Άγγελος Χρυσόγελος

Τι μας διδάσκει το Ισραήλ

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Το Ισραήλ συνταράσσεται από τεράστιες σε όγκο μαζικές διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης Νετανιάχου και των μεταρρυθμίσεων που εκείνη προωθεί με σκοπό τον στενότερο έλεγχο και την αποδυνάμωση του ανεξάρτητου συνταγματικού δικαστηρίου έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Οι μεταρρυθμίσεις περιέχουν τόσο ιδεολογικό πρόσημο, καθώς τα θρησκευτικά και εθνικιστικά κόμματα στον συνασπισμό του Νετανιάχου βλέπουν το δικαστήριο σαν προπύργιο της φιλελεύθερης και κοσμικής ελίτ του κράτους Ισραήλ, όσο και προσωπική ιδιοτέλεια, καθώς ο ίδιος ο Νετανιάχου ελέγχεται δικαστικά για μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Νετανιάχου φαίνεται να κάνει πίσω στις μεταρρυθμίσεις του. Όποια και αν είναι η εξέλιξη των πραγμάτων όμως, βλέπουμε να παίζεται στο Ισραήλ ένα σενάριο ανάλογο με αυτό άλλων χωρών όπου, σύμφωνα με το κατεστημένο αφήγημα, συγκρούεται η «φιλελεύθερη δημοκρατία» με τον «ακροδεξιό λαϊκισμό». Προσπάθειες ποδηγέτησης της δικαστικής εξουσίας είχαμε άλλωστε και σε άλλες χώρες με εθνικιστικές κυβερνήσεις όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διαδηλωτές στο Ισραήλ παρελαύνουν με πλακάτ που δείχνουν τον Νετανιάχου παρέα με τα δυο άλλα φαντάσματα του «εθνολαϊκισμού», τον Τραμπ και τον Πούτιν.

Πέρα από τον λαό στους δρόμους, στις μεταρρυθμίσεις Νετανιάχου αντιτίθεται και το σύνολο των ελίτ του Ισραήλ, από τα μεγαλύτερα συνδικάτα και τα πανεπιστήμια (που κήρυξαν απεργία) ώς την πανίσχυρη γραφειοκρατία της χώρας, καθώς είδαμε μέχρι και παραιτήσεις του υπουργού άμυνας και διπλωματών. Έντονη υποστήριξη στους διαδηλωτές δείχνει και ο δυναμικός τομέας τεχνολογίας του Ισραήλ, η «Σίλικον Βάλεϋ» της χώρας, παρότι η ανάπτυξή της οφείλει πολλά στην οικονομική πολιτική του Νετανιάχου τις προηγούμενες δεκαετίες.

Οι ιδιαιτερότητες του Ισραήλ όμως δείχνουν και άλλα πράγματα που η φιλελεύθερη ρητορεία περί «δημοκρατίας» και «εξισορρόπησης των εξουσιών» μάλλον αποκρύπτει. Το Ισραήλ είναι μια συναρπαστική χώρα που έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η πόλωση στην ισραηλινή κοινωνία δεν μπορεί να κατανοηθεί εκτός του πλαισίου αυτών των αλλαγών. Και η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει να αντλήσουν μαθήματα από την περίπτωση του Ισραήλ. (περισσότερα…)

Advertisement

Η μεθόδευση της διαρκούς κρίσης

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Μια κρίση που υποτίθεται ότι είχε παρέλθει αλλά επιστρέφει. Και μια κρίση στην οποία δεν διαφαίνεται κανένα τέλος. Η πανδημία έρχεται ξανά στο προσκήνιο με το πέμπτο (ή έκτο;) κύμα, καθώς τα κάποτε θαυματουργά εμβόλια χάρη στα οποία θα «παίρναμε πίσω τις ζωές μας» αποδεικνύονται ανεπαρκή μπροστά στις νέες παραλλαγές του ιού. Από την άλλη, ο πόλεμος στην Ουκρανία μετατρέπεται σε αυτό που οι περισσότεροι σοβαροί αναλυτές διέβλεπαν από την αρχή, μια αέναη σύγκρουση αυξομειούμενης έντασης. Καθώς οι παράλληλες αυτές κρίσεις εισέρχονται σε πορεία σύγκλισης με πολλαπλές και αλληλοτροφοδοτούμενες επιπτώσεις –πληθωρισμός, ενέργεια, επισιτιστική καταστροφή– το επίσημο αφήγημα προσαρμόζεται και αυτό στην νέα πραγματικότητα. Και είναι οι μεταπτώσεις αυτού του αφηγήματος που αποκαλύπτουν μια συγκεκριμένη μεθόδευση άσκησης εξουσίας και πολιτικής σήμερα.

Μπορούμε να δούμε πώς λειτουργεί αυτή η μεθόδευση της διαρκούς κρίσης σε δυο ζητήματα τα οποία παρουσιάζουν πολλές αναλογίες: την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και στις δυο περιπτώσεις, έχουμε την ίδια ακολουθία. Πρώτον, ένα σοβαρό ζήτημα πολιτικής μετατρέπεται σε υπαρξιακή κρίση που όχι μόνο απειλεί τον τρόπο ζωής μας, αλλά επιβάλλει να τον αλλάξουμε. Δεύτερον, αν και αρχικά συσπειρώνει γύρω από μια πολιτική εξουσία που μιλάει με λόγο ενωτικό, η κρίση γρήγορα μετατρέπεται σε διαιρετική τομή γύρω από την οποία η εξουσία οικοδομεί μια παράταξη εσωτερικών εχθρών η οποία ορίζεται με μη-πολιτικούς και ηθικολογικούς όρους: «λαϊκιστές», «ψεκασμένοι» κλπ. Τρίτον, μετά την πόλωση έρχεται η ύφεση, κατά την οποία η κρίση μετατρέπεται σε κανονικότητα και η εξουσία αποδέχεται στην πράξη πολλές από τις αντιρρήσεις που μέχρι πρότινος καυτηρίαζε, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως εγγυητή της σταθερότητας απέναντι σε δυνάμεις που η ίδια απελευθέρωσε. (περισσότερα…)

Δευτέρα 6 Ἰουνίου: Ὁ κόσμος μετὰ τὴν Οὐκρανία | Δημόσια συζήτηση τοῦ Νέου Πλανόδιου

*
*
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς κυκλοφορίας τοῦ 6ου τεύχους του,
τὸ περιοδικὸ ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
*
σᾶς προσκαλεῖ
*

τὴ Δευτέρα 6 Ἰουνίου 2022, στὶς 19:00
στὸ αἴθριο τοῦ Βιβλιοπωλείου Λεμόνι
(Ἡρακλειδών 22, Θησεῖο)

σὲ δημόσια ἐκδήλωση-συζήτηση μὲ θέμα:

«Ὁ κόσμος μετὰ τὴν Οὐκρανία»

Γιὰ τὴ ρωσσικὴ εἰσβολὴ καὶ τὰ πλανητικὰ ἐπακόλουθά της
συζητοῦν οἱ:

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ
Καθηγητὴς Οἰκονομικῶν Ἐπιστημῶν
Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ
Δημοσιογράφος

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ
Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Διεθνῶν Σχέσεων
London Metropolitan University

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Συγγραφέας, Διευθυντὴς ΝΠ

Τὴ συζήτηση θὰ συντονίσει ὁ Θανάσης Γαλανάκης,
ἀρχισυντάκτης τοῦ περιοδικοῦ.

