ΝΠ | Μελέτες

Ιωάννα Τσιβάκου, Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Προδημοσίευση)

*

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.

~.~

Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.

Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.

Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.

Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς. (περισσότερα…)

Advertisement

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [2/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 2/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

Για την γενική εισαγωγή στο παντούμ/παντούν, βλ. το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης. Όπως προσημειώνεται εκεί, η καταγραφή των ελληνικών παντούμ που ακολουθεί σε αυτό το δεύτερο μέρος δεν είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει δε 28 εν συνόλω ποιήματα. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση εφόσον έγινε δυνατόν να εντοπιστεί· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή. — Σ.Α.Κ.

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η Λάμια

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.

Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.

Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.

Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό. (περισσότερα…)

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [1/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 1/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

En un pantoum sans fin, magique et guérisseur
Bercez la Terre, votre soeur.
JULES LAFORGUE

Εξαιτίας ενός τυπογραφικού λάθους ενδεχομένως, το μαλαϊκό «παντούν», είδος ποιητικό που στην Ελλάδα συνδέεται συνήθως με το όνομα του Γιώργου Σεφέρη, έγινε γνωστό στην Ευρώπη ως «παντούμ». Η λέξη απαντά πρώτη φορά το 1829, στις επισημειώσεις των Ανατολίτικων, συλλογής ποιημάτων του Βίκτωρος Ουγκώ. Εκεί ο νεαρός αλλά ήδη διάσημος Γάλλος παραθέτει ένα δείγμα, στην πεζή μετάφραση που του είχε προμηθεύσει ένας οριενταλιστής της εποχής, ο Ernest Fouinet (1799-1845), που κι αυτός το είχε βρει στο βιβλίο ενός άλλου μελετητή, του Ιρλανδού William Marsden. Είναι το, έκτοτε, περίφημο «Les papillons jouent a l’entour sur leurs ailes» – «Kupu-kupu terbang melintang» στα μαλαϊκά.

Το αν ο Ουγκώ επενέβη στη μετάφραση του Φουινέ δεν το ξέρουμε, δεν φαίνεται πιθανό ωστόσο. Ο ίδιος ο Φουινέ ήταν πολυγραφότατος ποιητής, το πρώτο έργο του μάλιστα ήταν ένα έπος για την Καταστροφή των Ψαρών το 1824. (Θυμίζω ότι και τo Les Orientales του Ουγκώ είναι έργο αφιερωμένο στην Ελληνική Επανάσταση. Είναι οι καιροί ακόμη που για τους Γάλλους η Ανατολή –l’Orient– ξεκινάει από τα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια και φτάνει ώς τη Θάλασσα της Ιαπωνίας). Το βέβαιο είναι ότι το ερέθισμα που θα προκύψει θα αποδειχθεί αναπάντεχα γόνιμο. Πολλοί από τους γνωστότερους ποιητές του γαλλικού 19ου αιώνα, από τον Γκωτιέ ώς τον Μπωντλαίρ και από τον Βερλαίν ώς τον Λαφόργκ, θα γοητευθούν και θα συνθέσουν δικά τους παντούμ.

Ιδίως η σχολή των παρνασσιστών, στον αγώνα της κατά της υστερορομαντικής χαλάρωσης του στίχου, είδε στο παντούμ ένα καλοδεχούμενο πρότυπο μορφικής αυστηρότητας. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια το ότι το ποίημα «του» Ουγκώ ανήκει σε μια περίτεχνη, σχεδόν εξεζητημένη παραλλαγή του είδους, το λεγόμενο αλυσιδωτό παντούν (pantun berkait). Κατά την παραλλαγή αυτή, ο δεύτερος και τέταρτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος της επομένης, επωδική ανακύκληση που δίνει ρυθμικό άκουσμα συγγενικό με εκείνο της βιλανέλλας ή του ροντώ. (περισσότερα…)

