ΝΠ | Σκέψη

Ένας Έλληνας στη Γερμανία: Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998)

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

του ΣΠΥΡΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΥ

Περνούσε τα πρωινά στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης κρατώντας σημειώσεις σε αναρίθμητα δελτία. Τις νύχτες κοιμόταν στη σοφίτα του φίλου του, Χέννινγκ, αρχιτέκτονα παντρεμένου με Ελληνίδα. Ανάμεσα στη δουλειά και την ανάπαυση καθόταν στο οινοπωλείο «Florian» για να πιει και να συζητήσει με τους φίλους: δικηγόρους, εκδότες, δημοσιογράφους, όχι όμως φιλοσόφους. Με τα χρόνια τα δελτία γίνονταν βιβλία και οι συναναστροφές στέρεες φιλίες. Συνδύαζε τους τρόπους ενός ευπατρίδη με την ανεμελιά ενός μποέμ, την επιβαλλόμενη από τις όποιες περιστάσεις φιλοφροσύνη με μια διαπεραστική δηκτικότητα. Θυμάμαι πόσο άβολη του φαινόταν η γραβάτα που είχε αγοράσει ειδικά για την τελετή απονομής του Μεταλλίου Γκαίτε στη Φραγκφούρτη το 1991. Απείχε συνειδητά των πανεπιστημιακών κυάμων, έστω και αν υπήρξε διαπρεπής ιστορικός των ιδεών στον γερμανόφωνο χώρο. Ο Παναγιώτης Κονδύλης προτιμούσε να συρρικνώνει την ανθρώπινη και επιστημονική παρουσία του σε μία μόνο λιτή βιογραφική αναφορά: «Συγγραφέας. Ζει στη Χαϊδελβέργη και στην Αθήνα». Και όταν του ζήτησαν μια φωτογραφία για τα Πεπραγμένα του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών στο Βερολίνο, του οποίου υπήρξε εταίρος τη χρονιά 1995-96, τους έστειλε τη σημείωση: «Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω ποια σχέση έχει η εξωτερική εμφάνιση ενός ερευνητή με το αποτέλεσμα των ερευνών του». Ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε το τελευταίο έργο του ανολοκλήρωτο και τους φίλους αποσβολωμένους. Ο πρώτος τόμος της ατελούς κοινωνικής οντολογίας του, ένα χειρόγραφο χιλίων σελίδων, έφτασε στον Γερμανό εκδότη του χωρίς τη συνοδεία του συγγραφέα.

Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ο διάσημος εγελιανός Ντήτερ Χένριχ, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, παρελάμβανε ταχυδρομικά ένα εκτενές κείμενο για τη γένεση της διαλεκτικής με την υπογραφή Παναγιώτης Κονδύλης. Ούτε του περνούσε από το μυαλό ότι ένας Έλληνας θα ήταν σε θέση να διαφωτίσει τις σκολιές οδούς του γερμανικού ιδεαλισμού. Πήρε παρ’ όλα αυτά το χειρόγραφο μαζί του στις διακοπές του στην Ελλάδα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες έμεινε έκθαμβος με την ουσιαστική γνώση του φιλοσοφικού αντικειμένου, την άριστη χρήση της γερμανικής και τη συνδυαστική ικανότητα του νεαρού επιστήμονα. Ο Παναγιώτης Κονδύλης σπούδασε τελικά στη Χαϊδελβέργη και το χειρόγραφο εκείνο εξελίχθηκε στη διδακτορική διατριβή του, που εκδόθηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο Η γένεση της διαλεκτικής. Ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης των Χαίλντερλιν, Σέλλινγκ και Χέγκελ ώς το 1802. (περισσότερα…)

Advertisement

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

Παναγιώτης Κονδύλης

Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»
και οι γερμανικές προοπτικές

Το ζήτημα των μελλοντικών γερμανικών προοπτικών δεν μπορεί να συζητηθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα του λεγόμενου «ξεχωριστού δρόμου» των Γερμανών κατά το παρελθόν. Άλλωστε, οφείλουμε να αποδεχθούμε μια κάποια συνάφεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος άσχετα από το πώς ερμηνεύουμε τον όρο «ξεχωριστός δρόμος», έστω δηλαδή κι αν δηλώνουμε με αυτόν απλώς και μόνο εκείνη την ιστορική πορεία που ακολούθησαν άπαξ και υπό το κράτος της ανάγκης οι Γερμανοί και η οποία τους οδήγησε στις σημερινές συνθήκες θέτοντας συγχρόνως το πλαίσιο της μελλοντικής τους δράσης.

