ΝΠ | Ποίηση Ελληνική

Ἡρὼ Νικοπούλου, Δύο ποιήματα


*

Ταποθαμέναμας

Ξεμακραίνει το σιωπηλό φίδι της πομπής
και χάνεται
πάντα χάνεται αλλά μένει
σκέφτομαι πάλι ταποθαμέναμας
σαν τα παιδιά
δεν έχουν φύλο
δεν έχουν παρελθόν ούτε ιδιότητες
δεν είναι εργάτες δικηγόροι δάσκαλοι γιατροί
δεν είν’ μάνες κλέφτες στρατηγοί
κομμωτές αδελφές πολιτικοί ή κρεοπώλες
είναι απλώς
ταποθαμέναμας.
Πότε-πότε ανάβουν
τα κρύα βράδια τους φανοστάτες
σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες
ή κουρδίζουν ατέλειωτα
μ‘ αφηρημένο χαμόγελο τις λατέρνες στην Πλάκα

Αλλού πάλι ταποθαμέναμας δεν ξέρουν
και πολεμούν ακόμα στα Στενά
στην Τριπολιτσά στη Χιμάρα
βλέπεις κανείς δεν τόλμησε να τους μηνύσει
Ταποθαμέναμας είναι αισιόδοξα και τρυφερά
τα βράδια κουρνιάζουν στον ύπνο μας
ρουφούν την ανάσα μας στο πηχτό σκοτάδι
τα χαράματα μάς χαρίζουν τα όνειρά τους
για μια γουλιά καφέ κι ένα αποτσίγαρο
ύστερα ζαλώνονται πάλι τ’ άρματα
και πολεμούν αδιαμαρτύρητα στο πόστο μας
ελπίζοντας πάντα να συγχωρεθούν
για να ζήσουν ξανά

~.~ (περισσότερα…)

Advertisement

Γιώργος Σεφέρης, Το απομεσήμερο ενός φαύλου

*

ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ

Τράβα ἀγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα νὰ φτάσουμε γοργὰ στὴν Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
νὰ ᾿ρθοῦμε πρῶτοι ἐμεῖς! – οἱ στερνοί.

Τὰ στερνοπαίδια καὶ τ᾿ ἀποσπόρια
καὶ τ᾿ ἀποβράσματα καὶ τ᾿ ἀποφόρια
μιᾶς μάχης ποὺ ἤτανε γι᾿ ἄλλα κορμιὰ
γιὰ μάτια ἀλλιώτικα κι ἄλλη καρδιά.

Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζῆδες, κολλυβιστάδες,
μοῦργοι, μουνοῦχοι καὶ θηλυκά –
τράβα ἀγωγιάτη! βάρα ἁμαξά!

Φτωχὴ Πατρίδα, στὰ μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε τὸ γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ὀρφανή,
κοίτα ἂν ἀντέχεις τέτοια πομπή:

τὸ ματσαράγκα, τὸ φαταούλα
μὲ μπογαλάκια καὶ μὲ μπαοῦλα·
τὴ χύτρα ποὺ ἔβραζε κάθε βρωμιὰ
λὲς καὶ τὴν ἄδειασαν ὅλη μεμιὰ

σ᾿ αὐτοὺς ἀνάμεσα τοὺς ἤπιους λόφους
ὅπου μᾶς κλείσανε σὰν ὑποτρόφους
ἑνὸς ἀδιάντροπου φρενοβλαβῆ
ποὺ στὸ βραχνά του παραμιλεῖ.

Δὲς τὸ σελέμη, δὲς καὶ τὸ φάντη
πῶς θυμιατίζουνε τὸν ἱεροφάντη
ποὺ ρητορεύεται λειτουργικὰ
μπρὸς στὰ πιστά του μηρυκαστικά.

Μαυραγορίτες ἀπὸ τὰ Νάφια
τῆς προσφυγιᾶς μας ἄθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι ἁρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πὼς πᾶνε ἐκεῖ

στὰ χώματά σου τὰ λαβωμένα
γιατὶ μαράζωσαν, τάχα, στὰ ξένα
καὶ δὲν μποροῦνε χωρὶς ἐσέ –
οἱ φαῦλοι: τρέχουνε γιὰ τὸ λουφέ.

