*
[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων ]
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
*
*
*
*
*
*
*
Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.
*
*
Ο ξεπεσμός του δήμου σε όχλο, ο εκφαυλισμός ενός λαού και η κατάληξή του σε αποφάσεις μακροπρόθεσμα αυτοκαταστροφικές, είναι από τα βασικότερα θέματα της αρχαίας πολιτικής σκέψης. Όχι μόνο στον Αριστοτέλη, αλλά και στον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη, η παθολογία της αγελαίας μάζας έχει κεντρική θέση.
Δεν χρειάζεται όμως να μείνει κανείς στους Αρχαίους. Στην νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, κριτική του όχλου βρίσκει κανείς σε πλείστους όσους ποιητές μας. Στον «Ρωμιό» του Σουρή λ.χ., ποίημα-κοίτασμα εθνικής αυτογνωσίας:
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μου αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
επάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Αλλά και στον Βάρναλη του «Κύρ Μέντιου»:
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Ή στον Γκάτσο της «Ελλαδογραφίας»:
Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα ’ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε τη βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;
Κυρίως όμως στον Κωστή Παλαμά των Σατιρικών γυμνασμάτων. Στο μοναδικό αυτό βιβλίο βρίσκει κανείς μια νηφάλια, κοινωνιολογικής ακριβείας περιγραφή των νοερών άκρων εντός των οποίων κινείται διαχρονικά ο Δήμος, από το μεγαλείο ώς την καταισχύνη:
Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι.
Ο λαός είναι τίποτε και είν’ όλα,
είναι του εκδικητή το γιαταγάνι
κι είν’ η μαϊμού η ξεδιάντροπη, η μαργιόλα,
και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος,
κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα
Για τη «σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού» έχουν μιλήσει πολλοί, με καυστικότερο όλων τον Παναγιώτη Κονδύλη το 1992 – η διατύπωση αυτή είναι δική του. Αλλά και έξω θυμάμαι τον μεγάλο Γκύντερ Γκρας, στα μισά της δεκαετίας του 1990, να ξεσπαθώνει από τον ναό του Αγίου Παύλου της Φρανκφούρτης, το λίκνο του σύγχρονου γερμανικού έθνους, κατά της χώρας του. «Ντρέπομαι για την πατρίδα μου», είχε πει, «που ξέπεσε σε έδρα μόνο για μπίζνες και για πάρε δώσε εμπορικά.» Ή τον Γέητς της δεκαετίας του 1910 να μαστιγώνει τους συμπατριώτες του Ιρλανδούς για τη σπέκουλα και τον ιησουιτισμό τους: (περισσότερα…)
*
Τράβα ἀγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα νὰ φτάσουμε γοργὰ στὴν Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
νὰ ᾿ρθοῦμε πρῶτοι ἐμεῖς! – οἱ στερνοί.
Τὰ στερνοπαίδια καὶ τ᾿ ἀποσπόρια
καὶ τ᾿ ἀποβράσματα καὶ τ᾿ ἀποφόρια
μιᾶς μάχης ποὺ ἤτανε γι᾿ ἄλλα κορμιὰ
γιὰ μάτια ἀλλιώτικα κι ἄλλη καρδιά.
Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζῆδες, κολλυβιστάδες,
μοῦργοι, μουνοῦχοι καὶ θηλυκά –
τράβα ἀγωγιάτη! βάρα ἁμαξά!
Φτωχὴ Πατρίδα, στὰ μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε τὸ γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ὀρφανή,
κοίτα ἂν ἀντέχεις τέτοια πομπή:
τὸ ματσαράγκα, τὸ φαταούλα
μὲ μπογαλάκια καὶ μὲ μπαοῦλα·
τὴ χύτρα ποὺ ἔβραζε κάθε βρωμιὰ
λὲς καὶ τὴν ἄδειασαν ὅλη μεμιὰ
σ᾿ αὐτοὺς ἀνάμεσα τοὺς ἤπιους λόφους
ὅπου μᾶς κλείσανε σὰν ὑποτρόφους
ἑνὸς ἀδιάντροπου φρενοβλαβῆ
ποὺ στὸ βραχνά του παραμιλεῖ.
