ödipus, της Maja Zade σκηνοθεσία Thomas Ostermaier Θέατρο Schaubühne, Βερολίνο
Προσερχόμενος κανείς σε μία από τις κεντρικές θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, και δη μία από τις –κατά γενική ομολογία– πλέον καινοτόμες και νεωτεριστικές, με αφορμή μάλιστα μια παράσταση υπό τον τίτλο οιδίποδας, υπόκειται –συνειδητά ή υποσυνείδητα– σε ένα παιχνίδι μεγάλων ή μικρότερων προσδοκιών. Πρόκειται για τον (έναν) Οιδίποδα ή για ένα αποδομημένο κεκέκτυπό του, εξού και η επιλογή της γραφής του με πεζό; Η επικαιροποιημένη προσέγγισή του από Τσάντε και Όστερμάιερ αποδεικνύει τον πανανθρώπινο και άχρονο χαρακτήρα του αρχαίου δράματος, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει πέραν τόπου και χρόνου. Ή μήπως δεν μπορεί;
Η παράσταση ξεκινά με το ταξίδι και την άφιξη ενός των χαρακτήρων σε μια παραθεριστική βίλλα στην Ελλάδα, ιδιοκτησία ενός ζεύγους επιχειρηματιών από το Βερολίνο, όπου και εκτυλίσσεται ολόκληρη η υπόθεση. Ο αδερφός (Ρόμπερτ) της διευθύνοντος συμβούλου (Κριστίνα) μιας εταιρείας χημικών επιχειρεί το ταξίδι προκειμένου να την ενημερώσει προσωπικώς για την εντολή διερεύνησης ενός ατυχήματος με αναποδογυρισμένο φορτηγό όχημα της εταιρείας και απελευθερωμένα χημικά στη γύρω περιοχή, έρευνα την οποία ανέθεσε με αποκλειστικά δική του πρωτοβουλία, δίχως καν την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου, ο νέος υπάλληλος της εταιρείας (Μίχαελ). Υπάλληλος, τον οποίο προσέλαβε η προσφάτως χηρευάμενη Κριστίνα και με τον οποίο διατηρεί εδώ και μήνες ερωτική σχέση, καρπός της οποίας μάλιστα είναι μία, εκτός γάμου, αρκετά προχωρημένη εγκυμοσύνη. Ο σκανδαλισμένος αδερφός, ως εκπρόσωπος μιας σεξιστικής και σεμνοτυφικής κοινωνίας που επιτρέπει στον ίδιο τα τέρατα, σε καμία περίπτωση όμως και στην αδερφή του, προσέρχεται στη βίλα με ένα σκοπό: εκμεταλλευόμενος την άγνοια της αδερφής και αφεντικίνας του για την έρευνα, να τα κάνει όλα γης μαδιάμ, να διώξει το νέο υπάλληλο, να θέσει τέρμα στην άκρως προκλητική συμπεριφορά της αδερφής του και κατ’ επέκταση τη διαπόμπευση της οικογένειας και, αποδεικνύοντας την ακαταλληλότητά της ως διευθύνοντος συμβούλου, να αναλάβει, βέβαια, ως μόνος ικανός διάδοχος του προσφάτως εκλιπόντος γαμπρού του τα ηνία της επιχείρησης.
Νά όμως που στη δεύτερη πράξη του δράματος, και κατόπιν του ξεσυγυρισμένου καυγά των δύο αδερφών και της πέτρας του σκανδάλου στη βίλλα, καταφθάνει με ρόλο καταλύτη, δια στόματος αδερφικής φίλης και συμμετόχου στην εταιρεία (Τερέζα), το μήνυμα της συλλογικής αγωγής κατοίκων της περιοχής του ατυχήματος κατά της εταιρείας. Δέκα παιδιά εμφάνισαν προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα τα ίδια συμπτώματα δύσπνοιας, από πιθανή μόλυνση της περιοχής. Και ενώ ο κυνικός Ρόμπερτ και η πρότερα συμβιβαστική Κριστίνα κοιτάζουν πώς θα κουκουλώσουν τα ακουκούλωτα, πριν καν βγει το πόρισμα της έρευνας, ο ιδεαλιστής αναθέτης της –και πέτρα του σκανδάλου–, Μίχαελ, νιώθει ήδη δέκα θανάτους να βαραίνουν στη συνείδηση και τους ώμους του. (περισσότερα…)
Απ’ του αφρού το ξάφρισμα αναδύεται η καλή μου
στης Καλλονής τα χώματα που έχουν κάλλος τόσο.
