W. B. Yeats, Ποιήματα (Μέρος Β΄)

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 3 / 6 ]

~.~

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

Μέρος Β΄

Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ι

Για ώρα πλανήθηκα στις αίθουσες ρωτώντας·
μια γηραιή καλόγρια απαντούσε ευγενικά·
εδώ διδάσκουμε ιστορία, εδώ ωδική,
εδώ μαθαίνουν να διαβάζουν τα παιδιά,
να κόβουν και να ράβουν, να μιλούν σωστά,
με τις μεθόδους που η σύγχρονη ζωή απαιτεί –
τα μάτια τους κοιτούσαν απορώντας
τον εξηντάρη επίσημο να τους χαμογελά.

II

Αναπολώ μιας Λήδας το κορμί, γερμένο
επάνω στη μισόσβηστη φωτιά να μου ιστορεί
πώς μια επίπληξη άγρια, πράγμα συνηθισμένο,
την ένιωσε μαθήτρια σαν τραγωδία σωστή –
να μου ιστορεί κι οι δυο μας φύσεις λίγο λίγο
να σμίγουν λες στη σφαίρα ενός νεαρού καημού
ή, παραφράζοντας του Πλάτωνα τον μύθο,
στον κρόκο και τ’ ασπράδι του ίδιου αυγού.

III

Και με τη σκέψη μου σ’ αυτό αναρωτιόμουν
ενώ τριγύρω τα παιδιά περιεργαζόμουν,
τάχα τους έμοιαζε μικρή –γιατί ακόμα
κι οι θυγατέρες ενός κύκνου έχουν κοινά
με της κοινής της πάπιας την κληρονομιά–,
τέτοιό ’χαν τα μαλλιά, τα μάγουλά της χρώμα;
Ώσπου η καρδιά μου χτύπησε σάμπως τρελή:
κι εμπρός μου στάθηκε έξαφνα, παιδί.

IV

Πώς μοιάζει τώρα αναλογίστηκα μετά –
του Quattrocento έπλασε άραγε ένα χέρι
τα μάγουλά της τα φρυγμένα, κρύο αγέρι
μπέρδεψε ετούτες τις σκιές στο πρόσωπό της;
Κι ο ίδιος, που δεν ήμουνα κι Αυτού ωραιότης,
κάποτε είχα κόμη εβένου – μα αρκετά,
να τους χαμογελάς σαν σου χαμογελούν,
πως είσαι σκιάχτρο απ’ τα καλόβολα να δουν.

V

Ποια νέα μητέρα προδομένη από το μέλι
της σάρκας, τούτη τη μορφή που στην ποδιά της
όλο παλεύει για ύπνο, κλάμα και φυγή
όπως η ανάμνηση ή η νάρκωση το θέλει,
άραγε θά ’λεγε αν έβλεπε μπροστά της
τον γιο της ξάφνου που ’χει εξηνταρίσει,
πως του αγώνα της για να τον αναστήσει
και των ωδίνων της αυτή ’ναι η ανταμοιβή;

VI

Ο Πλάτων έβλεπε τη φύση σαν αφρό
πάνω στο πρότυπο το άυλο των πραγμάτων·
ο Σταγειρίτης, πιο αυστηρός, στον πισινό
ξυλιές μετρούσε ενός μεγάλου βασιλιά·
ο Πυθαγόρας ο χρυσόμηρος σε μια χορδή
ή ένα δοξάρι πάνω γύρεψε να βρει
τι τραγουδούν τ’ αστέρια στων Μουσών τ’ αυτιά:
όλοι τους σκιάχτρα που τρομάζουν τα πουλιά.