Cava dei Tirreni, 7. 10. 1944

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

*

Οἰωνοκτόνος Ἰδαία χιών

*
Ο χιονιάς από την Ίδη που αφανίζει τα πουλιά
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Αγαμέμνων, 563-564
Στις πρόβες της Ορέστειας, Ανοιχτό Θέατρο, 2003

Η Ηλέκτρα…
Αυτή φταίει για όλα !
Αυτή πλήρωσε τον αρχιερμηνευτή των Δελφών,
(υπάρχουν φήμες που λένε ότι κοιμήθηκε κιόλας μαζί του)
να δώσει το δολοφονικό χρησμό στον Ορέστη.
Δεν πρόλαβε, όμως, να σώσει απ’ το μαχαίρι,
το κρυφό ερωτικό σαράκι της :  τον Αίγισθο.
Ας είχε το νου της !
Τώρα καταριέται Θεούς κι ανθρώπους.
Που να φανταστεί, όμως, η δόλια, ότι ο Ορέστης,
Παρορμητικός κι απρόβλεπτος,
ζήλεψε,
όταν συνειδητοποίησε, ότι το βυζί της μάνας του,
που τον έθρεψε μωρό, ριγούσε τώρα, οργασμικά,
στα χάδια ενός ξένου ! (περισσότερα…)

Άρης Αλεξάνδρου, Πρωτομαγιά

*

Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσίς στο πέλαγο. Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν’ ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

*

Χριστόφορος Πάρρας, Στίχοι

*

Ό,τι κι αν κάνω σε δυσαρεστώ
Όταν την τόση σου επαινώ την ευστροφία
ενοχλημένη μου απαντάς
το πάθος αποφαίνεσαι η πολλή
πνίγει η σοφία

Κι όταν το σώμα σου ποθώ
μες στα νερά σου να ριχτώ
κι όπου με βγάλουν τα κουπιά μου
μου γράφεις ότι δυσπιστείς
φοβάσαι την παραφορά μου

Όταν για μια στιγμή σιωπώ
για να ξεφύγω απ’ το μαράζι
μου λες πως χάθηκα εντελώς
Κι όταν τυχαίνει κι ευθυμώ
που σε πειράζω λες πως σε πειράζει

Κι έτσι σκοντάφτω συνεχώς
και κάνω λάθη επί λαθών
μα ποιος να με οδηγήσει;
Σ’ έναν λαβύρινθο βαθύ
δωμάτιο έχω κλείσει

~ . ~

Η Ήρα είσαι όταν θυμώνεις
όλο αστράφτεις και βροντάς
το μέτωπό μου χαρακώνεις
στα σπλάχνα μου λυσσομανάς

Η Άρτεμη είσαι όταν πληγώνεις
σέρνεις το βέλος και χτυπάς
άπνοο στα πόδια της οθόνης
μ’ αφήνεις και δεν μ’ ακουμπάς

Το χέρι έχεις της Περσεφόνης
μια στο σκοτάδι με τραβάς
και μια στον ήλιο με σηκώνεις
στο γέλιο της καλοκαιριάς

Είσαι η Παφία, με κορώνεις
στάχτη με καις και με σκορπάς
είσαι η Κίρκη, με μαντρώνεις
σ’ ένα νησί της λησμονιάς

Η Έριδα είσαι, με σαρώνεις
η Ήβη είσαι, με μεθάς
η Ήρα είσαι όταν θυμώνεις
Δεν είμαι ο Δίας – με πονάς

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΡΡΑΣ

*

 

Γιάννης Πατίλης, Αὐτοφαγία

*

Αὐτοφαγία

(Autophagy – προφέρεται “ah-TAH-fah-gee”)

Ὣς πότε πιὰ μὲ τοὺς ἄλλους θὰ τρώγομαι
Ἀξημέρωτα νὰ κολλάω στὰ μαίλια
τὰ μεσημέρια στὰ στέκια νὰ μπλέκω
νὰ βγαίνω μὲ δηλητηριασμένους τὰ βράδια
Τόση παρὰ φύσιν κοινωνικότητα
ποιός τὴν ἀντέχει
Δὲν τὴν ἀντέχω
Καιρὸς τὸ ἀβάκιο
νὰ ἐ-πανά-
προ-γραμ-μα
-τί-σω
Καλὸ τὸ 69 δὲ λέω – ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα καὶ τοῦ 16/8
Ὀκτάωρο πιὰ νὰ τρώω γιὰ νὰ ζήσω
Καὶ δεκαέξι ὧρες ἑαυτὸς ἀδειοῦχος
συνταξιοῦχος
νὰ τρώει
τὰ σκουπίδια μου

