Στήλες | Μικροδοκίμια (από τον Ηλία Αλεβίζο)

Η άτεχνη μεταφυσική της τεχνητής νοημοσύνης

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1946 το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας παρουσίασε στο ευρύ κοινό και στον τύπο της εποχής τον ENIAC, έναν από τους πρώτους υπολογιστές και τον πρώτο τέτοιο με την καθιερωμένη πλέον σημασία του (υλοποιούσε εσωτερικά τη λεγόμενη αρχιτεκτονική φον Νώυμαν και ήταν πλήρως προγραμματιζόμενος). Ζύγιζε τριάντα τόνους και άνετα θα καταλάμβανε όλα τα δωμάτια ενός μεγάλου, σύγχρονου διαμερίσματος. Ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό του όμως που τράβηξε την προσοχή των δημοσιογράφων. Ο ENIAC είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει την τροχιά ενός βλήματος σε λιγότερο χρόνο απ’ αυτόν που θα διαρκούσε η ίδια η τροχιά (το παράδειγμα με τις τροχιές βλημάτων δεν ήταν βέβαια τυχαίο, εφόσον ο ENIAC είχε σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιους σκοπούς στα πλαίσια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσαν οι υπολογιστικές δυνατότητες του ENIAC ώστε δεν ήταν σπάνιες οι αναφορές περί ενός «ηλεκτρονικού εγκεφάλου».

Παρά την υπαρκτή υπερβολή αυτών των χαρακτηρισμών, θα ήταν ωστόσο προπέτεια να διαβάσει κανείς τις τότε αντιδράσεις απλά ως ένα ακόμα δείγμα δημοσιογραφικής εντυπωσιοθηρίας. Την αμέσως επόμενη δεκαετία μετά το ντεμπούτο του ENIAC θα εισαγόταν στο επιστημονικό λεξιλόγιο ο όρος «τεχνητή νοημοσύνη». Όχι από τους δημοσιογράφους, αλλά από τους ίδιους τους επιστήμονες της νεοαναδυόμενης τότε επιστήμης της πληροφορικής. Ο σκοπός τους ήταν τόσο μεγαλεπήβολος όσο αφήνει να εννοηθεί ο όρος: η αναβίωση της παλιάς εκείνης φιλοδοξίας του Λάιμπνιτς περί κατασκευής μιας καθολικής άλγεβρας του Λόγου μέσω της αναγωγής του σε μηχανικά διατυπώσιμους κανόνες. Κλεισμένοι στα εργαστήριά τους, οι ειδικοί επιστήμονες πιθανότατα δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε την διάθεση να ασχοληθούν με τον Λάιμπνιτς. Ακόμα κι εν αγνοία τους όμως, συνέχιζαν πάνω στον δρόμο που αυτός είχε διανοίξει πριν μερικούς αιώνες, όταν ο Ορθός Λόγος είχε αρχίσει να ξυπνάει ξανά μετά από τον παρατεταμένο του ύπνο κάτω από το βαρύ πάπλωμα της θεολογίας. Βασιζόμενοι στην αναλογία (που οι ίδιοι διέβλεπαν) μεταξύ των ηλεκτρονικών διακοπτών – τρανζίστορ των υπολογιστών και των εγκεφαλικών νευρώνων θα έθεταν στον εαυτό τους τον στόχο να κατασκευάσουν μηχανές που «πραγματικά θα σκέφτονταν». Το εγχείρημα αυτό τελικά θα κατέρρεε εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια όταν και έγινε αντιληπτό το μέγεθος των δυσκολιών που ανέκυψαν για την επίλυση ακόμα και των απλούστερων προβλημάτων που θα όφειλε να μπορεί να αντιμετωπίσει μια «σκεπτόμενη» μηχανή. Όπως ήταν φυσικό, μαζί με την επιστημονική αλαζονεία, στέρεψαν και τα χρηματοδοτικά κονδύλια. Το εγκεφαλογράφημα της τεχνητής νοημοσύνης εκφυλίστηκε σε μια επίπεδη γραμμή για αρκετά χρόνια πριν εμφανίσει πρόσκαιρα κάποια σημάδια ζωής τη δεκαετία του 1980. Για να πέσει πάλι σε κωματώδη αδράνεια για το υπόλοιπο του 20ού αιώνα. Και για να ανανήψει για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ένα νέο κύμα επενδύσεων και υπερφίαλων (ξανά) υποσχέσεων.