Λευκή κι αυτή, υπέρλαμπρη, σαν άστρο στην αυλή μου,
τα χέρια μου για να διαβεί κιλίμια θα τα στρώσω.
Από την Πόλη φτάνει εδώ, στης αμμουδιάς το κάμα,
γοργόνα γοργοκύματη και ας μοιάζει κουρασμένη.
Ευθύς στον Ταξιάρχη μας θα πορευτούμε αντάμα
κι ας είναι χρόνους περισσούς του Αλέξανδρου ταμένη.
Στολίδι περιλάλητο αιγιακό θα της φορέσω
στο κρινοδάχτυλό της που θυμίζει πεφταστέρι:
μια βέρα από αμέθυστο, τις δυο καρδιές να δέσω,
άλλο από αγάπη και χαρά η μοίρα μη μας φέρει.
Μαζί με την αγάπη μου ο αμέθυστος μας δένει
και είναι η καρδιά ξεμέθυστη στο θάμπος βουτημένη.
Σαν χρειαστείς τη γνώμη ειδικού στις ξύλινες λέμβους, ο Μπέργκερ είναι ο άνθρωπός σου. Αρκεί ένα τηλεφώνημα, και ο Μπέργκερ –ειδήμων στα των σκαφών, από τη σωστή ίσαλο ώς την ουριοδρομία– σαλτάρει στο κατάστρωμα και, αφού τραβήξει την κέστρα απ’ τη ζώνη και χτυπήσει δοκιμαστικά εδώ κι εκεί στο εσωτρόπιο, είτε νεύει καταφατικά είτε αποφαίνεται ένα «εδώ είμαστε λοιπόν», πράγμα που λίγο ώς πολύ σημαίνει “το μαραφέτι επιπλέει ακόμη, αλλά σκάφος δε λογίζεται﮲ το πολύ-πολύ να το έχεις αντί για καλύβα για να μένεις στη στεριά, αλίμονο όμως και μανίσει η θάλασσα”…
Κοινώς, ό,τι πει ο Μπέργκερ είναι νόμος.
Ο Στρούβε, αντιθέτως, είναι από εκείνους που θα πηδήξουν σε ένα ψωροκάικο, ένα σωρό σαπιόξυλα απ’ τον πάτο ώς την κορφή, και θα χτυπήσουν φιλικά στον ώμο τον ξεδιάντροπο ιδιοκτήτη που επιδιώκει κακήν-κακώς να ξεφορτωθεί το συντρίμμι, ζητώντας ταπεινά συγγνώμη για την καθυστερημένη άφιξη κι ευχαριστώντας θερμά για την αναμονή. Βλέπεις, ασχέτως κατάστασης –βαθμού σήψης– του πλεούμενου, ακόμη και σε μισοβυθισμένο ιστιοφόρο είκοσι εφτά μέτρων με μόνη τη μπούμα να στέκει από τα κατάρτια (μιλάω εκ πείρας), εκείνος ένα μόνο ξέρει να βροντοφωνάζει: «Βίρα και αμόλα!». Και ας τον έκανα εγώ χρυσό να μην ανταλλάξει το εννιάμετρο σκάφος μας με ένα Γκλομάρ, με ξεφτισμένη μπούμα και κατακαμένο από τον ήλιο και την αλμύρα παραπέτο, που κατέληξε στο βυθό. (περισσότερα…)
Ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι τραγωδία, η εξόντωση εκατομμυρίων, στατιστική. Και αν χρειάστηκε να αναζητήσω την πηγή του εν λόγω αποφθέγματος που ποτέ δε με εγκατέλειψε από τη στιγμή που το διάβασα πριν –γύρευε πόσα– χρόνια, η ρήση αυτή του Τουκόλσκι βρίσκει σαφώς εφαρμογή και στην περίπτωση της Ουκρανίας. Οχτώ μήνες μετά την πιο πρόσφατη και αιματηρότερη εισβολή των Ρώσων στην περιοχή –παρήλθαν ήδη δύο τρίτα της χρονιάς–, το θέμα ευτυχώς επιμένει και παραμένει, ωστόσο η επικαιρότητα της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και του ξέφρενου ανήφορου των τιμών τείνει έως και αυτό να το προσπεράσει. Αναμφίβολα συνεπικουρεί και ο κορεσμός που επέρχεται σε ανάλογες περιπτώσεις, κορεσμός ώτων, οφθαλμών, εν τέλει εγκεφαλικών κυττάρων από το συνεχή βομβαρδισμό ειδήσεων, εν προκειμένω χρώματος γαλαζοκίτρινου.
