*
Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
~.~
Ἀπό μιά παραμελημένη ἐπαρχία
Πλάσματα νά μή μπορεῖς ν’ ἀγαπήσεις δέν ὑπάρχουν.
Ἕνας βάτραχος κοάζοντας καλεῖ τόν Θεό
Ἀπό τ’ ὁλόγιομο σεληνόφωτο χαντάκι
Καθώς στέκεις στόν ἀγροτικό δρόμο νύχτα Ἰουνίου.
Ὁ ἦχος ἀρκεῖ γιά νά φέρει στ’ ἄστρα λυγμούς
Εὐτυχίας.
Τό πρωί χλοερό τό τοπίο
Ἀνυψώνεται ἀπό τό χῶμα μέ τήν εὐωδιά τοῦ γρασιδιοῦ.
Περατάρηδες τῆς μέρας πάνω στίς ὧρες της
Δίχως καμιά προσπάθεια τ’ ἀστραφτερά ἔντομα
Ζοῦν τίς μυστικές τους ζωές.
Ἡ ἔκταση ἀνάμεσα στούς ὁρίζοντες τῶν λιμώνων
Μᾶς πονάει μέ τήν ὀμορφιά της.
Φύλλα ἀπό τό δάσος τῆς λεύκας ἠχοῦν σέ μιάν ἀρχαία γλώσσα
Ὥς τό πιό μακρινό παγωμένο σκοτάδι τοῦ σύμπαντος.
Τό δάσος μέ τίς λεῦκες μιλάει καί σέ σένα
Γιά μελτεμάκι καί ἡλιόφωτες κηλίδες.
Εἶσαι στήν πατρίδα σου σ’ αὐτές
τίς μεγαλόπρεπες ἄδειες ἁπλωσιές
μαζί μέ κοκκινόφτερα μαυροπούλια καί βαλτοτόπια.
Νιώθεις ἀναπαυμένος σέ τοῦτο τόν τόπο
πλήρη σέ χάρη καί ὕπαρξη τόσο
πού στραφταλίζει ὅπως πετράδια
σκορπισμένα πάνω στά νερά. (περισσότερα…)