Δὲς τὸ σελέμη, δὲς καὶ τὸ φάντη
πῶς θυμιατίζουνε τὸν ἱεροφάντη
ποὺ ρητορεύεται λειτουργικὰ
μπρὸς στὰ πιστά του μηρυκαστικά.
Μαυραγορίτες ἀπὸ τὰ Νάφια
τῆς προσφυγιᾶς μας ἄθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι ἁρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πὼς πᾶνε ἐκεῖ
στὰ χώματά σου τὰ λαβωμένα
γιατὶ μαράζωσαν, τάχα, στὰ ξένα
καὶ δὲν μποροῦνε χωρὶς ἐσέ –
οἱ φαῦλοι: τρέχουνε γιὰ τὸ λουφέ.
*
Μαύρα καράβια τα όνειρά μας
Ασπρίζει η καρδιά μου από τη λύπη βλέποντας πως το ορθοπολιτικό κίνημα στα γράμματά μας είναι ακόμα δειλό και άτολμο. H προφορική μας παράδοση ωστόσο επιβάλλεται να επανεξεταστεί αυστηρά και η γραμματεία μας να ξαναγραφτεί απ’ την αρχή, προκειμένου να απαλλαγεί από τα γλωσσικά ανομήματα της λευκής πατριαρχίας. Ένα απ’ αυτά, για παράδειγμα, συσχετίζει δυσφημιστικά το μαύρο χρώμα με τη θλίψη και τον θάνατο ενώ συνδέει το λευκό με θετικές αξίες. Έτσι, ξεκινώντας από τη μυθολογία και την τραγωδία, προτείνω τα πρόσημα να αντιστραφούν. Οι μαύρες Ευμενίδες ν’ ασπρίσουν από το κακό τους και ο Θησέας να προξενεί τον θάνατο του πατέρα του σηκώνοντας κατά λάθος άσπρο πανί. Η μαύρη χολή του Αχιλλέα να ωχριάσει και οι μαύρες σκιές που τριγυρίζουν τον Οδυσσέα στον Άδη να γίνουν λευκές οπτασίες. Ο Χάρος να πάψει ν’ απεικονίζεται ως μαύρος καβαλάρης και τα νερά της Στυγός να ρέουν γαλακτόχρωμα. Ακολούθως, η δήλωση του Σωκράτη, «λευκή στάθμη ειμί προς τους νέους», είναι αναγκαίο ν’ αλλάξει φιλοσοφικό χρωματισμό και να γίνει μαύρη στάθμη. Ο στίχος του Σολωμού, γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα, να εξοριστεί από τα αναγνωστικά μας για τη ρατσιστική του παρομοίωση, όσο για την ποιητική του κόρη, ας επιτραπεί να κατεβαίνει απ’ το βουνό αλλά μόνο μαυροντυμένη. Τα υπόπτου πολιτικής αποχρώσεως μαύρα ερείπια της καβαφικής Πόλεως θα πρέπει να βαφτούν άσπρα και το απαράδεκτο για τις ιδεολογικές του παρασημάνσεις Εν Λευκώ του Ελύτη, να τιτλοφορηθεί εκ νέου Εν Αμαυρώ. Η διαλεύκανση μιάς εκκρεμούσας αστυνομικής υποθέσεως να κοινοποιείται ως διαμαύρωση, καθαρό ποινικό μητρώο να λογίζεται το μαύρο και, αντιθέτως, η αμαύρωση της φήμης ενός αδίκως κατηγορούμενου να στηλιτεύεται εφεξής ως λεύκανση. Η λευκή κάρτα, ως μεταφορική ένδειξη εμπιστοσύνης, να αντικατασταθεί με την επίδοση μαύρης κάρτας και εκφράσεις όπως, η μαύρη μου η μοίρα, να λογοκριθούν απηνώς ενώ πάσα κακοτυχία να ντυθεί στα λευκά. Το μαύρισμα ενός υποψηφίου στις εκλογές να τραπεί σε άσπρισμα και η μαύρη ώρα