Κάθε άλλο παρά θα αρνηθώ ότι το αυτό είχε αρχίσει να ισχύει και για τη γράφουσα, η οποία, πάνω που αναρωτιόταν για πόσο καιρό ακόμη άραγε η σημαία της Ουκρανίας θα στολίζει τις προσόψεις κυβερνητικών κτιρίων στη γερμανική πρωτεύουσα, συχνά αντικαθιστώντας την ευρωπαϊκή, έλαβε πρόσκληση από την πρεσβεία της χώρας στο Βερολίνο. Η αποδοχή της, ακαριαία. Η εκδήλωση, την οποία –λόγω αποστροφής απέναντι στην υποκρισία του όρου, ειδικά σε τέτοιες περιπτώσειες, και των συσχετισμών ισχύος που προδίδει, λες και το κέρδος δεν είναι, το λιγότερο, αμοιβαίο και αμφίδρομο– δε θα χαρακτήριζα ‘φιλανθρωπική’, στόχο είχε τη στήριξη σκοπών, προγραμμάτων, καλλιτεχνών και μικρών επιχειρήσεων της Ουκρανίας, με μέρος των εσόδων να κατατίθεται στον Ένα σκοπό. Ο χώρος, εξίσου αντιπροσωπευτικός: όχι στις αίθουσες της πρεσβείας, αλλά στην καρδιά του Βερολίνου, λίγα μόλις μέτρα από την Πύλη του Βραδεμβούργου, από την οποία μας χώριζε μοναχά μια τζαμαρία.
Είσοδος, ανθρώπινο μελίσσι, βαβούρα, φωνές, γέλια, κουδούνισμα ποτηριών, ομιλίες. Πρώτες απεγνωσμένες προσπάθειες αποκωδικοποίησης του χώρου, του σκεπτικού, της σειράς. Πληροφορίες, κανείς; Εκεί στα δεξιά ένας γκισές, εκεί θα πήγαινε, μιαν άκρη θα την έβρισκε. Βρήκε ψωμί. Palyanytsya, #bake for Ukraine. Καλή η αρχή, επέλεξε το φουλ πακέτο, αλλά ο χώρος παρέμενε υπερβολικά θορυβώδης και στενός. Συνέχισε σε ό,τι έμοιαζε με εκθεσιακή εγκατάσταση στον επόμενο χώρο και, προσπερνώντας πληροφορίες στα πολωνικά για εξεγέρσεις και συνδικαλιστικά κινήματα, προχώρησε στο δεξί μισό τής αίθουσας, όπου εκτίθεντο τα έργα νέων Ουκρανών καλλιτεχνών. (περισσότερα…)
Τι να είναι αυτό που παρακινεί έναν σοφό των γραμμάτων να εκδώσει για πρώτη φορά εν έτει 2012 ποίηση γραμμένη την εξηντακονταετία 1939-1999, καταθέτοντας έτσι το δικό του ποιητικό καταστάλαγμα, τιτλοφορούμενο ως «Στίχοι επιστροφής»; Μήπως η ανάγκη απότισης φόρου τιμής και σε αυτό το είδος του λόγου ή μήπως ο σεβασμός και η ευσυνειδησία που χαρακτηρίζει τον ακούραστο θεράποντα της ελληνικής γλώσσας, απέναντι σ’ αυτήν την ίδια, αλλά και στις προσωπικές του εργασίες επ’ αυτής; Ο λόγος, για τον Στυλιανό Αλεξίου που με το δικό του πρώτα παράδειγμα καταδεικνύει πως στην ποίηση βιασύνη δεν χωρά ούτε (θα ’πρεπε να) επιτρέπεται.