Καθώς σήμερα η έννοια του γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά, το ζήτημα της συνάφειας μεταξύ γερμανικού παρελθόντος και μέλλοντος δεν τίθεται μόνο με ιστορική αλλά και με πολιτική πρόθεση. Έχουμε επομένως να κάνουμε εδώ με μια εργαλειοποίηση της αντίληψης εκείνης που παρουσιάζει τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» ως αδιέξοδο και παραπλανητικό, εργαλειοποίηση που υποκινείται από όσους επιδιώκουν να στρέψουν τις γερμανικές προοπτικές προς συγκεκριμένη, κανονιστικά καθορισμένη κατεύθυνση. Έτσι οι προοπτικές αυτές επηρεάζονται πράγματι από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» – όχι όμως από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» με την αντικειμενική ιστορική έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά από τη θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» που αποτελεί πολιτικό όπλο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» θα μπορούσε να έχει διαφορετική επίδραση. Γιατί, όπως δείχνει η αναδρομή στην ιστορία του όρου, όλες οι εκδοχές της είχαν εξαρχής πολεμικά κίνητρα και γίνονταν αντίστοιχα αντιληπτές. Όμως ως καθαρή πολεμική η θεωρία αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον αν μέσω της επιστημολογικής και ιστορικής κριτικής αποκτήσουμε επίγνωση του γεγονότος ότι οι θεμελιώδεις παραδοχές της είναι αβάσιμες.

Προτού επιχειρήσουμε αυτή την κριτική στα στενά περιθώρια που έχουμε εδώ στη διάθεσή μας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η θέση περί γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» δεν είχε πάντοτε τη σημερινή αρνητική χροιά και ότι η θετική εκδοχή της, όπως και η αρνητική, είχε τις καταβολές της τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η θετική εκδοχή υπήρξε η αρχική και μπορούμε να την ανιχνεύσουμε ήδη στις αποφάνσεις εξεχόντων Γερμανών στοχαστών του 18ου αιώνα, με τις οποίες ζητούσαν να περιγράψουν την ειδοποιό διαφορά του γερμανικού πνεύματος έναντι της «Δύσης» και να συνεισφέρουν έτσι στη διάπλαση της γερμανικής εθνικής συνείδησης. Μπορούμε να καταρτίσουμε έναν μακρύ κατάλογο ονομαστών συγγραφέων που εγκωμιάζουν σε υψηλότατους τόνους την εν μέρει φιλοσοφική και μεταφυσική, εν μέρει αισθητική και παιδευτική υπεροχή των προϊόντων της γερμανικής σκέψης απέναντι στον «ρηχό» δυτικό Διαφωτισμό. Οι φρικαλεότητες της περιόδου της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση ερμηνεύθηκαν συχνά ως αναγκαίο επακόλουθο του Διαφωτισμού αυτού του είδους και φάνηκε να επιβεβαιώνουν την αυτάρεσκη αντίληψη ότι η υψηλότερου επιπέδου παιδεία τους προστάτευσε τους Γερμανούς από τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Όσοι Γερμανοί μετά το 1750 περίπου εξέφρασαν τέτοιες απόψεις για τη «Δύση», και προ πάντων για τους Γάλλους γείτονες, ήταν συνήθως λόγιοι με φιλελεύθερο και ουμανιστικό φρόνημα, που όμως εμπρός στην τότε συγκεχυμένη πολιτική κατάσταση του γερμανικού έθνους δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μια εθνική ταυτότητα παρά μόνο στο πολιτισμικό πεδίο και με τη σχηματική περιχαράκωση έναντι ενός γείτονα, του οποίου η ακτινοβολία και ο πλούτος τούς γεννούσε ανάμικτα συναισθήματα. Για τους λόγους αυτούς, θα ήταν εσφαλμένο και άδικο να δούμε στις δηλώσεις τους εκείνες έναν κακό οιωνό και να παραγνωρίσουμε εντελώς ανιστόρητα τον ψυχολογικό και ιδεολογικό μηχανισμό, μέσα από τον οποίο συντελείται η αποκρυστάλλωση κάθε εθνικής συνείδησης. Εξάλλου, σχεδόν κανείς δεν παρεξηγούσε τότε τη στάση αυτή των Γερμανών. Καθώς η ξηρά και η θάλασσα ήταν υπό την κυριαρχία άλλων, παραχωρήθηκε ευχαρίστως στους Γερμανούς, όπως το είχε κατανοήσει ήδη ο μεγάλος ποιητής, η βασιλεία των ουρανών, δηλαδή το βασίλειο ενός πολιτισμού χτισμένου πάνω σε ιδέες και ιδεώδη, ενώ τους αναγνωρίστηκε μετ’ επαίνων το προβάδισμα στους μακράν της πολιτικής τομείς. Μάλιστα, την αυτοεκτίμηση των Γερμανών λογίων και καλλιτεχνών τη συμμερίζονταν ευρέα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και τη γερμανική θετική εκδοχή της θεωρίας του «ξεχωριστού δρόμου» ήρθε από νωρίς να συνδράμει μια άλλη, προερχόμενη από το εξωτερικό. Γάλλοι και Άγγλοι θιασώτες των ρομαντικών-αντεπαναστατικών ιδεών εξιδανίκευαν τους Γερμανούς, επειδή τάχα έμειναν αμόλυντοι από την επιρροή του «ρηχού» διαφωτισμού και την καπιταλιστική μέθη, μένοντας πιστοί στα όσια και ιερά. Ο θαυμασμός για τις γερμανικές επιδόσεις στα πεδία των κλασσικών γραμμάτων αλλά και των φυσικών επιστημών ήρθε αργότερα να συνοδεύσει αυτές τις συμπάθειες και ο λόγος για τον «λαό των Στοχαστών και των Ποιητών» έγινε παροιμιώδης. (περισσότερα…)