της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου να γυρίσει σε λευκή. Τα μαύρα ταμεία των διεφθαρμένων επιχειρήσεων να ονομάζονται πλέον πάλλευκα, η μαύρη ψυχή ενός κακούργου να καταγγέλλεται ως λευκή και την ώρα της κρίσεως να γκρεμίζεται σε άσπρα βάραθρα. Γενικότερα, ο μονομερής παραλληλισμός της αθωότητας με τη λευκότητα χρήζει ανατροπής, όθεν η υπεράσπιση μιάς συνειδήσεως λευκής ως περιστερά να γίνει μαύρη σαν καλιακούδα. Τέλος, το βαμμένο στην προκατάληψη δημοτικό τραγούδι, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, να διαγραφεί από τα ιστορικά μας κατάστιχα, μπας και ξημερώσει επιτέλους και για μας μια μαύρη μέρα! (περισσότερα…)
*
Μια κοινωνία της παρακμής δεν λατρεύει απλώς το φαγητό, το θεοποιεί. Αλλά η δική μας κοινωνία δεν μοιάζει να το αγγίζει πάντως ούτε να το απολαμβάνει με τη γλώσσα και τον ουρανίσκο. Θέλει απλώς να το φωτογραφίζει και να το εκθέτει στα σόσιαλ σαν επίτευγμα, σαν απόκτημα με υπερηφάνεια λες και αγόρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο ή ένα κόσμημα. Θέλει να μοιραστεί τη χαρά της ή θέλει απλώς να κάνει τους άλλους να ζηλέψουν; Υπάρχει ειδική ρύθμιση στα κινητά για να φωτογραφίζει κανείς τα πιάτα και να τα ανεβάζει στο ίνσταγκραμ. Υπάρχει το food styling. Είναι instagrammable λέμε, ένα πιάτο με φωτογένεια, οποία τιμή γι’ αυτόν που το παρήγγειλε ή το ετοίμασε!
Άπειρα βιβλία μαγειρικής εκδίδονται καθημερινά, δεν είναι πια μόνον ο Τζέημυ Όλιβερ. Τώρα κάθε σοβαρό σπίτι επιβάλλεται να έχει στα ράφια της βιβλιοθήκης του έναν Οττολέγκι. Αλλά και λογοτεχνικά βιβλία καλής ποιότητος γράφονται για το θέμα της τροφής, της απόλαυσης του να μαγειρεύει κανείς, να δημιουργεί αυτοσχεδιάζοντας ή βάσει συνταγών και να ταϊζει τους γύρω του. Πότε αλήθεια έγινε αυτή η ζωτική μας ανάγκη τόσο σημαντική για τους νέους, πιο σπουδαία και από την ίδια την αγάπη και το σεξ; Ανέκαθεν περνούσαν τα παιδιά μια φάση γύρω στην εφηβεία όταν ανακάλυπταν την χαρά ενός ωραίου φαγητού και πειραματίζονταν για πρώτη φορά με την μαγειρική. Όμως σύντομα ξεχνούσαν αυτή τη φάση και προχωρούσαν σε άλλα πράγματα. Αστεϊζόμενοι λέμε ότι το φαγητό είναι «το σεξ του ηλικιωμένου» αλλά εδώ βλέπουμε κυρίως τους νέους να παθιάζονται με την αισθητική της γαστριμαργίας. Ηδονοβλεψίες της μάσας, μασουλάνε με απίστευτη λαχτάρα στα βίντεο που ανεβάζουν για τους followers. Υπάρχει αναμφισβήτητα ηδονή σ’ ένα ωραίο φαγητό, αλίμονο, και ο Ροσσίνι το ήξερε αυτό, ήταν εύσωμος, έγραφε συνταγές, δημιουργούσε νόστιμα πιάτα.
