ΝΠ | Αφηγήματα

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινάμε σήμερα με το Πρώτο Μέρος.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ

Αυτή την πόλη δεν την ξέρω καλά, ούτε τη συμπαθώ. Κι όσο περιμένω τον καλό μου φίλο Ιωάννη Κίνναμο σκέφτομαι: τι κρίμα που δεν έχει καμπάνες η λογοτεχνία, αγγέλους και ιερείς, ένα ευρύ και ταπεινό εκκλησίασμα που θα νηστεύει και θα γιορτάζει, θα παρακολουθεί μαθήματα αγάπης, θα οργανώνει  εκδρομές σε μοναστήρια στους γκρεμούς και θα περιμένει με χαρά τη χαρμολύπη μιας ανάλογης Σαρακοστής. Κι ακόμα: όπως τη Μεγάλη Παρασκευή όπου το χωριό, σύσσωμο, ακολουθεί την περιφορά του επιταφίου, ο καθένας με το κερί του, κι όλες οι αυλές είναι φωτισμένες και οι πασχαλιές μοσχοβολούν, γιατί να μη συγχρονίζονται όλοι ευλαβικά, σε παρέες ή κατά μόνας,  για την παρουσίαση ενός βιβλίου ή για μια ανέσπερη, έστω, ποιητική βραδιά;  Παρατηρώ τα παιδιά απέναντι, στο περίπτερο μπροστά, που έχουν παρατήσει τα ποδήλατά τους ξάπλα και αγοράζουν αυτοκόλλητα – τα κοιτάζω λες και είναι αυτά που θα μου δώσουν την απάντηση. Παρατηρώ τις κυρίες που περνούν, μάλλον μάνα και κόρη, με σακούλες στα χέρια  από το σούπερ μάρκετ. Κοιτώ την κοπέλα στη γωνία, ίσιο σώμα, πεταχτό στήθος, καθώς διέρχεται με τα χέρια στις τσέπες του παλτού της, και στα αυτιά ακουστικά. Η εντύπωση που αποκομίζω, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για αυτούς από τη λογοτεχνία, με φέρνει αντιμέτωπο με μια πιο δύσκολη υπόθεση:  άραγε ποιος φταίει γι’ αυτό; Η πολιτεία; Οι λογοτέχνες; Τα σχολεία; Ο αγώνας για τον επιούσιο;  Και τότε μια φωνή σφυρίζει στην πλάτη μου: Νικήτα, φωνάζει ο Κίνναμος –  γυρίζω να τον δω. Ο ολύμπιος φίλος μου Ιωάννης Κίνναμος, με κασκόλ, καφέ σακάκι κοτλέ κι ένα χαμόγελο σαν του επαίτη που του ’πες καλημέρα. Χαίρομαι που τον συναντώ, μήνες έχουμε να ιδωθούμε. Αγκαλιαζόμαστε, τον σκουντώ, του λέω ότι ψήλωσε κι εκείνος γελάει. Άρχισες τις μαλακίες, μουρμουρίζει, έχεις ώρα που περιμένεις; Πάμε και θα τα πούμε, αποκρίνομαι. Αργήσαμε, λέει ο Κίνναμος, πάμε να φύγουμε. Και ξεκινάμε για το βιβλιοπωλείο. Σαν δυο έφηβοι που αποφάσισαν να κάνουν κοπάνα. (περισσότερα…)

Advertisement

Δευτερόλεπτα πριν

*

Υπάρχουν, σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, κάποιες χρονικές συχνότητες που καθορίζουν τα πράγματα και που μόλις συμβαίνουν τα μεταλλάσσουν.

Αυτές οι χρονικές συχνότητες, λοιπόν, λαμβάνουν χώρα στον καθένα από εμάς με τρόπο δυσδιάκριτα εμφανή, αλλά μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά. Και για την υπεράσπιση τη δική μου και των υπολοίπων θα πρέπει να διευκρινίσω εδώ πως δεν συμβαίνουν όλες με τον ίδιο τρόπο. Δεν ανιχνεύονται όλες με τον ίδιο μεγεθυντικό φακό των γεγονότων.

Λόγου χάρη, ουδέποτε κανείς θυμάται τι έκανε τα δευτερόλεπτα πριν από κάποια ανέλπιστα ευχάριστη είδηση ή ένα γεγονός το οποίο του συνέβη. Είναι, θα παρατηρήσει κάποιος ιδιαίτερα οξυδερκής, σαν τούτα τα δευτερόλεπτα μεταξύ των στιγμών ποτέ να μην υπήρξαν. Μετά από αυτό που επιτέλους μας συμβαίνει, το υπέροχα καλό ή τραγικά κακό, το πρωτόφαντα ωραίο, είναι φυσικό κι επόμενο κανείς να μην έχει διάθεση να θυμηθεί τι έκανε πριν, ώστε να καταγράψει αυτή την αδιόρατη μικρή ρωγμή ανάμεσα στο χρόνο για να προσδιορίσει πόσο άλλαξε ανάμεσα στη στιγμή που τίποτα δεν είχε αλλάξει – και στην επόμενη, από την οποία δεν θα ’μενε ποτέ ξανά ο ίδιος.