Έχοντας την πικρία από τους πρώτους «χειμώνες της τεχνητής νοημοσύνης», οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες εμφανίζονται πλέον λιγότερο επιρρεπείς προς τη μεγαλαυχία, τουλάχιστον όσον αφορά σε πιο οριακά, φιλοσοφικά ζητήματα. Οι φιλοδοξίες τους εστιάζονται σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένες από το στοιχείο της υπερβολής και της (με μαρξιανή έννοια) ιδεολογίας· η μόνιμη επωδός περί επικείμενης εξαφάνισης της ανθρώπινης εργασίας αποτελεί ένα μόνο δείγμα. Οι περισσότερο φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του κλάδου έχουν βρει καταφύγιο πίσω από τον όρο «Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη», με τον οποίο υποδηλώνεται η έρευνα περί της δυνατότητας κατασκευής «πραγματικά σκεπτόμενων» μηχανών, σε αντιπαραβολή με την πιο στενή έννοια της τεχνητής νοημοσύνης όπου το ζητούμενο είναι η κατασκευή «έξυπνων» αλγορίθμων για πιο πρακτικούς σκοπούς και ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ή αναλογία προς την ανθρώπινη σκέψη. (περισσότερα…)

Advertisement

Στον στίβο του συμβολικού


*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα εφικτό για έναν επαγγελματία αθλητή να βγει δημοσίως και να διακηρύξει μεγαλοφώνως και με παρρησία, ως ένα σύγχρονο «έρκος Αχαιών», ότι «δεν είμαι το πρότυπο κανενός». Τέτοιες μεγαληγορίες μπορεί βέβαια να εκφέρονταν στα πλαίσια κάποιας διαφημιστικής καμπάνιας, αμβλύνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αιχμές περιείχαν για την αδηφάγα βιομηχανία του θεάματος που δεν γνωρίζει φραγμούς. Έστω κι έτσι όμως, παρά τις απόπειρες απονεύρωσης και δημιουργικής ενσωμάτωσης τους σε πιο αποδεκτά πλαίσια, υποδείκνυαν κάτι βαρύνουσας σημασίας: τη δυνατότητα ύπαρξης της ετεροδοξίας και την ανάγκη αναμέτρησης με αυτή, ακόμα κι αν αυτή η αναμέτρηση γινόταν υπό τους όρους της ενσωμάτωσης.

Η εποχή που επέτρεπε τέτοιου είδους διανοητικές λεπτότητες και που είχε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση ώστε να παρέχει χώρο σε αποκλίνουσες αντιλήψεις και ρητορικές λοξοδρομίες φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αρκεί πλέον μια απειροστή υπόνοια ότι ένας αθλητής τόλμησε να αγνοήσει τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας για να ξεσηκωθούν εναντίον του οι διαδικτυακές και μιντιακές ορδές των σύγχρονων Καθαρών και Βογομίλων (ακόμα και από την άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί η υπεύθυνη λίγκα να τους έχει πετάξει μερικά ψίχουλα στο παρελθόν), απαιτώντας τον κοινωνικό εξοστρακισμό του, τη συμβολική θυσία του πάνω σε μια πυρά που τρίζει από τα κλικ των like και των share. Μέχρι και ο εργοδότης του πεπτωκότος αθλητή εγκαλείται αν τυχόν δεν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προς «συμμόρφωση» του εργαζομένου του. Στη βάση ποιας λογικής όμως έχει φτάσει να θεωρείται αυτονόητο ότι ένας εργοδότης (και μάλιστα ιδιώτης) έχει το δικαίωμα να εγείρει αξιώσεις και απαιτήσεις περί του ορθώς εκφράζεσθαι των εργαζομένων του εκτός των ορίων του εργασιακού χώρου; Ο εύκολος ερμηνευτικός δρόμος για την εξήγηση αυτής της αλλαγής παραδείγματος των εργασιακών ηθών είναι αυτός που εκκινεί από μια υποτιθέμενη αυξημένη ευαισθησία των δυτικών κοινωνιών απέναντι σε φαινόμενα κακοποίησης και προσβλητικών συμπεριφορών για να καταλήξει λίγο – πολύ αβρόχοις ποσί σε ψευδαισθήσεις μεγαλείου περί κάποιας ηθικής προόδου των φιλελεύθερων «δημοκρατικών» καθεστώτων. Το ιστορικό βλέμμα, ωστόσο, έχει μάθει να είναι καχύποπτο απέναντι στις εύκολες ηθικολογικές ρητορείες που συχνά δεν είναι τίποτα άλλο παρά εφήμερος αφρός που ξεβράζουν στην επιφάνεια τα βαθιά ρεύματα μακράς διάρκειας της κοινωνικής αλλαγής. (περισσότερα…)

