Η επιτάφια επιγραφή του ανώνυμου δεσπότη που αποδίδεται στον τάφο του Ισαακίου Κομνηνού (Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης· φωτογραφία της Έλλης Μπία).
ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #2
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.
~.~
ὡς στάχυν, ὡς μάργαρον, ὡς γλυκὺ μέλι
Στις Φέρες της Θράκης, στη βυζαντινή Βήρα, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον ποταμό Έβρο, υψώνεται από τα μέσα του 12ου αιώνα η εκκλησία της Θεοτόκου Κοσμοσώτειρας. Γύρω της απομένουν κάποια ερείπια από τα τείχη του μοναστηριού όπου ανήκε, το οποίο δεν ήταν ένα τυχαίο ίδρυμα, από τα πολλά που κτίζονταν την εποχή εκείνη· επρόκειτο για έργο και ιδιοκτησία ενός πορφυρογέννητου πρίγκηπα, του Ισαακίου, τρίτου γιού του αυτοκράτορα Αλεξίου του Α΄, του Κομνηνού. Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες να ανέλθει στον θρόνο, ο Ισαάκιος απομακρύνθηκε υποχρεωτικά από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στα κτήματά του στη Θράκη. Στη Βήρα ίδρυσε την ιδιωτική του μονή, κατά τα πρότυπα εκείνων της πρωτεύουσας, και συνέταξε το 1152 το Τυπικόν της –τον κανονισμό λειτουργίας της. Εκεί, μεταξύ πολλών άλλων, όρισε και τα σχετικά με τον τάφο του, που θα βρισκόταν εντός του ναού της Θεοτόκου.
*
Ο ναός της Κοσμοσώτειρας στις Φέρες, τη βυζαντινή Βήρα, των μέσων του 12ου αιώνα.
*
Από την Κοσμοσώτειρα προέρχεται τμήμα μεγάλης επιτάφιας πλάκας, επάνω στην οποία διατηρείται μέρος ενός επιγράμματος, χαραγμένου με καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα. Ο λίθος εκτίθεται σήμερα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Αλεξανδρούπολης και σώζει τους παρακάτω στίχους:
… … … … … … … … … … … … … … … … …
αἴσθησιν ἐμπικραίνων ἤ καὶ καρδ[ίαν]
ἀλλ’ ὦ βραβευτὰ τῶν καλῶν τῶν ἐνθάδε
καὶ πάλιν αὐτὰ λαμβάνων ἐπὰν θέλῃς,
ὡς στάχυν, ὡς μάργαρον, ὡς γλυκὺ μέλι
σαῖς ἀποθήκαις τουτονὶ θησαυρίσαις,
ὡς εὐθαλές τι δένδρον εἰς τρυφῆς πέδον
καταφυτεύσαις σὸν λάτριν τὸν δεσπότην.
Όπως πολλά σύγχρονα ποιητικά κείμενα αυτού του είδους, το επίγραμμα έχει ως αποδέκτη τον Χριστό και τον παρακαλεί να υποδεχτεί την ψυχή ενός προσώπου με τον τίτλο του δεσπότη, το οποίο δεν κατονομάζεται μεν, αλλά θεωρείται πολύ πιθανό να ήταν ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός, ο κτίτορας της μονής και του ναού. Ο τίτλος του δεσπότη έχει εδώ τον χαρακτήρα τιμητικής προσφώνησης και δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο αξίωμα. Ο άγνωστος ποιητής ζητά από τον Χριστό να θησαυρίσει τον νεκρό στις αποθήκες του –στον Παράδεισο– σαν να ήταν στάχυ, πολύτιμο μάργαρο ή γλυκό μέλι, να τον φυτεύσει σαν ένα θαλερό δέντρο σε έναν τόπο μακαριότητας. Αυτές οι λεπτής σύλληψης παρομοιώσεις, που διακρίνονται για την καλλιέπεια της διατύπωσης και τη δύναμη των εικόνων που δημιουργούν, παραπέμπουν σε ιδιαίτερα πεπαιδευμένο, λόγιο περιβάλλον – μάλλον στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου θα παραγγέλθηκε ίσως το επιτύμβιο επίγραμμα. Το στάχυ, το μάργαρο και το μέλι, το ολάνθιστο δέντρο, όλα αγαθά της Δημιουργίας και φορείς μίας έμφυτης αγνότητας, λειτουργούν έμμεσα σαν σύμβολα συγχώρησης και σωτηρίας της ψυχής του νεκρού δεσπότη – του ραδιούργου Ισαακίου, εφόσον πρόκειται για αυτόν.
Στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, οι επιτάφιες επιγραφές ήταν προνόμιο των λίγων – των μελών των ανώτερων τάξεων, των υψηλών αξιωματούχων του κράτους, των υψηλόβαθμων κληρικών, των μοναχών και των ιδρυτών και δωρητών ναών και μονών. Οι ίδιοι είχαν τη δυνατότητα να ενταφιάζονται μέσα στους ναούς, παρ’ όλο που αυτό τυπικά απαγορευόταν από την επίσημη Εκκλησία. Οι επιγραφές των τάφων τους, λιτές ή περίτεχνες, όπως η παραπάνω, συγκροτούν ένα μεγάλο κεφάλαιο της βυζαντινής επιγραφικής. Όσο για τους απλούς πιστούς, αυτοί ενταφιάζονταν έξω και γύρω από κάθε ναό, δίχως να μνημονεύεται εκεί το όνομά τους σε γραπτή μορφή.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
Η επιγραφή από την Κοσμοσώτειρα δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1908, από τον Θεόδωρο Ουσπένσκυ. Εδώ χρησιμοποιούμε την έκδοσή της από την Κατερίνα Ασδραχά και τον Χαράλαμπο Μπακιρτζή, στο Αρχαιολογικόν Δελτίον του 1980 (τόμος Α΄- Μελέτες).
*