Μπορεί να έπλενε τα πιάτα εκείνη τη φορά και το κρύο νερό να κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, ενώ σχημάτιζε μέσα στις σαπουνάδες φούσκες διάφανες και γυαλίζουσες που θα τις απελευθέρωνε στον αέρα. (περισσότερα…)

Ηλίας Μηνιάτης, Το δίλημμα του Ζάλευκου

*

Ζάλευκος, ὁ βασιλεύς τῶν Λοκρῶν, ἔκαμεν ἀνάμεσα εἰς τούς ἄλλους ἕνα νόμον, ὅτι ἑνός μοιχοῦ νά ἐβγάνωσι καί τούς δύο ὀφθαλμούς· δικαιότατος νόμος, νά χάνη τό φῶς τῶν ὀμμάτων, ὁποῦ εἶναι τό ἀκριβώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς, ὅποιος ἐγγίζει τοῦ ἄλλου τήν τιμήν, ὅπου εἶναι τό ἀκριβώτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου.

Πρῶτος, ὅπου παρέβη τόν νόμον τοῦτον καί ἐπιάσθη εἰς μοιχείαν, ἐστάθη ὁ ἴδιος του υἱός καί ἀποφασίζει ὁ δικαιότατος βασιλεύς νά τοῦ δοθῇ ἡ πρέπουσα παίδευσις. Παρακαλοῦσιν ὅλοι οἱ ἄρχοντες, παρακαλεῖ ὅλος ὁ λαός τόν βασιλέα νά γένῃ ἵλεως πρός τόν υἱόν του, τόν διάδοχον καί κληρονόμον τῆς βασιλείας του, ἄλλ᾽ ἐκεῖνος στέκει στερεός εἰς τήν γνώμην του καί θέλει καλλίτερα νά φυλάξη τόν νόμον του, παρά τόν υἱόν του. Ἀλλ᾽ ἐπειδή αἱ μεσιτεῖαι καί αἱ παρακλήσεις τόν στενεύουσι δυνατά, ἄρχισε νά μαλακώνεται καί νά ἀκούῃ ὄχι μόνον δικαιοσύνην του, ἀλλά καί τήν πατρικήν ἀγάπην. Ἡ δικαιοσύνη – ἔλεγε συλλογιζόμενος μέ τόν ἑαυτόν του – ζητεῖ νά τυφλώσω τόν υἱόν μου, διατί εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου μου· ἡ ἀγάπη ἡ πατρική ζητεῖ νά συμπαθήσω τόν υἱόν μου, διότι εἶναι γέννημα τῶν σπλάγχνων μου. Ἄν ἐγώ παραβλέψω τήν δικαιοσύνην μου καί δέν τόν παιδεύσω καθώς πρέπει, εἶμαι ἄδικος κριτής· ἄν παραβλέψω πάλιν τήν ἀγάπην τήν πατρικήν καί τόν τιμωρήσω καθώς πρέπει, εἶμαι ἄσπλαγχνος πατήρ.

Ἄχ τύχη! καί ἄν ἐγώ ἔμελλον νά εἶμαι πατήρ, διά τί νά μέ κάμῃς κριτήν; ἄχ φύσις! καί ἄν ἐγώ ἔμελλον νά εἶμαι κριτής, διατί νά μέ καμῃς πατέρα; μά πῶς; ἀμφιβάλλω; ἐγώ εἶμαι δίκαιος κριτής, ἡ δικαιοσύνη εἶναι τυφλή καί δέν βλέπει εἰς τοῦ πταίστου τό πρόσωπον…, μά πάλιν τί ἀποφασίζω; ἐγώ εἶμαι φιλότεκνος πατήρ καί ἡ ἀγάπη εἶναι ὁμοίως τυφλή, καί δέν βλέπει τοῦ πταίστου τό πταίσιμον. Εἶμαι βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νά παιδεύσω, μά καί ὡς βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νά συγχωρήσω· καί νά μή φυλάξω ἕνα υἱόν, ὁποῦ ἐγώ ἐγέννησα; τί νά κάμω ὁ δυστυχής, καί κριτής καί πατήρ; εἶναι τάχα μέσον νά φυλάξω καί τόν νόμον μου, νά φυλάξω καί τόν υἱόν μου;