VII

Κι η μοναχή κι η μάνα είδωλα λατρεύουν,
μα τα εικονίσματα της μιας δεν συγγενεύουν
με της μητέρας τα όνειρα ή τις οπτασίες,
έχουν του μπρούντζου, του μαρμάρου τη γαλήνη.
Κι όμως κι αυτά ραγίζουνε καρδιές –ω Παρουσίες,
ό,τι τη δόξα την ουράνια συμβολίζει,
πάθος, κατάνυξη ή στοργή, Εσάς γνωρίζει–
ω αυτογέννητοι του ανθρώπου χλευαστές·

VIII

ανθός το έργο και χορός γίνεται εκεί
όπου το σώμα δεν πονά για να χαρεί η ψυχή,
ούτε την ομορφιά γεννά η ίδια η απόγνωσή της
ή τη σοφία του λύχνου ο νυσταλέος καπνός.
Ω καστανιά, δέντρο βαθύρριζο που ανθίζεις,
είσαι το φύλλο, είσαι τ’ άνθη, είσ’ o κορμός;
Ω σώμα σείσμα στον ρυθμό, βλέμμα στιλπνό,
ο χορευτής πώς ξεχωρίζει απ’ τον χορό;

The Tower  (1928)

~.~

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

Επίλογος στο «Ένα όραμα»

Μεσάνυχτα, και του Χριστού η Μητρόπολη αντηχεί
μ’ όλο της το καμπαναριό ώς το δωμάτιο αυτό·
και είναι Ψυχοσάββατο.
Και στο τραπέζι ξέχειλα αφρίζουν με κρασί
δύο ψηλά ποτήρια. Μπορεί ένα πνεύμα να φανεί·
κι είναι δικαίωμά του
την άχνα του κρασιού να πιει,
τη φύση του έκανε λεπτή
τ’ ακόνι του θανάτου,
μόνο οι χυδαίοι εμείς γευόμαστε τα υγρά του.

Δεν πα’ να πέφτουν κανονιές σ’ όλες του κόσμου τις γωνιές,
εγώ έχω να προσηλωθώ, να τυλιχτεί ο νους μου
σφιχτά τους λογισμούς μου
όπως η μούμια ντύνεται τις γάζες τις λευκές.
Γιατί στ’ αλήθεια έχω να πω κάτι μοναδικό,
κάτι στ’ αλήθεια θαυμαστό
κι ας χαχανίζουν οι εν ζωή
που ’χουν νηφάλιο τ’ αυτί·
κι όποιος τ’ ακούσει τώρα
ίσως θα κλαίει και θα γελά για μια ολόκληρη ώρα.

Καλώ τον Χόρτον πρώτον. Η σκέψη τού άρεσε η λοξή
κι εκείνη η γλυκύτατη και ακραία περηφάνεια,
η αγάπη η πλατωνική,
που πάθος τέτοιο του ’γινε ώστε βαριά ορφάνια
ένιωσε σαν η αγάπη του πέθανε, και καμιά
δεν έβρισκε γιατρειά.
Στα λόγια έκλεινε τ’ αυτί·
μια ελπίδα έτρεφε μόνο:
τούτο ή τον άλλο χρόνο
να πέσει βαρυχειμωνιά και να τον σπλαχνιστεί.

Τά ’χε έτσι κόμπο στο μυαλό που δεν μπορώ να πω
εκείνην τάχα πιο πολύ ή τον θεό αν σκεφτόταν,
μα όταν ψηλά στρεφόταν
του νου του ο οφθαλμός, σε μια μορφή έπεφτε θαρρώ·
κι αχνό ένα πνεύμα θεομανές μα ευπρόσιτο αποκεί
έριχνε στον απέραντο
τον Οίκο τον θαυματουργό
που μας τον έταξε η Γραφή,
φώτα τόσο μεγάλα
που ’μοιαζε το ίδιο μέσα τους χρυσόψαρο σε γυάλα.

Τη Φλώρενς Έμερυ καλώ, που όταν στο θαυμαστό
το πρόσωπό της ξαφνικά πρωτόδε μια ρυτίδα,
το μέλλον διέβλεψε το οικτρό,
τον θρίαμβο του κοινότοπου, του άχαρου τη σφραγίδα,
κι έτσι αποφάσισε λοιπόν δασκάλα αλλού να γίνει
πέρα σε μελαψές φυλές,
μακριά από φίλους, γείτονες,
ώσπου το έργο του ο καιρός
να φέρει εις πέρας ο σκληρός,
κι εκεί πορεύτηκε κρυφά μες σε μεγάλη οδύνη.

