης μέχρι το κάστρο της Μονεμβασιάς. Το Πάσχα του 1824 άρχιζε η επώδυνη ζωή της προσφυγιάς.

***

Οι δύο φίλες περπατούσαν με γοργό βήμα να προλάβουν ν’ ανέβουν στον λόφο του Κολωνού, πριν ξεσπάσει η μπόρα. Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο, τα σύννεφα κατέβαιναν κι εκείνες σχεδόν έτρεχαν. Όταν αντίκρισαν το ψηλό μνημείο στον λόφο, λαχανιασμένη η Ελισάβετ είπε:

— Ήμουν στην Αθήνα, όταν μάθαμε ότι πέθανε ξαφνικά ο σοφός γερμανός αρχαιολόγος Κάρολος Μύλλερ· ήταν θυμούμαι καλοκαίρι πριν από δέκα χρόνια. Είχε έλθει στην Ελλάδα για αρχαιολογικές περιηγήσεις και έρευνες, αλλά μετά από λίγους μήνες τον έριξε κάτω η ζέστη, η κόπωση κι ο πυρετός. Η ιδέα να ταφεί εδώ και να ανεγερθεί το μνημείο που θα δούμε ήταν των καθηγητών του πανεπιστημίου, που ανέλαβαν και τη δαπάνη του. Τον έθαψε ο ιερέας του παλατιού, παρουσίᾳ πλήθους κόσμου…

— Σε παρακαλώ, Ελισάβετ,  πάμε πιο γρήγορα, πριν αρχίζει να βρέχει πιο δυνατά,  θέλω να δω οπωσδήποτε το μνημείο.

Άνοιξαν το βήμα τους κι ανέβηκαν στον μικρό λόφο· έμειναν σιωπηλές να κοιτάζουν τον τάφο και το μνημείο. (περισσότερα…)