Ναί. Ἐδῶ χρειάζεται νά ἐβγοῦσι δύο μάτια· ἄς ἔβγῃ ἕνα ἀπό τά μάτια μου, ἄς ἔβγῃ καί ἄλλο τοῦ υἱοῦ μου· ἄς δώσῃ ἐκεῖνος τό ἕνα, διατί εἶναι πταίστης, ἄς δώσω καί ἐγώ τό ἄλλο, διατί εἶμαι πατήρ· μέ τοῦτο θέλω εὐχαριστήσει τήν δικαιοσύνην μου καί τήν ἀγάπην μου· μέ τοῦτο θέλω φυλάξει τόν νόμον ου καί τόν υἱόν μου· μέ τοῦτο θέλω φανῇ καί κριτής δίκαιος καί πατήρ φιλότεκνος. Ἔτσι ἔγινεν ἀκροαταί. Ἐδῶ δύο μάτια ἐχρειάζοντο, ὅμως ἀπό τό ἕνα μέρος, διά νά πληρωθῇ ὁ νόμος καί νά παιδευθῇ τό πταίσιμον, ἀπό τό ἄλλο διά νά φυλάξη ὁ κριτής πατήρ τήν ἀγάπην του, ὁ πταίστης υἱός τό φῶς του, εὑρέθη τοῦτος ὁ μέσος ὅρος, νά δώσῃ τό ἕνα ὁ πατήρ καί τό ἄλλο ὁ υἱός. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδειγμα ἐξαίρετον, ἀνάμεσα εἰς ὅλας τάς ἱστορίας, μιᾶς ἄκρας καί βασιλικῆς δικαιοσύνης καί συγκαταβάσεως πατρικῆς.

ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ (1669-1714)
Εἰς τό Σωτήριον Πάθος Α΄, απόσπασμα

*

Τέσσερις μήνες

*

Ανοίγει τον υπολογιστή να χαζέψει λίγο. Τα μάτια του πέφτουν στην ημερομηνία. Τέταρτη μέρα σήμερα. Αν δεν ήταν εκείνος ο ηλίθιος που συνόδευσε τον αδελφό του στο νοσοκομείο και κυκλοφορούσε χωρίς μάσκα, δε θα έμπαινε σε καραντίνα. Τώρα θα ήταν στη δουλειά. «Ποια μέρα να είναι σήμερα»; σκέφτεται. Πέμπτη. Τώρα θα είχε εφημερία. Εδώ που τα λέμε λίγη ξεκούραση την ήθελε. Μόνο που πρέπει κάθε μέρα να βάζει θερμόμετρο να βλέπει αν κάνει πυρετό. Άσε την καραντίνα για δυο εβδομάδες.

12:22. Τέτοια ώρα είναι ήσυχα στην εντατική. Όλο το εικοσιτετράωρο είναι ήσυχα, αλλά μετά τις 10:30 το βράδυ ακούγεται κι η πατημασιά μυρμηγκιού που λέει ο λόγος. Τόση ησυχία! Δε μαθαίνει ποτέ τα ονόματα όσων περνάνε από εκεί μέσα. Δεν ξέρει αν είναι επειδή φοβάται ή για πρακτικούς λόγους. Μήπως μένουν για πολύ; Ή πάνε σε κανονικό θάλαμο ή σε νεκρικό. Έχει το δικό του σύστημα. Δίνει στον καθένα το όνομα ενός μήνα. Ξεκινά από τον Μάρτιο και μετράει τα κρεβάτια με τη σειρά. Διάλεξε τον Μάρτιο, επειδή στις 12 Μαρτίου είναι τα γενέθλιά του. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο, για να μπει σε καραντίνα, στην εντατική ήταν ο «Μάιος», ο «Ιούλιος», ο «Αύγουστος» και ο «Νοέμβριος». Τρεις εποχές. Σκέφτεται ότι λείπει ο χειμώνας. Ο επόμενος που θα μπει στο θάλαμο θα ήταν καλό να μπει σε ένα μήνα του χειμώνα, έτσι για την τάξη .