Κι όμως ώς τότε εκείνη, από ενός εμβριθούς Ινδού
τα λόγια που αφουγκράστηκε τα αλληγορικά,
πρόλαβε κι έμαθε πολλά
για το ταξίδι της ψυχής. Πώς στην τροχιά του φεγγαριού
αφού πρώτα στροβιλιστεί, πάει τελικά να βυθιστεί
στου ήλιου το καμίνι.
Ελεύθερη κι όμως πιστή,
Τύχη μαζί κι Επιλογή
τα σκάρτα της παιχνίδια εκεί
ξεχνάει και βαπτίζεται στην έσχατη ευφροσύνη.

Καλώ τον Μάδερς τον ΜακΓκρέγκορ απ’ το χώμα
που ’μασταν φίλοι εμείς στα νιάτα τα σκληρά,
αν και τα σπάσαμε μετά.
Τον είχα για μισότρελο ή και γι’ αγύρτη ακόμα,
κατάμουτρα του το ’χα πει, αλλά η φιλία αντέχει·
τι αν γνώμη νέα μοιάζει
πως βάζει ο νους κι αλλάζει,
αυθόρμητα γυρνά σ’ αυτά
τα έργα του τα αφειδώλευτα
κι είναι σχεδόν χαρούμενος που μάτια αυτός δεν έχει!

Άοκνος ήταν, ζωηρός και θαρραλέος πολύ
όταν πρωτοξεκίνησε, προτού στη μοναξιά του
χάσει τα λογικά του·
Γιατί όταν μπαίνει σε ατραπό ο νους απάτητη
με τους ανθρώπους οι επαφές φθίνουν κι αυτός χωρίς
εγκώμια μένει κι αμοιβή.
Μα θα τ’ αρνιόταν το κρασί
απ’ το δικό μου χέρι.
Άυλων πνευμάτων εραστής,
πιο υπερόπτης θα ’ναι πια ως πνεύμα, ποιος να ξέρει.

Μα τι σημαίνει ποιον καλώ; Τ’ όνομα δεν μετρά,
τόσο λεπτή του πνεύματος έχει απομείνει η φύση
που του μοσχάτου το άρωμα
στον ουρανίσκο του έκσταση μπορεί να του χαρίσει
που ζωντανός δεν θα έπαιρνε απ’ όλο το κρασί.
Μια τέτοια αλήθεια έχω να πω
κι ας χαχανίζουν οι εν ζωή
που ’χουν νηφάλιο τ’ αυτί·
κι όποιος μ’ ακούσει τώρα
ίσως θα κλαίει και θα γελά για μια ολόκληρη ώρα.

Αυτήν τη σκέψη κάνω, αυτήν, και την κρατώ σφιχτά
ώσπου ο νους μου πάνω της παντού να κυριαρχήσει,
και δεν θα μου εμποδίσει,
ας λέει ο κόσμος, τίποτε το βλέμμα στα ουρλιαχτά
των κολασμένων να στραφεί που χάσαν την καρδιά τους,
ή στων μακάρων τον χορό·
μ’ αυτή τη σκέψη έχω δεθεί
και τίποτ’ άλλο δεν ζητώ,
του νου τον δρόμο έχω ντυθεί
καθώς οι μούμιες ντύνονται σφιχτά τα σάβανά τους.