Ένας προβληματισμός πάνω στις μεταμορφώσεις της γραφής

*

της ΒΕΡΑΣ ΧΑΤΖΗ

Σε διάσημη σειρά διάσημης πλατφόρμας παροχής συνδρομητικών διαδικτυακών τηλεοπτικών υπηρεσιών εκτυλίσσεται ο κάτωθι διάλογος, με πρωταγωνιστές μια άκρως γοητευτική επιχειρηματία μέσης ηλικίας και τον κατά πολύ νεώτερο —με καλλιτεχνική φυσιογνωμία— σύντροφό της. Η επιχειρηματίας αγωνιά για το εάν και κατά πόσο ένα λαοφιλές έντυπο μέσο θα έχει συμπεριλάβει τη νεοσύστατη εταιρεία της —δομημένη βέβαια στη βάση του διαδικτυακού κόσμου και των μέσων δικτύωσης— και την ίδια στη λίστα με τις καλύτερες και πιο επιδραστικές επιχειρηματικές προσωπικότητες, όταν με έκπληξη και περίσσεια δυσαρέσκεια διαπιστώνει ότι ο στόχος της δεν επετεύχθη. Τότε ο σύντροφός της, σε μια προσπάθεια παρηγοριάς, της αναφέρει: «Ποιος διαβάζει έντυπα πια;» Η επιχειρηματίας, οργισμένη, ανταπαντά: «Όσοι είναι σημαντικοί».

Στον αντίλογο αυτό μου φάνηκε αίφνης ότι συνοψίστηκε ένα από τα πιο ουσιώδη σύγχρονα δίπολα περί γραφής: έντυπη versus ηλεκτρονική. Παρά την καθολική κυριαρχία του ηλεκτρονικού στο σύνολο των εκφάνσεων που αφορούν στην καθημερινή ατομική και συλλογική μας υπόσταση, υπάρχει ένας σχεδόν “δυσπρόσιτος” χώρος, ο οποίος ανθίσταται στην ολική επικράτεια του ψηφιακού· και αυτός δεν είναι, βέβαια, άλλος από τον χώρο της γραφής και δη της λογοτεχνικής. Εστιάζοντας στην τελευταία, αξίζει να διερευνηθεί ο βαθμός ανταπόκρισης της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας και των εκφραστών της στα νέα τεχνολογικά μέσα και στις δυνατότητες που προσφέρει η ηλεκτρονική γραφή.

Υπερκειμενική ποίηση και πεζογραφία, κινητική / οπτική ποίηση, εγκαταστάσεις computer art, προγράμματα συζήτησης, διαδραστική μυθοπλασία, μυθιστορήματα/ διηγήματα σε μορφή διαδικτυακών αναρτήσεων, ποιήματα / πεζά παραγόμενα από γεννήτριες κειμένων, συλλογική γραφή[1], μικροκείμενα που αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι οι βασικότερες μορφές νέων ηλεκτρονικά παραγόμενων λογοτεχνικών δημιουργημάτων. Παρά το γεγονός ότι αρκετοί από τους παραπάνω όρους προκαλούν ένα αίσθημα ανοικείωσης ακόμα και στο σημερινό αναγνωστικό κοινό, αξίζει να αναφερθεί ότι η βασική αλλαγή που επέφερε η επονομαζόμενη ηλεκτρονική λογοτεχνία αφορά στο μέσο και όχι στην ίδια τη γραφή. Παραφράζοντας τον Marshall McLuhan και την καίρια διαπίστωσή του ότι «το μέσο είναι το μήνυμα» οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ναι μεν τα υπερμέσα επαναπροσδιορίζουν τον οπτικό και εννοιολογικό χώρο της γραφής, ωστόσο τα παραγόμενα κείμενα εξακολουθούν να διαλέγονται δημιουργικά με τα κανονικοποιημένα λογοτεχνικά είδη και να φέρουν στοιχεία από το έντυπο παρελθόν τους. Μια σελίδα υπερκειμένου φαντάζει ως ένα “τυπικά” οργανωμένο, σε έντυπη μορφή, διήγημα / μέρος μυθιστορήματος μέχρις ότου ο αναγνώστης φτάσει στη λέξη-«θερμό»[2] σημείο και κληθεί να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τη γραμμική ανάγνωση ή αν θα μεταβεί μέσω του υπερσυνδέσμου σε άλλη σελίδα με λεκτικό, οπτικό ή ηχητικό περιεχόμενο. Ένα έργο αναρτημένο στο Facebook ή το Twitter, που πληροί τη βασική προϋπόθεση των εν λόγω μέσων για συντομία στις δημοσιεύσεις, μοιάζει με ένα μικροδιήγημα, συνοδευόμενο ίσως με εικονικό υλικό, που θα μπορούσαμε να διαβάσουμε σε οποιαδήποτε έντυπη συλλογή, αν δεν υπήρχαν τα likes, τα σχόλια των αναγνωστών με τις συνακόλουθες απαντήσεις του δημιουργού και η δυνατότητα διαμοιρασμού (share) του έργου· πληροφορίες που συνοδεύουν την ανάρτηση, αναδιαμορφώνουν την αλληλεπίδραση συγγραφέα και αναγνώστη, καθιστώντας τη πιο διαδραστική, και θέτουν νέα δεδομένα στην πρόσληψη και αναγνωστική ανταπόκρισή μας προς το έργο. Ακόμα και η ψηφιακή οπτική ποίηση δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα στην απόδοση και αναπαράσταση του έργου από τα ποιήματα του Mallarmé, τα καλλιγράμματα του Apollinaire, έργα των ντανταϊστών, του Lemaître, αλλά και των εκπροσώπων της «συγκεκριμένης ποίησης»[3]. Αντίστοιχο ζήτημα ανακύπτει και από την ορολογία που χρησιμοποιείται για να αποδοθούν τα συστατικά γνωρίσματα της ηλεκτρονικής λογοτεχνικής γραφής a contrario με την έντυπη. Διακρίνεται, λοιπόν, αφενός η σταθερή, αναλλοίωτη, γραμμική, διαυγής, με αιτιώδεις νοηματικές σχέσεις και με κύρος έντυπη γραφή και, αφετέρου, η ευπροσάρμοστη, μεταβλητή, ασταθής, μη γραμμική ή πολυγραμμική, ανοιχτή, χωρική, με υλικότητα, χωρίς διαύγεια και αιτιότητα ηλεκτρονική γραφή. Ο συσχετισμός έντυπου και ψηφιακού καταλήγει με τους όρους του Bolter σε μία αντίστιξη κέντρου και παρεκβάσεων, σταθερότητας και παλινωδίας[4]. (περισσότερα…)