Ο τίτλος της πρώτης αυτής ποιητικής συλλογής του Αλεξίου δεν αναφέρεται μονάχα στην επιστροφή σ’ εκείνα τα χρόνια, από το 1939 ως το 1999, όπως ίσως κάποιος να υπέθετε. Μάλιστα, φροντίζει ο ίδιος στη σύντομη εισαγωγή της να ορίσει τον προορισμό του ανάπλωρου αυτού ταξιδιού. Πρόκειται για την κατάθεση της προσωπικής του άποψης (που ωστόσο εκφράζει μια γενικότερη), μέσα από κρίση και κριτική, έμμεση και άμεση, στα κρατούντα ρεύματα και τις τάσεις της ελληνικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών. Ο Αλεξίου μιλά για μια διττή επιστροφή: την «επιστροφή στο συγκεκριμένο, στο βίωμα», κι αυτήν «στην οργανωμένη μορφή του λόγου». Κι εδώ πάλι, έρχεται με διατυπώσεις ξεκάθαρες κι ασυμβίβαστες, αφενός να προσδιορίσει το νοούμενο ως «οργανωμένη μορφή του λόγου», αφετέρου ν’ αποφανθεί πως «φαίνεται αμφίβολο αν ο λεγόμενος ‘ελεύθερος στίχος’ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάτι στο μέλλον». Αντιθέτως, τον κατηγορεί πως «οδήγησε στην πλήρη αδυναμία παραγωγής ρυθμικού κι ευφωνικού λόγου» και συνεχίζει πως με την κατάργηση «συγχρόνως της ποιητικής έκφρασης και του ποιητικού περιεχομένου, εξαφανίστηκαν τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τους ποιητές». Δε διστάζει ακόμη να δηλώσει πως «νεοϋπερρεαλισμός, μοντέρνα ποίηση, ελεύθερος στίχος έχουν καταλήξει σήμερα να είναι ‘μανιέρα’» και πως «με τη σειρά τους, έχουν ξεπεραστεί». Με βλέμμα οξύ κι ανάλογη γλώσσα διακηρύττει ό,τι όλοι όσοι ασχολούνται με τα παιχνίδια της Κλειώς παρατηρούν και διαπιστώνουν: «Η ποίηση δεν έχει πια κοινωνική λειτουργία, δεν απευθύνεται σε κανέναν. Είναι προσωπική υπόθεση και ασχολία του κλεισμένου στο γραφείο ατόμου.» Αυτό μας προτρέπει να σκεφτούμε πως δεν αποκλείεται αυτός να είναι εν τέλει ο λόγος της τωρινής παρουσίασης της συλλογής και των ποιητικών πεπραγμένων του Αλεξίου: μια ηχηρή διαφωνία, αντίθεση κι αντίσταση απέναντι σε μια κακώς παγιωμένη πρακτική στην ποίηση.
Τα τραγούδια των Ολίγιστων γεννήθηκαν από την ίδια συγκυρία που έδωσε στον νέο αυτό μουσικό σχηματισμό την ονομασία του και την οποία περιγράψαμε εκτενώς στα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος. Αποκλειστικό θέμα τους είναι η κατάδειξη της καταπίεσης από το καθεστώς Ορτέγα, η κάλυψη των γεγονότων της κοινωνικής εξέγερσης του 2018 και η καυτηρίαση των κακώς κειμένων, με απώτερο στόχο την παραίτηση του δικτάτορα και τον εκδημοκρατισμό της Νικαράγουας. Πρόκειται για τέχνη πολιτική, αφού η μουσική επιστρατεύεται δημιουργικά ως μέσο πολιτικής και ευρύτερα κοινωνικής διαμαρτυρίας που επιτρέπει τη συμμετοχή και την άρθρωση πολιτική (αντι)λόγου.
