*
[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων ]
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
*
*
*
*
*
*
*
Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.
*
*
*
Τα μεγάλα έργα στα ελληνικά γράφτηκαν σε περιόδους γλωσσικής ποικιλομορφίας. Ο Όμηρος και η Σαπφώ, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος και ο Παύλος έχουν ο καθένας το ιδίωμά του, συνήθως τη διάλεκτό του· κάποτε, όπως στους τραγικούς, ο γλωσσικός πλουραλισμός απαντάται στο εσωτερικό του ίδιου έργου, όπου αττική και δωρική μοιράζονται μεταξύ τους επεισόδια και χορικά.
Στην νεώτερη Ελλάδα συμβαίνει το ίδιο: η γλώσσα του Κάλβου και του Σολωμού, του Μακρυγιάννη και του Παπαρρηγόπουλου, του Παλαμά και του Καβάφη, του Σεφέρη και του Εμπειρίκου είναι διαμετρικά αντίθετες, τα κείμενά τους ζουν από την ένταση τη γλωσσική ανάμεσα στους δύο πόλους, τη λαϊκή λαλιά και τη λόγια παράδοση. Και εδώ όμως έχουμε συγγραφείς που κινούνται με άνεση και στον ένα και τον άλλο πόλο, όπως ο Παπαδιαμάντης, που όπως το έδειξε ο Ελύτης συνδυάζει στα διηγήματά του την γλωσσική «άκρα δεξιά» και «άκρα αριστερά» με τον πιο φυσικό τρόπο.
Όπου η ένταση αυτή κατασιγάζεται, στο Βυζάντιο λ.χ. όπου ο αττικισμός βουβαίνει τις διαλέκτους και τη δημώδη γλώσσα και επιβάλλει στην επίσημη γραμματεία ένα αποξηραμένο ιδίωμα καρφωμένο στο παρελθόν, ή στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, όπου ο λαϊκισμός στο όνομα του δημοτικισμού αποκόπτει γλώσσα και παιδεία από τα λόγια νάματα που τις αρδεύουν, η λογοτεχνία παρακμάζει.
*
*
*
H Εταιρεία για τη Γερμανική Γλώσσα το 2016 ανέδειξε λέξη της χρονιάς το postfaktisch, το post-factual όπως το λένε οι αγγλόφωνοι. Είχε προηγηθεί το Λεξικό της Οξφόρδης που επέλεξε το (συνώνυμό τους) post-truth. Post-truth αποκαλούν στις αγγλόφωνες χώρες την πολιτική (ή τη δημοσιογραφία) που ασκείται, υποτίθεται, ερήμην και κατά των πραγματικών δεδομένων, εναντίον της αλήθειας της ίδιας. Ο όρος παραπέμπει φυσικά στα μείζονα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων ετών, όπως λ.χ. τους εκλογικούς θριάμβους του Τραμπ και του Brexit. Είναι συνεπώς ιδεολογικά χρωματισμένος και, διά της κακοσημίας, εκ προθέσεως στιγματιστικός.
Στην Ελλάδα, φυσικά, τέτοια συζήτηση δεν έγινε, άρα δεν φτιάχτηκαν και όροι ειδικοί για να τη διευκολύνουν. Αλλά και να αισθανόμασταν την ανάγκη τους, πώς θα μπορούσαμε να τους δημιουργήσουμε; Πάνω σε ποια παραγωγική βάση; Λέξεις όπως αναληθής, π.χ., παναληθής, ομοιαληθής, φιλαλήθης, που θα μπορούσαν να μας χρησιμεύσουν ως πρότυπα, είδαν τον βρικολακιασμένο μαλιαρισμό και τη θεσμοποιημένη αγραμματοσύνη της Μεταπολίτευσης να τους τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια. Τριτόκλιτα επίθετα τώρα, τρέχα γύρευε… (περισσότερα…)
(
Συστηματική έκθεση των απόψεών του για την κατάσταση της ελληνικής γλώσσας σήμερα, ο Κονδύλης δεν μας άφησε στα έργα του. Τις θέσεις του, τις κατά τ’ άλλα γνωστές στους συνομιλητές του, τις συνάγει κανείς από νύξεις και σκόρπιες αναφορές στα κείμενά του για τη σύγχρονη Ελλάδα. Θα τις συνόψιζα σε τέσσερις βασικές διαπιστώσεις: Η ελληνική γλώσσα βρίσκεται σε πορεία φθίνουσα κατά το μέτρο που παρακολουθεί την γενική παρακμή της ελληνικής κοινωνίας. Ο οικονομικός παρασιτισμός αντανακλάται στον πνευματικό πιθηκισμό που με τη