Η αλογόμυγα του Σωκράτη

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Ένας από τους γοητευτικότερους χαρακτήρες των πλατωνικών διαλόγων βρίσκεται στον Γοργία. Πρόκειται φυσικά για τον προκλητικό και αιρετικό Καλλικλή. Η πιο επιφανειακή ανάγνωση του Καλλικλή θα του απέδιδε απλώς μια πρόθεση απολογητικής της εκάστοτε εξουσιαστικής αρχής. Μια δεύτερη, προσεκτικότερη ανάγνωση θα έθετε γρήγορα εν αμφιβόλω την θεώρηση του Καλλικλή ως ενός απλού φερεφώνου της εξουσίας. Από τη στιγμή που ο ίδιος αποδέχεται ότι όσοι κρατούν τα ηνία μιας πολιτικής οντότητας ενδέχεται κάλλιστα να πάσχουν από μια φυσική κατωτερότητα, τότε αυτόματα ανοίγεται ο δρόμος για τη διάσταση μεταξύ (ανθρώπινου) νόμου και φύσης. Κι αν ο νόμος είναι αυτός που κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή, αυτό σημαίνει ότι η φύση δρα κατά κανόνα από το παρασκήνιο, αναζητώντας την ευκαιρία να διεκδικήσει ό,τι της ανήκει. Έτσι εδώ ανακύπτει μια πιο νιτσεϊκή εκδοχή του Καλλικλή: οι κατέχοντες την εξουσία διακατέχονται από δουλικά ένστικτα και για αυτόν ακριβώς τον λόγο φροντίζουν να διασφαλίζουν την πλεονεκτική τους θέση με το να οχυρώνονται πίσω από τον νόμο και τις τετριμμένες ηθικές συμβάσεις.

Η διάκριση ανάμεσα σε νόμο και φύση δεν είναι όμως τόσο σαφής όσο θα απαιτούσε μια συνεπής νιτσεϊκή ερμηνεία. Όπως ο ίδιος ο Καλλικλής αναφέρει, μια έννοια (φυσικού) δικαίου μπορεί να ανευρεθεί ακόμα και στα ζώα. Αν όμως το (όποιο) δίκαιο βρίσκει εφαρμογή τόσο επί των ανθρώπων όσο και επί των ζωικών πλασμάτων, τότε ποιο ακριβώς είναι το όριο που διαχωρίζει τον νόμο από τη φύση; Μια δυνατή απάντηση θα ήταν να ταυτιστεί ο νόμος με το άδικο. Κάθε δίκαιο άξιο του ονόματός του (οφείλει να) πηγάζει από μια φυσική μήτρα, ενώ κάθε θετικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να μολύνει και να παραμορφώνει το φυσικό δίκαιο. Η ιδανική πολιτεία θα ήταν αυτή που θα επέτρεπε στις δυνάμεις της φύσης να ακολουθούν το δρόμο τους, απαλλαγμένες από τα βαρίδια και τα χαλινάρια των συμβατικών νόμων. Στην ακραία της εκδοχή, αυτή η λύση δεν επιλύει βέβαια και πολλά, αναδιατυπώνοντας απλώς το πρόβλημα. Αν μια «επιστροφή στη φύση» είναι το ζητούμενο για μια πολιτεία, τότε σε τι ακριβώς διαφέρει μια πολιτική οντότητα από μια ζωική ορδή; Το κάλεσμα επιστροφής στη φύση οδηγεί αναγκαστικά στην αυτοαναίρεση κάθε έννοιας του πολιτικού, χειρονομία που είναι ωστόσο αδιανόητη για τον Καλλικλή, εφόσον για τον ίδιο η ικανότητα διαχείρισης των πολιτικών πραγμάτων συνιστά τον κατεξοχήν ορισμό της ευφυΐας. (περισσότερα…)

Πληροφοριακές λεωφόροι και διαδικτυακά σοκάκια

El-fake-con-la-foto-del-arrepentimiento-torero-que-se-convirtió-en-viral

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Στα μέσα του 2012, μια είδηση έκανε την εμφάνισή της στο διαδίκτυο. Αφορούσε την αιφνίδια μεταστροφή ενός ταυρομάχου, εν τω μέσω μάλιστα μιας ταυρομαχίας. Η είδηση συνοδευόταν και από μία φωτογραφία που έδειχνε τον ταυρομάχο καταβεβλημένο, να κάθεται στην άκρη της αρένας, πιάνοντας το πρόσωπό του σε μια χειρονομία απόγνωσης, με τον ταύρο να τον παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής. Πόση σχέση όμως έχουν όλα αυτά με την πραγματικότητα; Η ιστορία της δημιουργίας ενός θρύλου…