Ἡ «παραμυθία» τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου στὰ «παραμύθια» τοῦ Μιχαὴλ Μπαχτὶν

*

Ἕνα διφορούμενο δοκίμιο
σὲ ἕνα διφορούμενο ποίημα

τοῦ Ἀ. Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Τὸ τέταρτο ποίημα τῆς ἑνότητας «ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» μὲ τίτλο «Παραμυθία» τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου εἶναι μιὰ ἐφαρμογὴ τῶν θεωριῶν τοῦ ρώσου φιλοσόφου Μιχαὴλ Μπαχτὶν ποὺ ἀποδεικνύεται φιάσκο. ῾Ο ᾿Αρμάος, δοκιμάζοντας «τὰ ἔρημα τὰ γράμματα» τοῦ Μπαχτὶν στὶς περιπτώσεις ἑνὸς ἀφοσιωμένου ὀπαδοῦ του καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐπανάστασης τῶν φεμινιστριῶν γυναικῶν, ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ καθαρὰ πὼς ὅσα πρέσβευε ὁ ξακουστὸς ρῶσος φιλόσοφος ἦταν «Παραμύθια»· «Ψέματα», ἰδεοληψίες (στ. 5). Τόσο ἡ ἔνταξη τοῦ ποιήματος στὴν ἑνότητα «Τὰ ῎Ερημα τὰ Γράμματα», ὅσο καὶ ὁ τίτλος «Παραμυθία»/Λόγος Παρηγορητικός, ― ποὺ ἀβίαστα συνδηλώνει, μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνίας, τὴ σημασία τοῦ ὅρου «Παραμύθια» (= «Ψέματα», σαχλαμάρες) ― σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν «ψευτο-διαλογική», «μπαχτινική» δηλαδή, δομὴ τοῦ ποιήματος, εἶναι ἔξυπνοι τρόποι ποὺ μεταχειρίζεται ὁ ᾿Αρμάος γιὰ νὰ ὑπονομεύσει καὶ νὰ ἀνασκευάσει κρυφὰ τὶς ἰδέες τοῦ Μπαχτίν. Παράλληλα ὡστόσο, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ τίτλου, συνδηλώνει πὼς τόσο «Τὰ ῎Ερημα τὰ Γράμματα» τοῦ Μπαχτὶν ὡς ἄκυρος καὶ ἀπατηλὸς τρόπος Σκέψης, ὅσο καὶ τὰ δικά του «῎Ερημα Γράμματα» ὡς ἀναποτελεσματικὸ Ποίημα, ὡς κατασκευασμένος καὶ ἄρα πλαστὸς λόγος ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ καταδείξει τὴν ἀκυρότητα τῶν ἰδεῶν ἐκείνου, εἶναι ὄντως, μολονότι καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἀτελέσφορα, τὰ μόνα ποὺ ἀνακουφίζουν κάπως καὶ ἀπαλύνουν τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὸ κενὸ ποὺ σοβεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν Γραμμάτων ―,  ἕνα κενὸ ποὺ οὔτε ἡ Φιλοσοφία τοῦ Μπαχτὶν οὔτε ἡ δική του Ποίηση μποροῦν νὰ ὑποκαταστήσουν ἢ νὰ παραμερίσουν.