σειρά του οδηγεί αδήριτα σε στειρότητα διανοητική, εκφραστική και γλωσσική. Ακόμη και το μόνο υψηλής ποιότητας πνευματικό προϊόν της σύγχρονης Ελλάδας, η ποίηση, στην πραγματικότητα χρωστάει τη ζωτικότητα του όχι στις στενές νεοελληνικές συνθήκες αλλά στους δεσμούς της με το παμπάλαιο και πολυστρώματο γλωσσικό της όργανο: αρδεύεται και γονιμοποιείται από τις ιστορικές πηγές της ελληνικής. Η συρρίκνωση της ελληνικής συνεπάγεται αναγκαία την κατασίγαση της υψηλής ποίησης. Αντιστρόφως, η παρακμή της δεύτερης δηλώνει δυνητικά το προχωρημένο στάδιο της εργαλειοποίησης της πρώτης. Με τα δικά του λόγια:
Η εκποίηση του έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευτεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα πραγματωθεί αποκλειστικά ως σύμφυρση μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων και αν η φθορά των ελληνικών, ή εν πάση περιπτώσει εξελληνισμένων, ιδεολογημάτων καταλήξει συν τοις άλλοις σε συρρίκνωση ή εργαλειοποίηση της γλώσσας τέτοια, ώστε να μην μπορεί πια να παραχθεί στον νεοελληνικό χώρο το μόνο προϊόν που –ακριβώς χάρη στην μοναδική δυναμική μιας πολυστρώματης και παμπάλαιας γλώσσας– έχει παραχθεί ώς τώρα σε υψηλή ποιότητα: ποίηση.
Ο κατήφορος που έχει πάρει η ελληνική γλώσσα τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται απ’ τα χρώματα. Η «μπλε» θάλασσα και ο «μπλε» ουρανός δίνουν και παίρνουν. Τα γαλάζιος, γαλανός, θαλασσής, ουρανής, κυανός και οι αποχρώσεις τους τείνουν να εκλείψουν. «Μπλε» το χρώμα της εθνικής ομάδας, «μπλε» και της Νέας Δημοκρατίας. «Όλη η Ελλάδα, είναι μπλε, είναι μπλε», όπως φώναζαν το 2004 οι οπαδοί της τελευταίας…
Magenta, indigo, raf, όλες οι ονομασίες των νέων χρωμάτων που τυποποιεί η βιομηχανία και το εμπόριο μάς έρχονται απ’ έξω ανεκτελώνιστες, δεν καταβάλλεται η παραμικρή προσπάθεια να εξελληνιστούν, συχνά μένουν και λατινόγραπτες.
Κι όμως το ελληνικό λεκτικό χρωματολόγιο, χάρις στο ιστορικό του βάθος και την ευχέρεια παραγωγής συνθέτων έχει εκπληκτικό πλούτο: μελίχλωρο (η λέξη στον Παλαμά), ωχρόχρυσο, νυχτοπράσινο, φαιορόδινο, κυανέρυθρο, ανοιχτοκάστανο, ηλεκτροκόκκινο, καταγάλαζο, πάλλευκο, ολομέλανο, πυρρόξανθο, σταχτοκίτρινο, σκοτεινόμαυρο, βαθυπόρφυρο κ.ο.κ., κ.ο.κ.
Χάρη στις υπηρεσίες της μόδας, η ακλισία έχει γενικευθεί. «Γκρί» και όχι γκρίζος, «μοβ» (sic) και όχι βιολετής, μελιτζανής, ιώδης. «Καφέ» όχι καστανός, μελής, κανελλής και καφετής. Ροζ και όχι ρόδινος, ροδόχρωμος, ροδοκόκκινος κ.ο.κ. Μάλιστα επιβάλλεται και σε λέξεις καθαρά ελληνικές: τα επίθετα πορτοκαλής, –ιά, –ί, ασημής, τριανταφυλλής, βυσσινής κ.ο.κ. πλέον είναι ντεμοντέ. «Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι… θαλασσί σου οι χάντρες» λοιπόν, οι «πορτοκαλί επαναστάσεις» και δεν συμμαζεύεται.
Με τις λέξεις συμβαίνει ό,τι με τους μετανάστες. Όταν η πλειονότητα είναι ξένες, αυτές απορροφούν τις γηγενείς και όχι το αντίστροφο. Ας είναι καλά ο συμπλεγματικός πίθηκος που κρύβουμε μέσα μας και οι διαφημιστές μας βέβαια. Εδώ κατάφεραν το παλτό, λέξη λαϊκή και πλήρως προσαρμοσμένη στην κλίση της γλώσσας μας, με παράγωγα όπως παλτουδιά, παλτουδάκι χιλιοτραγουδισμένα, ώς και το παλτό λοιπόν να το ξε-κλίνουν, όπως ξέρει όποιος ξεφυλλίζει τα γυναικεία βλακοπεριοδικά. Το παλτό, του παλτό, τα παλτό λοιπόν. Λίαν προσεχώς και… paletot.