Ο «Μάιος» είναι ο πιο ηλικιωμένος από όλους. 85 χρόνων. Έχει μανία με τα γυαλιά του. Όλο ζητάει να του τα φέρουν. «Τι θα δεις με τα γυαλιά;» του είπε μια μέρα. «Να εδώ μία νοσοκόμα έχει το ίδιο χρώμα με τα μάτια της μάνας μου ή της γυναίκας μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος∙ αυτό ψάχνω να δω». Σκέφτεται πώς θα ήταν ο «Μάιος» στην ακμή του. Τον φαντάζεται με λεπτό μουστάκι να βλασταίνει πάνω από τα χείλη του και να σκαλώνουν εκεί οι σταγόνες της θάλασσας το καλοκαίρι. Θα έχει και φωτογραφία ασπρόμαυρη, δίπλα στη θάλασσα, με φαρδιά παντελόνια σαν τεντόπανα σφιχτά δεμένα στη μέση με πέτσινη ζώνη. Δίπλα του, άλλοι δυο νέοι και δυο κορίτσια. Γελάνε και έχουν σγουρά μαλλιά. Να δεις που θα τα τύλιγαν το βράδυ με κορδέλες από παλιό φθαρμένο νυχτικό. Τώρα που το σκέφτεται, στη φωτογραφία θα μπορούσε να είναι κι η «Νοέμβριος» από απέναντι. Κοντά στα χρόνια του είναι κι αυτή. Είναι γεννημένη κοκέτα, πάντως. Τη βλέπει πώς σιάζει τα μαλλιά της με τα χέρια, όταν μπαίνει ο γιατρός. Και το νυχτικό της δεν είναι βαμβακερό λουλουδάτο. Είναι λευκό με δαντέλα στο άνοιγμα του λαιμού. Άκου λευκό με δαντέλα! Τη φαντάζεται στη φωτογραφία του «Μαΐου» στο κέντρο, με το κεφάλι γερμένο λίγο στο πλάι, το δεξί πόδι λυγισμένο σαν τρυφερός βλαστός κι ένα καπέλο να καθορίζει το φως στο πρόσωπό της. Το απόβραδο, πριν φύγει η παρέα από την παραλία, φαντάζεται τον «Μάιο» να της βάζει κρυφά στο χέρι ένα λευκό βότσαλο κι επάνω να έχει γράψει κάτι, αλλά τι άραγε; (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Δνείπερος

*

*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

Δ Ν Ε Ι Π Ε Ρ Ο Σ

~.~

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΙΑ

  1. Εγώ, που δεν έχει νόημα πώς λέγομαι, ούτε τι θέλω, κάτοικος Μαριούπολης, για να αφηγηθώ την ιστορία μου λέγω:
  2. Ότι μια μέρα πριν την κήρυξη του πολέμου, πήρα άδεια για να πάω σ’ έναν φίλο μου, που ήξερα ότι δεν περνούσε καλά.
  3. Αυτός, εξήντα χρονών, είχε χάσει το πόδι του σ’ ένα ατύχημα, και τώρα, απ’ το να μην έχει να πιει προτιμούσε να ψοφήσει της πείνας.
  4. Αλλά εγώ στη σακούλα έβαλα κρέας, μακαρόνια, λαχανικά και δυο πακέτα τσιγάρα.
  5. Και ξεκίνησα, αν και με κρύο τσουχτερό. Θυελλώδης φυσούσε απ’ τη θάλασσα ο άνεμος, κι όλοι έλεγαν ότι θα ’ρθει βροχή.
  6. Και έτρεχαν να πάνε στις δουλειές τους, ενώ ένα κίτρινο παλιό LADA είχε κολλήσει σ’ έναν παράδρομο και τα αυτοκίνητα πίσω κόρναραν και κορόιδευαν.
  7. Σαν κοχύλια που πήρες το μέσα τους, έτσι είν’ η Αζοφική, αλλά από το τζάμι του λεωφορείου αφηρημένος θυμήθηκα την άφιξή μου στην πόλη, λίγους μήνες πριν.
  8. (Μέρα συννεφιασμένη στα μέσα του Ιουλίου. Και είχα στενάξει γιατί ήταν άσχημα στην αρχή, ούτε μ’ άρεσε ο κόσμος παρότι στο γραφείο μιλούσαν ελληνικά.)
  9. Και σκέφτηκα: Πατρίδα τα λεξικά καμίας γλώσσας δεν ξέρουν τι είναι. Δυο λόγια λένε, κι αυτά με παραδείγματα.
  10. Και μια γυναίκα τότε ανέβηκε στο λεωφορείο, όμορφη σαν τη δροσιά, ενώ το άρωμά της με κύκλωσε σαν ασημένιο δαχτυλίδι που ’πεσε στο νερό.
  11. Κι άρχισα να μετρώ τις στάσεις που ήθελα ακόμη. Και μου ’ρθε στον νου ο Ιωνάς μέσα στο κήτος. Ένας Ιωνάς που μετρά τις μέρες κι όλο τις βρίσκει δυο.
  12. Γι’ αυτό ήταν βαθιά η ανάσα στο τέλος. Προσέταξε Κύριος τω κήτει, και εξέβαλε τον Ιωνάν επί την ξηράν, μουρμούρισα, λες και είχα μπροστά μου τη Νινευή. Κι άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες.
  13. Εγώ είμαι, Βένια, φώναξα. Είχε την τηλεόραση ο γέρος στη διαπασών. Τότε τον άκουσα να σέρνει μια το πόδι το καλό και μια το πόδι το ψεύτικο. Όπως κάνει πάντα.
  14. Άρχισε να μου λέει για έναν εφιάλτη που ’χε δει. Κι ένα μπουκάλι, και δίπλα ένα δεύτερο, στον νεροχύτη, ανάμεσα σε πιάτα, άπλυτα από μέρες, ήταν σαν να ’βαζαν στα λόγια του την απόστροφο.
  15. Ήταν, λέει, πεθαμένος, κι από πάνω έκλαιγαν κάτι γυναίκες που δεν τις είχε ξαναδεί.
  16. Και στο ταβάνι είχαν άξαφνα απλωθεί ρωγμές, μα δεν ήταν νερό ούτε αίμα αυτό που έσταζε αλλά όπως θα ’ταν οι ευχές αν είχαν το σώμα σκουληκιού.
  17. Άσ’ τα όνειρα, είπα, και βάλε καφέ. Και πήγα κι έπιασα στο παράθυρο, στη θέα, εκεί που μ’ άρεσε να κάθομαι.
  18. Και τον ρώτησα για το σονέτο απ’ τις προάλλες. Και τότε ο Βένια πέταξε μπροστά μου ένα κίτρινο μπλοκάκι απ’ το οποίο δεν μπορούσα να βγάλω νόημα, με τις λέξεις του να κορδώνονται σαν τίποτε παγόνια.
  19. Εκτός βέβαια απ’ την πρώτη. Που δεν τη θυμάμαι πια. Κατά τα άλλα, είπα στον Βένια, το ποίημά του δεν είχε καμία χάρη.
  20. Το ξέρω, είπε ο Βένια, αλλά οι λέξεις θα φύγουν τώρα και τη θέση τους θα τη δώσουν στα όπλα. Πρέπει όμως, είπε –φώναξε–, γιατί οι λέξεις χάσανε τα λόγια τους.
  21. Και θα ’ρθουν καινούργιες λέξεις, είπε. Αλλά κι εκείνες, θα το δεις, μόνο τη σιωπή θα ξέρουν.
  22. Και τότε μου ’πε ότι, αργά, το καλοκαίρι, λίγο πριν γνωριστούμε, είχε μεθύσει κι αποκοιμηθεί σ’ ένα παγκάκι, και κάτι αληταράδες του ’βγαλαν το ψεύτικο ποδάρι κι εκείνος ξύπνησε απ’ τα ουρλιαχτά τους.
  23. Και το πετούσε ο ένας στον άλλο σαν να ’ταν μπάλα και γελούσαν και έλεγαν στον γέρο, έλα να το πάρεις.
  24. Και αφού βαρέθηκαν, το πέταξαν στα παρτέρια και έφυγαν να κάνουν αλλού τις αλητείες τους.
  25. Παιδιά των είκοσι ετών.
  26. Κι εσύ μιλάς για λέξεις, είπε ο Βένια, μιλάς για ποιήματα, λες και μπορούν να πετάξουν οι άγγελοι άμα τους πει όχι ο Θεός.
  27. Άλλα έτσι και μπουν οι Ρώσοι, θα το δεις, είπε ο Βένια, και θα καταλάβεις τη φύση των πραγμάτων. Έλληνα φίλε.