Άρτος και θεάματα 

Στο εκτενέστερο από τα δοκίμιά του, γραμμένο πριν από 450 χρόνια περίπου, ο Μονταίν επιχειρεί να αποδείξει ότι τα ζώα πόρρω απέχουν από το να είναι απλά θηρία, κατευθυνόμενα από ωμά ένστικτα, χωρίς ίχνος λογικής και φαντασίας. Διαθέτουν κι αυτά εκείνα τα χαρακτηριστικά για τα οποία ο άνθρωπος υπερηφανεύται ότι αποτελεί τον εργολαβικό κάτοχό τους. Χαρακτηριστικά όπως ευφυία, γενναιότητα, συμπόνια κι ευγνωμοσύνη ανήκουν στο ρεπερτόριο της συμπεριφοράς τους και, καταπώς το συνήθιζε, ο Μονταίν αντλεί πλήθος παραδειγμάτων από την αρχαία Ελληνική και Λατινική γραμματεία, προς επίρρωση της θέσης του. (περισσότερα…)

Παραλλάξεις του Θουκυδίδη | Der Historikerstreit

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Παραλλάξεις του Θουκυδίδη

Υπάρχει μια τάση, αρκετά διαδεδομένη, να διαβάζεται ο Θουκυδίδης σαν να ήταν ένας μακιαβελιστής (με την έννοια του Μπέρναμ) πριν τον καιρό του, περίπου σαν ένας προφήτης του νεωτερικού συντηρητισμού, ένας πρόδρομος του Μόσκα, του Παρέτο, του Μίχελς. Αφορμές για μια τέτοια ανάγνωση σίγουρα δεν λείπουν. Η ερμηνευτική του Θουκυδίδη όμως μπορεί να βγάλει σε άλλες ατραπούς, αν πάρει κανείς το αρνητικό του αποτύπωμα κι επιχειρήσει να διαβάσει τις σιωπές του, να νοηματοδοτήσει τα διάκενα της πυκνής, περιγραφικής και συνθετικής γραφής του. Ο λοιμός στην Αθήνα και η ηθική-κοινωνική κατάρρευση που αυτός επέφερε ερμηνεύονται συχνά ως απόδειξη της νεωτερικής χομπσιανής αντίληψης περί των σχέσεων μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Ο πολιτισμός, λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αδιόρατη κρούστα, τα λεπτά νήματα ενός ιστού που μετά βίας παρέχουν μια ελάχιστη συνοχή στην κοινωνική ζωή. Αρκεί μία απειροστή διαταραχή για να επαναφέρει τα ανθρώπινα πλάσματα στην πρωταρχική, ζωώδη τους κατάσταση, να βγάλει στην επιφάνεια την αρχή του homo homini lupus.

Όμως ο Θουκυδίδης δεν γεννήθηκε τον 16ο αιώνα. Δεν κουβαλούσε στις πλάτες του μερικούς αιώνες χριστιανοτραφούς απέχθειας προς τη φύση. Αν μη τι άλλο, οι σοφιστές ήταν αυτοί που τον προετοίμασαν. Και για τους σοφιστές, το δίπολο φύση – νόμος (δηλαδή πολιτισμός, με σημερινή ορολογία) ήταν κατά κανόνα ανάστροφα χρωματισμένο. «Ο νόμος ως πηγή δυστυχίας» θα ήταν μια φράση μάλλον πιο κοντά στο πνεύμα τους. Από αυτή την οπτική γωνία επομένως, ο λοιμός στην Αθήνα δεν σηματοδοτεί κάποια επιστροφή στην κτηνώδη φυσική κατάσταση, αλλά το έσχατο σημείο διαστροφής της φύσης στον οποίο μπορεί να φτάσει ο πολιτισμός. Δεν είναι η φύση που παράγει τον αλληλοσπαραγμό, αλλά ο οργανωμένος πόλεμος, αυτό το «απόγειο» του πολιτισμού. Το να διαβάζει κανείς τα σχετικά χωρία του Θουκυδίδη και να διαβλέπει πίσω τους την Αγγλία του 17ου αιώνα είναι σαν να κάνει περίπατο σ’ ένα παρθένο δάσος γεμάτο τρεχούμενα νερά και να ανασηκώνει τους ώμους ψιθυρίζοντας: «πίσω από αυτά τα δέντρα δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά ατέλειωτες σειρές από καρβουνιασμένους κορμούς να βγάζουν καπνούς». (περισσότερα…)

Η ιδεολογία της αξιοκρατίας και το ασυνείδητό της

*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Απ’ όλα τα είδη παιχνιδιών, όσα οριοθετούνται από αυστηρούς κανόνες και διέπονται από τη λογική της ποσοτικοποίησης κατέχουν αναμφίβολα κυρίαρχη θέση στις κατά Καιλλουά λογιστικές κοινωνίες του 20ού και του 21ου αιώνα – σ’ εκείνες τις κοινωνίες δηλαδή που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γραφειοκρατικής, «ορθολογικής» οργάνωσης.