(Γνωρίζω φυσικά την τοποθέτηση της πλειοψηφικής ίσως μερίδας της τωρινής γλωσσολογίας μας: «Η γλώσσα εξελίσσεται», «η γλώσσα δεν κινδυνεύει», διότι «οι γλώσσες γενικώς δεν κινδυνεύουν» παρά μόνο «αν χάσουν παντελώς τους ομιλητές τους» κ.τ.τ. Ωστόσο η εμμονή σε μια ακρισία, και η Ακαδημία Αθηνών, και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας να την υποστηρίζει, δεν την κάνει ολιγότερο άκριτη. Ασφαλώς και «εξελίσσεται» η γλώσσα. Και η πορεία προς την εξάλειψη, εξέλιξη είναι…)
Πόσο διαφέρουν μεταξύ τους η γλώσσα της καθημερινότητας κι εκείνη της λογοτεχνίας; Μια έρευνα που έγινε πρόσφατα στη Γερμανία αποφάνθηκε: πολύ. Από τις είκοσι πλέον συχνόχρηστες λέξεις στη μια και την άλλη κατηγορία, μόνον επτά είναι κοινές και στις δύο: οι λέξεις χρόνος/έτος (Jahr), χρόνος/καιρός/εποχή (Zeit), ημέρα, άνθρωπος, παιδί, γυναίκα και άνδρας.
Πέρα απ’ αυτές, στη γλώσσα την καθημερινή ψηλά είναι οι λέξεις: ευρώ, ώρα/ρολόι (Uhr), ποσοστό, Γερμανία, χώρα, εκατομμύριο, εταιρεία, πόλη, τέλος, Βερολίνο, εβδομάδα, (περί)πτωση (Fall) και πλευρά/σελίδα (Seite).
Αντίθετα, στη γλώσσα τη λογοτεχνική πρωταγωνιστούν οι λέξεις: χέρι, μάτι, κεφάλι, πρόσωπο, μητέρα, πατέρας, σπίτι, βλέμμα, ζωή, πόρτα, λέξη, φωνή και κύριος/Κύριος (Herr).
Κατάλογοι που βάζουν σε σκέψεις.
«Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.
Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου.»
«Ξύλινη γλώσσα» αποκαλούσαμε έναν καιρό το άκαμπτο, συχνά και ακαταλαβίστικο ιδίωμα της αριστεράς, ένα ιδίωμα γεμάτο κλισέ και περισσή σπουδαιοφάνεια που πάσχιζε να κρύψει την ένδειά του σε ουσία και περιεχόμενο.
Ο όρος μού φαίνεται πια εντελώς ξεπερασμένος. Όχι επειδή τα αριστερά κόμματα έπαψαν να μιλούν ξύλινα, αλλά επειδή στο προσκήνιο έχει έρθει μια άλλη γλώσσα, τρισχειρότερη, που έτσι όπως καμώνεται την εκσυγχρονισμένη και την τεχνοκρατική θα την ονόμαζα γλώσσα λαμαρινένια, γλώσσα τσίγκινη. Και πράγματι ηχεί τόσο κούφια, όσο κάτω απ’ τις στάλες της βροχής οι τσίγκινες σκεπές σε κάτι παράγκες και χαμόσπιτα. (περισσότερα…)
Το να ’σαι συγγραφέας Έλληνας και να υποστηρίζεις σοβαρά ότι τα αρχαία σού είναι ξένη γλώσσα, ότι η διδασκαλία τους είναι παρά φύσιν, ότι η εξοικείωση με την παλιότερη γραμματεία μας δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το πώς βάζεις εσύ τις λέξεις σου σε μια σειρά κ.τ.τ., είναι σαν να ’σαι δρομέας και να ισχυρίζεσαι ότι μπορείς να κάνεις και χωρίς τα πόδια.
(περισσότερα…)
Όταν στα 1864 ο Johann Ludwig Fuchs ίδρυσε το πρώτο εργοστάσιό του στο Κολωνάκι, το πώς και σε ποια γλώσσα και με ποιο αλφάβητο θα επέγραφε το προϊόν του ήταν προφανές. Και ίδιος είχε άλλωστε εξελληνίσει τ’ όνομά του: Ιωάννης Φιξ. Ζύθος Φιξ, λοιπόν. (περισσότερα…)