(περισσότερα…)

Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Ο ασπρούλης (πασχαλινό διήγημα)

 

*

Είχαμε κότες στην αυλή, άσπρες, μαύρες, κόκκινες και λαθουράτες. Τις κυνήγαγα να τις πιάσω, να φιλήσω το ράμφος τους το γυριστό, να χαϊδέψω τα κοραλλένια νυχοποδαράκια τους και να δαγκάσω το μεταξένιο τους λειρί, που έμοιαζε σαν κρεατένια φράουλα, μα έτρεχαν δεξά-ζερβά και ξέφευγαν με κωμικούς αλλά επιδέξιους ελιγμούς, εκτός από μία. Αυτηνής της φώναζα «κάτσ’-κάτσ’» –«κάτσε- κάτσε» δηλαδή– κι αμέσως ανέκοπτε την τρεχάλα της και κάθονταν να την πιάσω. Γι’ αυτό την έβγαλα «Κάτση-κάτση». Δεν έκατσε, όμως, πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο. Αρρώστησε. Και πριν πεθάνει, την έσφαξε ο μπάρμπας μου και την έφαγαν οι άλλοι. Εγώ πήρα τα κοκαλάκια της και τα ’θαψα κάτω απ’ την τριανταφυλλιά να μην τα βρουν οι γάτες.

Είχαμε και γαϊδουράκι, αγαθό και ράθυμο, με αυτιά χωνιά βελούδινα, που τα κουνούσε σαν κεραίες πρόσληψης ενός άγνωστου σήματος και ξάφνου αφήνιαζε και κλωτσοπατούσε στον αέρα, λες και πολέμαγε εχθρό αόρατο, που ήταν απλώς μια αλογόμυγα ή εγώ που ήθελα καλά και σώνει να σμίξουμε τις μουσούδες μας για να νιώσω το ζεστό του ρουθούνισμα στο πρόσωπό μου.