Immanuel Kant, Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική [ Α. ]

*

Σχολιασμός – Μετάφραση – Επιμέλεια στήλης
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht), επιλεγμένα αποσπάσματα της οποίας θα παρουσιάσουμε στη στήλη που εγκαινιάζεται με τη σημερινή ανάρτηση,  είναι το τελευταίο έργο του Ιμμάνουελ Καντ το οποίο εξέδωσε ο ίδιος (1798). Προέκυψε από τα μαθήματα που παρέδιδε ο Καντ για το αντικείμενο τούτο στο Πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης (Königsberg, το σημερινό Κaliningrad), από το έτος 1772/73 έως το 1795/96, στηριζόμενος στα καλύτερα συγγράμματα εμπειρικής Ψυχολογίας και πρακτικής Φιλοσοφίας της εποχής του, αλλά και στις απέραντες γνώσεις του στα πεδία των επιστημών και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αρχαίας και νεότερης. Η σημασία και η αξία του έργου αναγνωρίζεται καθολικά και διεθνώς, όχι μόνο μέσα στα όρια της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, αλλά και στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Θεωρείται από τα θεμελιακά έργα του κλάδου της Ανθρωπολογίας, και μάλιστα τόσο της φιλοσοφικής όσο και της εμπειρικής και επιστημονικά τεκμηριωμένης. Ως προς το περιεχόμενό του, καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τους κλάδους της φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας, της Ηθικής, της Ψυχολογίας, εν μέρει και της Κοινωνιολογίας.

Αλλά τι είναι η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική;[1] Ο παρακάτω Πρόλογος του έργου[2] επεξηγεί με επάρκεια το ερώτημα αυτό, αλλά δεν περιττεύουν μερικές διευκρινίσεις. Σε αντιδιαστολή προς μια μονάχα θεωρητική, αφηρημένη ή μεταφυσική πραγμάτευση των ζητημάτων των σχετικών με τον άνθρωπο, η πραγματιστική Ανθρωπολογία, όπως την εννοεί ο Καντ, έχει στόχο κυρίως πρακτικό, δηλ. να συμβάλλει στην καθοδήγηση των πράξεων και στην επίτευξη των στόχων που θέτει κάποιος. Ειδικότερα όμως έχει και στόχο πραγματιστικό με το νόημα να συμβάλλει στο κοινό όφελος και στην ευδαιμονία όλων, καθώς «το ανθρώπινο γένος οφείλει και δύναται να γίνει το ίδιο ο δημιουργός της ευτυχίας του» (Ανθρωπολογία, 7:328).  Σ’ ένα γράμμα του προς τον προσφιλή μαθητή του, ιατρό Marcus Herz (το 1773), γράφει ότι η Ανθρωπολογία αποβλέπει στο «να αποκαλύψει τις πηγές όλων των επιστημών [που ασχολούνται με] τα ήθη, με την ικανότητα των συναναστροφών, και με τη μέθοδο της εκπαίδευσης και διακυβέρνησης των ανθρώπων, άρα με όλα όσα είναι πρακτικά».

Ειδικότερα, η Ανθρωπολογία αποτελεί το εμπειρικό υπόβαθρο και σύστοιχο, δηλ. το εμπειρικό και εφαρμοσμένο μέρος της πρακτικής και ηθικής φιλοσοφίας. Εκθέτει την εμπειρική Ψυχολογία, στηριγμένη σε διεξοδική ανάλυση των ψυχικών ή πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου: των γνωστικών ικανοτήτων, του συναισθήματος της ηδονής ή ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας ή λύπης, καθώς και του επιθυμητικού ή της θέλησης. Παρουσιάζει εκτεταμένες αναλύσεις των διαφορετικών «χαρακτήρων» (χαρακτηριστικών) των ιδιοσυγκρασιών, των φύλων, των λαών και των φυλών με αφάνταστη πληθώρα περιγραφών και παρατηρήσεων, οι οποίες στηρίζονται λ.χ. στην ιστορία, στη λογοτεχνία και στην εμπειρία. Τέλος, προσφέρει μια σύνοψη της φιλοσοφίας της ιστορίας του Καντ. Η Ανθρωπολογία προσφέρει εκτεταμένο και ανεκτίμητο υλικό για μια νέα προσέγγιση και κατανόηση του ανεξάντλητου κριτικού έργου του. Δίχως υπερβολή, αποτελεί, στην ωριμότερη ώρα του Διαφωτισμού, τον κορυφαίο πρόδρομο και πρωτοπόρο της εμπειρικής θεμελίωσης των κοινωνικών επιστημών και των «επιστημών του ανθρώπου». Σε αντίθεση με τη συχνά στριφνή και δύσβατη γλώσσα των συστηματικών κύριων έργων του Καντ, η Ανθρωπολογία είναι γραμμένη σε μια γλώσσα πολύ πιο γλαφυρή, ζωντανή και κατανοητή. Σωστά λέει ο Ε. Π. Παπανούτσος (βαθύς γνώστης του Καντ και, με τον τρόπο του, Νεοκαντιανός ο ίδιος) ότι ο σοφός δάσκαλος της Καινιξβέργης «άμα ήθελε, μπορούσε να γράφει (όπως άλλωστε και μιλούσε στις παραδόσεις του) όχι μόνο με εμβρίθεια, αλλά συνάμα με χάρη και χιούμορ».[3]