Άλλοτε ο τουρίστας αλλά και ο ταξιδιώτης –πρέπει να τους ξεχωρίζουμε για να μην παρεξηγηθούμε, μην πει κανείς ότι δεν ξέρουμε την διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη– πήγαινε να δει αξιοθέατα και μουσεία στα μέρη που επισκεπτόταν. Τώρα δεν έχει τόσο πνευματικά ενδιαφέροντα, προτιμά να κλείνει ακριβά εστιατόρια και η εκδρομή του δεν είναι πλήρης αν όταν τον ρωτήσουν πώς πέρασε δεν μπορεί ν’ απαντήσει ότι έφαγε σε μια καλή παραδοσιακή ταβέρνα με σπιτικό φαγητό ή σε ένα ρεστωράν βραβευμένο με αστέρι Michelin. Επίσης πρέπει και να αποδείξει ότι πήγε. Με μια φωτογραφία φυσικά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν πραγματικά νόστιμο το πιάτο, αυτή η δυνατότης δεν έχει ακόμα εφευρεθεί στο διαδίκτυο, η γεύση και η όσφρηση δεν μπορούν προς το παρόν να μεταδοθούν ηλεκτρονικά. (περισσότερα…)
*
Μαμά, συγγνώμη
Που ξεχάστηκα
Και δε σε πήρα όταν έφτασα
Με πήρε ύπνος όπως ήμουν ψόφιος
Απ’ την κούραση
Και είδα όνειρο κακό
Πιο ζωντανό από ποτέ
Τόσο που έπεσα απ’ το κρεβάτι μου
Κραυγή μεγάλη βγάζοντας
Διαταραχή του ύπνου REM, μαμά
Παλιά κοιμόμουν σαν πουλάκι πλάι σου
Μα χρόνια άγρυπνη σε άφηνα
Να περιμένεις ένα μήνυμα ξερό
Του στυλ να μη με πρήζεις
Όλοι θα παν με τον συρμό
Από τις ράγες του κανείς δεν πρόκειται να βγει
Μόνο εσύ θα στήνεις το αυτί στον έρημο σταθμό
Για να ακούς αν έρχομαι
Θα είσαι εκεί
Στην αποβάθρα όταν φτάνω ξημερώματα
Και θα ρωτάς
Πού πήγανε οι φίλοι σου
Και σε αφήσαν δέμα ασυνόδευτο
Μαμά, να ξεχαστώ μη με αφήνεις
Πάρε με αύριο πρωί να με ξυπνήσεις
Πάντα φοβόμουν να γίνω η μητέρα
σου.
Να σιγουρέψω με τη γέννα τον χαμό σου,
να επωμιστούμε μια αγάπη διά δύο.
Λες και δεν ήξερα ότι αγάπη σημαίνει
από τη γέννησή της διαίρεση ατελής.
Ποτέ δεν σου τραγούδησα «τσαφ τσουφ»
ήτανε παλιακό το διερχόμενο τραινάκι στο τραγούδι μου
κι εσύ μικρός έστηνες τραίνα που πετούσαν σπίθες:
ηλεκτρικό παιχνίδι, ράγες δωματίου,
γέφυρες, τούνελ και σταθμοί, σφυρίγματα θριάμβου
ενός συρμού που κάλπαζε σαν άτι της προόδου.
Νυχτώθηκα να περιμένω νέα σου και τα παλιά
αστράφτουν στην οθόνη μου με φλας απόκοσμο.
Φωτίζονται για λίγο οι λαμαρίνες, η βαλίτσα σου,
το δαχτυλίδι της γιαγιάς στο χέρι της κοπέλας που καθόταν δίπλα σου.