*

~.~

Εἴσοδος ἐλεύθερη
Θὰ τηρηθοῦν τὰ ἰσχύοντα ὑγειονομικὰ μέτρα

*

Ὁ κόσμος μετὰ τὴν Οὐκρανία | Δημόσια συζήτηση τοῦ Νέου Πλανόδιου

*
*
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς κυκλοφορίας τοῦ 6ου τεύχους του,
τὸ περιοδικὸ ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
*
σᾶς προσκαλεῖ
*

τὴ Δευτέρα 6 Ἰουνίου 2022, στὶς 19:00
στὸ αἴθριο τοῦ Βιβλιοπωλείου Λεμόνι
(Ἡρακλειδών 22, Θησεῖο)

σὲ δημόσια ἐκδήλωση-συζήτηση μὲ θέμα:

«Ὁ κόσμος μετὰ τὴν Οὐκρανία»

Γιὰ τὴ ρωσσικὴ εἰσβολὴ καὶ τὰ πλανητικὰ ἐπακόλουθά της
συζητοῦν οἱ:

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ
Καθηγητὴς Οἰκονομικῶν Ἐπιστημῶν
Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ
Δημοσιογράφος

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ
Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Διεθνῶν Σχέσεων
London Metropolitan University

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Συγγραφέας, Διευθυντὴς ΝΠ

Τὴ συζήτηση θὰ συντονίσει ὁ Θανάσης Γαλανάκης,
ἀρχισυντάκτης τοῦ περιοδικοῦ.

*

~.~

Εἴσοδος ἐλεύθερη
Θὰ τηρηθοῦν τὰ ἰσχύοντα ὑγειονομικὰ μέτρα

*

Γιατί μας τρομάζει το λοκντάουν της Σαγκάης;

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Η πανδημία του κορωνοϊού τελειώνει όπως ξεκίνησε: με εικόνες ακραίων, σχεδόν σαδιστικών, υγειονομικών μέτρων του κινεζικού κράτους και με τις αντίστοιχες αντιδράσεις ανησυχίας αλλά και αισθήματος ανωτερότητας των δυτικών παρατηρητών. Όπως τον Φεβρουάριο του 2020 βλέπαμε τα λοκντάουν στην Γιουχάν ως κάτι σουρεαλιστικό, έτσι και τώρα βλέπουμε την Σαγκάη ως κάτι εντελώς ξένο προς την δική μας πραγματικότητα. Αυτές οι αντιδράσεις βέβαια παραλείπουν βολικά ότι μεταξύ της Γουχάν και της Σαγκάης μεσολάβησαν δυο χρόνια περιορισμών, μέτρων και λοκντάουν στην καρδιά της λεγόμενης «δημοκρατικής Δύσης».

Κάποιος θα αντιτείνει ότι τα λοκντάουν στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική δεν έφτασαν ποτέ τις υπερβολές των Κινέζων. Ο αντίλογος φυσικά είναι ότι Δύση και Κίνα δεν εκκινούσαν από το ίδιο σημείο. Αυτά που θεωρούμε υπερβολές στην Σαγκάη απέχουν λιγότερο από την κανονικότητα της ζωής υπό το ΚΚ Κίνας από ό,τι τα SMS εξόδου απείχαν από τα ιδεώδη των δικών μας δημοκρατικών συστημάτων. Ένα λοκντάουν στην Κίνα είναι επέκταση ενός ήδη υπάρχοντος συστήματος ελέγχου. Τα λοκντάουν στην Δύση ήταν πλήρης ανατροπή της δημοκρατικής τάξης, ανεξάρτητα από τους όποιους υγειονομικούς λόγους υπήρχαν για αυτά.

Το σοκ που νιώθουμε λοιπόν για τις εικόνες της Σαγκάης είναι μάλλον ένας μηχανισμός αντίστασης σε έναν απολογισμό που, αν τον κάναμε, μάλλον δεν θα ήταν και πολύ κολακευτικός για την ευκολία με την οποία αποδεχτήκαμε περιορισμούς στις ελευθερίες μας, ιδιαίτερα σε εποχές που κατά τα άλλα το επίσημο αφήγημα πολιτικής και διανόησης είναι ότι η «δημοκρατία κινδυνεύει». Δηλώνουμε αποτροπιασμό για τις εικόνες της Σαγκάης για να δικαιολογήσουμε τα δικά μας λοκντάουν, που στο κάτω-κάτω «δεν ήταν και τόσο υπερβολικά». (περισσότερα…)

Η αυτοακύρωση ως ηγεμονία: Η αριστερά μετά την πανδημία

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Ο κυρίαρχος λόγος στην Ελλάδα και άλλες δυτικές χώρες έχει πια επιβάλει ως πολιτική διαιρετική τομή της πανδημικής κρίσης την «επιστήμη εναντίον του ανορθολογισμού», σε αυτήν την διατύπωση ή με παραλλαγές. Έχουμε ουσιαστικά δηλαδή μια αναδιατύπωση του κυρίαρχου σχήματος «λαϊκισμός/αντι-λαϊκισμός» της προηγούμενης δεκαετίας, όπου η πολιτική διαμάχη παρουσιάζεται ως σύγκρουση δυο ασυμβίβαστων στρατοπέδων: ορθολογισμός, μετριοπάθεια, επιστήμη από την μια, εξαλλοσύνη, συνωμοσιολογία και «ψεκασμοί» από την άλλη. Η κρίση της πανδημίας επομένως επιταχύνει την αποδόμηση των παραδοσιακών πολιτικών ταυτίσεων και τοποθετήσεων, ιδιαίτερα κατά μήκος του παραδοσιακού ιδεολογικού άξονα αριστερά-δεξιά.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της αριστεράς, της οποίας η περιθωριοποίηση συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία δυο χρόνια, ακυρώνοντας οριστικά τις ελπίδες που είχαν γεννηθεί για αυτήν με την οικονομική κρίση του 2008. Στην Ευρώπη, η μάχη με την λιτότητα έληξε με την απόλυτη επικράτηση του ευρωκατεστημένου. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο, η επικράτηση Κόρμπυν στο Εργατικό Κόμμα το 2015 και η υποψηφιότητα Σάντερς στους Δημοκρατικούς το 2016 απέφεραν τελικά πενιχρά αποτελέσματα. Μετά και την πανδημία, το αποτέλεσμα είναι ότι, ακόμα και εκεί όπου υπήρξε πρόσφατα κάποια εκλογική στροφή προς πιο προοδευτική κατεύθυνση, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, τα κέρδη τα καρπώθηκαν εκφραστές του σοσιαλφιλελεύθερου κέντρου.