Το υπέροχο: Ενώ θα περίμενε κανείς έναν χαρακτήρα άκρως καταγγελτικό, πράγμα που ισχύει βέβαια για τους στίχους τους, τα τραγούδια αυτά αποπνέουν αισιοδοξία, ευδιαθεσία, σχεδόν ευεξία. Ο λόγος απλός, απτός και συγκεκριμένος: αντλούν από τη μακρά και πλούσια μουσική παράδοση της Λατινικής Αμερικής, με ρυθμούς παραδοσιακούς όπως η κούμπια, η σάλσα και το μερέγκε, αλλά και με παραδοσιακά μουσικά όργανα όπως η μαρίμπα και άλλα κρουστά. Οι Ολίγιστοι δε μένουν όμως εκεί, αλλά ανανεώνουν τη μουσική τους, μπολιάζοντάς την με σύγχρονα διεθνή μουσικά ρεύματα και τάσεις, όπως το σκα και η χιπ χοπ. Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον εκεί αποστασιοποιούνται από την πολιτική μουσική, τη “μουσική διαμαρτυρίας” των δεκαετιών του 1970 και 1980, δίνοντας σάρκα και οστά σε αυτό που δήλωσε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Φάμπιο Μπουιτράγο, μία από τις κεντρικές φυσιογνωμίες των Ολίγιστων: στη «γενιά των νέων δρόμων». Δρόμων όχι μόνο πολιτικών και κοινωνικών, αλλά και μουσικών και ευρύτερα πολιτιστικών. Μια εξέγερση πολύπλευρη και πολυεπίπεδη.
Καλή απόλαυση!
*ΣτΜ: Η διασκευή στα ελληνικά υπαγορεύτηκε από τη μουσική, το περιεχόμενο και τα επιμέρους μορφολογικά χαρακτηριστικά των στίχων των πρωτότυπων τραγουδιών και τα σεβάστηκε στο μέγιστο βαθμό.
Έλενα Σταγκουράκη
4. ΠΩΣ ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑ
Στου μήνα Απρίλη τις δεκαεννιά Μπαίνει κατάληψη στη σχολή Με τους συντρόφους μου της γενιάς Μαχόμαστε την καταστολή Σαν μας την πέφτει η Αστυνομία Στο οδόφραγμα τρέχω να κρυφτώ Κι εκεί τη βλέπω σαν οπτασία Να τα ’χει τρία όπως και εγώ
Πώς την πάτησα Την αγάπησα Αυτή τη νέα όλο θάρρος Με τόλμη, πάθος Που εδώ συνάντησα
Πώς την πάτησα Την αγάπησα Πως θα την ερωτευόμουν δεν φανταζόμουν Μια τέτοια αντάρτισσα
Πάνω σηκώνεται αγριεμένη Να δει πού βρίσκεται ο εχθρός Κι απ’ το σακίδιο τραβά κρυμμένη Μια πέτρα-βράχο, α τον φτωχό! Κάνει ένα βήμα να πάρει φόρα Τυφώνας γίνεται τρομερός Κι αφού τους έριχνε εκεί για ώρα Στα πόδια το ’βαλε και ο στρατός
[Ρεφραίν]
Θα τα τινάξει η καρδιά μου, πάει, Θα με ξεκάνει αυτή η κοπελιά Θέση θα πάρω σ’ εκείνην πλάι Δεν θα περάσουνε τα θεριά Της Νικαράγουας εμείς τα τέκνα Γυναίκες-άντρες ίδια φτιαξιά Κι εκείνη με την πατρίδα ένα Παλεύει για όλων τη λευτεριά
[Ρεφραίν]
5. ΗΤΑΝ ΦΟΙΤΗΤΕΣ
Στη μνήμη των ηρώων που έπεσαν τον Απρίλη και Μάιο του 2018
αγωνιζόμενοι για μια ελεύθερη Νικαράγουα
Έτσι, γουστάρω να παίζω Τύμπανο στις διαδηλώσεις Ξένες πολλές να μαθαίνω Γλώσσες και ας είναι με δόσεις Είπα, κι εγώ θα συμβάλλω Στου Έθνους το μέγα στόχο Έτσι με μάθαν και ‘τράβα γιε μου απ’ το Τιπιτάπα’
Πάλευα για την πατρίδα Και τα δικά μας τα δίκια Έφτανε αυτό για τη σφαίρα Στο στήθος στην καρδιά ίσια Να μας φιμώσουνε θέλουν Όσους εδώ καταγγέλλουν Δεν με τρομάζουν, παρών! Λέγομαι Ρίτσαρντ Παβόν.