Ευτυχώς, τα παιδιά επιμένουν ακόμα στα παιχνίδια προσποίησης, ρόλων, μίμησης και ιλίγγου. Μόνο τα παιδιά. Οι ενήλικες πετάνε από πάνω τους σαν ξεραμένο δέρμα τέτοιες συνήθειες· εκτός και αν μπορούν να τις απολαμβάνουν με ελεγχόμενο και «υπεύθυνο» τρόπο, σαν τις συνταγογραφημένες δόσεις έκστασης που προσφέρει η εξέδρα στους οπαδούς. Τα «σοβαρά» παιχνίδια των ενηλίκων προσπαθούν επίμονα να ξορκίσουν σχεδόν κάθε έννοια του πραγματικά τυχαίου (και όχι απλά της στατιστικού τύπου απόκλισης) και του λάθους.

Τόμοι ολόκληροι είναι αναγκαίοι για να περιγραφούν οι κανόνες τους. Στο όνομα τίνος; Μιας αξιοκρατίας που ωστόσο και αυτή η ίδια είναι κομμάτι της μυθολογίας των σύγχρονων αγώνων. Φαντάζεται κανείς ότι τα σημερινά παιχνίδια τείνουν προς μια απόλυτη (δηλαδή σχεδόν μαθηματικά εννοημένη) δικαιοσύνη. Στην ιδανική περίπτωση, κάθε εξω-αγωνιστικό στοιχείο (π.χ. ηθικό ή αισθητικό) οφείλει να εξοβελιστεί. Το απόλυτα δίκαιο παιχνίδι θα ήταν κάτι σαν το σκάκι: ένα παιχνίδι στρατηγικής χωρίς τύχη, στο οποίο επιπλέον οι παίκτες θα είχαν αντικατασταθεί από προσομοιωτές για να αποκλειστούν τα ολισθήματα. Ένα παιχνίδι βγαλμένο από τα όνειρα ενός γραφειοκράτη καριέρας. (περισσότερα…)

Funny Games

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Θεωρείται πλέον περίπου αυτονόητη η βεμπεριανή διαπίστωση ότι ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο κράτος ως μορφή πολιτικής οργάνωσης (για την ακρίβεια, υποδούλωσης όσον αφορά στην πλειονότητα των πολιτικών «υποκειμένων») είναι το μονοπώλιο που κατέχει πάνω στην άσκηση βίας εντός του γεωγραφικού χώρου ισχύος του. Το αυτονόητο αυτής της διαπίστωσης λάμπει με τέτοια προφάνεια ώστε το φως της τελικά καταλήγει μερικές φορές να τυφλώνει, περισσότερο να συγκαλύπτει παρά να αποκαλύπτει. Η φράση περί μονοπωλίου της βίας εκ μέρους του κράτους παραπέμπει σχεδόν συνειρμικά σε φαινόμενα που εκτυλίσσονται στο επίπεδο των μακροκοινωνικών σχέσεων. Η περίπτωση της αυτοάμυνας είναι η μόνη κατά την οποία επί της ουσίας επιτρέπεται η άσκηση βίας εκ μέρους των μεμονωμένων υποκειμένων. Οποιαδήποτε άλλη κοινωνικά και πολιτικά βαρύνουσα μορφή βίας ανατίθεται είτε στις αστυνομικές δυνάμεις (με τον κυριότερο ρόλο τους να είναι αυτός της καταστολής στο εσωτερικό μιας κρατικής οντότητας) είτε στις δυνάμεις του στρατού (που αναλαμβάνουν την προάσπιση και επέκταση των συμφερόντων των κυρίαρχων ελίτ προς το εξωτερικό). Αυτό που διαλανθάνει την προσοχή όσων μένουν σ’ ένα τέτοιο μακροκοινωνικό επίπεδο είναι οι τυχόν μεταβολές και μεταστοιχειώσεις που ενδεχομένως λαμβάνουν χώρα στο μικρομοριακό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, εκεί όπου καταλήγει η αιθαλομίχλη από εξελίξεις μεγάλης κλίμακας και επικάθεται στους πνεύμονες που ζωοδοτούν τη δυναμική μικρών ομάδων ή ακόμα και αυτή μεταξύ του Εγώ και του Εσύ. (περισσότερα…)