Η ΔΙΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΠΑΧΤΙΝ

Πρὶν διαβάσουμε τὸ ποίημα εἶναι ἀναγκαῖο νὰ θυμηθοῦμε πῶς ἀκριβῶς ἀντιλαμβανόταν ὁ Μπαχτὶν τὸν περίφημο ὅρο «διάλογο», ποὺ ὑπῆρξε ὁ πυρήνας ὅλων τῶν θεωριῶν του. Καὶ εἶναι ἀπαραίτητο γιατὶ ἡ διφορούμενη Παραμυθία τοῦ ᾿Αρμάου εἶναι φαινομενικὰ ἕνας μπαχτινικὸς διάλογος. Καὶ λέω «φαινομενικά» ἐπειδή, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλύοντας τὸ ποίημα, ὁ ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὸν ψευτο-μπαχτινικὸ καὶ ἀναποτελεσματικὸ διάλογο ἀνάμεσα σὲ δύο ἀσυσχέτιστους καὶ μοναχικοὺς στὴν πραγματικότητα ὁμιλητές, ἀνάμεσα σὲ κεῖνον δηλαδὴ τῆς πρώτης στροφῆς καὶ στὸν «ἄλλο» τῆς δεύτερης στροφῆς, ὡς σύμβολο διαλόγου ἑνὸς (καὶ μόνον) ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του· ὡς σύμβολο ἑνὸς «μονολογικοῦ διαλόγου» ― ἀλήθεια ποὺ δὲν συμμερίζεται φυσικὰ ἢ ποὺ δὲν συνειδητοποίησε προφανῶς ὁ Μπαχτίν. Στὴν ῾Ελλάδα, ὅσο ξέρω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος ἴσως ποὺ παρουσίασε μὲ συστηματικὸ τρόπο τὴ θεωρία τῆς διαλογικότητας τοῦ ρώσου φιλοσόφου εἶναι ὁ Δημήτρης Τζιόβας. Στὸ βιβλίο του «Τὸ Παλίμψηστο τῆς ῾Ελληνικῆς ᾿Αφήγησης» (ἐκδόσεις ᾿Οδυσσέας, ᾿Αθήνα 1993, ἀνατύπωση 2002), ὑπάρχει ἕνα ἐκτεταμένο κεφάλαιο ἀφιερωμένο στὴν θεωρία τῆς διαλογικότητας τοῦ ρώσου στοχαστῆ (112-221). Λίγα χρόνια πιὸ πρὶν καὶ ὁ Γιάννης Κιουρτσάκης, στὸ βιβλίο του «Καρναβάλι καὶ Καραγκιόζης» (Κέδρος 1985), εἶχε ἀφιερώσει κάποιες σελίδες στὴ μπαχτινικὴ θεωρία. Θέλω νὰ πιστεύω πὼς καὶ τὰ δύο βιβλία τὰ εἶχε μελετήσει πολὺ προσεκτικὰ ὁ ᾿Αρμάος. Γιὰ τὶς ἀνάγκες αὐτοῦ τοῦ δοκιμίου, ὁρισμένες φράσεις τοῦ Τζιόβα, ποὺ ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στὴ σημασία τοῦ μπαχτινικοῦ «διαλόγου» ἀρκοῦν.1 ᾿Επειδὴ βασικὸ βοήθημα τοῦ Δημήτρη Τζιόβα στὴν παρουσίαση τῆς μπαχτινικῆς θεωρίας ὑπῆρξε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Michael Holquist, Dialogism: Bakhtin and his World, (London & New York: Routledge 1990), ἔκρινα σκόπιμο νὰ ἀποσπάσω καὶ ἀπὸ αὐτὸ κάποιες περικοπὲς γιὰ ἕναν πληρέστερο φωτισμὸ τῆς ἔννοιας τοῦ μπαχτινικοῦ «διαλόγου». ῾Ως κείμενο ἐδῶ χρησιμοποιῶ τὴ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ βασικοῦ ἐγχειριδίου στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν ᾿Ιωάννα Σταματάκη (Gutenberg 2014). (περισσότερα…)

Louis MacNeice, «Δίδυμος» (Μια άγνωστη μετάφραση του Τάκη Παπατσώνη)

