Άγγελος Σικελιανός

Κωστής Παλαμάς – Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, παράλληλοι

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 6 / 6 ]

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι “τύχες” του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς στην Ελλάδα δεν ανήκουν στις αξιοζήλευτες. Ο Ιρλανδός μεταφράζεται καθυστερημένα, αποσπασματικά και, το κυριότερο, προβληματικά. Καθυστερημένα, επειδή ποίημα δικό του μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις στα 1941, από την Μελισσάνθη στα Νεοελληνικά Γράμματα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γέητς και σχεδόν δυο δεκαετίες μετά το Βραβείο Νομπέλ που του απονέμεται στα 1923[1]. Αποσπασματικά, διότι τα ογδόντα αυτά χρόνια έκτοτε, το ογκωδέστατο έργο του, ποιητικό και άλλο (δραματικό, δοκιμιακό, αφηγηματικό, φιλοσοφικό), αντιπροσωπεύεται στα ελληνικά με μια δεκαριά μόλις αυτοτελείς εκδόσεις και κάποιες σποράδην παρουσίες του σε ανθολογήματα και περιοδικά, σχεδόν όλες ολιγοσέλιδες. Προς σύγκριση, μόνο από το 2010 και εντεύθεν έχουμε πάνω από τριάντα ελληνικές εκδόσεις του Λόρκα, άλλες τόσες του Μπρεχτ, δεκαπέντε του Μαγιακόφσκι και δώδεκα του Έλιοτ, ενός ποιητή που στον ίδιο τον αγγλόφωνο κόσμο θεωρείται συνήθως υποδεέστερος του Γέητς. Αποσπασματικές είναι όμως  οι υπάρχουσες μεταφράσεις και εξαιτίας της σύστασής τους. Μεγάλα κομμάτια του γεητσιανού κόρπους, κάποτε περίοδοι ολόκληρες, υποαντιπροσωπεύονται, ενώ τα κρίσιμα συνθετικά ποιήματά του παρουσιάζονται κερματισμένα, με τρόπο που τα συσκοτίζει.

Πρωτίστως όμως, ο Γέητς μεταφράζεται προβληματικά. Τους λόγους για την ανεπάρκεια των ελληνικών μεταφράσεων ώς το 1995 τους απαριθμεί ο Διονύσης Καψάλης στο σχετικό του δοκίμιο: μικρή τριβή με την αγγλόφωνη ποίηση και το ιστορικό της βάθος· ελλιπής γνώση της κλασσικής προσωδίας που κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοποιεί ο Γέητς· περιρρέουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα που απέχει πολύ από το πνεύμα και την ποιητική του[2]. Ατυχώς, τα προβλήματα αυτά δεν λείπουν και από τις (κατά πολύ περισσότερες) μεταφράσεις ποιημάτων του της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Αντιθέτως, σε κάποιες είναι οξυμένα.

Τώρα, η φτωχή αυτή ποσοτικά και ποιοτικά μεταφραστική σοδειά επόμενο ήταν να επηρεάσει και την εικόνα του Γέητς που σχηματίστηκε στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτή είναι κατά τα ουσιώδη της λειψή και παραπλανητική. Ως επί το πολύ, ο Γέητς μάς συστήνεται ως ποιητής που ανοίγει τον δρόμο προς τον «μοντερνισμό», γενικώς και αορίστως. Ή μας παρουσιάζεται ως κήρυκας ποικίλλων, μεγαλοφάνταστων, κάποτε και συγκεχυμένων «οραμάτων και θαυμάτων», για να θυμηθώ τον Μακρυγιάννη. Όσοι προτιμούν την πρώτη ερμηνεία, τον παραλληλίζουν με τον Κ. Π. Καβάφη. Όσοι επιμένουν στη δεύτερη, τον αντιπαραβάλλουν με τον Άγγελο Σικελιανό[3].