Έτσι τη νύχτα παύουν ν’ αντηχούνε εισερχόμενα.
Γίνονται ειδήσεις στο ανήκουστο αυτί του κόσμου.
Κι εγώ που πάντα φοβόμουν να είμαι η μητέρα
σου,
ξέμεινα εδώ με μια ατελή διαίρεση στα χέρια.
Για το υπόλοιπο του αναίτιου βίου μου
να σ’ αγαπώ, πουλάκι μου, χωρίς επιστροφή.
*
*
Εθνικές Εκλογές 2023. Στη δημοσιότητα τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων.
~.~
Για τον χριστιανό ή τον διαφωτιστή (Διαφωτισμός: η τέταρτη αβρααμική θρησκεία), η τραγική σκέψη είναι σκάνδαλο. Για ποιον λόγο τιμωρείται για πράξεις του ολότελα ανεπίγνωστες ο Οιδίπους; Ο Αίας, ο Φιλοκτήτης, ο Ιππόλυτος, άπταιστοι υποκειμενικά, συνθλίβονται; Γιατί;
Στα σωτηριακά συστήματα, εκείνα που προσβλέπουν στην Ανάσταση ή στο Μέλλον, κάθε δεινό έχει έναν σκοπό, υπηρετεί ένα σχέδιο, τις άγνωστες έστω βουλές του Κυρίου, τη δύσκολη έστω μετάβαση προς την Πρόοδο. Και για τον λόγο αυτό είναι και δικαιολογημένο, σκαλοπάτι αναγκαίο προς την υπέρβαση, δάδα που δείχνει τον δρόμο ατομικά ή συλλογικά.
Σημασία εδώ έχει μόνο ότι ο δρόμος αυτός είναι ένας και ίσιος. Διά της βουλήσεως κάθε πιστός, κάθε οπαδός, έχει το ελεύθερο να τον βρει και να τον ακολουθήσει μέχρι τέλους. Εγώ ειμί η οδός… Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν. Όμως: Ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί.
Οδός άνω κάτω μία και ωυτή, απαντά ο τραγικός φιλόσοφος. Οδός ευθεία και σκολιή μία εστί και η αυτή. Ανηφοριά κατηφοριά είναι το ίδιο, ισιάδες και στροφές, όλα τα μονοπάτια, όλοι οι οδηγοί στο ίδιο σημείο τελικά οδηγούν: στην συντριβή. Ελεύθερη βούληση δεν υπάρχει, είναι μια αυταπάτη, μια παραίσθηση της ιστορίας. Οι άνθρωποι συντρίβονται όχι επειδή φταίξαν σε κάτι, αλλά επειδή γεννήθηκαν.
Από τη μια πλευρά, Τραγωδία και Μοίρα. Από την άλλη, Λύτρωση και Ελευθερία – τα όρια της σκέψης, τα όρια του κόσμου μας. Πιο πέρα δεν μπορεί να πάει κανείς. (περισσότερα…)
*
~.~
Παράξενοι ήταν οι δρόμοι που με οδήγησαν στη δόξα. Τώρα που ανασκοπώ τη ζωή μου μπορώ να το διακρίνω καθαρά. Την ημέρα που έκλεινα τα είκοσι τρία, σ’ ένα μπαρ του Καγιάο μια αξιοσέβαστη και λιπόσαρκη τσιγγάνα μού διάβασε τη μοίρα στα χαρτιά. Μετά, με επίσημο ύφος, μου είπε ότι θα έκανα κάτι πολύ σπουδαίο στη ζωή μου· «κάτι μεγαλειώδες», ήταν τα λόγια της.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ήταν και καμιά μεγάλη έκπληξη για μένα, ήμουν πάντα πεπεισμένος γι’ αυτό. Αν και πίστευα ότι δεν είναι απαραίτητο να κάνω κάτι υπερβολικό· μια συνεισφορά στην Ιστορία, όσο μικρή και να ’ναι, είναι αξιοσημείωτο επίτευγμα. Και ενώ η αναμενόμενη στιγμή πλησίαζε, εγώ εργαζόμουν ως διορθωτής κειμένων σ’ έναν εκδοτικό οίκο βιβλίων θεολογίας.