*

Εισαγωγή-Επιμέλεια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Ο Ιρλανδός (βρετανικής υπηκοότητας) ποιητής (Frederick) Louis MacNeice γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1907. Σπούδασε στην Οξφόρδη Κλασικά Γράμματα και εντάχθηκε στον ποιητικό ‘κύκλο του Ώντεν’ (Ώντεν, Σπέντερ, Ντέϊ-Λιούϊς, Ίσεργουντ). Δίδαξε για ένα διάστημα (1936-1940) κλασική λογοτεχνία σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και κολλέγια του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Από το 1941 εργάστηκε για το BBC αρχικά στην συγγραφή και παραγωγή θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με φιλία με τον ποιητή Ντύλαν Τόμας (τους ένωνε κι αγάπη για το ποτό), και τον γνωστό πανεπιστημιακό αρχαιοελληνιστή Ε. R. Dodds. Ταξίδεψε εκτεταμένα, έδωσε διαλέξεις στις ΗΠΑ, μα και επισκέφθηκε την Βαρκελώνη στην Ισπανία το 1937, προκειμένου να συμπαρασταθεί στους δημοκρατικούς ενάντια στον Φράνκο. Ανάμεσα στις σημαντικότερες ποιητικές του δημιουργίες είναι τα Autumn Journal, Ten Burnt Offerings, Autumn Sequel,  και Solstices. Εκτός από την ποίηση, που είναι και το σπουδαιότερο τμήμα του έργου του, καλλιέργησε το δοκίμιο, την ταξιδιωτική καθώς και την θεατρική γραφή, όπως επέβαλε και η εργασία του στο BBC. Μετέφρασε τον Φάουστ του Γκαίτε και, έμμετρα, τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Πέθανε το 1963. Διόλου τυχαία τον πρώτο τόμο της ανθολογημένης ποίησής του (Selected Poems of Louis MacNeice) εξέδωσε ο φίλος του Ώντεν έναν χρόνο μετά την εκδημία του, ενώ τον τόμο με το σύνολο ποιητικό του έργο (The Collected Poems Of Louis MacNeice) εξέδωσε το 1967 ο επίσης επιστήθιος φίλος του Ε. Ρ. Ντοντς.

Στις 2 Ιανουαρίου του 1950 ο Λούϊ Μακνής έρχεται στην Αθήνα για να αναλάβει την διεύθυνση του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα για ενάμιση χρόνο. Ταξιδεύει εκτενώς στην χώρα και γνωρίζεται με αρκετούς Έλληνες αλλά και με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Καρπός της ελληνικής του εμπειρίας ήταν και η συλλογή Ten Burnt Offerings, που γράφτηκε μεν στην Ελλάδα, μεταδόθηκε στο BBC το 1951 και εκδόθηκε το 1952. Στην συλλογή αυτή περιλαμβάνεται και το ποίημα «Didymus» που μετέφρασε ο Παπατσώνης και παρουσιάζουμε εδώ σήμερα.

Ο Σεφέρης τον γνωρίζει στην Άγκυρα τον Δεκέμβρη του 1950: «[…]είναι τόσο ντροπαλός άνθρωπος». Σχετίζεται μαζί του και τον συναντά αρκετές φορές στο Λονδίνο και σημειώνει πως σίγουρα δεν είναι ο τύπος που θα ταίριαζε με τον ορμητικό Κατσίμπαλη. Μέσω δε του Μακνής, με αφορμή μία εκπομπή στο BBC, γνωρίζει μια μέρα του Νοέμβρη του 1951 και τον Ντύλαν Τόμας και βρίσκονται να πίνουν μπύρες σε μια παμπ μαζί και με τον Νάνο Βαλαωρίτη. Ο Σεφέρης μάλιστα διασώζει και την ακόλουθη παρατήρηση του Τόμας: «Ένας ποιητής πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί όλες τις λέξεις. Ο Louis μπορεί· εγώ δεν μπορώ». «Μουντό» κι «ασυγκίνητο» τον παρουσιάζει κι ο Κατσίμπαλης στην αλληλογραφία του με τον Σεφέρη: «Γυρίσανε όλο το καλοκαίρι και γνώρισαν σχεδόν όλη την Ελλάδα. Έχω την εντύπωση πως ο τόπος μας κατάφερε να συγκινήσει ακόμα και τον ασυγκίνητον αυτόν άνθρωπο». Εκτίμηση που συμμερίζεται και το ζεύγος Σεφέρη, όπως φαίνεται και από την επισυναπτόμενη απάντηση της Μαρώς στο γράμμα του Κατσίμπαλη: «Ο MacNeice εξαιρετικά θερμός, αυτός ο τόσο κρύος άνθρωπος που ξέρεις». Ο Μακνής πάντως δημοσίευσε και μια σύντομη κριτική παρουσίαση της ποίησης του Σεφέρη, με αφορμή τη μετάφραση του Rex Warner το 1960.