Το στίγμα της σπίθας

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Ποιος είχε τη δυνατότητα να φέρει τατουάζ σε εμφανή σημεία του σώματός του, να βάφει τα μαλλιά του σε ασυνήθιστες αποχρώσεις ή να τα κουρεύει σε εξωτικές κόμες, να κάνει piercing σε παράδοξα σημεία του κορμιού του; Στις δυτικές κοινωνίες τέτοιες διακοσμητικές επεμβάσεις υπήρξαν κατά κανόνα προνόμιο είτε περιθωριακών ομάδων (αρχικά) είτε καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (στη συνέχεια). Παρά την απόσταση που μπορεί να χωρίζει τη φιγούρα του παρανόμου από αυτή ενός celebrity, υφέρπει και στις δύο περιπτώσεις ένας κοινός συμβολισμός: ένας συμβολισμός που δηλώνει ότι αυτός που κοσμεί το σώμα του με τέτοια στολίδια μπορεί να το κάνει γιατί βρίσκεται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας και άρα εκτός των συμβατικών νόμων που διέπουν την εμφάνιση των υπολοίπων.

Τέτοιες πρακτικές όμως πλέον τείνουν να γίνουν κοινός τόπος. Ένας οδηγός λεωφορείου ή ένας ταμίας σε μία τράπεζα μπορούν να φέρουν ένα «μανίκι» με την ίδια άνεση που το κάνει κι ένα ακριβοπληρωμένο και καλοκουρδισμένο γρανάζι της βιομηχανίας του ποδοσφαιρικού θεάματος. Ο συμβολισμός εδώ υφίσταται μια ανεπαίσθητη αλλά κρίσιμη μετατόπιση. Αντί για μια πραγματική απόσταση από τον ανελέητο κύκλο της παραγωγής, υποδηλώνεται μια φαντασιακή τέτοια. Ένα σκουλαρίκι στη μύτη φαίνεται σαν μια μικρή χειρονομία εξέγερσης που δεν τραβιέται όμως στα άκρα. Φαίνεται να λέει: «Αφήστε με να ανακυκλώνω όποια εικόνα του εαυτού μου επιθυμώ, εφόσον δεν σας ενοχλώ και δεν διαταράσσω τον κύκλο της παραγωγής».«Μη μου την εικόνα τάραττε», φωνάζει ένα τέτοιο υποκείμενο, αναζητώντας εκείνο το αρχιμήδειο σημείο που θα του επιτρέψει να αποσπάσει την εικόνα του εαυτού του από τους υλικούς όρους της αναπαραγωγής του. Η μετατροπή του τατουάζ σε μια τετριμμένη πρακτική μοιάζει έτσι να τροφοδοτεί τη μετατροπή της εικόνας σ’ ένα γενικό ισοδύναμο εντός της ψυχικής και συμβολικής οικονομίας των εαυτών. (περισσότερα…)

Η Ιλιάδα του διαστήματος

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Η επιστροφή των πότλατς

Αν υπάρχει μία πλευρά (αν και όχι η μόνη) της ανθρώπινης συμπεριφοράς που βρέθηκε (και συνεχίζει να βρίσκεται) στο επίκεντρο όλων των μέχρι τώρα τεχνολογικών αναδιαρθρώσεων, ήδη από την 1η βιομηχανική επανάσταση, αυτή σίγουρα είναι η μετακίνηση. Είναι σχεδόν αδύνατο πλέον να μετακινείται κανείς –και άρα να υπάρχει κοινωνικά– χρησιμοποιώντας τα πόδια του και μόνο. Η τεχνολογική διαμεσολάβηση της μετακίνησης έχει προχωρήσει σε τέτοιο βάθος ώστε πλέον χρειαζόμαστε υπενθυμίσεις ότι πρέπει να περπατάμε πού και πού. Όχι για χάρη της περιπλάνησης βέβαια, για την απόλαυση του βαδίσματος καθεαυτό. Η flânerie έχει μάλλον περισσότερες πιθανότητες να σε στιγματίσει ως ύποπτο. Το βάδισμα οφείλει να εξασκείται με στόχο τη διατήρηση της «καλής υγείας». Ακόμα και για τη μετακίνηση, την κάλυψη μεγάλων αποστάσεων (και ποια δεν θεωρείται μεγάλη απόσταση πια;) φαίνεται παράλογο να βασίζεσαι στα πόδια σου. Παράλογο, ήτοι μη αποδοτικό. Σου «επιτρέπεται», έστω με μία ελαφρά συγκατάβαση, να χρησιμοποιείς ποδήλατο. Ή, ακόμα καλύτερα, αν θες πραγματικά να λογίζεσαι ως μέλος της τάξης των ιδιοκτητών, οφείλεις να κατέχεις ένα αυτοκίνητο, έστω μια μηχανή. Και για τα ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, το αεροπλάνο εκμηδενίζει τον κόπο και τον χρόνο (ίσως και το ίδιο το ταξίδι βέβαια).