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ

*

Στίχοι εἰς τὴν λαμπρὰν Κυριακήν

*

Προλεγόμενα-Μετάφραση
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Το ποίημα του κατά τα άλλα άγνωστου Αρσένιου  Στίχοι εἰς τὴν λαμπρὰν Κυριακήν  παραδίδεται μόνο σε ένα υστεροβυζαντινό χειρόγραφο, αν και οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν τη σύνθεσή του, βάσει ειδολογικών και μετρολογικών παραμέτρων, στον 9ο αιώνα. Η υπόθεση που έχει γίνει από τον M. Lauxtermann ότι πρόκειται για ποίημα που σχετίζεται με τη σχολική τάξη είναι βάσιμη (δες τον τελευταίο στίχο του συνθέματος· η λέξη διατριβὴ στο πρωτότυπο μπορεί να σημαίνει, μεταξύ άλλων, «σχολή» και «σχολείο»). Από αυτή την άποψη το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί, εφόσον προοριζόταν και για (τραγουδιστή) απαγγελία, ως ένα είδος «χελιδονίσματος» του ελληνικού Μεσαίωνα, περιέχοντας όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν την εποχή ιδιαίτερη, σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις για την εκπαίδευση και την παιδεία. Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητής συνδυάζει τη θεολογική θεωρία με την «παγανιστική» λατρεία της φύσης, κατασκευάζοντας έναν εν πολλοίς χριστιανικό ύμνο που εκφράζεται μέσα από την τεχνητή αρχαιοπρέπεια της γλώσσας (αττική κατά βάση, με σκόρπια επικά και ελάχιστα δωρικά στοιχεία) και του ποιητικού μέτρου («ανακρεόντειο» = ιωνικό δίμετρο), και όλα αυτά διανθισμένα με πλήθος διακειμενικών (βλ., πρωτίστως, τη βουκολική ποίηση του Θεόκριτου) και ρητορικών στοιχείων. Σημειώνω ότι «έσπασα» το στιχούργημα σε δύο μέρη για να διευκολύνω την ανάγνωση.

Αρσένιος
Στίχοι στη Λαμπρή

1
Ελάτε οι νέοι, καθίστε όλοι κοντά μου,
ελάτε η αγαπημένη μου χορεία,
ελάτε εδώ της ποίησης τα τέκνα·
αφήνοντας γλυκιά φωνή θα πούμε
σκοπό μελωδικό κι ας ακουστούμε
γιατί όλων μας τα χείλη θ’ ανυμνήσουν
τον Βασιλιά και Δημιουργό του κόσμου.
Βασίλισσα των εποχών μας ήρθες!
Εμπρός λοιπόν, οι σάλπιγγες ηχήστε·
εμπρός λοιπόν, συνθέστε με κιθάρες·
εμπρός λοιπόν, με των αυλών τη χάρη
να στείλουμε τον ύμνο στον Θεό μας.
Τι εγέρθηκε, στον τάφο πια δεν είναι·
μεμιάς συνέτριψε όλες τις αμπάρες
του ζοφερού, πικρόχολου θανάτου
κι ανέτρεψε τον αδηφάγο Χάρο·
δες τώρα τις ψυχές αναστημένες
χάρη στον παντοδύναμο Θεό μας.
Τα Κτίσματα γελούν ευτυχισμένα·
Εκείνον που αναστήθηκε τιμάνε,
Εκείνον που εξυψώθηκε δοξάζουν. (περισσότερα…)

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [2/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 2/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

Για την γενική εισαγωγή στο παντούμ/παντούν, βλ. το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης. Όπως προσημειώνεται εκεί, η καταγραφή των ελληνικών παντούμ που ακολουθεί σε αυτό το δεύτερο μέρος δεν είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει δε 28 εν συνόλω ποιήματα. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση εφόσον έγινε δυνατόν να εντοπιστεί· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή. — Σ.Α.Κ.

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η Λάμια

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.

Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.

Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.

Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό. (περισσότερα…)

Θωμάς Ιωάννου – Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Διάλογος

*

INTERCITY

Μαμά, συγγνώμη
Που ξεχάστηκα
Και δε σε πήρα όταν έφτασα

Με πήρε ύπνος όπως ήμουν ψόφιος
Απ’ την κούραση
Και είδα όνειρο κακό
Πιο ζωντανό από ποτέ
Τόσο που έπεσα απ’ το κρεβάτι μου
Κραυγή μεγάλη βγάζοντας

Διαταραχή του ύπνου REM, μαμά
Παλιά κοιμόμουν σαν πουλάκι πλάι σου
Μα χρόνια άγρυπνη σε άφηνα
Να περιμένεις ένα μήνυμα ξερό
Του στυλ να μη με πρήζεις

Όλοι θα παν με τον συρμό
Από τις ράγες του κανείς δεν πρόκειται να βγει
Μόνο εσύ θα στήνεις το αυτί στον έρημο σταθμό
Για να ακούς αν έρχομαι

Θα είσαι εκεί
Στην αποβάθρα όταν φτάνω ξημερώματα
Και θα ρωτάς
Πού πήγανε οι φίλοι σου
Και σε αφήσαν δέμα ασυνόδευτο

Μαμά, να ξεχαστώ μη με αφήνεις
Πάρε με αύριο πρωί να με ξυπνήσεις

ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
5.4.2023

~ . ~

Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ

Στον Νίκο, στον Κώστα

Πάντα φοβόμουν να γίνω η μητέρα
σου.
Να σιγουρέψω με τη γέννα τον χαμό σου,
να επωμιστούμε μια αγάπη διά δύο.
Λες και δεν ήξερα ότι αγάπη σημαίνει
από τη γέννησή της διαίρεση ατελής.

Ποτέ δεν σου τραγούδησα «τσαφ τσουφ»
ήτανε παλιακό το διερχόμενο τραινάκι στο τραγούδι μου
κι εσύ μικρός έστηνες τραίνα που πετούσαν σπίθες:
ηλεκτρικό παιχνίδι, ράγες δωματίου,
γέφυρες, τούνελ και σταθμοί, σφυρίγματα θριάμβου
ενός συρμού που κάλπαζε σαν άτι της προόδου.

Νυχτώθηκα να περιμένω νέα σου και τα παλιά
αστράφτουν στην οθόνη μου με φλας απόκοσμο.
Φωτίζονται για λίγο οι λαμαρίνες, η βαλίτσα σου,
το δαχτυλίδι της γιαγιάς στο χέρι της κοπέλας που καθόταν δίπλα σου.

Έτσι τη νύχτα παύουν ν’ αντηχούνε εισερχόμενα.
Γίνονται ειδήσεις στο ανήκουστο αυτί του κόσμου.
Κι εγώ που πάντα φοβόμουν να είμαι η μητέρα
σου,
ξέμεινα εδώ με μια ατελή διαίρεση στα χέρια.
Για το υπόλοιπο του αναίτιου βίου μου
να σ’ αγαπώ, πουλάκι μου, χωρίς επιστροφή.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ
7.4.2023

*

 

Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Παντού παντούμ

Παντού παντούμ

Ταρατατζούμ, παντού παντούμ,
από την Μαλαισία φερμένο.
Η ποίησή μας γιουσουρούμ –
ό,τι σκατό, αρκεί να ’ναι ξένο.

Από την Μαλαισία φερμένο
μέσω Γαλλίας προς ημάς.
Ό,τι σκατό, αρκεί να ’ναι ξένο.
Η ποίησή μας αχταρμάς.

Μέσω Γαλλίας προς ημάς
έρχεται η σάρα και η μάρα.
Η ποίησή μας αχταρμάς.
Τον ένα πάρ’, τον άλλον βάρα.

Έρχεται η σάρα και η μάρα
μ’ ύφος μπλαζέ και ξενικό.
Τον ένα πάρ’, τον άλλον βάρα –
ω, πνεύμα νεοελληνικό!

Μ’ ύφος μπλαζέ και ξενικό
παντουμιαζόμαστε αναλόγως.
Ω, πνεύμα νεοελληνικό,
ου πίπτει ράβδος, πίπτει λόγος.

Παντουμιαζόμαστε αναλόγως
πού πάει η τάση της μοδός.
Ου πίπτει ράβδος, πίπτει λόγος
διατυπωμένος βλακωδώς.

Πού πάει η τάση της μοδός;
Στο διάλο πάει, στα τσακίδια!
Διατυπωμένος βλακωδώς
κι ο λόγος μου, μία απ’ τα ίδια.

Στο διάλο πάει, στα τσακίδια
της ποίησής μας το αλαλούμ
κι ο λόγος μου μία απ’ τα ίδια –
ταρατατζούμ, παντού παντούμ!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ

*