Τέσσερα χρόνια μετά, έφυγα από το Καγιάο σ’ ένα φορτηγό πλοίο που με πήγε σε διάφορα λιμάνια της Νότιας Αμερικής. Έτσι άρχισε ένας περίπλους που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Κέρδιζα το ψωμί μου διορθώνοντας κείμενα. Σε όποιο μέρος έφτανα, έψαχνα για τους πιο γνωστούς εκδοτικούς οίκους ή εφημερίδες και πήγαινα εκεί για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου. (περισσότερα…)
*
~.~
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ», το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! Μες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σὄγλειφα και σὄπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κι εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο που ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι!…»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει
και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τί θέλεις από με και τί με φοβερίζεις;
Ποιός είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;…
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω».
«Βράχε, με λεν Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα παθήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη…
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
. γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
. σα να ’ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
*
*
ΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Θέλει σκοτάδι ἡ ποίηση γιὰ νὰ γιορτάσει
βαθὺ σκοτάδι σὰν αὐτὸ
ποὺ πλάκωσε τὸν δύσμοιρο Οἰδίποδα
ὅταν νόμιζε πὼς θὰ γλυτώσει τὸν χρησμό
θέλει τῆς Μήδειας τὸ αἱματηρὸ γιορτάσι
ὅταν κατάλαβε πὼς ἔχασε γιὰ πάντα
τὸν γαμπρό
τοῦ Ἀχιλλέα τὴ μαύρη τρύπα τοῦ φιλότιμου
ὅταν τ’ ὡραῖο λάφυρο
τοῦ πῆρε τὸ ἀφεντικὸ ἀπ’ τὸ κρεβάτι
Ὄχι ἡ Ποίηση δὲν εἶναι σχολεῖο κατηχητικὸ
κι ὁ Ποιητὴς ρομαντικὸς γκαρσόνης
ποὺ θὰ μᾶς φέρει στὴ βεράντα τ’ ἀναψυκτικό
Χασάπης τῆς γλώσσας του εἶναι ὁ ποιητὴς
μαυρόψυχος ποὺ καίει τὸ λίπος του
νὰ φτιάξει ἕνα κερί
τὴν Ἐρινύα του πρὶν ἀπ’ ὅλα
νὰ φωτίσει
Νύχτα γιορτάζουμε τὴν ποίηση
μὲ ποιήματα κεριὰ
ποὺ οἱ ποιητὲς ὅλου τοῦ κόσμου
ἔχουν ἀνάψει γιὰ παρηγοριὰ
στοῦ σκοταδιοῦ τ’ ἀπίστευτο
τὸ μάκρος
Κοίταξε γύρω σου καὶ πίσω σου
καὶ δὲς
τί σιωπηλὰ τί ὄμορφα
καὶ τί πολλὰ ποὺ καῖνε
Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα σκέψου
ὅτι καὶ σὺ μπορεῖς ἂν χρειαστεῖ
νὰ φτιάξεις ἕνα
Γι’ αὐτὸ
μὴ μὲ ξαναρωτήσεις τώρα πιὰ
ποιά μέρα ἡ ποίηση γιορτάζει
Τὴν εἰκοστὴ πρώτη Μαρτίου ἁπλῶς τηροῦμε
ἑνὸς λεπτοῦ σιγὴ
ὅλοι μαζὶ πενθώντας
γιὰ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες
καὶ τὶς νύχτες τῆς ζωῆς μας
τῆς Ποίησης
ποὺ στερηθῆκαν
τὸ κερί
*
*