Ένα αρραγές νήμα τεχνολογικής προόδου και ορθολογικότητας ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Το άκρον άωτον αυτής της ορθολογικότητας εκφράζεται εν τέλει στο τεχνούργημα του πυραύλου που σε στέλνει στη σελήνη. Ένα τέτοιο σημείο ολοκλήρωσης όμως αποδεικνύεται κι ως ένα σημείο αναστροφής. Η ίδια τεχνολογία, ο ίδιος πύραυλος που τη μία στιγμή έχει ως στόχο τη σελήνη, την επόμενη βάζει στο στόχαστρο του έναν οποιοδήποτε τόπο επί γης, για να τον αφανίσει, κουβαλώντας στο ρύγχος του μια πυρηνική ή συμβατική κεφαλή. Και σε τελευταία ανάλυση, το διαστημικό ταξίδι είναι τόσο απομακρυσμένο από οποιαδήποτε έννοια γήινης μετακίνησης ώστε πλέον οι λειτουργίες και τα νοήματα που συναρθρώνονται γύρω του αδυνατούν να εξηγηθούν καταφεύγοντας σε οποιαδήποτε έννοια ορθολογικότητας. Η κούρσα των εξοπλισμών και αυτή των διαστημικών τεχνολογιών εξελίχθηκαν ως μία ακολουθία σπασμών: των σπασμών ενός σύγχρονου, ανάστροφου πότλατς. Αλλά χωρίς την ασφαλιστική δικλείδα της παιγνιώδους συναίσθησης. Η εκμηδένιση του χώρου και του χρόνου ολοκληρώνεται με τη δυνατότητα εκμηδένισης του ίδιου του ανθρώπου. (περισσότερα…)

Συνωμοσιολογική σκέψη και καθεστωτική ιδεολογία: Διαδρομές σε έναν λαβύρινθο κατόπτρων

 

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

~~.~~

1. Η παραζάλη της κριτικής

Έχει ειπωθεί ότι ο Μιθριδάτης εκπαιδεύτηκε στο να πίνει δηλητήριο. Σαν κι αυτόν, μαθαίνουμε να καταπίνουμε και να μην βρίσκουμε πικρό το δηλητήριο της δουλείας.
ΕΤΙΕΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΟΕΣΙ

Γιατί ένα μεγάλο μέρος της προοδευτικής, συχνά αριστεροστρεφούς (για την ακρίβεια, αριστεροστραφούς) διανόησης έχει θέσει σε υψηλή προτεραιότητα και έχει «επιλέξει» ως κύριο αντίπαλό της τους «συνωμοσιολόγους» (όπως αυτή τους κατανοεί, εν πάση περιπτώσει, εντάσσοντας σε αυτούς ακόμα και αναγνωρισμένους και καθόλου αντι-κρατιστές επιστήμονες) και όχι το αρνητικό τους αποτύπωμα, με το οποίο εξάλλου βρίσκονται σε συμβιωτική σχέση: το παραλήρημα μιας εξουσίας που ισοπεδώνει δικαιώματα μέσα σε συνθήκες που λίγο απέχουν από την απροσχημάτιστη δικτατορία; Η εύκολη και για αυτό όχι και τόσο διαφωτιστική απάντηση θα έβλεπε ίσως σε αυτή τη διολίσθηση προς αντιδραστικές θέσεις μια σύγχυση και μια αδυναμία σύλληψης του ουσιώδους, λόγω φτωχών θεωρητικών εργαλείων. Παρότι και αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας, η κύρια αιτία θα έπρεπε μάλλον να εντοπιστεί σε έναν βαθύτερο μετασχηματισμό του προοδευτικού στρατοπέδου. Δεν πρόκειται για μια απλή, συμπτωματική και προσωρινή διολίσθηση, αλλά για μια μόνιμη και δομική μετατόπιση, για μια εγκατάσταση σε και συμφιλίωση με μια καθεστωτική γραμμή σκέψης και πράξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον να τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω η χρησιμότητα της διάκρισης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς – αν θεωρήσει κανείς ότι δεν είχε χαθεί αυτή η χρησιμότητα εδώ και δεκαετίες.