(περισσότερα…)

Νόημα και λειτουργία στον σύγχρονο κόσμο

Ιωάννας Τσιβάκου,
Περίπλους στις ακτές του νοήματος,
Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Μάιος 2023

Για να προσεγγίσει κανείς με κάποια πιθανότητα επιτυχίας τα σύγχρονα πολύπλοκα, πλουραλιστικά και συνάμα αντιφατικά κοινωνικά φαινόμενα της δυτικής κοινωνίας, είναι υποχρεωμένος να περπατήσει εκ νέου στα μονοπάτια της κοινωνικής οντολογίας, χαραγμένα κατά το παρελθόν από μεγάλους κοινωνικούς στοχαστές. Το εγχείρημα για μια οντολογικής φύσεως διερεύνηση μοιάζει σαν να έχει εξοριστεί στις μέρες μας από τα χωράφια της κοινωνιολογικής σκέψης, καθώς το τρέχον και το επίκαιρο, οι συνεχείς κοινωνικές μεταβολές και το κυρίαρχο πνευματικό κλίμα της αβεβαιότητας είναι τόσο εξαπλωμένα, ώστε μια εκ νέου θεωρητική αναζήτηση σε συστατικά στοιχεία της κοινωνίας να θεωρείται περιττή.

Κι όμως, ένας παρόμοιος ισχυρισμός δεν αληθεύει. Μια περιδιάβαση σε κείμενα σημαντικά της κοινωνικής θεωρίας δείχνει ανάγλυφα πως η ουσία των κοινωνικών οντοτήτων συγκροτείται από ένα θεμελιακό στοιχείο, κι αυτό είνται το νόημα. Το νόημα ξεπροβάλλει μέσα από όλες τις αναλύσεις ως το συστατικό, οντικό δεδομένο αυτών, και είναι αυτή η οπτική που κίνησε το ενδιαφέρον της συγγραφέως για έναν Περίπλουν στις Ακτές του Νοήματος.

Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιστρέφεται σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο σε σχέσεις και πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον κοινωνικό χώρο και χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα. Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι η απουσία ενός οντικού δεδομένου για τις κοινωνικές οντότητες, αλλά η απουσία της διερεύνησης του είδους του εκάστοτε κυρίαρχου νοήματος, γεγονός που σταδιακά μας οδήγησε αντί ν’ αναφερόμαστε στη φύση και στην ποιότητα του νοήματος, να αναφερόμαστε με μεριστική λογική σε ιδιότητες αυτού και δη, όπως σήμερα, στη λειτουργικότητά του. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Στοχασμοί και αποφθέγματα

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους στην ειδική στήλη που εγκαινιάζουμε σήμερα, έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

Παναγιώτης Κονδύλης

ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Ι. Συμβολές στη θεωρία της επικοινωνίας
και στην αγάπη προς τον πλησίον

Ακριβώς οι πνευματωδέστερες συνομιλίες αποδεικνύουν τo αδύνατο της συναίνεσης: δείχνουν ότι για κάθε επιχείρημα υπάρχει και ένα αντεπιχείρημα.

Μεταξύ ετεροδόξων ο διάλογος είναι αδύνατος· μεταξύ ομοϊδεατών, περιττός.

Απαρχή ξεχωριστής οικειότητας: να κουτσομπολεύεις μ’ έναν τρίτο τους κοινούς σας φίλους.

Όταν προσδοκούμε από τους άλλους να μας «καταλάβουν», στην ουσία τούς ζητούμε να συμμεριστούν την αυτοκατανόησή μας. Φιλία είναι η (σιωπηρή) συμφωνία ότι η μια πλευρά συμμερίζεται την αυτοκατανόηση της άλλης.

Μια συνομιλία για τη φιλία ή τον έρωτα μπορεί να σημάνει την αρχή ή το τέλος μιας φιλίας ή ενός έρωτα.

Οι αλαζόνες προκαλούν την αντιπάθειά μας επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε απ’ αυτούς επιβεβαίωση της δικής μας φιλαυτίας.

Οι ανόητοι δεν παύουν να μεμψιμοιρούν ότι οι ευφυείς είναι επηρμένοι.

Στις επιτυχίες αισθανόμαστε πάνω από το ανθρώπινο μέτρο, στις αποτυχίες αναλογιζόμαστε την κοινή ανθρώπινη μοίρα.

Η μεγάλη ματαιοδοξία σε αντίθεση προς τη μικρή, που ζει από τις προσόδους του πυρετώδους πάρε-δώσε στο Vanity Fair της καθημερινότητας, είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τον έπαινο και την επιδοκιμασία· γι’ αυτό και φαντάζει σαν μετριοφροσύνη.

Η ευγένεια συνιστά συχνότατα τον πιο επιδέξιο καιροσκοπισμό: μόνο ευγενείς άνθρωποι κατορθώνουν να κρατούν πάντοτε και συγχρόνως όλες τις πόρτες ανοιχτές. (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Προδημοσίευση)

*

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.

~.~

Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.

Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.

Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.

Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς. (περισσότερα…)

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στη σύντομη εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του Α΄ μέρους των αποσπασμάτων του έργου.

~.~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα: §§14-36[1]

7. 14.  Τώρα θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. Και χωρίς να προσπαθήσω να σου παραθέσω ανοιχτά την Καθολική πίστη, θα σoυ δείξω ότι, όσοι ενδιαφέρονται να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια της και μεριμνούν για την ψυχή τους, μπορούν να ελπίζουν στη θεϊκή εύνοια ενόσω προσπαθούν να βρουν την αλήθεια. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι εκείνος που αναζητά την αληθινή θρησκεία είτε πιστεύει ήδη στην αθανασία της ψυχής -την οποία αυτή η θρησκεία χαρίζει-, είτε θέλει να βρει αυτήν την αθανασία στην ίδια τη θρησκεία. Επομένως, κάθε θρησκεία ορθώνεται για χάρη της ψυχής. […]

15 .  Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε ακούσει ακόμη τον κατηχητή καμίας θρησκείας. Είναι, ας πούμε, για εμάς ένα καινούργιο θέμα έρευνας. Μα τότε θα αναζητήσουμε, θαρρώ, ανθρώπους που διδάσκουν το αντικείμενο, όποιο και αν είναι αυτό. […]

16 .  […] Την αλήθεια την κατέχουν μόνον λίγοι. Γνωρίζουμε λοιπόν ποια είναι η αλήθεια, όταν γνωρίζουμε με ποιους βρίσκεται. […] Kαι αν από την ίδια τη φύση της αλήθειας συνάγουμε ότι λίγοι την κατέχουν, αυτό δεν συνεπάγεται ότι γνωρίζουμε και ποιοι είναι αυτοί. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε όταν υπάρχουν τόσο λίγοι που γνωρίζουν την αλήθεια, και οι οποίοι, μάλιστα, ελέγχουν το πλήθος δια της αυθεντίας τους, όμως από το πλήθος αυτό είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που ξεγλιστρούν από την αυθεντία και φθάνουν να διαλευκάνουν τη μυστική αλήθεια; […]

8. 20.  Έχοντας θέσει αυτές τις βάσεις, οι οποίες, νομίζω, είναι τόσο θεμιτές ώστε να μου εξασφαλίσουν τη νίκη σε αυτήν την υπόθεση ενώπιόν σου όποιος και αν είναι ο αντίπαλός μου, θα σου εκθέσω όσο καλύτερα μπορώ ποιο μονοπάτι ακολούθησα όταν αναζητούσα την αληθινή θρησκεία με τη στάση που, όπως εξήγησα παραπάνω, πρέπει να αναζητείται. Όταν σε άφησα και διέσχισα τη θάλασσα[1], ταλαντευόμουν και ακροβατούσα: τι πρέπει να κρατήσω και τι να αφήσω; Και αυτή η αμφιταλάντευση φούντωνε μέσα μου κάθε μέρα και πιο πολύ. Έχοντας δε υπάρξει μαθητής εκείνου του άνδρα[2] του οποίου η άφιξη μας είχε διαμηνυθεί, όπως γνωρίζεις, ως ουρανόπεμπτη, αυτός δε ως προορισμένος να ξεκαθαρίσει όλες μας τις απορίες, έφθασα πια να συνειδητοποιήσω ότι τούτος, εάν εξαιρέσεις κάποια ευγλωττία, δεν διέφερε και πολύ από τους υπολοίπους. Εγκατεστημένος πια στην Ιταλία διαλογιζόμουν και αναρωτιόμουν βαθιά, όχι αν θα παρέμενα σε αυτή την αίρεση, στην οποία μετάνιωσα που είχα ενταχθεί, αλλά με ποιον τρόπο θα έβρισκα την αλήθεια, για την οποία ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πόσο έχει στενάξει η καρδιά μου. Συχνά μου φαινόταν αδύνατο να τη βρω, και μέσα στον κλυδωνισμό των σκέψεών μου ένιωθα έλξη προς τους Ακαδημεικούς. Άλλοτε, πάλι, στον βαθμό που μπορούσα, έκανα ενδοσκόπηση βρίσκοντας παρηγοριά στη δύναμη του ανθρώπινου νου: του τόσο ζωηρού, του τόσο διεισδυτικού, του τόσο οξυδερκούς. Θεωρούσα πως, αν η αλήθεια παραμένει κρυμμένη από αυτόν, τούτο θα συμβαίνει μόνον επειδή το μέσο αναζήτησής της παραμένει κρυμμένο μέσα της, και πως είναι απαραίτητο να λάβουμε αυτό ακριβώς το μέσο από κάποια θεϊκή αυθεντία. Έμενε λοιπόν να διερευνήσω ποια θα ήταν αυτή η αυθεντία, αφού, σε συνθήκες οξύτατης διαφωνίας, όλοι επαγγέλλονται πως την κατέχουν και την παραδίδουν. […] (περισσότερα…)

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο Αυγουστίνος υπήρξε για εννέα χρόνια ακροατής στην αίρεση των Μανιχαίων και είχε πείσει τον Ονοράτο να κάνει το ίδιο. Όταν γράφει το De utilitate credendi έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε που αποστασιοποιήθηκε από τους Μανιχαίους και τουλάχιστον πέντε χρόνια από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Ο παλιός του φίλος, όμως, είχε παραμείνει στο πλευρό των Μανιχαίων. Με την επιστολή του ο Αυγουστίνος ελπίζει να πείσει τον Ονοράτο να αντιμετωπίσει πιο ευνοϊκά την καθολική διδασκαλία. Και για αυτό συζητά και απαντά σε, δύο βασικές κριτικές τοποθετήσεις των Μανιχαίων απέναντι στον καθολικό χριστιανισμό: α) την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης (§§4-13) και β) την υπεράσπιση του πρωτείου της λογικής έναντι της αυθεντίας (§§15-35).