Και όμως, η αποτυχία της αριστεράς να αρθρώσει αν όχι πειστικό, τουλάχιστον στοιχειωδώς συνεκτικό λόγο στην πανδημία δεν θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη. Ίσα ίσα, είναι παράδοξο ότι η αριστερά δεν έχει κάτι να πει για μια κρίση που έχει βυθίσει εκατομμύρια ανθρώπους στην οικονομική ανασφάλεια, ανέδειξε τις συνέπειες δεκαετιών λιτότητας για τα δημόσια συστήματα υγείας, και επιταχύνει την συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας τεχνοοικονομικής ολιγαρχίας. Το ερώτημα είναι αν η αποτυχία της αριστεράς να αρθρώσει την αντίθεσή της είναι ένδειξη συγκυριακών ελλειμμάτων (ηγεσίας, οράματος κλπ.), ή μιας βαθύτερης αλλαγής που κάνει τις ιδέες και τις προτεραιότητές της θεμελιωδώς ασύμβατες με τα νέα αιτήματα που έχει δημιουργήσει η πανδημία.

Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε ένα ζήτημα το οποίο σπάνια χρησιμοποιείται στην ανάλυση των πολιτικών ιδεολογιών: την σχέση τους με την κρατική εξουσία. Η πανδημία έχει θέσει με έντονο τρόπο τα όρια και τις αρμοδιότητες της κρατικής εξουσίας ως το μεγάλο ζήτημα της εποχής μας. Από την επιβολή των λοκντάουν σε μέτρα όπως μάσκες και έλεγχοι εισόδου σε δημόσιους χώρους στην υποχρεωτικότητα των εμβολίων, το κράτος έχει αναλάβει εξουσίες πρωτοφανείς σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνο απέναντι σε αυτό το μεγάλο ερώτημα μπορεί να μετρηθεί σήμερα μια ιδεολογία. (περισσότερα…)

Πανδημία, εμβόλια, επιστήμη: Το νέο ρήγμα

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Στην ταινία του 1974, Υπόθεση Παραλλάξ, ο πρωταγωνιστής, τον οποίο υποδύεται ο Γουόρεν Μπίτι, ανακαλύπτει την ύπαρξη μίας πανίσχυρης ιδιωτικής εταιρείας που οργανώνει πολιτικές δολοφονίες έχοντας εξυφάνει ένα τεράστιο συνωμοτικό δίκτυο στην πολιτική, την αστυνομία και τα ΜΜΕ. Η ταινία είχε προβληθεί στο αποκορύφωμα της Υπόθεσης Ουώτεργκεητ, η οποία, ιδιαίτερα για την γενιά που είχε ανδρωθεί κατά την διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, επιβεβαίωνε την υποψία ότι τα πάντα ελέγχονται από ένα «βαθύ κράτος» μυστικών υπηρεσιών και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Το Χόλλυγουντ αποτύπωσε αυτό το κλίμα στο «σινεμά της παράνοιας» της δεκαετίας του 1970, όχι μόνο με την Υπόθεση Παραλλάξ αλλά και με ταινίες όπως το Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου, Οι Τρεις Ημέρες του Κόνδορα κ.ά.

Τριάντα χρόνια αργότερα, στο πολιτικό ντοκιμαντέρ Φαρενάιτ 9/11 ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ διατύπωνε διάφορες θεωρίες σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές του 2000 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις της οικογένειας Μπους με την Σαουδική Αραβία. Αν και οι εν λόγω θεωρίες δεν βασίζονταν σε απτά στοιχεία, η ταινία έκανε παγκόσμια επιτυχία, αποσπώντας τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Στις ΗΠΑ, το Φαρενάιτ 9/11 είχε αναχθεί σε κεντρικό ζήτημα της πολιτικής συζήτησης στη χρονιά των εκλογών κατά την οποία τελικά ο Τζωρτζ Μπους επανεξελέγη.

Αυτά τα παραδείγματα μας θυμίζουν ότι στις δυτικές δημοκρατίες, μέχρι ακόμα και σχετικά πρόσφατα, η βεβαιότητα ότι η πολιτική κατευθύνεται από σκοτεινές δυνάμεις και η καχυποψία ότι «κάτι μας κρύβουν» είχαν ένα διαφορετικό πολιτικό πρόσημο από αυτό που έχουμε συνηθίσει σήμερα. Στην εποχή μας, η αμφισβήτηση της κατεστημένης αλήθειας συσχετίζεται κυρίως με την λαϊκιστική ακροδεξιά. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια όμως, οι ρόλοι ήταν αντεστραμμένοι. Οι άνθρωποι που πίστευαν στους θεσμούς – το κράτος, την θρησκεία, τα ΜΜΕ, την επιστήμη – ήταν κυρίως συντηρητικοί. Η αμφισβήτηση των κάθε είδους ελίτ ξεκίνησε την δεκαετία του ’60 από τα αριστερά, και όταν αυτή απέτυχε «να αλλάξει τον κόσμο», διοχετεύτηκε σε συνωμοτικές απόψεις που βρήκαν διέξοδο στην ποπ κουλτούρα των επόμενων δεκαετιών.