Δίχως άλλο, ο Γέητς έχει κοινά και με τον ένα και με τον άλλο Έλληνα ομότεχνό του. Τα όψιμα βιωματικά ποιήματα του Ιρλανδού, αυτή η εκ βαθέων αντιμέτρηση με το γήρας και τη φθορά, θυμίζουν ενίοτε τον τόνο τον καβαφικό. Αντίστοιχα, η διαρκής πάλη του Γέητς με τους μεγάλους μύθους, ο αγώνας του για την αναμάγευση και την ανανοηματοδότηση του κόσμου, φέρνουν στον νου τον Λευκαδίτη ποιητή. Πολύ περισσότερα είναι όμως αυτά που χωρίζουν τον Γέητς από τους δυο Έλληνες. Την καχυποψία του Καβάφη απέναντι στον ιδεαλισμό λ.χ. ο Γέητς δεν την συμμεριζόταν διόλου. Απεναντίας, ώς το τέλος νοσταλγεί τα μεγάλα ιδεώδη του 19ου αιώνα και μυκτηρίζει τους συμπατριώτες του επειδή τα λησμόνησαν. «Είναι ρωμαντικοί, ρωμαντικοί, ρωμαντικοί!» ανέκραζε ο γέρων Αλεξανδρινός στα 1932 κατακεραυνώνοντας τους Αθηναίους ομοτέχνους του. «We were the last romantics», δήλωνε με μαχητική υπερηφάνεια έναν χρόνο προηγουμένως ο Δουβλινέζος στο αυτοβιογραφικό ποίημά του «Coole Park and Ballylee, 1931». Για τον Γέητς την ιστορία την κινούν πρωτίστως τα πάθη, τα όνειρα, οι ιδέες, τα «ανεξέλεγκτα μυστήρια» – κι αυτά οι λεγόμενοι «Ρεαλιστές», σημειώνει,  δεν έχουν μάτια να τα δουν[4].

Hope that you may understand !
What can books of men that wive
In a dragon-guarded land,
Paintings of the dolphin-drawn
Sea-nymphs in their pearly wagons
Do, but awake a hope to live
That had gone
With the dragons? (περισσότερα…)

Advertisement

περαστικά & παραμόνιμα | 07:22

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Όριο στήριξης», «επίπεδο αντίστασης», «πρώτη και δεύτερη γραμμή άμυνας» – οι μαθηματικοφανείς χρηματιστηριακές «αναλύσεις» μοιάζουν με τα αστρονομικοφανή κατεβατά των αστρολόγων, με εκείνες τις «συναστρίες» και τους «ανάδρομους» ή «ευθυγραμμισμένους πλανήτες».

Η γλώσσα τους όμως είναι στεγνά μιλιταριστική. Δεν έχει τίποτα από τη σαγήνη του πανάρχαιου ζωδιακού κύκλου, από την ποιητική γοητεία των σύμβολων που έθρεψε τόσες χιλιετίες τώρα η συλλογική φαντασία. Με αυτά τα σύμβολα ο Γέητς και ο Σεφέρης έγραψαν υπέροχα ποιήματα. Με την ορολογία των χρηματιστών ούτε παρωδία δεν μπορεί να γράψει κανείς.

Και δεν συγκρίνω καθόλου την «αντικειμένική» τους αξία. Τα καλογραμμένα ωροσκόπια είναι μια ψυχολογική φαρμακεία, μια καταβύθιση στον ημισυνειδητό κόσμο των πόθων και των φόβων. Οι χρησμοί των χρηματιστηριακών αναλυτών ηχούν σαν τον εμετό της Πυθίας που πέφτει από ύψος σε τενεκεδένιο κουβά. (περισσότερα…)

Παραλειπόμενα τ΄ Άη Νικόλα

Πρόδρομες σημειώσεις μιας παράλληλης ανάγνωσης των αγιορειτικών ημερολογίων του Ν. Καζαντζάκη & του Ά. Σικελιανού

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Χάρη στην πρόσφατη εκδοτική επιμέλεια και τον κόπο της Χριστίνας Ντουνιά και της Παρασκευής Βασιλειάδη, έχουμε πια στα χέρια μας το ―από ετών πολλών επιποθούμενο― αγιορείτικο ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη ώστε να συμπληρώσει τη ματιά μας στις αγιορείτικες εμπειρίες του αδελφικού ζεύγους Σικελιανού-Καζαντζάκη.[1] Το ταξίδι τους στο Άγιον Όρος πραγματοποιήθηκε από τις 14 Νοεμβρίου ώς τις 22 Δεκεμβρίου 1914 (στις 23/12 έβγαιναν από το Άγ. Όρος για τη Θεσσαλονίκη). Με αφορμή την χθεσινή γιορτή του αγίου Νικολάου (ημέρα ονομαστικής γιορτής του Καζαντζάκη άλλωστε) θα παραθέσω ένα σύντομο σημείωμα σχετικά με τις αντίστοιχες καταγραφές αυτής της ημέρας, από μια συνολικότερη (εν εξελίξει) μελέτη των δυο αυτών ημερολογιακών καταγραφών. (Κι ως εκ τούτου θα περιοριστώ μόνο σε επιμέρους συμπεράσματα που εξάγονται από αυτές μόνον τις καταγραφές).

(περισσότερα…)