Έκλεισα τα δεκαπέντε Γρήγορα τρέχω τενιέντε Σφαίρες να πέφτουν ηχούνε Τρέξ’ τε πριν πρώτες μας βρούνε Ο φίλος έχει διψάσει Φέρνω νερό να χορτάσει Για μια ελεύθερη χώρα Πάμε μαζί μες στην μπόρα
Έφτασε όμως η σφαίρα Στην καρωτίδα και τέρμα Με σήκωσαν απ’ το χώμα Είπαν πως είμαι σε κόμμα Και πως θα είχα επιζήσει Γιατρών αν είχα την κρίση. Δε θα με ρίξουν στον κάδο Ο Άλβαρο είμαι Κονράδο.
Ήταν φοιτητούδια Όχι εγκληματίες Η μάχη τους δική μου Ποτέ μου δεν ξεχνώ
Ήταν φοιτητούδια Όχι εγκληματίες Ποτέ δεν θα ξεχάσω Ζήτω οι φοιτητές!
Όνειρο το ’χω μεγάλο Πανεπιστήμιο να βγάλω Ένας μονάχα μου μένει Χρόνος και σύντομα βγαίνει Έφτασα το βράδυ εκείνο Από την πόλη Σαντίνο Να προστεθώ στα αδέρφια Στις διαδηλώσεις, στα μέτρα
Πιάνω κρατώ τη σημαία Καύχημα το ’χω, στο αίμα. Θάρρος, κουράγιο μου δίνει Όπως σε όλους στη δίνη. Κλέβει μεμιάς τη φωνή μου Βόλι των ΜΑΤ και του δήμιου Μη με ξεχνάς με τους μήνες Λέγομαι Μάρλον Μαρτίνες.
Νόμους μελέτησα πόσους Δίκαια να κρίνω με όλους Να ’χω το βλέμμα καθάριο Δημοκρατία αντί σάλιο Θέλω να γράφω τραγούδια Σάλσα, μερέγκε ή κούμπια Το μαραγκό βοηθούσα Για χαρτζιλίκι, μοχθούσα
Στην Εστελί καταλήψεις Έδερνε η αστυνομία Αύξαιναν και οι συλλήψεις Όλο εμείς τόλμη, θηρία. Άλλη μια σφαίρα και βρίσκει Του κεφαλιού μου τα αγγεία. Ό,τι κι αν πουν στις ειδήσεις Λέγομαι Φράνκο Βαλδίβια.
[ρεφραίν]
6. ΧΟΥΑΝΑ
Στη μνήμη της Χουάνας Αγκιλάρ
Να σπουδάσω δεν μπόρεσα εγώ Και από παιδί πήγα να εργαστώ Τώρα έχω να θρέψω δικό μου γιο Κι ένα σωρό χρέη, πώς τα εξοφλώ;
Πλήθος συνεντεύξεις είχα, αλλά Πώς να πείσω τόσα αφεντικά Τα ζητούμενά τους ήταν πολλά Κι είχα μείνει πάλι χωρίς δουλειά
Έφτασα στο τμήμα έτσι λοιπόν Της αστυνομίας, πώς να το πω, Μού ’δωσαν δουλειά για νά ’χω να ζω Και πολύς ο φόβος ν’ απολυθώ
Πρέπει να πληρώσω και τις σπουδές Στη σχολή του γιου μου, είναι ακριβές, Στέγη, ρούχα, ανάγκες τόσες πολλές Δίχως μιαν ανάσα και διακοπές
Άνθρωποι είμαστε όλοι Θέλουμε όλοι Τη λευτεριά Αδέρφια είμαστε όλοι Ποθούμε όλοι Μια ζωή, απλά!