Είχαμε και γίδες, μια κερατούσα και μια σούτα, με γενάκι κάτω απ’ το σαγόνι και κρεατάκια, που εμείς τα λέμε σκουλαρίκια.

Τι πλάσμα η γίδα! Πώς τρώει, πώς μηρυκάζει, πώς βαδίζει, πώς στέκεται, πώς οσφραίνεται τον αέρα, πώς σκάφτει με το ποδάρι της το χώμα, πώς ξαπλώνει να πλαγιάσει, πώς σηκώνεται! Και τι νύχια τα νύχια της! Όταν μεγαλώνουν πολύ την λέμε τσουραπάτη. Κι όταν πέφτουν για να βγούνε άλλα, μοιάζουν με κερατένιες κουπίτσες – σκουτελίτσες τις λέμε στο χωριό – μες στα χορταράκια! Τις μάζευα και τις είχα για ποτηράκια μου στο ψευτονοικοκυριό μου, στην γωνιά του αχουριού που πλάγιαζα κι εγώ πάνω στ’ άχερα σιμά τους, ώσπου να με βρει η μάνα μου, να φάω κάνα τριομφίδι ή να με κατακεφαλίσει για την αποκοτιά μου να κάμω τ’ αχούρι σπίτι μου.

Κάποτε η γίδα γέννησε δύο κατσικάκια, ένα άσπρο κι ένα μπερδελό. Το άσπρο το έβγαλα Ασπρούλη –τι πρωτότυπο!– και το μπερδελό το υιοθέτησε ο αδερφός μου. (περισσότερα…)

Οι ζωές των λέξεων και άλλες ιστορίες

*

ΕΠΙΣΗΣ

Το «επίσης» είναι μια λέξη που ποτέ δεν αξιώθηκε το πρωτείο, ποτέ δε βρέθηκε στην αφετηρία, ποτέ δεν όρισε τίποτε. Πάντα ακόλουθος πιστός, πάντα αναμένει την άφιξη του πρώτου νοήματος , για να ορίσει τον εαυτό της σε σχέση μ’ αυτό. Η πιο μεγάλη φιλοδοξία της η μη επανάληψή της. Ο πιο μεγάλος φόβος της μη μείνει να κρέμεται στην άκρη της φράσης σαν τραγούδι που του έκοψαν τις τελευταίες νότες και τρέχει κουτσαίνοντας πάνω στα πλήκτρα , σαν να μη φτάνει η στέγη των λέξεων να την προστατέψει από τη βροχή και να μουλιάζει εκεί αβοήθητη στο απροσδιόριστο, στο ημιτελές.

— . —

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟ

Έχει ένα μικρό τραπέζι στην άκρη του καθιστικού. Εκεί ακουμπά τη λίστα με τα ψώνια, τα αποτελέσματα των εξετάσεων (το ζάχαρο στα όρια), το τετράδιο που γράφει κάθε μέρα τις δουλειές (σουπερμάρκετ, τηλέφωνο στον υδραυλικό). Εκεί αφήνει και κάτι χαρτάκια με κομμένα μέλη λέξεων, τραυματίες από πολέμους του σημειωματάριου και ένα κλειδί από ένα γραμματοκιβώτιο από ένα σπίτι όπου έμενε παλιά.

Μερικές φορές ψάχνει τον αφαλό της κλειδαριάς στα συρτάρια των συναδέλφων στη δουλειά και άλλες θέλει να βάλει το κλειδί μέσα στα μάτια των διπλανών του στο μετρό και να ξεχυθούν τα γράμματα από μέσα τους.

Και πιο πολύ σκέφτεται τους λογαριασμούς που στοιβάζονται στο γραμματοκιβώτιο και απαιτούν την εξόφλησή τους. Φτάνουν στο σπίτι και το κυκλώνουν ψηλά μέχρι τη στέγη. Και τότε το κλειδί γίνεται μια αχρείαστη πρόφαση. (περισσότερα…)

Φεζ, ένα στιγμιότυπο

*

Είναι αμφίβολο εάν κάθε φορά που ανοίγω τα μάτια μου μετά απ’ τον ύπνο συνεχίζω, μερικώς συμβιβάζω τη μη συνείδησή μου με το υπάρχον, μερικώς βρίσκω τρόπο να αναλάβω από το σημείο στο οποίο σταμάτησα προτού κοιμηθώ, γιατί κάθε ύπνος μοιάζει να είναι διαφημιστική καμπάνια θανάτου, εξημέρωση της αίσθησής του, έλεγχος συμβατότητας με τον νεκρό που κάποια μέρα θα τον καρπωθεί, έλεγχος συμβατότητας με όσα κατόπιν ή εκ νέου αναρωτιέμαι, μυούμαι σε κάτι καθώς από κάτι σημαδεύομαι. Γίνομαι πολύ γρήγορα, τόσο γρήγορα όσο ξεγίνομαι.