Μέλημα του Αυγουστίνου είναι να καταδείξει την ανθρωπολογική, θεολογική και επιστημολογική χρησιμότητα (το όφελος, τα πλεονεκτήματα) της πίστης κατά τη διαδικασία της αναζήτησης -και εύρεσης- της αληθινής θρησκείας. Την αναζήτηση αυτή τη συνδέει και την εμπλουτίζει όχι μόνον με εμφανώς νεοπλατωνικές ιδέες, αλλά και με μια αυτοβιογραφική αναψηλάφηση που προοικονομεί τις διάσημες Εξομολογήσεις. Το κείμενο είναι, υπό μια έννοια, χαρακτηριστικά ρωμαϊκό αφού η λέξη-κλειδί του, η auctoritas («αυθεντία»), απουσιάζει τόσο ως όρος, αλλά εν πολλοίς και ως σύλληψη, από την ελληνική παράδοση. Αποτελεί κοινό τόπο στη Ρώμη ότι η αυθεντία οδηγεί στην πίστη. Πιστεύουμε, πρωτίστως, τα πρόσωπα, τις ομάδες, τους θεσμούς που διαθέτουν κύρος και αποτελούν για εμάς αυθεντίες. Ο Κικέρων, τα γραπτά του οποίου αποτελούν βασικό σημείο αναφοράς για τον Αυγουστίνο, ήταν εκείνος που έδωσε τις πιο κλασικές διατυπώσεις της αντίθεσης μεταξύ της ratio και της auctoritas. Για τον Αυγουστίνο, η φιλοσοφία διεκδικεί την πρώτη και υπόσχεται τη νόηση, ενώ η θρησκεία ξεκινά από τη δεύτερη, εδραιώνοντας την πίστη. Όμως, η λογική και ο νους πρέπει στην αρχή της διαδρομής να λάβουν τη θέση ικέτη και να ταπεινωθούν, αφού, δίχως την ισχυρή επίδραση της αυθεντίας και του δώρου της πίστης, είναι απολύτως αδύνατο να μυηθεί κανείς ορθά στην αληθινή γνώση του Θεού.

Στο πνεύμα της στήλης, η μετάφραση υποβάλλεται αρχικά ως «δοκιμή» και αποσπασματικά, στις δύο συναπτές αναρτήσεις της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής. Ολοκληρωμένη και στην τελική της απόδοση -όσο γίνεται να είναι τελική η απόδοση ενός τόσο απαιτητικού και διαχρονικού κειμένου- θα δημοσιευθεί στο 8ο τεύχος του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, μαζί με μια εισαγωγή που θα ξεκλειδώνει κάποια από τα μυστικά του έργου και επαρκή σχολιασμό. Η μετάφραση αφιερώνεται στον Παντελή Μπασάκο, στη δροσερή σκιά της αυθεντίας του οποίου, έτη πολλά πριν, επιδόθηκα στη μελέτη του Αυγουστίνου.

~ . ~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από την πρώτη ενότητα: §§1-13) [1]

1. 1.  Αν θεωρούσα, Ονοράτε, ότι o άνθρωπος o αιρετικός και ο άνθρωπος που πιστεύει τους αιρετικούς είναι ένα και το αυτό, θα επέλεγα τη σιωπή, αφήνοντας το ζήτημα μακριά από τη γλώσσα και τη γραφίδα μου. Είναι βέβαιο, όμως, πως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο. Κατά τη γνώμη μου αιρετικός είναι εκείνος ο οποίος, επιδιώκοντας κάποιο πρόσκαιρο όφελος, ή, συχνότερα, επιδιώκοντας υπέρμετρη δόξα και περιωπή, είτε γεννά, είτε συμπαρατάσσεται με, ψευδείς και πρωτοφανείς δοξασίες. Εκείνος, από την άλλη, που πιστεύει ανθρώπους αυτού του είδους, έχει παραπλανηθεί από κάποιο ομοίωμα αλήθειας και ευσέβειας. Και επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θεώρησα σωστό να σου κρύψω τις απόψεις μου για τον τρόπο με τον οποίο βρίσκει και συγκρατεί κανείς την αλήθεια. Όπως σίγουρα θα θυμάσαι, η φλογερή μας αγάπη για την αλήθεια είναι κάτι που μας συνδέει από τα νεανικά μας χρόνια. Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται πολύ μακριά από τον νου μωρόσοφων ανθρώπων, οι οποίοι, έχοντας βαδίσει πολύ, ή, πιο σωστά, έχοντας φάει τα μούτρα τους στο μονοπάτι των σωματικών πραγμάτων, θαρρούν ότι η πραγματικότητα εξαντλείται σε ό,τι γίνεται αισθητό μέσω των πέντε διάσημων ανταποκριτών του σώματος. Και οι εντυπώσεις ή εικόνες που έχουν λάβει από αυτούς τους ανταποκριτές, στροβιλίζονται μέσα τους ακόμη και όταν αυτοί πασχίζουν να απομακρυνθούν από τις αισθήσεις. Mε τούτον τον θανατηφόρο και απατηλότατο γνώμονα δε, τις αισθήσεις, φαντάζονται ότι ορθοτομούν τα άφατα και ενδότατα διαμερίσματα της αλήθειας. […] (περισσότερα…)