(περισσότερα…)

Κωστής Παλαμάς – Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, παράλληλοι

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 6 / 6 ]

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι “τύχες” του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς στην Ελλάδα δεν ανήκουν στις αξιοζήλευτες. Ο Ιρλανδός μεταφράζεται καθυστερημένα, αποσπασματικά και, το κυριότερο, προβληματικά. Καθυστερημένα, επειδή ποίημα δικό του μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις στα 1941, από την Μελισσάνθη στα Νεοελληνικά Γράμματα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γέητς και σχεδόν δυο δεκαετίες μετά το Βραβείο Νομπέλ που του απονέμεται στα 1923[1]. Αποσπασματικά, διότι τα ογδόντα αυτά χρόνια έκτοτε, το ογκωδέστατο έργο του, ποιητικό και άλλο (δραματικό, δοκιμιακό, αφηγηματικό, φιλοσοφικό), αντιπροσωπεύεται στα ελληνικά με μια δεκαριά μόλις αυτοτελείς εκδόσεις και κάποιες σποράδην παρουσίες του σε ανθολογήματα και περιοδικά, σχεδόν όλες ολιγοσέλιδες. Προς σύγκριση, μόνο από το 2010 και εντεύθεν έχουμε πάνω από τριάντα ελληνικές εκδόσεις του Λόρκα, άλλες τόσες του Μπρεχτ, δεκαπέντε του Μαγιακόφσκι και δώδεκα του Έλιοτ, ενός ποιητή που στον ίδιο τον αγγλόφωνο κόσμο θεωρείται συνήθως υποδεέστερος του Γέητς. Αποσπασματικές είναι όμως  οι υπάρχουσες μεταφράσεις και εξαιτίας της σύστασής τους. Μεγάλα κομμάτια του γεητσιανού κόρπους, κάποτε περίοδοι ολόκληρες, υποαντιπροσωπεύονται, ενώ τα κρίσιμα συνθετικά ποιήματά του παρουσιάζονται κερματισμένα, με τρόπο που τα συσκοτίζει.

Πρωτίστως όμως, ο Γέητς μεταφράζεται προβληματικά. Τους λόγους για την ανεπάρκεια των ελληνικών μεταφράσεων ώς το 1995 τους απαριθμεί ο Διονύσης Καψάλης στο σχετικό του δοκίμιο: μικρή τριβή με την αγγλόφωνη ποίηση και το ιστορικό της βάθος· ελλιπής γνώση της κλασσικής προσωδίας που κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοποιεί ο Γέητς· περιρρέουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα που απέχει πολύ από το πνεύμα και την ποιητική του[2]. Ατυχώς, τα προβλήματα αυτά δεν λείπουν και από τις (κατά πολύ περισσότερες) μεταφράσεις ποιημάτων του της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Αντιθέτως, σε κάποιες είναι οξυμένα.

Τώρα, η φτωχή αυτή ποσοτικά και ποιοτικά μεταφραστική σοδειά επόμενο ήταν να επηρεάσει και την εικόνα του Γέητς που σχηματίστηκε στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτή είναι κατά τα ουσιώδη της λειψή και παραπλανητική. Ως επί το πολύ, ο Γέητς μάς συστήνεται ως ποιητής που ανοίγει τον δρόμο προς τον «μοντερνισμό», γενικώς και αορίστως. Ή μας παρουσιάζεται ως κήρυκας ποικίλλων, μεγαλοφάνταστων, κάποτε και συγκεχυμένων «οραμάτων και θαυμάτων», για να θυμηθώ τον Μακρυγιάννη. Όσοι προτιμούν την πρώτη ερμηνεία, τον παραλληλίζουν με τον Κ. Π. Καβάφη. Όσοι επιμένουν στη δεύτερη, τον αντιπαραβάλλουν με τον Άγγελο Σικελιανό[3].