Η αμφισβήτηση των μέτρων κατά της πανδημίας, από τα λοκντάουν στα εμβόλια, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της ιδεολογικής αντιστροφής. Ενώ σε σχετικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα οι σχολιαστές επικεντρώνουν μονίμως στην χρήση θρησκευτικών συμβόλων από τους διαδηλωτές, καταδικάζοντας τον «σκοταδιστικό» και «οπισθοδρομικό» χαρακτήρα τους, το αντιεμβολιαστικό και αντιατρικό κίνημα έχει πολύ διαφορετικές απαρχές, στα new age κινήματα της Καλιφόρνια της δεκαετίας του ’70, που θεωρούσαν την κατεστημένη ιατρική όργανο των φαρμακευτικών εταιρειών. Αυτά τα κινήματα, από τα οποία ξεκίνησαν κι άλλες μόδες όπως η γιόγκα και η οργανική διατροφή, μπόρεσαν να διεισδύσουν στην Τέχνη (ιδιαίτερα το Χόλλυγουντ) και κατόπιν στις εταιρείες νέας τεχνολογίας που αναπτύσσονται ραγδαία από την δεκαετία του ’80 στην δυτική ακτή των ΗΠΑ. Η σημερινή αντιεμβολιαστική υστερία αποτελεί απόρροια αντιλήψεων που διαμορφώθηκαν από τους άλλοτε αντιρρησίες του συστήματος, οι οποίοι ωστόσο απαρτίζουν σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, κομμάτι των νέων, προοδευτικών ελίτ.

Επομένως στην εποχή μας η αμφισβήτηση δεν προέρχεται από τα αριστερά αλλά από τα δεξιά, διατυπώνει δηλαδή αιτήματα λαϊκής χειραφέτησης όχι με όρους υλικής ισότητας και ατομικής απελευθέρωσης αλλά εθνικολαϊκής κυριαρχίας και επιβίωσης παραδοσιακών αξιών. Αυτό συμβαίνει γιατί πλέον και η νομιμοποιητική ρητορική του κατεστημένου – της πολιτικής, της επιστήμης, της διανόησης – διαφέρει πολύ από τις συντηρητικές ιεραρχίες προηγούμενων δεκαετιών. Παραδοσιακές αξίες όπως το έθνος, η θρησκεία και η πυρηνική οικογένεια, που κάποτε αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, πλέον στιγματίζουν τους – σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό της Χίλλαρυ Κλίντον – «deplorables» (άθλιους, οικτρούς) που επιμένουν να τις ασπάζονται. Αντίθετα, η άνευ όρων αποδοχή ολοένα και πιο ριζοσπαστικών ιδεών αποτελεί πλέον διαβατήριο για την προσχώρηση στις νέες ελίτ.

Ζούμε σε μια εποχή όπου η παράδοση υιοθετείται ως εργαλείο αντίστασης όσων βρίσκονται «από κάτω» απέναντι στην κοινωνική, οικονομική και ιδεολογική αλλαγή που τους συνθλίβει, ενώ η χειραφέτηση χρησιμοποιείται «άνωθεν» ως εργαλείο πειθάρχησης. Όπως έχει γράψει ο Βρετανός σχολιαστής Εντ Γουέστ στο συντηρητικό διαδικτυακό περιοδικό Unherd, το νέο κατεστημένο δεν διαφέρει σε ό,τι αφορά την πυγμή της επιβολής του από το παλιό, αυτό που γνώρισαν οι γονείς και οι παππούδες μας. Παρά την φαινομενικά ανανεωτική ρητορική του, αυτό το νέο κατεστημένο φροντίζει, για παράδειγμα, να αστυνομεύει την γλώσσα ακριβώς όπως και το παλαιό. Η πολιτική ορθότητα, τιμωρώντας και το παραμικρό γλωσσικό παραστράτημα που μπορεί να θεωρηθεί ρατσιστικό ή ομοφοβικό, ενέχει ρόλο περιφρούρησης της δημόσιας σφαίρας, όπως και οι νόμοι περί προσβολής των θείων σε περασμένες εποχές. Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι αμφισβητίες του συστήματος δεν είναι πια οι ροκ σταρ, αλλά πολιτικοί όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, που σκανδαλίζουν την καθώς πρέπει κοινωνία με την ελευθεροστομία τους.

Σε τέτοιες περιόδους ακόμα και η επιστήμη παύει να θεωρείται ως αυτονόητη αυθεντία, κάτι στο οποίο ο κόσμος πιστεύει με τον ίδιο τρόπο που εμπιστευόταν άλλοτε τους πολιτικούς ηγέτες του ή τα μεγάλα δίκτυα ενημέρωσης. Ο αρχιεπιδημιολόγος των ΗΠΑ Άντονι Φάουτσι δήλωσε πρόσφατα ότι αν υπήρχαν fake news στα χρόνια της επιδημίας της ευλογιάς, η νόσος δεν θα είχε εξαλειφθεί. Ξέχασε να αναφέρει ότι οι μεγάλες εκστρατείες εμβολιασμού του 20ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν σε κοινωνίες έντονου θρησκευτικού συναισθήματος και πίστης σε παραδοσιακές αξίες, σε βαθμό σαφώς μεγαλύτερο από ό,τι σήμερα. Εντούτοις αυτές οι ίδιες αξίες εγκαλούνται σήμερα για το ακριβώς αντίθετο – τη δυσπιστία απέναντι στα εμβόλια. Δεν είναι άρα ο λαός που έχει αλλάξει, αλλά το ίδιο το κατεστημένο, που βλέπει τον λαό ως μία οντότητα που αδυνατεί να συγχρονιστεί με τις νέες τάσεις και άρα πρέπει να τιθασευτεί.