«Έχουμε εισέλθει στο λυκόφως του μεταπολεμικού κόσμου»

Ο Σωτήρης Μητραλέξης συζητά με τον Δημήτρη Β. Πεπόνη για το πρόσφατο βιβλίο του δεύτερου Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη (Εκδόσεις Τόπος, Μάρτιος 2023)

~.~

Το βιβλίο πραγματεύεται «την ολοκλήρωση τριών διαφορετικών και εν μέρει επάλληλων ιστορικών κύκλων, της μεταψυχροπολεμικής τάξης (1991- ), του μεταπολεμικού κόσμου (1945- ) και μιας μεγάλης εποχής της ανθρώπινης ιστορίας (19ος αιώνας- ), της Εποχής της Μεγάλης Παρέκκλισης». Οι πρώτοι δύο κύκλοι είναι μάλλον σαφείς στον αναγνώστη του οπισθοφύλλου: ποια και τι είναι όμως η «Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης», εξ ης και ο τίτλος του βιβλίου;

Στη μικρή κλίμακα και με αφορμή την τρέχουσα διεθνοπολιτική συγκυρία «Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης» σημαίνει να επισκέπτεται ο Κινέζος πρόεδρος τη Μόσχα στη Ρωσσία, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός το Κίεβο και τη Βαρσοβία στην Ουκρανία και την Πολωνία αντίστοιχα και ο υπουργός εξωτερικών της Ινδίας το Μόναχο στη Γερμανία, και οι άνθρωποι στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική να γνωρίζουν ότι οι επισκέψεις αυτές έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, να δίνουν μεγάλη σημασία στα λόγια των πρωταγωνιστών ή να σταθμίζουν πολύ σοβαρά τη στάση τους. Όμως ας δούμε τα πράγματα στη μακρά διάρκεια.

Από την εποχή του Χριστού, του Μωάμεθ και του Βούδα μέχρι περίπου και την εποχή του Δαρβίνου (1809-1882), δηλαδή μέχρι τον 19ο αιώνα, οι μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη βρίσκονταν στην Ινδία και την Κίνα, στις ακτές του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού. Μόνο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες κατέστη δυνατό αυτή η σχεδόν φυσική ―υπό την έννοια της μακράς χρονικής διάρκειας― ιστορική οικονομική τάξη να μεταβληθεί, με την άνοδο της Δυτικής Ευρώπης αρχικά και της Βόρειας Αμερικής στη συνέχεια, με επίκεντρο τον Ατλαντικό ωκεανό.

Στον 21ο αιώνα τώρα. Εφόσον κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας η Κίνα καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, και με ονομαστικούς όρους ―καθώς με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης είναι η μεγαλύτερη οικονομία εδώ και κάποια χρόνια―, αυτή θα είναι η πρώτη φορά από την εποχή της βασίλισσας Βικτωρίας (1837-1901) που ένα κράτος το οποίο δεν έχει ακτές στον Ατλαντικό και δεν είναι αγγλόφωνο και φιλελεύθερο θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη.

Επιπλέον, για πρώτη φορά στην καταγεγραμμένη και γνωστή σε εμάς ανθρώπινη ιστορία έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου οι δύο από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη βρίσκονται στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας ή της Ασίας του Ειρηνικού. Αναφέρομαι, ασφαλώς, στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τέλος, τις εξελίξεις αυτές θα ακολουθήσει η επιστροφή της Ινδίας που θα οριστικοποιήσει την αποχώρηση του οικονομικού κέντρου βάρους του παγκόσμιου συστήματος από τις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού και την παγίωσή του στην Ασία.