Αυτή η ars apodemica ταξινομείται σε άλλο είδος εκμηδένισης, το οποίο επισκιάζει κάθε λογής θανατικές αιρέσεις, σχολαστικές ή αυθόρμητες αντιδράσεις γραπτού λόγου που δεν είναι παρά σκέτος γραπτός λόγος.

Όταν φτάνει στο τέλος της η χιλιοστή δεύτερη αραβική νύχτα, σκέφτομαι πως ανακτώμαι μέσ’ απ’ ότι συμβαίνει, μα είμαι γελασμένος, αφικνούμαι: ο άνεμος γίνεται σταδιακά όλο και πιο καυτός και διασκορπίζει μια αμυδρή ευωδία ζυμαριού λες και ο ουρανός είναι η διάτρητη ψίχα ενός ψωμιού που σιγοψήνεται στο φως του ήλιου. Η ανατολή μια απόχρωση λειψάνου που τα τελευταία του απομεινάρια σάρκας δεν έχουν προλάβει ακόμη να σαπίσουν. Μια αρχαία ταφική λυχνία, που όταν ανάβει, το φως της είναι πιο εκτυφλωτικό από το παρελθόν, όταν σβήνει πιο μαύρο από το έρεβος των τέλειων κι ολοκληρωμένων συλλογισμών.

Κατεβαίνω από την επίπεδη στέγη μέσα στο δωμάτιο μαζί με το σεντόνι, το μαξιλάρι και τα σύνεργά μου. (περισσότερα…)

Το προδοτικό φιλί

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό απόσπασμα, συνέχεια του προηγούμενου («Ένας έρωτας γεννιέται»), από το ανέκδοτο βιβλίο Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τις συνέπειες της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Ελισάβετ και του νεαρού ζωγράφου Πέτρου Μωραΐτη, που σχεδόν βίαια ως ανεπίτρεπτη, διακόπτουν αγαπημένα της πρόσωπα, αλλάζοντας ανεπίγνωστα την πορεία της ζωή της.

~ . ~

Απόγευμα πρωταπριλιάς του 1855 η Ελισάβετ άκουσε να κτυπά η πόρτα της ιεραποστολικής κατοικίας και πήγε ν’ ανοίξει. Είχε καλέσει τον Πέτρο,[1] να δει προσεχτικά την Ἀνθοδέσμη της, πριν την παραδώσει στην Επιτροπή, της το είχε προτείνει ο ίδιος· ήθελε να ελέγξει μήπως υπάρχει κάποια αβλεψία που μπορούσε την τελευταία στιγμή να διορθωθεί.

— Πρωταπριλιάτικο αστείο; τη ρώτησε εκείνος χαριτολογώντας και της πρόσφερε ένα κλαδάκι με ροζ απριλιάτικα τριαντάφυλλα.

— Όχι, δεν θα έκανα ποτέ τέτοια φάρσα, του είπε και τον οδήγησε στον συνηθισμένο χώρο, στη Βιβλιοθήκη.

Η Ελισάβετ τράβηξε από το ράφι της μικρής βιβλιοθήκης την κασετίνα, όπου φυλασσόταν το λεύκωμά της, και του την έδωσε. Την πήρε στα χέρια του με  προσοχή και αναφώνησε με θαυμασμό:

— Τι εντυπωσιακή ξυλογλυπτική και πόσο αρμονική με το έργο!

— Ντόπιο πλατανόξυλο και ελιόξυλο, ό,τι καλύτερο για μια τέτοια κασετίνα· είναι άξιος λεπτουργός ο Γλήνης, σχολίασε η Ελισάβετ.

Κάθισαν δίπλα δίπλα στο τραπέζι· ο Πέτρος έβγαλε προσεχτικά την Κλασική Ἀνθοδέσμη από την κασετίνα κι άρχισε να την ξεφυλλίζει και να την ελέγχει λεπτομερώς· σταμάτησε στην σελίδα με τον τίτλο «Πρόθεσις»·[2] τυπωμένο με μαύρα και κόκκινα γράμματα το μικρό κείμενο που ακολουθούσε αποκάλυπτε τον στόχο του έργου της. Ήταν το πρώτο δικό της γραπτό που είχε διαβάσει· είχε έλθει σε άμεση επαφή με τον νου και την ψυχή της, από όπου είχε αντληθεί. Θέλησε τώρα να το ξαναδιαβάσει δυνατά, να νιώσει πάλι τον ήχο των λέξεων και την ισχυρή επίδρασή τους στο πνεύμα και στην καρδιά του.