Μπορούμε να βρούμε ενδιαφέρουσες αναλογίες μεταξύ της εποχής μας και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, οπότε η αστική τάξη αμφισβητούσε την κυριαρχία των παραδοσιακών μοναρχικών και αριστοκρατικών ελίτ. Όπως είχε εξηγήσει στο σπουδαίο βιβλίο του Η εποχή της Επανάστασης ο Έρικ Χόμπσμπαουμ, ετερόκλητα αιτήματα φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, εθνικής απελευθέρωσης και κοινωνικής δικαιοσύνης αντιπαλεύονταν τότε το κατεστημένο χωρίς να συγκροτούν ένα ενιαίο κίνημα ανανέωσης. Μάλιστα, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα αυτά τα κινήματα είχαν περιορισμένη λαϊκή απήχηση, καθώς οι μάζες παρέμεναν προσκολλημένες στην θρησκεία και το στέμμα. Όταν οι νέες δυνάμεις καταλάμβαναν κάποια στιγμή την εξουσία, οι «υποσχέσεις» για ίσα δικαιώματα και εθνική απελευθέρωση εκπληρώνονταν σε πείσμα του λαϊκού αισθήματος, πολλές φορές με τρόπο βίαιο. Χρειάστηκε να περάσει ένας ακόμα αιώνας για να αποκτήσουν τέτοιες ιδέες αυθεντική μαζικότητα, συγκεκριμένα μόλις το νεωτερικό κράτος άρχισε να υιοθετεί τον εθνικισμό ως νομιμοποιητική ιδεολογία και η νέα βιομηχανική εργατική τάξη να ασπάζεται τον σοσιαλισμό.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, όπως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα είχαμε στην Ευρώπη την οικοδόμηση ενός νέου τύπου κράτους στην βάση καινούργιων ιδεών, σήμερα βιώνουμε μία άλλη διαδικασία οικοδόμησης κράτους (state building), όπου η εξουσία επιδιώκει να αναλάβει νέους τρόπους διακυβέρνησης μπροστά σε περίπλοκες προκλήσεις όπως οι ψηφιακές τεχνολογίες, η κλιματική αλλαγή, οι δημογραφικές πιέσεις και η οικονομική ανισότητα. Οι ελίτ καλούνται πλέον να «εκπολιτίσουν» τις ίδιες τις κοινωνίες τους, τους σύγχρονους «αγρίους», οι οποίοι πρέπει να αποδεχτούν την πρόοδο και την επιστήμη «για το καλό τους», έστω και αναγκαστικά. Με τον ίδιο τρόπο, χωρικοί πριν από 200 χρόνια μάθαιναν ξαφνικά ότι είναι «πολίτες» και έχουν «δικαιώματα» αλλά με το αζημίωτο: επιβολή νέων φόρων, υποχρέωσης κατάταξης στον εθνικό στρατό και εκμάθησης μιας νέας εθνικής γλώσσας αντί της τοπικής διαλέκτου, εξοβελισμός παραδοσιακών θρησκευτικών εθίμων από την ζωή τους κ.λπ.

Η συμβατική πολιτική διαπάλη του οριζόντιου άξονα δεξιάς-αριστεράς επομένως αποκρύπτει την πραγματική διαιρετική τομή μεταξύ ενός κατεστημένου που προσπαθεί να ανανεώσει την ιδεολογία του και ενός ασύντακτου λαϊκού υποκειμένου που ασπάζεται ακόμα παραδοσιακές αξίες αλλά έχει χάσει προ πολλού την πίστη του στους θεσμούς. Για να επιστρέψουμε στις αντιυγειονομικές διαδηλώσεις, το εντυπωσιακό με την χρήση θρησκευτικών συμβόλων σε κάποιες από αυτές είναι ότι γίνεται χωρίς την έγκριση της επίσημης εκκλησίας, δείγμα αν μη τι άλλο της αποσύνδεσης του λαϊκού αισθήματος από κάθε είδους κατεστημένη ιεραρχία. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση της ΔιαΝέοσις, μόλις το 0.6% των μη-εμβολιασμένων πολιτών στην Ελλάδα δικαιολόγησε την επιλογή του με βάση θρησκευτικά πιστεύω. Άλλωστε, όταν ακόμα και προαιώνιοι θρησκευτικοί θεσμοί υιοθετούν την ρητορική των νέων ελίτ για την μετανάστευση (Βατικανό) ή τις νέες ταυτότητες (Αγγλικανική Εκκλησία), οι μάζες καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν πλέον πουθενά αλλού να στραφούν παρά στο περιθώριο, σε αυτοσχέδιες θεωρίες και σωτήρες.

Με τον ίδιο τρόπο, η εμμονική σύνδεση της αντίθεσης στα λοκντάουν και τα εμβόλια με την «λαϊκιστική ακροδεξιά» που επιχειρούν σχολιαστές στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ λέει περισσότερα για την απέλπιδα προσπάθεια των ταγών να αποσείσουν τις ευθύνες τους παρά για την πραγματική πηγή της πόλωσης. Το ότι η «κακιά ακροδεξιά» πείθει τον κόσμο να μην εμβολιαστεί θα ήταν μια κάποια παρηγοριά, θα ξέραμε τουλάχιστον τον «κακό» της υπόθεσης. Αυτό το αφήγημα όμως παραγνωρίζει π.χ. ότι σε πρόσφατη συγκέντρωση υποστηρικτών του ο Ντόναλντ Τραμπ άκουσε αποδοκιμασίες όταν προέτρεψε τον κόσμο να εμβολιαστεί (άλλωστε ο ίδιος είχε εγκρίνει το κατά γενική ομολογία επιτυχημένο πρόγραμμα εμβολιασμού των ΗΠΑ), ή ότι πρόσφατες διαδηλώσεις εναντίον εμβολίων και λοκντάουν στην Ευρώπη έχουν ένα τελείως θολό ιδεολογικό στίγμα, ανάλογο αυτού των Κίτρινων Γιλέκων πριν κάποια χρόνια. Όπως και η Μαρίν Λε Πεν τότε, η ακροδεξιά σε χώρες όπως η Γερμανία σήμερα δεν δημιουργεί την αμφισβήτηση, αλλά αντίθετα τρέχει εναγωνίως και αυτή να ψαρέψει ψήφους σε θολά νερά που ούτε και η ίδια ξέρει από πού πηγάζουν και πού θα εκβάλουν.

Τα παραπάνω δεν δικαιολογούν τις αντιεπιστημονικές εμμονές και την άρνηση των εμβολίων, υπενθυμίζουν όμως ότι η τελετουργική καταδίκη των «ψεκασμένων» σε καθημερινή βάση από τα επίσημα κανάλια της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν συντελεί σε τίποτα άλλο παρά την εμβάθυνση του νέου ρήγματος που προκύπτει από την ιδεολογική-αξιακή περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας από ένα πολιτικό σύστημα σε διαδικασία ιδεολογικής μετάβασης. Η ιστορική εμπειρία βέβαια δείχνει ότι σε βάθος χρόνου, εξουσία και μάζες κάποτε επαναστοιχίζονται, όμως αυτό συμβαίνει μόνο αφού η επίσημη νομιμοποιητική ιδεολογία εγκολπώνεται κάποιες από τις λαϊκές αξίες και παραδόσεις.

Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα της Ευρώπης του 19ου αιώνα, η αυθεντική μαζικοποίηση των νέων ιδεών είχε ως προϋπόθεση την ιδεολογική μετάβαση από τον ελιτίστικο και αλαζονικό Διαφωτισμό στον συνεπαρμένο από τις λαϊκές παραδόσεις, τα τραγούδια και παραμύθια Ρομαντισμό, την μήτρα του εθνικισμού και του σοσιαλισμού, των πραγματικά χειραφετητικών ιδεολογιών των επόμενων 150 ετών. Όσο τα πολιτικά συστήματα σήμερα δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε πόλεμο με τις ίδιες τους τις κοινωνίες, τόσο η επίλυση προκλήσεων που απαιτούν μεγάλο βαθμό πολιτικής και εθνικής ομοψυχίας, όπως είναι η πανδημία αλλά και η κλιματική αλλαγή που πλέον μπαίνει και αυτή βίαια στην ζωή μας, θα γίνεται πηγή νέων διχασμών. Εν αναμονή ενός νέου πολιτικού ρομαντισμού, επομένως.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Γιατί καίγονται οι εκκλησίες στον Καναδά;

 

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Η σύγχρονη φιλελεύθερη μυθολογία θέλει τον Καναδά έναν επίγειο παράδεισο σε έναν σπαραζόμενο κόσμο. Μια πλούσια χώρα με συναρπαστική φύση, υψηλό βαθμό κοινωνικής συνοχής και, κυρίως, πρότυπο πολυπολιτισμικής συμβίωσης. Είναι παράδοξο λοιπόν το ότι ο διεθνής τύπος έχει ασχοληθεί ελάχιστα με το κύμα βανδαλισμών και εμπρησμών σχεδόν 60 εκκλησιών, κυρίως ρωμαιοκαθολικών, που έλαβε χώρα αυτό το καλοκαίρι στον Καναδά.

Καθώς οι εμπρησμοί έπληξαν εκκλησίες που βρίσκονται σε εδάφη των αυτοχθόνων Καναδών (αυτούς που λέγαμε «Ινδιάνους» και που στον Καναδά αποκαλούνται «Πρώτα Έθνη»), είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνδέονται με το σκάνδαλο των θρησκευτικών οικοτροφείων που ξέσπασε μερικούς μήνες πριν. Τα οικοτροφεία λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη των μεγαλύτερων εκκλησιών, αν και στην πορεία πέρασαν υπό τον έλεγχο του κράτους του Καναδά, και στέγασαν στον περίπου έναν αιώνα ύπαρξής τους 150 χιλιάδες παιδιά που είχαν αποσπαστεί από τις αυτόχθονες οικογένειές τους, συχνά με την βία.

Αποστολή των οικοτροφείων ήταν η εξάλειψη της γλώσσας και του πολιτισμού των «Ινδιάνων» και η μετατροπή τους σε «τυπικούς» Καναδούς πολίτες. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απάνθρωπες, με αποτέλεσμα χιλιάδες παιδιά στο πέρασμα των δεκαετιών να πεθάνουν. Τα οικοτροφεία δεν επέστρεφαν τις σωρούς στις οικογένειές τους, αλλά τις έθαβαν σε μαζικούς τάφους. Ήταν η αποκάλυψη αυτών των μαζικών τάφων – έως και 1200 σε πέντε διαφορετικά σχολεία στον δυτικό Καναδά – που δημιούργησε κύμα αγανάκτησης σχετικά με τα δικαιώματα και την καταπίεση των Πρώτων Εθνών. Καθώς τα οικοτροφεία για μεγάλο διάστημα λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη των εκκλησιών και η θρησκεία έπαιζε μεγάλο ρόλο στην εκπαίδευση των παιδιών, θεωρείται βέβαιο ότι ομάδες ακτιβιστών προχωρούν σε εμπρησμούς για να τιμωρήσουν την εκκλησία και τον Χριστιανισμό.

Γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί αυτό το σκάνδαλο έχει αποκτήσει τόση δημοσιότητα σήμερα, σε μια εποχή όπου, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό κόσμο, υπάρχει έντονη συζήτηση για την κληρονομιά του ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας και της δουλείας. Εξίσου εύκολα κατανοητό όμως γίνεται, δυστυχώς, και το γιατί η αντίδραση της κυβέρνησης και της κοινής γνώμης στο κύμα εμπρησμών είναι εξαιρετικά υποτονική.

Ο πρωθυπουργός Ζυστέν Τρυντώ έκανε την πρώτη του δήλωση για το θέμα μόλις 10 ημέρες μετά τον πρώτο εμπρησμό, και ενώ ήδη δεκάδες εκκλησίες είχαν καεί. Μέχρι τις αρχές Αυγούστου μόλις ένας ύποπτος είχε συλληφθεί, οδηγώντας έναν συντηρητικό αναλυτή να σχολιάσει ότι «ο Τρυντώ έχει βάλει περισσότερους ανθρώπους φυλακή για το έγκλημα να πάνε στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν λειτουργία [σσ: αναφερόμενος στα μέτρα για την πανδημία] παρά για το έγκλημα να την κάψουν».

 

 

Για τον Τρυντώ η υπόθεση είναι δύσκολη, όχι μόνο γιατί, αντίθετα με την προοδευτική επικοινωνιακή περσόνα που προσεκτικά έχει φιλοτεχνήσει, έχει πάρει πολλές αποφάσεις που θεωρείται ότι προσβάλλουν τα συμφέροντα των Πρώτων Εθνών. Αλλά και γιατί τα οικοτροφεία λειτουργούσαν υπό τον έλεγχο του κράτους όταν ο πατέρας του ήταν πρωθυπουργός την δεκαετία του 1970. Ανάλογη διστακτικότητα υπάρχει και από την ηγεσία των εκκλησιών των οποίων ναοί κάηκαν, προφανώς υπό την πίεση του κλίματος που βλέπει τον χριστιανισμό ως όργανο καταπίεσης. Αντίθετα, η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από φωνές που βλέπουν τους εμπρησμούς των εκκλησιών ως δικαιολογημένη έκφραση αγανάκτησης, αν όχι νόμιμα αντίποινα, για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας. Σε αυτό το κλίμα μπορεί κάποιος να καταλάβει κα την έλλειψη σοβαρής δημοσιογραφικής κάλυψης των εμπρησμών διεθνώς.

Η αλήθεια βέβαια είναι αρκετά πιο περίπλοκη, και δείχνει πώς η, αναγκαία σε κάποιες χώρες, συζήτηση για τις συνέπειες της αποικιοκρατίας εκτρέπεται από ακραίες ιδεολογικές ατζέντες. Το πρώτο πράγμα που αποσιωπάται είναι ότι οι ίδιοι οι αυτόχθονες Καναδοί στην μεγάλη τους πλειοψηφία δεν εγκρίνουν τους εμπρησμούς. Ακόμα και εκπρόσωποι των Πρώτων Εθνών που κατηγορούν την εκκλησία για το δράμα των οικοτροφείων έχουν καταδικάσει τις επιθέσεις. Στην μεγάλη τους πλειοψηφία, οι πάλαι ποτέ «Ινδιάνοι» είναι εξαιρετικά θρησκευόμενοι και έχουν οικοδομήσει γύρω από την χριστιανική θρησκεία μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους ζωής. Οι εμπρησμοί συνιστούν επίθεση σε ένα σημαντικό συστατικό του σημερινού πολιτισμού των Πρώτων Εθνών, παρά την δύσκολη ιστορικά σχέση τους με αυτό.