Τα προηγούμενα σημεία καμπής σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος μιας ιστορικής περιόδου (19ος-21ος αιώνας) την οποία ονομάζω «Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης», κατά τη διάρκεια της οποίας γεννήθηκε αρχικά η ευρωκεντρική και μετέπειτα η δυτικοκεντρική ιδεολογία, ιστοριογραφία και ερμηνευτική. (περισσότερα…)

Η άτεχνη μεταφυσική της τεχνητής νοημοσύνης

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1946 το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας παρουσίασε στο ευρύ κοινό και στον τύπο της εποχής τον ENIAC, έναν από τους πρώτους υπολογιστές και τον πρώτο τέτοιο με την καθιερωμένη πλέον σημασία του (υλοποιούσε εσωτερικά τη λεγόμενη αρχιτεκτονική φον Νώυμαν και ήταν πλήρως προγραμματιζόμενος). Ζύγιζε τριάντα τόνους και άνετα θα καταλάμβανε όλα τα δωμάτια ενός μεγάλου, σύγχρονου διαμερίσματος. Ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό του όμως που τράβηξε την προσοχή των δημοσιογράφων. Ο ENIAC είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει την τροχιά ενός βλήματος σε λιγότερο χρόνο απ’ αυτόν που θα διαρκούσε η ίδια η τροχιά (το παράδειγμα με τις τροχιές βλημάτων δεν ήταν βέβαια τυχαίο, εφόσον ο ENIAC είχε σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιους σκοπούς στα πλαίσια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσαν οι υπολογιστικές δυνατότητες του ENIAC ώστε δεν ήταν σπάνιες οι αναφορές περί ενός «ηλεκτρονικού εγκεφάλου».

Παρά την υπαρκτή υπερβολή αυτών των χαρακτηρισμών, θα ήταν ωστόσο προπέτεια να διαβάσει κανείς τις τότε αντιδράσεις απλά ως ένα ακόμα δείγμα δημοσιογραφικής εντυπωσιοθηρίας. Την αμέσως επόμενη δεκαετία μετά το ντεμπούτο του ENIAC θα εισαγόταν στο επιστημονικό λεξιλόγιο ο όρος «τεχνητή νοημοσύνη». Όχι από τους δημοσιογράφους, αλλά από τους ίδιους τους επιστήμονες της νεοαναδυόμενης τότε επιστήμης της πληροφορικής. Ο σκοπός τους ήταν τόσο μεγαλεπήβολος όσο αφήνει να εννοηθεί ο όρος: η αναβίωση της παλιάς εκείνης φιλοδοξίας του Λάιμπνιτς περί κατασκευής μιας καθολικής άλγεβρας του Λόγου μέσω της αναγωγής του σε μηχανικά διατυπώσιμους κανόνες. Κλεισμένοι στα εργαστήριά τους, οι ειδικοί επιστήμονες πιθανότατα δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε την διάθεση να ασχοληθούν με τον Λάιμπνιτς. Ακόμα κι εν αγνοία τους όμως, συνέχιζαν πάνω στον δρόμο που αυτός είχε διανοίξει πριν μερικούς αιώνες, όταν ο Ορθός Λόγος είχε αρχίσει να ξυπνάει ξανά μετά από τον παρατεταμένο του ύπνο κάτω από το βαρύ πάπλωμα της θεολογίας. Βασιζόμενοι στην αναλογία (που οι ίδιοι διέβλεπαν) μεταξύ των ηλεκτρονικών διακοπτών – τρανζίστορ των υπολογιστών και των εγκεφαλικών νευρώνων θα έθεταν στον εαυτό τους τον στόχο να κατασκευάσουν μηχανές που «πραγματικά θα σκέφτονταν». Το εγχείρημα αυτό τελικά θα κατέρρεε εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια όταν και έγινε αντιληπτό το μέγεθος των δυσκολιών που ανέκυψαν για την επίλυση ακόμα και των απλούστερων προβλημάτων που θα όφειλε να μπορεί να αντιμετωπίσει μια «σκεπτόμενη» μηχανή. Όπως ήταν φυσικό, μαζί με την επιστημονική αλαζονεία, στέρεψαν και τα χρηματοδοτικά κονδύλια. Το εγκεφαλογράφημα της τεχνητής νοημοσύνης εκφυλίστηκε σε μια επίπεδη γραμμή για αρκετά χρόνια πριν εμφανίσει πρόσκαιρα κάποια σημάδια ζωής τη δεκαετία του 1980. Για να πέσει πάλι σε κωματώδη αδράνεια για το υπόλοιπο του 20ού αιώνα. Και για να ανανήψει για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ένα νέο κύμα επενδύσεων και υπερφίαλων (ξανά) υποσχέσεων.

Έχοντας την πικρία από τους πρώτους «χειμώνες της τεχνητής νοημοσύνης», οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες εμφανίζονται πλέον λιγότερο επιρρεπείς προς τη μεγαλαυχία, τουλάχιστον όσον αφορά σε πιο οριακά, φιλοσοφικά ζητήματα. Οι φιλοδοξίες τους εστιάζονται σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένες από το στοιχείο της υπερβολής και της (με μαρξιανή έννοια) ιδεολογίας· η μόνιμη επωδός περί επικείμενης εξαφάνισης της ανθρώπινης εργασίας αποτελεί ένα μόνο δείγμα. Οι περισσότερο φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του κλάδου έχουν βρει καταφύγιο πίσω από τον όρο «Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη», με τον οποίο υποδηλώνεται η έρευνα περί της δυνατότητας κατασκευής «πραγματικά σκεπτόμενων» μηχανών, σε αντιπαραβολή με την πιο στενή έννοια της τεχνητής νοημοσύνης όπου το ζητούμενο είναι η κατασκευή «έξυπνων» αλγορίθμων για πιο πρακτικούς σκοπούς και ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ή αναλογία προς την ανθρώπινη σκέψη. (περισσότερα…)