Μέσα του Απρίλη και οι φοιτητές Βγαίνουνε στους δρόμους και στις αυλές Βία και μαρτύρια στις φυλακές Άθλιες οι εικόνες και οι στιγμές
Η δική μου γνώμη πια δε μετρά Πρέπει η δουλειά μου να μπει μπροστά Σκέφτομαι το γιο μου, τα δανεικά Μοιάζει με μονόδρομο η συμφορά
Έρχεται από ‘πάνω’ η εντολή Μας τοποθετούν μπροστά στη σχολή Κρότοι, σκάγια, εκρήξεις εδώ κι εκεί Η καρδιά πονάει, πού να κρυφτεί;
Τόση ωμή βία, μα το Θεό Πώς από τα πριν να το φανταστώ Πως αθέλητα θα πυροβολώ Επειδή το ζήτησε ο αρχηγός
[Ρεφραίν]
Μας περικυκλώσαν και πουθενά Διέξοδο δε βρίσκω μες στα στενά Πιάνω τρέχω ψάχνοντας για κενά Κι ένα ρίγος άγριο με διαπερνά
(πυροβολισμός)
Ας το συγχωρήσει ο γιος μου αυτό Που λόγω δουλειάς πια δεν θα τον δω Για εκείνον τά ’δωσα όλα εγώ Να τον δω χαρούμενο και ικανό
Μία Νικαράγουα ειρηνική Λαχτάρησα και δεν τό ’χω για ντροπή. Όλοι σαν αδέρφια να ζούμε. Ευχή: Στα χείλη μας το γέλιο να ξαναρθεί.
Τα τραγούδια των Ολίγιστων γεννήθηκαν από την ίδια συγκυρία που έδωσε στον νέο αυτό μουσικό σχηματισμό την ονομασία του και την οποία περιγράψαμε εκτενώς στα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος. Αποκλειστικό θέμα τους είναι η κατάδειξη της καταπίεσης από το καθεστώς Ορτέγα, η κάλυψη των γεγονότων της κοινωνικής εξέγερσης του 2018 και η καυτηρίαση των κακώς κειμένων, με απώτερο στόχο την παραίτηση του δικτάτορα και τον εκδημοκρατισμό της Νικαράγουας. Πρόκειται για τέχνη πολιτική, αφού η μουσική επιστρατεύεται δημιουργικά ως μέσο πολιτικής και ευρύτερα κοινωνικής διαμαρτυρίας που επιτρέπει τη συμμετοχή και την άρθρωση πολιτική (αντι)λόγου.