Βλέπουμε εδώ την επανάληψη ενός μοτίβου που είχε παρατηρηθεί και το καλοκαίρι του 2020 στις ΗΠΑ με τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter. Όσο τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ επέμεναν με τρόπο κωμικό ότι οι διαδηλώσεις ήταν «ειρηνικές» ενώ μετέδιδαν ζωντανές εικόνες βανδαλισμών, ταυτόχρονα αποσιωπούσαν φωνές μαύρων καταστηματαρχών που εκλιπαρούσαν για αστυνομική προστασία ενώ οι περιουσίες τους καίγονταν. Με τον ίδιο τρόπο στον Καναδά σήμερα, πολλοί αυτόχθονες είναι πεπεισμένοι ότι οι εμπρησμοί δεν γίνονται από άλλους αυτόχθονες αλλά από λευκούς Καναδούς αριστερούς, οι οποίοι μέσα από μια διεστραμμένη έννοια επαναστατικότητας κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα με τα οικοτροφεία του παρελθόντος: βανδαλίζουν και καταστρέφουν τον ιδιαίτερο πολιτισμό των Πρώτων Εθνών.

Αλλά ακόμα και η έννοια του «σκανδάλου» στην υπόθεση είναι τεχνητή, αν κάποιος γνωρίζει τα γεγονότα επακριβώς. Εδώ και δεκαετίες οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης είχαν γίνει αντικείμενο δημοσιογραφικής έρευνας στον Καναδά. Το συγκεκριμένο ζήτημα των τάφων είχε καταγραφεί με κάθε λεπτομέρεια από την Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης για τις σχέσεις με τα Πρώτα Έθνη το 2015. Ενώ η δημοσιογραφική κάλυψη αφήνει την εντύπωση ότι χιλιάδες μαζικοί τάφοι αποκαλύφτηκαν φέτος, ξεσκεπάζοντας ένα μυστικό αιώνων, αυτό που έχει γίνει στην πραγματικότητα είναι ότι ένα ήδη καλά γνωστό ζήτημα ανήχθη σε σκάνδαλο σε μια εποχή όπου η δημόσια σφαίρα ψάχνει παντού αποδείξεις «συστημικού ρατσισμού» και «αποικιοκρατίας».

Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί ότι ο πολιτισμός και τα δικαιώματα των Πρώτων Εθνών επλήγησαν βάναυσα από την δυτική – πρώτα βρετανική και γαλλική, μετά καναδική – πολιτική. Το ερώτημα όμως είναι αν η σύγχρονη οπτική μιας αδικίας που έλαβε χώρα πριν δεκαετίες ή αιώνες αποδίδει δικαιοσύνη σχετικά με το ποιος είναι ο φταίχτης και, σε τελική ανάλυση, βοηθά όντως να επανορθωθούν αυτές οι αδικίες σήμερα ή απλά εξυπηρετεί άλλους σκοπούς.

Σε ένα πρώτο πρακτικό επίπεδο, η παρουσίαση των οικοτροφείων ως κολαστήρια πολιτιστικής γενοκτονίας αγνοεί το ότι το 1883, όταν ξεκίνησε η λειτουργία τους, όλες οι μαζικές δομές κοινωνικής πολιτικής στον δυτικό κόσμο – οικοτροφεία, ορφανοτροφεία, σανατόρια – λειτουργούσαν σε συνθήκες απαράδεκτες για τα σημερινά πρότυπα. Το ότι «χιλιάδες παιδιά Ινδιάνων πέθαναν σε οικοτροφεία» ακούγεται σκανδαλώδες σήμερα, αλλά η τραγική αλήθεια είναι ότι χιλιάδες παιδιά τότε πέθαιναν σε πολλές ανάλογες δομές στον Καναδά και αλλού, κυρίως από γρίπη και φυματίωση. Η μαζική ταφή ήταν επίσης μια πρακτική της εποχής, ατυχής αλλά απαραίτητη για λόγους υγιεινής. Όσο για το ότι οι τάφοι ανακαλύπτονται σήμερα χωρίς διακριτικά, αυτό πιθανότατα έχει να κάνει με το ότι με την πάροδο των δεκαετιών αυτά εξαφανίστηκαν παρά με προσπάθεια συγκάλυψης. Όπως είπαμε, εκείνη την εποχή αυτές οι πρακτικές ήταν δυσάρεστες αλλά όχι κάτι που η κοινωνία δεν γνώριζε ή δεν φανταζόταν.

Αν εξετάσουμε και το ιδεολογικό πλαίσιο λειτουργίας των οικοτροφείων όμως, θα δούμε ότι η σημερινή «αντι-αποικιακή» τους ανάγνωση είναι απλουστευτική. Στην Βικτωριανή εποχή, ο «εκπολιτισμός των αγρίων» ήταν ένας κατεξοχήν προοδευτικός στόχος, που αντανακλούσε την αισιοδοξία του δυτικού ανθρώπου ότι η επιστήμη, η εκπαίδευση και η τεχνολογία θα οδηγήσουν στο ξεπέρασμα προλήψεων και δεισιδαιμονιών. Ο σκοπός της δημιουργίας των οικοτροφείων ήταν η αποκοπή των παιδιών από το φυσικό τους περιβάλλον και η μετατροπή τους σε σύγχρονο ορθολογικό άνθρωπο, μια αντίληψη που έχει τις ρίζες της στα πρώτα διδάγματα του Διαφωτισμού σχετικά με τον έμφυτο ρασιοναλισμό του ατόμου και την δυσμενή επιρροή οπισθοδρομικών πολιτιστικών προτύπων.

Στα τέλη του 19ου αιώνα επομένως, η μέθοδος των οικοτροφείων είχε την συνολική υποστήριξη της πολιτικής, της κοινωνίας και, κυρίως, της επιστήμης. Αν στα 1880 η πολιτική εξουσία ανέθεσε την λειτουργία τους στις μεγάλες εκκλησίες λόγω της μακράς εμπειρίας αυτών στην εκπαίδευση, τα οικοτροφεία επιβίωσαν δεκαετίες αφότου η καναδική κοινωνία είχε υποστεί ραγδαία εκκοσμίκευση και η λειτουργία τους είχε περάσει εξ ολοκλήρου στο κράτος μέχρι να σταματήσουν να λειτουργούν το 1996. Αν μη τι άλλο, και τα οικοτροφεία και το φαινόμενο της αποικιοκρατίας εν γένει θα πρέπει να αποτελούν προειδοποίηση για τις παράπλευρες συνέπειες που πάντα έχει η τυφλή εφαρμογή των ιδεών της πάση θυσία «προόδου» σε κάθε εποχή.