Δίχως άλλο, ο Γέητς έχει κοινά και με τον ένα και με τον άλλο Έλληνα ομότεχνό του. Τα όψιμα βιωματικά ποιήματα του Ιρλανδού, αυτή η εκ βαθέων αντιμέτρηση με το γήρας και τη φθορά, θυμίζουν ενίοτε τον τόνο τον καβαφικό. Αντίστοιχα, η διαρκής πάλη του Γέητς με τους μεγάλους μύθους, ο αγώνας του για την αναμάγευση και την ανανοηματοδότηση του κόσμου, φέρνουν στον νου τον Λευκαδίτη ποιητή. Πολύ περισσότερα είναι όμως αυτά που χωρίζουν τον Γέητς από τους δυο Έλληνες. Την καχυποψία του Καβάφη απέναντι στον ιδεαλισμό λ.χ. ο Γέητς δεν την συμμεριζόταν διόλου. Απεναντίας, ώς το τέλος νοσταλγεί τα μεγάλα ιδεώδη του 19ου αιώνα και μυκτηρίζει τους συμπατριώτες του επειδή τα λησμόνησαν. «Είναι ρωμαντικοί, ρωμαντικοί, ρωμαντικοί!» ανέκραζε ο γέρων Αλεξανδρινός στα 1932 κατακεραυνώνοντας τους Αθηναίους ομοτέχνους του. «We were the last romantics», δήλωνε με μαχητική υπερηφάνεια έναν χρόνο προηγουμένως ο Δουβλινέζος στο αυτοβιογραφικό ποίημά του «Coole Park and Ballylee, 1931». Για τον Γέητς την ιστορία την κινούν πρωτίστως τα πάθη, τα όνειρα, οι ιδέες, τα «ανεξέλεγκτα μυστήρια» – κι αυτά οι λεγόμενοι «Ρεαλιστές», σημειώνει,  δεν έχουν μάτια να τα δουν[4].

Hope that you may understand !
What can books of men that wive
In a dragon-guarded land,
Paintings of the dolphin-drawn
Sea-nymphs in their pearly wagons
Do, but awake a hope to live
That had gone
With the dragons? (περισσότερα…)

Σύμβολα και αρχέτυπα στην ελληνική πεζογραφία

*

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Σύμβολα και αρχέτυπα εντοπίζονται σε όλο το σώμα της λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης. Μπορεί η παρουσία τους να είναι πιο εμφανής στην ποίηση αλλά τα χρησιμοποιεί κατά κόρον και η πεζογραφία με τους δικούς της τρόπους και για τους δικούς της σκοπούς.

Το σύμβολο είναι πρόσφορο στοιχείο της αφήγησης τόσο από αισθητική-υφολογική άποψη, όσο και από νοηματική. Ανάλογα με την συχνότητα εμφάνισής του μέσα στο κείμενο και σε συνάρτηση με τη σημασιολογική του βαρύτητα μπορεί να φωτίσει πλευρές του νοήματος ή να το συσκοτίσει. Συνήθως υπάρχει για να ανοίγει δίαυλους επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Γιατί είναι αναγνωρίσιμο, όλοι σχεδόν είμαστε σε θέση να το εντοπίσουμε και να συμφωνήσουμε μέχρι έναν βαθμό ως προς τις ποιότητες που του αποδίδονται. Να του προσδώσουμε αρχικά μια θετική ή αρνητική σημασία. Με αυτή την έννοια το σύμβολο ενισχύει την επικοινωνιακή δύναμη του κειμένου στο οποίο εντάσσεται και γίνεται από μόνο του ένα καίριο ερμηνευτικό κλειδί.

Ακόμη το σύμβολο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και σε επίπεδο πλοκής. Παίρνει συχνά τον ρόλο του MacGuffin, ενός αντικειμένου δηλαδή που εκπέμπει μυστήριο και σημασία και αναγκάζει μεγάλο μέρος της πλοκής να περιστρέφεται γύρω του. Κάποιες φορές μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Συντελεί στην τονικότητα της αφήγησης και δημιουργεί σημάνσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Ένα ποίημα βρίθει από σύμβολα. Για παράδειγμα η «Στροφή» από την ομώνυμη συλλογή του Σεφέρη που είναι έντονα επηρεασμένη και από το συμβολιστικό κίνημα. Σχεδόν σε κάθε στίχο εκεί δεσπόζει ένα σύμβολο. Σχεδόν κάθε ουσιαστικό που εμφανίζεται στο ποίημα έχει συμβολική διάσταση. Κάτι τέτοιο μπορεί φαινομενικά να θολώνει το νοηματικό τοπίο αλλά αποτελεί συγχρόνως και πυξίδα κατανόησης. Το πιο στέρεο έδαφος που έχουμε στο ποίημα είναι οι λέξεις με τη συμβολική τους σημασία και αυτό που χρειάζεται για να διαρρήξουμε τη μεμβράνη του απροσπέλαστου είναι να δούμε πως συνομιλούν μεταξύ τους, ποια η σχέση τους, ποιοι οι αντιθετικοί πόλοι που σχηματίζουν. (περισσότερα…)