Το υπέροχο: Ενώ θα περίμενε κανείς έναν χαρακτήρα άκρως καταγγελτικό, πράγμα που ισχύει βέβαια για τους στίχους τους, τα τραγούδια αυτά αποπνέουν αισιοδοξία, ευδιαθεσία, σχεδόν ευεξία. Ο λόγος απλός, απτός και συγκεκριμένος: αντλούν από τη μακρά και πλούσια μουσική παράδοση της Λατινικής Αμερικής, με ρυθμούς παραδοσιακούς όπως η κούμπια, η σάλσα και το μερέγκε, αλλά και με παραδοσιακά μουσικά όργανα όπως η μαρίμπα και άλλα κρουστά. Οι Ολίγιστοι δε μένουν όμως εκεί, αλλά ανανεώνουν τη μουσική τους, μπολιάζοντάς την με σύγχρονα διεθνή μουσικά ρεύματα και τάσεις, όπως το σκα και η χιπ χοπ. Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον εκεί αποστασιοποιούνται από την πολιτική μουσική, τη “μουσική διαμαρτυρίας” των δεκαετιών του 1970 και 1980, δίνοντας σάρκα και οστά σε αυτό που δήλωσε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Φάμπιο Μπουιτράγο, μία από τις κεντρικές φυσιογνωμίες των Ολίγιστων: στη «γενιά των νέων δρόμων». Δρόμων όχι μόνο πολιτικών και κοινωνικών, αλλά και μουσικών και ευρύτερα πολιτιστικών. Μια εξέγερση πολύπλευρη και πολυεπίπεδη.(περισσότερα…)
1. Ε.Σ.: Πώς θα περιγράφατε την παρούσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Νικαράγουα; Με τι έρχεται αντιμέτωπος ο λαός της;
Κ.Μ.: Ο λαός της Νικαράγουας βρίσκεται στο έλεος μιας απόλυτης ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ που καταφέρνει να παραμένει στην εξουσία ελέγχοντας πλήρως την αστυνομία και το στρατό της Νικαράγουας, όπως και παραστρατιωτικές ομάδες με βαρύ οπλισμό. Παρ’ όλα αυτά, ο λαός προσαρμόζεται προκειμένου να επιβιώσει, μαθαίνουμε να “ζούμε”.(περισσότερα…)
Αυτό όμως που καθιστά πραγματικά αβίωτη τη ζωή στη σημερινή Νικαράγουα είναι το καθεστώς απόλυτου τρόμου, με το οποίο έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος ο λαός της. Αν, στους τόσους μήνες της εξέγερσης, ο Ορτέγα δεν χρειάστηκε να κινητοποιήσει το στρατό, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κάνει μια χαρά τη δουλειά του με την αστυνομία, τη Νεολαία του κόμματος του, κυρίως όμως με τις ανώνυμες και απρόσωπες παρακρατικές ομάδες των κουκουλοφόρων, οι οποίοι εισβάλλουν οπλισμένοι ανά πάσα στιγμή οπουδήποτε και, αφού σκοτώσουν, βασανίσουν και λεηλατήσουν, αναζητούν ατιμώρητοι κι ανενόχλητοι τους επόμενους αντιρρησίες. Προετοιμάζοντας το παρόν αφιέρωμα, διαβάσαμε κι ακούσαμε για το πλήθος πολιτών που έχει χάσει εδώ και μήνες τον ύπνο του και είδαμε συνομιλητές μας να τινάζονται όρθιοι με τον παραμικρό ήχο στο περιβάλλοντα χώρο, περιμένοντας τους…‘“βατράχους”[1] (βλ. τραγούδι «Ο βάλτος»). (περισσότερα…)
Δύο χρόνια συμπληρώνονται από τον Απρίλη του 2018, όταν η κοινωνική εξέγερση που ξέσπασε στην Νικαράγουα εξελίχθηκε στην αιματηρότερη διαμάχη στην ιστορία της χώρας από την εποχή της Επανάστασης. Δύο χρόνια πέρασαν από τότε που ο ξεσηκωμός των «ολίγιστων», όπως τους αποκάλεσε η σύζυγος του Προέδρου, Πρώτη Κυρία και Αντιπρόεδρος της Νικαράγουας, Ροζάριο Μουρίγιο, είχε ως συνέπεια τη δολοφονία 325 ατόμων (με υπολογισμούς που ανεβάζουν τους νεκρούς σε 568), τον τραυματισμό 2.000, τη φυλάκιση άλλων 2.000 ως πολιτικών κρατουμένων και την αναζήτηση ασύλου, ήτοι την εξόριση, άλλων 60.000-100.000. Πώς αλλιώς, αφού αυτοί οι «ολίγιστοι» είναι το 75% του λαού της Νικαράγουας, ο οποίος έκτοτε ζει υπό το καθεστώς απόλυτου τρόμου, στο έλεος παραστρατιωτικών και οπλισμένων παρακρατικών ομάδων και ενός ζεύγους που παραμένει λυσσασμένα στην εξουσία. Μπροστά όμως στους 50.000 νεκρούς Νικαραγουανούς του εμφυλίου το 1980, πώς να μη φανούν στην Μουρίγιο τα παραπάνω “νούμερα” πταίσμα; Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. (περισσότερα…)