Το παράδοξο των (αυτο-χαρακτηριζόμενων ως) προοδευτικών διανοούμενων να τίθενται αυτοβούλως στην υπηρεσία ημι-ολοκληρωτικών καθεστώτων παύει έτσι να είναι τέτοιο: δεν πρόκειται για προοδευτικούς διανοούμενους (ασχέτως του πώς οι ίδιοι αυτο-κατανοούνται) αλλά για ένα κάπως παράδοξο είδος οργανικών διανοουμένων, οι οποίοι, χωρίς κανείς να τους έχει καλέσει να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, επιδεικνύουν οι ίδιοι μια σχεδόν αντανακλαστική προθυμία.
Αυτά όμως είναι τα επίχειρα πέντε δεκαετιών σταδιακής αφομοίωσης της προοδευτικής διανόησης στα μεσαία στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας και προσάρτησής της στο άρμα των πιο προωθημένων τμημάτων του κεφαλαίου καθώς αυτό ολοκλήρωνε την 3η βιομηχανική επανάσταση και τώρα επιχειρεί τη μετάβαση προς την 4η. Γιατί η άνωθεν απάντηση απέναντι στις ταραχές της δεκαετίας του 60 (ο τελευταίος σπασμός των κοινωνικών κινημάτων) δεν περιλάμβανε μόνο την αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας με την εισαγωγή των τεχνολογιών του αυτοματισμού και της πληροφορικής, αλλά κι έναν ιδεολογικό σφετερισμό αρκετών συνθημάτων εκείνης της εποχής. Η ιδεολογία της αυτο-πραγμάτωσης, απαλλαγμένη από ένα σημείο και πέρα από τα βαρίδια των «μεγάλων αφηγήσεων», δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναδεχτεί στους κόλπους της «ελευθεριακά» και «αντι-ιεραρχικά» αιτήματα. Όχι μόνο δεν ήταν προβληματική η καθεστωτική αποδοχή μιας τέτοιας ελευθεριακότητας, αλλά, έτσι ανάλαφρη όπως ήταν, έγινε το καύσιμο για ένα νέο κύμα οργιαστικού καταναλωτισμού. Μαζί με τις μεγάλες αφηγήσεις όμως (υποτίθεται ότι) κατέρρευσαν και οι μεγάλες αντιστάσεις, δίνοντας χώρο στις μικρές κι εφήμερες αντι-εξουσίες. Αυτή ήταν εν τέλει η διέξοδος που επέτρεψε σε μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης (και σίγουρα στους ακαδημαϊκούς, προοδευτικούς διανοούμενους) να διατηρήσουν μια ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα, διοχετευόμενη προς έναν άνευρο δικαιωματισμό και προς μια ενίοτε αποπνικτική πολιτική ορθότητα που φιλοδοξεί να επιβάλλει ακόμα και γλωσσικούς ζουρλομανδύες, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τα προνόμια της κοινωνικής τους θέσης. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι το σύνολο των διανοουμένων προσχώρησε σε τέτοιες, εν πολλοίς μεταμοντέρνες αντιλήψεις. Αρκετοί αρνήθηκαν με εντιμότητα τέτοια καλέσματα.

Ακόμα κι έτσι όμως, ειδικά όταν μιλάμε για ακαδημαϊκούς διανοούμενους, οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους και της αναπαραγωγής τους ως ειδικού κοινωνικού στρώματος ήταν άμεσα συναρτημένοι με τις νέες συνθήκες εντός κι εκτός πανεπιστημίου, με ό,τι συνέπειες αυτό μπορούσε να έχει όσον αφορά στο χάσμα που ανοίγεται πλέον ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, ανάμεσα σε ακαδημαϊκό μάθημα και κοινωνική στάση. Αυτό που τελικά έμεινε να ονομάζεται προοδευτικός χώρος (στον οποίο υποτίθεται ότι θέλει να ανήκει η αριστερά) θα έπρεπε επομένως να κατανοηθεί καλύτερα ως η «κοινωνικά ευαίσθητη» φράξια της κυρίαρχης, καθεστωτικής ιδεολογίας.

Αν τα παραπάνω έχουν μια βάση, τότε λύνεται κι ένα ακόμα παράδοξο: αυτό της συμπόρευσης περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων με την παραδοσιακή δεξιά. Από τη στιγμή που η σύγχρονη αριστερά και ο «προοδευτικός» χώρος, από την ίδια τους τη θέση, έχουν βρεθεί να εκφράζουν τα πιο δυναμικά τμήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όσοι μένουν πίσω ή νιώθουν να απειλούνται από αυτό το είδος ανάπτυξης βρίσκονται στην αγκαλιά των εκπροσώπων των πιο καθυστερημένων κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών που επιστρατεύουν τα όπλα της παραδοσιακής δεξιάς ως ανάχωμα. Με άλλα λόγια, πίσω από τους υποτιθέμενους ιδεολογικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε «αριστερά» και παραδοσιακή «δεξιά» βρίσκεται σε εξέλιξη μια σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές φράξιες των δυτικών καπιταλιστικών σχηματισμών που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες στη μετάβασή τους προς το νέο, θαυμαστό κόσμο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης[1]. (περισσότερα…)