Περιπλανήσεις ψαριών στην ελληνική ποίηση: ταυτότητες, σχέσεις, συμβάντα (5/5)

*

(Συνέχεια από το τέταρτο μέρος)
[ Δεῖτε ἐπὶσης τὸ πρῶτο, δεύτερο καὶ τρίτο μέρος ]

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Ο Κώστας Κουτσουρέλης στο ποίημα «Οι δυο φίλες» ακολουθεί το σατιρικό ύφος, φτιάχνοντας μια ιστορία όπου τα ψάρια έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και πηγαίνουν για μπάνιο. Τα παραπανίσια κιλά της φαλαινίτσας χρησιμοποιούνται για να διακωμωδηθούν τα ευτράπελα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. (περισσότερα…)

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ρωγμή στα θεμέλια της μεταπολεμικής τάξης

*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΠΕΠΟΝΗΣ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία σαν ρωγμή στα θεμέλια της μεταπολεμικής τάξης και ως σεισμικό φαινόμενο κατά την ιστορική μεταστροφή από τον άξονα Ανατολής-Δύσης του 19ου και του 20ού αιώνα στον άξονα Βορρά-Νότου του 21ου και του 22ου αιώνα

*

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Εισαγωγή

Πρώτο Μέρος
Το Παρελθόν του παρόντος

Ι. Προειδοποιήσεις: Από τον George F. Kennan στον William J. Burns, ή από το ‘A Fateful Error’ στο ‘Nyet Means Nyet’

ΙΙ. Xαμένες ευκαιρίες: Mια πρόταση για την αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ανατολική Ευρώπη

IIΙ. Φόβοι, αντίληψη απειλών και αίτια. Ιστορική και γεωπολιτική κίνηση και μεταβολή σε επίπεδο ασφάλειας: ενοποίηση-πολυδιάσπαση-αναδιοργάνωση

Γέφυρα: Η λεκάνη απορροής του Δνείπερου αποτελεί ιστορικό θυσιαστήριο

Δεύτερο Μέρος
Το Παρόν του παρελθόντος

ΙV. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας

V. Η αμερικανική αποτυχία αποτροπής, η στρατηγική της Ρωσσίας και η αντίδραση των Η.Π.Α.

VΙ. Ο πλανήτης Γη ως μια και μόνη νόμιμη σφαίρα επιρροής, το τέλος της ιστορίας, η αιώνια ειρήνη και το δίκαιο ως παγωμένη ιστορία

VII. Η αντίδραση της Ε.Ε. και η αρχή του τέλους του μεταπολεμικού κόσμου

VIII. Η επανεμφάνιση του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων

IX. Όλες οι ηγεμονίες είναι στη βάση τους περιφερειακές. Η ουτοπική ονειροφαντασία του «μονοπολισμού», το νεραϊδοβασίλειο της παγκόσμιας ηγεμονίας, και η ολοκλήρωση της Εποχής της Μεγάλης Παρέκκλισης

X. Τα στρατηγικά διλήμματα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Τάξη ή κράτος: ένα βασικό δίλημμα των υπολοίπων. Τα διατλαντικά ιδεολογικά πράγματα

Τρίτο Μέρος
Το Μέλλον του παρόντος

Από τον άξονα Δύσης-Ανατολής του 19ου και του 20ου αιώνα, στον άξονα Βορρά-Νότου του 21ου και του 22ου αιώνα

 

Εισαγωγή

Από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου και της διατήρησης της κυρίαρχης τάξης η εισβολή δεν δικαιολογείται. Το ερώτημα είναι κατά πόσο αιτιολογείται από την πλευρά της διακρατικής πολιτικής και της επανεκκίνησης και επιστροφής της ιστορίας. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση είναι υπερβολικά εστιασμένη σε αυτό το ιστορικό θυσιαστήριο, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος, που ονομάζεται Ουκρανία. Μακάρι να υπήρχε μόνο η τοπική-εθνική και η περιφερειακή-ευρωπαϊκή διάσταση. Υπάρχει κυρίως η πλανητική, που αφορά τους πάντες. (περισσότερα…)