Ένας δεύτερος αναχρονισμός αφορά την κοινωνική διάσταση του προβλήματος των αυτοχθόνων. Αν και οι αυτόχθονες της Βορείου Αμερικής αντιμετωπίζονται στην εποχή μας με δικαιολογημένη συμπάθεια, ακόμα και σήμερα επιβιώνουν μεταξύ τους πολλές «πολιτιστικές πρακτικές» (για να χρησιμοποιήσουμε τον σχετικό ευφημισμό) που η σύγχρονη προοδευτική σκέψη λογικά θα έπρεπε να καταδικάζει απερίφραστα. Σε αυτό το πρόβλημα των «παράλληλων κοινωνιών» τουλάχιστον, ανάλογο με αυτό που αντιμετωπίζει η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι παράλογο να υποστηρίξει κάποιος ότι η επιρροή του εκχριστιανισμού τον τελευταίο ενάμιση αιώνα τις έφερε εγγύτερα στα δυτικά πρότυπα.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα των εμπρησμών, βλέπουμε λοιπόν πώς αυτοί που υποτίθεται ότι θέλουν να επανορθώσουν την καταστροφή που υπέστη ένας πολιτισμός από την αποικιοκρατία, επιτίθενται σε βασικά στοιχεία αυτού του πολιτισμού σήμερα – γιατί η χριστιανική θρησκευτικότητα είναι βασικότατο κομμάτι της ζωής των αυτόχθονων πληθυσμών της Βορείου Αμερικής. Και ενώ λένε ότι θέλουν να ανατρέψουν δομές ισχύος και εκμετάλλευσης, με κάποιο τρόπο τις συνέπειες του «αγώνα» – σπασμένες βιτρίνες, βανδαλισμένες εκκλησίες – τις υφίστανται πάντα αυτοί που θεωρητικά «απελευθερώνονται».

Οι ακραίοι αντι-αποικιακοί ακτιβιστές του σήμερα επομένως δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους ρασιοναλιστές αποικιοκράτες του χθες: και οι δυο αυτοί χαρακτηριστικοί τύποι της δυτικής νεωτερικότητας εμφορούνται από μια μεσσιανική αλαζονεία που τους δίνει το δικαίωμα να ανατρέψουν τον τρόπο ζωής και την ιδιοπροσωπία αυτών που πρέπει να βρουν την προοδευτική λύτρωση. Με άλλα λόγια, ένας πολιτισμός πρέπει να καταστραφεί για να σωθούν τα μέλη του. Και τότε και τώρα, οι «Ινδιάνοι» φυσικά ήταν απλά η δικαιολογία: ο πραγματικός στόχος ήταν και είναι να επιβεβαιωθεί η ηγετική θέση κάποιων στην νέα πρωτοπορία.

Ακόμα και οι ακραίοι ακτιβιστές πάντως έχουν την δικαιολογία ενός κάποιου ιδεαλισμού. Πολύ πιο απογοητευτική είναι η στάση πολιτικών τύπου Τρυντώ, που όχι μόνο αδυνατούν να λάβουν ξεκάθαρη θέση στο οποιοδήποτε ζήτημα παρουσιάζει έστω και έναν ελάχιστο βαθμό ηθικής ή ιστορικής αμφισημίας, αλλά επιτρέπουν σε κάθε είδους «προοδευτικό» ριζοσπαστισμό να υποσκάπτει τους δημοκρατικούς θεσμούς για τους οποίους κατά τα άλλα κόπτονται. Η αρχική διστακτικότητα του Τρυντώ να καταδικάσει απερίφραστα τις επιθέσεις – κάτι που μπορούμε να εικάσουμε ότι θα είχε κάνει αμέσως αν αυτές αφορούσαν άλλες θρησκείες – αναδεικνύει την πλαδαρότητα του κυρίαρχου ιδεολογήματος που συνδυάζει μια επιλεκτική αντιθρησκευτικότητα με μια άκριτη αποδοχή κάθε ιδέας και μόδας που παρουσιάζεται ως παράγοντας πολυπολιτισμικότητας.

Αυτή η μεροληπτική στάση είναι και απόδειξη της έλλειψης ιστορικού βάθους στην σκέψη των σημερινών ελίτ, που αγνοούν ότι η προστασία της πίστης υπήρξε  το θεμέλιο και πρωταρχική πηγή νομιμοποίησης της νεωτερικής κοσμικής εξουσίας. Αγνοούν επίσης ότι η επικρατούσα θρησκευτικότητα μιας κοινωνίας αποτελεί πάντα το ασφαλέστερο ανάχωμα έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, και ως μαζική έκφραση της ανθρώπινης αυτοτέλειας έναντι της πολιτικής εξουσίας και ως πλέγμα ηθικών αναστολών και αυτο-περιορισμού των ασκούντων αυτή. Είναι ακριβώς αυτός ο διττός ρόλος της θρησκείας που την κάνει απαραίτητο παράγοντα εξισορρόπησης σε ένα πολιτικό σύστημα. Ένα κράτος που δεν προστατεύει την πίστη είναι ένα κράτος που χάνει την αξιοπιστία του ως εγγυητής δικαιωμάτων των λίγων, και που κανείς δεν μπορεί να εμπιστευτεί ότι δεν θα γίνει πηγή αυθαιρεσίας εις βάρος των πολλών.

Στην υπόθεση των εμπρησμών των εκκλησιών του Καναδά επομένως πιο ανησυχητική και από τον ιδεολογικό εξτρεμισμό μικρών ομάδων είναι η σιωπηλή ανοχή τους από το κατεστημένο της εξουσίας και των ιδεών. Νομίζοντας ότι ανανεώνουν την νομιμοποίησή τους με το να προσεταιρίζονται λίγη από την φρεσκάδα και ορμή του ακτιβισμού, στην πραγματικότητα αυτές οι ελίτ συμβάλλουν στην διάβρωση θεσμών και νοοτροπιών που αποτελούν την μόνη εγγύηση απέναντι σε κάθε είδους αυταρχισμό.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

*Ο συγγραφέας είναι ερευνητής στο Κέντρο Ρομπέρ Σουμάν του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας και πρόεδρος του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ).