ΝΠ | Ποίηση Ξένη

Οράτιος, Carpe diem

*

Μη θες να μάθεις ποιο είν’ το τέλος που σου ορίστηκε
και πάψε πια με τα ωροσκόπια να παίζεις.

Ένα είν’ το ζήτημα —
κανείς ν’ αντέχει όσα του τύχουν.

Κι είτε πολλούς χειμώνες έχεις να σε περιμένουν
είτε ο ύστερός σου είναι αυτός
που όμοιος με κύμα
πάνω στα βράχια τώρα πια ξεσπάει και λειώνει,
σκέψου σωστά,
στράγγιξε και την τελευταία γουλιά,
είναι μικρή αυτή η ζωή,
τα όνειρα τα μεγάλα αψήφησέ τα —
πριν καν τελειώσεις την κουβέντα σου,
αδειάζει η άμμος στην κλεψύδρα.

Δρέψε το σήμερα λοιπόν.

Από το μέλλον τ’ άδηλο,
τίποτε μην προσμένεις.

Μετάφραση
ΕΡΡΙΚΑ ΜΥΛΩΝΑ

*

Advertisement

Τροφή για Σκέψη | Ποιήματα για φάγωμα

*

Επιλογή – Μετάφραση : ΜΑΡΙΑ Σ. ΜΠΛΑΝΑ

~.~

Γκουέντολυν Μπρουκς

Αυτοί που τρων φασόλια

Φασόλια τρων κυρίως, τα δυο γερόντια με την όψη την ωχρή.
Το δείπνο, υπόθεση απλή.
Φθηνά πιατάκια σε τραπέζι ξύλινο, άστρωτο, που τρίζει,
τσίγκινα κουταλάκια.

Δυο άνθρωποι Κυρίως Καλοί.
Δυο άνθρωποι που οδεύουν προς τη δύση,
Μα συνεχίζουν να φορούν τα ρούχα τους καθημερνά
να μην πετάνε μικροπράγματα που έχουν κρατήσει.

Και να θυμούνται…
Να θυμούνται, μ’ αναλαμπές χαράς και δάκρυα,
σκύβοντας πάνω απ’ τα φασόλια, στο νοικιασμένο δώμα τους που βλέπει στον ακάλυπτο
και που είν’ γιομάτο μπιμπελό και κούκλες κι αποδείξεις και ριχτάρια, τρίμματα καπνού,
βάζα και σεμεδάκια.

Gwendolyn Brooks (1917-2000): Αφροαμερικανίδα ποιήτρια από το Σικάγο. Ήταν η πρώτη μαύρη λογοτέχνης που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ (για την ποιητική συλλογή Annie Allen τον Μάιο του 1950). Με ευρεία θεματολογία, η ποίηση της Μπρουκς δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο αλλά ούτε και στη μορφή, καθώς η ποιήτρια έγραφε με χαρακτηριστική άνεση τόσο σε ελεύθερο στίχο όσο και σε πιο περιοριστικά σχήματα όπως π.χ. σονέτα, διατηρώντας τη «λαϊκή αφήγηση», όπως έλεγε η ίδια. Το ποιήμα «Αυτοί που τρων φασόλια» προέρχονται από ομώνυμη ποιητική συλλογή της Μπρουκς που κυκλοφόρησε το 1960.

*

Γκάλγουεϋ Κίννελ

Χυλός βρώμης

Για πρωινό τρώω χυλό βρώμης.
Τον ζεσταίνω στο γκαζάκι με αποβουτυρωμένο γάλα.
Τον τρώω μόνος.
Το ξέρω πως δεν είναι ωραίο να τρως χυλό βρώμης μόνος.
Είναι τέτοια η υφή του που θα ’ταν καλύτερο για την ψυχική σου υγεία
να τον τρως παρέα με κάποιον. (περισσότερα…)

Μαίρη Όλιβερ, Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

Ἐκφωνητές ἀπό τοπικούς σταθμούς, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον, ἀπαριθμοῦν καταστροφές σάν ἀπαγγελίες σκοτεινῶν ποιημάτων
Ὅπως συμβαίνει πάντα στά δόντια τοῦ χειμώνα.
Ἀλλά γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θύελλα μᾶς προσπερνᾶ:
Συνηθισμένα μέτριο κι ὄμορφο, τό χιόνι στρώνεται
Ἐνῶ παιδιά μέ ξεφωνητά ἐπιστρέφουν στό παιχνίδι,
Καί γελαστοί πολίτες κουκουλωμένοι ἀκόμη μιά φορά
Καθαρίζουν τά ἄνετα τους μονοπάτια τῆς καύχησης καί τῆς φιλικῆς ὑποδοχῆς.

Καί τί ἄλλο θά μπορούσαμε νά κάνουμε; Ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, ἡ θύελλα πῆρε ζωές.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, γιά μᾶς, εἶναι πάρα πολύ μακριά, –
Μιά χώρα δέντρων, μιά περιοχή πάνω σέ χάρτη,
Ἕνας ἄγριος τόπος, οὔτε πῆγε κανείς ἐκεῖ ποτέ, – ἔτσι κι ἐμεῖς
Εὔκολα λησμονᾶμε κάθε μακρινό θανατικό.

Εἰρηνικά ἀπό τίς παγωμένες μας αὐλές παρακολουθοῦμε
Τά παιδιά μας νά τρέχουν στούς ἥπιους λευκούς λόφους.
Αὐτό εἶναι τό τοπίο πού κατανοοῦμε, –
Κι ὅσο ἡ ἀρχή τῶν πραγμάτων παραμένει ριζωμένη,
Πῶς τά παραδείγματα νά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν ἡρεμία μας;
Δέν λέω πώς δέν εἶναι σφάλμα.
Λέω μόνον πώς, παρεκτός κι ἄν ἔχουμε ἀγαπήσει,
Ὅλα τά νέα καταφθάνουν σάν ἀπό μιά πολύ μακρινή χώρα.

MARY OLIVER

*

 

 

W. H. Auden, Νεκρώσιμο μπλουζ

*

Γραμμένο το 1936 αρχικά ως ποίημα σατιρικό για την πομπώδη ταφή ενός πολιτευτή (χαρακτηριστικές οι καυστικές εικόνες της δεύτερης στροφής), και διασκευασμένο αργότερα για τραγούδι καμπαρετίστικο (τη μουσική έγραψε ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν στο λαϊκό ύφος που υπαγορεύει ο τίτλος), το «Funeral Blues» του Ώντεν γνώρισε δόξα απρόσμενη όταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ρομαντικής κομεντί Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία του 1994 το διάβασε ως ερωτική εξομολόγηση στο ξόδι του συντρόφου του. Habent sua fata poemata… Αυτές είναι οι ερμηνευτικές «προσχώσεις», για τις οποίες κάνει λόγο κάπου ο Σεφέρης. To «Νεκρώσιμο μπλουζ» (κατά τα «Νεκρώσιμο εμβατήριο», «Νεκρώσιμος ακολουθία» και τα συναφή) έχει μεταφραστεί κάμποσες φορές στα ελληνικά. Εδώ αποπειράθηκα να κρατήσω κάτι από την πρώτη σατιρική του πνοή και, φυσικά, την άψογη ωδική του φόρμα.  — ΚΚ

~.~

ΝΕΚΡΩΣΙΜΟ ΜΠΛΟΥΖ

Σπάστε τ’ ακουστικά, φιμώστε τα ρολόγια,
χώστε τα πιάνα και τα τύμπανα στα υπόγεια,
το ζώο μπουκώστε, τα γαυγίσματα να πάψουν,
φέρτε το φέρετρο να ρθούν για να τον κλάψουν.

Άστε από πάνω να βογγάνε τ’ αεροπλάνα
το «Είναι νεκρός» φιδοχαράζοντας στα ουράνια,
πένθιμα ας βάλουν παπιγιόν τα περιστέρια
κι οι τροχονόμοι γάντια ολόμαυρα στα χέρια.

Βοριά τον είχα και Νοτιά, Δύση κι Αυγή μου,
τον είχα καθημερινή, σχόλη, γιορτή μου,
ήταν οι ώρες μου όλες, ο καημός, το πάθος.
Έλεγα δεν πεθαίνει η αγάπη. Έκανα λάθος.

Για τ’ άστρα τώρα αδιαφορώ· κάντε τα πέρα,
φράξτε το φως του φεγγαριού, θάψτε τη μέρα·
χύστε τις θάλασσες, ξηλώστε κάθε δάσος·
δεν έχω τίποτε να ελπίσω πια ή να χάσω.

W. H. AUDEN
Προλόγισμα-Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη

*

Κορφολογώντας τις μεταφράσεις του Αλέξη Πάρνη από τη ρώσικη ποίηση

*

Προλόγισμα-Ανθολόγηση ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Παρά κάτι μήνες εκατόχρονος, εκμέτρησε το ζην προχθές ο Αλέξης Πάρνης (συγγραφικό ψευδώνυμο του Σωτήρη Λεωνιδάκη, 24 Μαΐου 1924 – 10 Μαρτίου 2023). Ιστορικός μάρτυς μιας εποχής βαριάς, δύσκολης μα και κοσμοϊστορικής, έδωσε με τη στάση, τη ζωή και το συγγραφικό του έργο το ιδιαίτερο πολιτικό και κοινωνικό μαχητικό παρών ― και πλήρωσε και το τίμημα. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό της εκτίμησης και της ανιδιοτελούς φιλίας και γενναιοδωρίας προς το πρόσωπό του από τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ μεταφέρει ο Στέλιος Ελληνιάδης:

«Στη Μόσχα, ο Χικμέτ τον είχε φέρει σε επαφή με μία φίλη που μπορούσε να του παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο μεγάλο της διαμέρισμα για να μένει σε καλές συνθήκες, κοντά στη σχολή του, χωρίς να πληρώνει ενοίκιο. Μόνο όταν ξαναβρέθηκε στη Μόσχα το 1989, έμαθε ο Πάρνης την αλήθεια: ο Χικμέτ πλήρωνε 200 ρούβλια ενοίκιο έχοντας συμφωνήσει με την οικοδέσποινα να το κρατήσει μυστικό από τον Πάρνη».

Από τις εξαιρετικές μεταφράσεις της ρώσικης ποίησης που μέχρι σήμερα μας επιδαψίλευσε (Ρωσικός Παρνασσός: Ανθολογία ρωσικής ποίησης, Καστανιώτης, Αθήνα 2016), κορφολογούμε το μικρό τούτο απάνθισμα.

Γαίαν έχοι ελαφράν!

~.~

ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΟΥΡΕΒΙΤΣ ΛΕΡΜΟΝΤΟΦ

Βγήκα μόνος στου γκρεμού τα μονοπάτια,
μες στην πάχνη της νυχτιάς φέγγουν θολά…
Στο Θεό γυρίζει η έρημος τα μάτια,
άστρο μ’ άστρο κουβεντιάζει εκεί ψηλά.

Ουρανός θριαμβικός και μαγεμένος!
Στο γαλάζιο το βαθύ κοιμάται η γη…
Γιατί νιώθω τάχα τόσο πικραμένος;
Τι μου πήραν, τι προσμένω απ’ τη ζωή;

Δε ζητάω πια τίποτ’ από κείνη,
για το χτες δεν έχω λύπη και καημό.
Λευτεριά θέλω μονάχα και γαλήνη,
ύπνο μόνο λησμονιάς κι αναπαμό.

Όχι αυτόν μέσα σε τάφο παγωμένο…
Θα ’θελα ν’ αναπαυθώ παντοτινά,
όμως στη ζωή κοντά να μένω
με το στήθος ν’ ανασαίνει ζωντανά.

Για ν’ ακούω στο βαθύ μου καταφύγι
της αγάπης τη φωνή να τραγουδά,
κι από πάνω μου ολοπράσινη να σκύβει
μια βαθύσκια θαλερή βελανιδιά.

1841

~•~

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Χτύπησε τέσσερις.
Βαριές σαν βαριά.
«Του Θεού στο Θεό – τα Καίσαρος τω Καίσαρι».
Όμως ένας όπως εγώ
Σε ποια ν’ απαγκειάσει μεριά
μια κρυψώνα βρίσκοντας εύκαιρη;

Αν ήμουν μικρός
όσο κι ο Μεγάλος Ωκεανός,
στις μύτες θα στεκόμουν των κυμάτων,
θ’ άλλαζα χάδια στην παλίρροια με τη σελήνη.
Πού να βρω μια γυναίκα
στα μέτρα μου εδώ κάτω;
Δυστυχώς
στον ουρανό μας το μικρό δε θα χωρούσε εκείνη. (περισσότερα…)

Οὐίλλιαμ Σ. Μέργουιν, Ὅταν τελειώσει ὁ πόλεμος

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Ὅταν τελειώσει ὁ πόλεμος
Φυσικά θά εἴμαστε περήφανοι ὁ ἀέρας θά εἶναι
Καλός νά τόν ἀναπνέεις ἐπιτέλους
Τό νερό θά ἔχει βελτιωθεῖ ὁ σολωμός
Καί ἡ σιωπή τοῦ παραδείσου θά μεταναστεύουν πιό τέλεια
Οἱ νεκροί θά σκέφτονται πώς οἱ ζωντανοί τό ἀξίζουν ἐμεῖς θά ξέρουμε
Ποιοί εἴμαστε
Καί θά καταταγοῦμε πάλι

~.~

Ὁ W. S. Merwing, γιός πρεσβυτεριανοῦ πάστορα, ἄρχισε νά γράφει σέ ἡλικία μόλις πέντε ἐτῶν, εἰκονογραφώντας ἐπίσης τούς ὕμνους πού ἄκουγε ἀπό τόν πατέρα του. Ἡ ἐξοικείωση ἀπό τόσο νωρίς μέ τούς ὕμνους, τόν ὁδήγησε σέ συγκεκριμένη ἀντίληψη γιά τήν φόρμα καί γιά τήν σημασία κάθε λέξης ξεχωριστά, δηλαδή τό εἰδικό βάρος της. Πολυγραφότατος (πάνω ἀπό πενήντα βιβλία ποίησης, πεζοῦ λόγου, μεταφράσεων) καί δυό φορές poet laureate (1999-2000, 2010-2011), χαρακτηρίστηκε στήν Ἀμερική ὡς «Thoreau τῆς ἐποχῆς μας» γιά τήν ἰσχυρή οἰκολογική του συνείδηση, τήν ἀντίθεσή του στήν πολεμική βαρβαρότητα, τήν ἀφοσίωσή του στήν γλώσσα, τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς πνευματικότητάς του. Πολύ ἀργότερα, τήν ἐποχή τῆς μεγάλης πείρας καί ὡριμότητάς του, ὅταν συνέθετε τήν ποιητική συλλογή Garden Time, εἶχε ἤδη ἀρχίσει ὁ καιρός τῆς δοκιμασίας του: ἔχανε τό φῶς του. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο νά μήν βλέπει, γιά νά συνεχίζει τό ἔργο του, ὑπαγόρευε στήν σύζυγό του Πώλα τά νέα του ποιήματα. Φαίνεται πώς ἡ δοκιμασία τόν ἔφερνε πλησιέστερα σέ ἄγνωστες περιοχές τῆς ὕπαρξής του, τόν ἔκανε νά τίς ἀφουγκράζεται καί νά μιλάει πιό ἄμεσα στόν ἀναγνώστη του.

Ἀποδεσμευμένος πιά ἀπό τήν προβολή πού δεχόταν γιά τό ἔργο του καί τούς πολύχρονους ἐπαίνους γιά τό πόσο ἐπηρέαζε ἄλλους ποιητές, περιβαλλόμενος τώρα ὁ Merwing ἀπό θαμπές σκιές ἔστρεφε ἐπίμονα τήν προσοχή του στούς ἤχους – ἐμψυχωμένους ἤχους. Ἀνακάλυπτε πῶς νά βρίσκεται στό πλάϊ τοῦ ἀναγνώστη μέ μιά, κερδισμένη μέ ὀδύνη, διασθητική ἀμεσότητα. Τόνιζε μέ κάθε τρόπο τήν ἐλπίδα πού χρειαζόμαστε: Ἐλπίδα σ’ αὐτό πού θέλει νά μᾶς βρεῖ. «Ἐλπίδα στό φῶς τῆς μέρας πού ἔρχεται».

Σέ ὅλο του τό ἔργο, διάλεγε συνειδητά τήν ἀπουσία στίξης, ἔτσι καί στό Garden Time. Τόν τίτλο αὐτόν θά μπορούσαμε νά τόν μεταφράσουμε ὡς Καιρό τοῦ Κήπου, γιατί αὐτό πού ἐπιδιώκει νά διαφανεῖ, στό ἀνεμπόδιστο κύλισμα τοῦ κάθε ποιήματος, δέν εἶναι ὁ χρόνος. Εἶναι ὁ Καιρός· μέ τήν δική μας, ἑλληνική σημασία τοῦ ὅρου: εὐ-καιρία μέ ἄλλα λόγια. Ἀποκτᾶ καί ἄλλες προεκτάσεις, ἄν σκεφθεῖ κανείς πώς ἡ συλλογή ἐκδόθηκε τό 2016, ἡ ἀγαπημένη του Πώλα ἀπεβίωσε τό 2017, καί ὁ ἴδιος ἐξέπνευσε εἰρηνικά στόν ὕπνο του, τό 2019. Ἑπομένως τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ποιητῆ, μέσα στήν δοκιμασία τῆς τύφλωσης,ὑπῆρξε πράγματι ἕνας Καιρός ἐκ νέου καλλιέργειας καί φροντίδας τοῦ Κήπου πού τοῦ δόθηκε: εὐκαιρία φιλοσοφικοῦ ἀναστοχασμοῦ, παρατηρήσεων μέ τά ἔσω μάτια, σπορᾶς ἐρωτημάτων ὅπως τά ἀκόλουθα μέ νηφάλιο καί γλυκύ τρόπο:

Eἶμαι ἐγώ πού ἔφτασα σ’ αὐτήν τήν ἡλικία
ἤ εἶναι ἡ ἡλικία πού ἦρθε σέ μένα
ποιό ἀπ’ τά δυό ἔφερε μαζί του ὅλες τοῦτες
τίς σιωπηλές εἰκόνες πάνω στόν σκιερό τους ποταμό

Ν.Κ.

*

Οχτώ ποιήματα για τον Άρη Μπερλή

*

Προλόγισμα-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Δεινός μεταφραστής της πεζογραφίας και του δοκιμίου, αλλά και της ελευθερόστιχης ποίησης, όπως του Ουρλιαχτού του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Άρης Μπερλής απέφευγε την έμμετρη. Τόσο που, συχνά, όταν έπεφτε σε συγγραφείς που παρέθεταν έμμετρους στίχους, απευθυνόταν σε φίλους του ποιητές και μεταφραστές, καθώς τους θεωρούσε «αρμοδιότερους». Είχα την τύχη να είμαι ένας από αυτούς. Με την αφορμή των πέντε ετών από την εκδημία του, συγκέντρωσα εδώ οχτώ τέτοιες μεταφράσεις αγγλόγλωσσων ποιηματών που έγιναν κατά παραγγελία δική του τη δεκαετία του 2000. Κάποιες από αυτές, αρχικά αποσπασματικές, τις συμπλήρωσα εδώ για τον σκοπό αυτής της δημοσίευσης, μια-δυο τις άφησα ώς είχαν. Οι περισσότερες περιστρέφονται γύρω από το θέμα του θανάτου και ανήκουν στην μεγάλη ρομαντική παράδοση του 19ου αιώνα, που ο Άρης τόσο αγαπούσε. Τις αφιερώνω στη μνήμη του. – ΚΚ

~.~

Walter Raleigh (1552-1618)

ΤΙ ’ΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ;

Τί ’ναι η ζωή μας; μια παράσταση παθών·
Τί ’ναι η χαρά μας; μια αρμονία διχασμών·
Ήδη στης μάνας μας τη μήτρα ηθοποιοί,
Ρούχα προβάρουμε για μια βραχεία σκηνή.
Ο Ουρανός είναι ο αδέκαστος θεατής
Που απαριθμεί τα λάθη μας, βουβός κριτής.
Το μνήμα που απ’ το φως το εταστικό μάς κρύβει
Μοιάζει αυλαία ενός δράματος που λήγει.
Κι έτσι ώς το τέλος, παίζοντας, τραβάμε εμπρός –
Ο θάνατός μας είναι μόνο αληθινός.

~ . ~

William Wordsworth (1770-1850)

ΧΑΡΤΙΑ, ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΡΑΤΑ!

Ω σήκω, σήκω, φίλε! Τα βιβλία παράτα,
διπλός θα γίνεις όπως πας.
Σήκω λοιπόν! Διώξ’ τον καπνό απ’ τα μάτια,
προς τι ο κόπος σου όλος κι ο μπελάς…

Βιβλία! Τι κολοκύθι ανιαρό, τι τιποτένιο,
έλα ν’ ακούσεις το γαρδέλι στο κλαδί.
Πόσο γλυκιά λαλιά την έχει! Όρκο παίρνω,
σοφία τόση δεν θα βρεις παρά εκεί…

Απ’ τ’ ανοιξιάτικα τα δάση ένα αεράκι
για των ανθρώπων πιο πολλά έχει να σου πει
την καλοσύνη ή το κακό φαρμάκι
απ’ τους σοφούς όλους που ζουν πάνω στη γη. (περισσότερα…)

Jacqueline du Pré (1945-1987)

*

ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΣΕ ΜΗ ΥΦΕΣΗ

μνήμη Jacqueline du Pré

Στὴν ἐποχή μου δὲν ἦταν καλύτερα.
Ἴσως λιγότερο στρὲς ἀλλὰ περισσότερος πόνος ―
τουλάχιστον γι’ αὐτὰ ποὺ ἐγὼ ϑυμᾶμαι.

Νὰ μιλήσω γιὰ τὶς θυσίες, τὴ σκληρὴ δουλειά;
Κάθε κονσέρτο ἔχει cadenza μὰ τελικὰ
διευθύνει ὁ μαέστρος.

Μετὰ τὸ adagio ἀκολουθεῖ τὸ allegro.

Ἄφησα τὴ σκηνὴ νωρίς· ϐάρυνε τὸ δοξάρι
καὶ ἔγινα δασκάλα. Τὸ κόλπο
εἶναι ν’ ἀγαπᾶς τὴ μελωδία ποὺ παίζεις.

Τώρα ποὺ τὰ δάχτυλα βρῆκαν τὴ φόρμα τους
στὴν Ἐδὲμ ἀκούγονται αἰθέρια vibrato ―
ἑνὸς Σούμαν, ἑνὸς Ἔλγκαρ.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~ . ~

Σὰν σήμερα, στὶς 26 Ἰανουαρίου 1945, γεννήθηκε ἡ σπουδαία Ἀγγλίδα τσελίστα Jacqueline du Pré. Διάσημη ἤδη στὰ 28 της χρόνια ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν καριέρα της λόγῳ σκλήρυνσης κατὰ πλάκας. Πέθανε τὸ 1987 σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν.

*

Louis MacNeice, «Δίδυμος» (Μια άγνωστη μετάφραση του Τάκη Παπατσώνη)

*

Εισαγωγή-Επιμέλεια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Ο Ιρλανδός (βρετανικής υπηκοότητας) ποιητής (Frederick) Louis MacNeice γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1907. Σπούδασε στην Οξφόρδη Κλασικά Γράμματα και εντάχθηκε στον ποιητικό ‘κύκλο του Ώντεν’ (Ώντεν, Σπέντερ, Ντέϊ-Λιούϊς, Ίσεργουντ). Δίδαξε για ένα διάστημα (1936-1940) κλασική λογοτεχνία σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και κολλέγια του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Από το 1941 εργάστηκε για το BBC αρχικά στην συγγραφή και παραγωγή θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με φιλία με τον ποιητή Ντύλαν Τόμας (τους ένωνε κι αγάπη για το ποτό), και τον γνωστό πανεπιστημιακό αρχαιοελληνιστή Ε. R. Dodds. Ταξίδεψε εκτεταμένα, έδωσε διαλέξεις στις ΗΠΑ, μα και επισκέφθηκε την Βαρκελώνη στην Ισπανία το 1937, προκειμένου να συμπαρασταθεί στους δημοκρατικούς ενάντια στον Φράνκο. Ανάμεσα στις σημαντικότερες ποιητικές του δημιουργίες είναι τα Autumn Journal, Ten Burnt Offerings, Autumn Sequel,  και Solstices. Εκτός από την ποίηση, που είναι και το σπουδαιότερο τμήμα του έργου του, καλλιέργησε το δοκίμιο, την ταξιδιωτική καθώς και την θεατρική γραφή, όπως επέβαλε και η εργασία του στο BBC. Μετέφρασε τον Φάουστ του Γκαίτε και, έμμετρα, τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Πέθανε το 1963. Διόλου τυχαία τον πρώτο τόμο της ανθολογημένης ποίησής του (Selected Poems of Louis MacNeice) εξέδωσε ο φίλος του Ώντεν έναν χρόνο μετά την εκδημία του, ενώ τον τόμο με το σύνολο ποιητικό του έργο (The Collected Poems Of Louis MacNeice) εξέδωσε το 1967 ο επίσης επιστήθιος φίλος του Ε. Ρ. Ντοντς.

Στις 2 Ιανουαρίου του 1950 ο Λούϊ Μακνής έρχεται στην Αθήνα για να αναλάβει την διεύθυνση του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα για ενάμιση χρόνο. Ταξιδεύει εκτενώς στην χώρα και γνωρίζεται με αρκετούς Έλληνες αλλά και με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Καρπός της ελληνικής του εμπειρίας ήταν και η συλλογή Ten Burnt Offerings, που γράφτηκε μεν στην Ελλάδα, μεταδόθηκε στο BBC το 1951 και εκδόθηκε το 1952. Στην συλλογή αυτή περιλαμβάνεται και το ποίημα «Didymus» που μετέφρασε ο Παπατσώνης και παρουσιάζουμε εδώ σήμερα.

Ο Σεφέρης τον γνωρίζει στην Άγκυρα τον Δεκέμβρη του 1950: «[…]είναι τόσο ντροπαλός άνθρωπος». Σχετίζεται μαζί του και τον συναντά αρκετές φορές στο Λονδίνο και σημειώνει πως σίγουρα δεν είναι ο τύπος που θα ταίριαζε με τον ορμητικό Κατσίμπαλη. Μέσω δε του Μακνής, με αφορμή μία εκπομπή στο BBC, γνωρίζει μια μέρα του Νοέμβρη του 1951 και τον Ντύλαν Τόμας και βρίσκονται να πίνουν μπύρες σε μια παμπ μαζί και με τον Νάνο Βαλαωρίτη. Ο Σεφέρης μάλιστα διασώζει και την ακόλουθη παρατήρηση του Τόμας: «Ένας ποιητής πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί όλες τις λέξεις. Ο Louis μπορεί· εγώ δεν μπορώ». «Μουντό» κι «ασυγκίνητο» τον παρουσιάζει κι ο Κατσίμπαλης στην αλληλογραφία του με τον Σεφέρη: «Γυρίσανε όλο το καλοκαίρι και γνώρισαν σχεδόν όλη την Ελλάδα. Έχω την εντύπωση πως ο τόπος μας κατάφερε να συγκινήσει ακόμα και τον ασυγκίνητον αυτόν άνθρωπο». Εκτίμηση που συμμερίζεται και το ζεύγος Σεφέρη, όπως φαίνεται και από την επισυναπτόμενη απάντηση της Μαρώς στο γράμμα του Κατσίμπαλη: «Ο MacNeice εξαιρετικά θερμός, αυτός ο τόσο κρύος άνθρωπος που ξέρεις». Ο Μακνής πάντως δημοσίευσε και μια σύντομη κριτική παρουσίαση της ποίησης του Σεφέρη, με αφορμή τη μετάφραση του Rex Warner το 1960.

(περισσότερα…)

W. B. Yeats, Ποιήματα (Μέρος Β΄)

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 3 / 6 ]

~.~

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

Μέρος Β΄

Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ι

Για ώρα πλανήθηκα στις αίθουσες ρωτώντας·
μια γηραιή καλόγρια απαντούσε ευγενικά·
εδώ διδάσκουμε ιστορία, εδώ ωδική,
εδώ μαθαίνουν να διαβάζουν τα παιδιά,
να κόβουν και να ράβουν, να μιλούν σωστά,
με τις μεθόδους που η σύγχρονη ζωή απαιτεί –
τα μάτια τους κοιτούσαν απορώντας
τον εξηντάρη επίσημο να τους χαμογελά.

II

Αναπολώ μιας Λήδας το κορμί, γερμένο
επάνω στη μισόσβηστη φωτιά να μου ιστορεί
πώς μια επίπληξη άγρια, πράγμα συνηθισμένο,
την ένιωσε μαθήτρια σαν τραγωδία σωστή –
να μου ιστορεί κι οι δυο μας φύσεις λίγο λίγο
να σμίγουν λες στη σφαίρα ενός νεαρού καημού
ή, παραφράζοντας του Πλάτωνα τον μύθο,
στον κρόκο και τ’ ασπράδι του ίδιου αυγού.

III

Και με τη σκέψη μου σ’ αυτό αναρωτιόμουν
ενώ τριγύρω τα παιδιά περιεργαζόμουν,
τάχα τους έμοιαζε μικρή –γιατί ακόμα
κι οι θυγατέρες ενός κύκνου έχουν κοινά
με της κοινής της πάπιας την κληρονομιά–,
τέτοιό ’χαν τα μαλλιά, τα μάγουλά της χρώμα;
Ώσπου η καρδιά μου χτύπησε σάμπως τρελή:
κι εμπρός μου στάθηκε έξαφνα, παιδί.

IV

Πώς μοιάζει τώρα αναλογίστηκα μετά –
του Quattrocento έπλασε άραγε ένα χέρι
τα μάγουλά της τα φρυγμένα, κρύο αγέρι
μπέρδεψε ετούτες τις σκιές στο πρόσωπό της;
Κι ο ίδιος, που δεν ήμουνα κι Αυτού ωραιότης,
κάποτε είχα κόμη εβένου – μα αρκετά,
να τους χαμογελάς σαν σου χαμογελούν,
πως είσαι σκιάχτρο απ’ τα καλόβολα να δουν.

V

Ποια νέα μητέρα προδομένη από το μέλι
της σάρκας, τούτη τη μορφή που στην ποδιά της
όλο παλεύει για ύπνο, κλάμα και φυγή
όπως η ανάμνηση ή η νάρκωση το θέλει,
άραγε θά ’λεγε αν έβλεπε μπροστά της
τον γιο της ξάφνου που ’χει εξηνταρίσει,
πως του αγώνα της για να τον αναστήσει
και των ωδίνων της αυτή ’ναι η ανταμοιβή; (περισσότερα…)