— Τι ωραίο το κείμενό σου, αγαπητή μου Ελισάβετ! εγκιβωτίζεις άριστα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης μας. Στις δυο λέξεις, «αλλεπάλληλα δυστυχήματα»,[3]  περιλαμβάνεις με λεπτό, έξυπνο και σύντομο τρόπο την τρέχουσα πολιτική και υγειονομική κατάσταση της Αθήνας, την Κατοχή και τη χολέρα·υμνείς δυο πόλεις, την Αθήνα, όπου δημιουργήθηκε η Ἀνθοδέσμη σου και από όπου ξεκινά το ταξίδι της και την πόλη του φωτός, όπου θα εκτεθεί·[4] φανερώνεις την αγωνία σου για την κακή τύχη, που φοβάσαι πως θα εξακολουθήσουν να έχουν τέχνες και επιστήμες στον τόπο, όπου γεννήθηκαν. Είμαι συγκινημένος.

— Γράφω ό,τι νιώθω, Πέτρο, και χαίρομαι πολύ που σου αρέσει. Ναι, δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ για το μέλλον… απάντησε η Ελισάβετ, ενώ ο Πέτρος συνέχιζε να ξεφυλλίζει ένα ένα τα σχεδόν εβδομήντα φύλλα τού λευκώματος· σε κάθε φύλλο έλεγχε προσεχτικά τα πάντα, ακόμη και τα κενά. (περισσότερα…)

Στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Ένα μικρό χωριό ήταν το 1948 η Παλαιοχώρα ή Παλιόχωρα, όπως ήταν γνωστό το όνομα με το οποίο τη γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Κρήτης. Στις μέρες μας έχει εξελιχτεί σε έναν γοητευτικό και ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμό, αλλά και σε ένα δραστήριο κέντρο συναλλαγών και εμπορίου της ευρύτερης περιοχής του νοτιοδυτικού άκρου του νομού Χανίων.

Στο Γυμνάσιο της  Παλιόχωρας υπηρετούσε ως καθηγητής μαθηματικών ο πατέρας μου. Στο σπίτι η μάνα μου παιδευότανε με τα  τέσσερα όχι και τόσο εύκολα αγγελούδια της. Η αφεντιά μου, ως πρωτότοκος, δημιουργούσε τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο πατέρας μου, το συζήτησε με τον φίλο του, Διευθυντή του Δημοτικού σχολείου και αποφασίστηκε να με στείλουν στην Α΄ τάξη του σχολείου, ως ακροατή! Επαρχιακή αυθαιρεσία είπατε; Αυτό μπορούσε να γίνεται την εποχή εκείνη. Είσοδος στα Πανεπιστήμια με βαθμούς 2 ή 3 ή 5, πλαστά ή μαϊμού πτυχία και λοιπές επαναστατικές και εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδικασίες δεν υπήρχαν τότε. Από το αυτί λοιπόν –κυριολεκτώ εδώ– και στον δάσκαλο.

Πήγαινα λοιπόν στο σχολείο και μάθαινα την αλφαβήτα και την προπαίδεια και υποσχέθηκα πως έτσι θα έκανα καθημερινά, αφού όμως και ο κύριος Διευθυντής είχε αναλάβει τη δική του ευθύνη να μου προσφέρει ένα μικρό χωνί ζάχαρη κάθε μέρα την ώρα του μεγάλου διαλείμματος. Με αυτά και με τ’ άλλα η εκπαίδευσή μου ξεκίνησε με καλούς οιωνούς. Προς το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου ο Δάσκαλος μας πληροφόρησε πως θα ερχόταν κάποιος άλλος, ένας πιο σοφός Δάσκαλος, να δει αν ο δικός μας Δάσκαλος κάνει καλά τη δουλειά του κι αν εμείς είμαστε μαθητές της προκοπής. Ήρθε λοιπόν ο κύριος Επόπτης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης και μας ζήτησε να γράψουμε με λίγα λόγια γιατί αγαπούμε το χωριό μας. Δεν θυμάμαι πώς σκέφτηκα και έγραψα ότι έγραψα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πως αφού δώσαμε όλες και όλοι τα γραπτά στο Δάσκαλό μας βγήκαμε έξω για το μεγάλο διάλειμμα. Πήγα στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή, πήρα το χωνάκι μου με τη ζάχαρη και αμολήθηκα στην αυλή. Είχαμε ήδη επιστρέψει στην τάξη μας όταν εισήλθαν ο Δάσκαλός μας και ο κύριος  Επιθεωρητής ο οποίος κρατούσε στο χέρι του τα γραπτά μας. Κάθισαν δίπλα-δίπλα πίσω από την έδρα οι μεγάλοι μας κριτές και άρχισαν κάτι ψου ψου ψου και πάλι ψου ψου ψου και μετά ο κύριος Επιθεωρητής ρωτά:

— Ποιος είναι ο Μπουζάκης; (περισσότερα…)