Οξφόρδη, Φθινόπωρο 1920
The Tower  (1928)

~.~

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΕΥΑΣ ΓΚΟΡ-ΜΠΟΥΘ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΝ ΜΑΡΚΙΕΒΙΤΣ

Δείλι στο Λίσσαντελ, το φως χρυσάφι,
το παραθύρι στον νοτιά ανοιχτό,
δύο κορίτσια με ατλαζένιο κιμονό,
ωραίες κι οι δυο, η μια τους ίδιο ελάφι.
Μα του φθινόπωρου η μανία τα δέρνει
τ’ άνθη απ’ του θέρους το στεφάνι·
η πιο μεγάλη, που ήταν να πεθάνει
μα χάρη πήρε, πια τη μοναξιά της σέρνει
συνωμοτώντας μες στους αδαείς.
Δεν ξέρω τι ονειρεύεται η πιο νέα –
κάποια αόριστη ουτοπία ακραία –,
πιστή ομοίωση τέτοιας πολιτικής
σκελετωμένο πλάσμα γέρικο έχει μείνει.
Να τη γυρέψω λέω συχνά τη μια ή την άλλη,
μαζί να θυμηθούμε πάλι
τη γεωργιανή την έπαυλη εκείνη,
εικόνες απ’ αυτές που η μνήμη γράφει,
λόγια της νιότης στο τραπέζι το παλιό,
δύο κορίτσια με ατλαζένιο κιμονό,
ωραίες κι οι δυο, η μια τους ίδιο ελάφι.

Πια το γνωρίζετε, φάσματα αγαπημένα,
το να τα βάζεις είν’ μωρό
με των πολλών το ίσιο ή με το στραβό.
Οι αθώοι κι οι ωραίοι ένα
εχθρό έχουν μόνο, τον καιρό·
ελάτε και ζητήστε μου φωτιά,
άλλο ένα σπίρτο ώς να χαθεί η νυχτιά·
κι αν δείτε πυρκαγιάς καπνό
τρέξτε και όλους τους σοφούς πληροφορήστε.
Εμείς που χτίσαμε το πιο λαμπρό παλάτι
βαριά ποινή μάς φόρτωσαν στην πλάτη·
φωτιά ζητήστε μου και σβήστε.

The Winding Stair and Other Poems  (1933)

~.~

LAPIS LAZULI

(στον Χάρρυ Κλίφτον)

Άκουσα κάποιες ότι λεν υστερικές
πως βαρεθήκαν τις παλέτες, τα δοξάρια,
τους αιωνίως εύθυμους ποιητές,
γιατί καθένας ξέρει, ή θα ’πρεπε να ξέρει,
πως μέτρα δραστικά αν δεν ληφθούν
ξανά αερόπλανα και ζέππελιν θα βγούν
βόμβες για να μας ρίξουνε καντάρια
και τότε η πόλη ερειπωμένη θα υποφέρει.

Καθένας παίζει τη δική του τραγωδία,
ιδού ο Άμλετ κορδωτός, ιδού κι ο Ληρ,
νά η Κορδέλια, ιδού και η Οφηλία·
Αλλά η σκηνή όταν φτάσει η τελευταία
κι είναι να πέσει η μεγάλη αυλαία
άξιοι του ρόλου αν είν’ οι ηθοποιοί
δεν θα πνιγούν τα λόγια τους στο κλάμα·
το ξέρουν, ο Άμλετ και ο Ληρ αγαλλιούν·
τον τρόμο τους μεταρσιώνει η ευθυμία.
Όλοι τους γύρεψαν και βρήκαν, όλοι χάσαν·
τα φώτα σβήνουν· καίει στον νου ουράνιο πυρ:
και στην κορύφωσή της φτάνει η τραγωδία.
Ας γυροφέρνει ο Άμλετ, ας λυσσάει ο Ληρ,
ας πέφτουνε όλες οι αυλαίες με τη μία
σε εκατό χιλιάδες θέατρα συγχρόνως,
δεν μεγαλώνει ούτε πόντο η τραγωδία.

Όλοι οι παλιοί πολιτισμοί, όπως κι αν φτάσαν,
πεζή ή σε πλοία, μ’ άτια, γάιδαρους, καμήλες,
απ’ το λεπίδι τελικά περάσαν.
Και τότε αυτοί και η σοφία τους μαδούν:
κανένα έργο του Καλλίμαχου δεν μένει
που λάξευε το μάρμαρο σαν νά ’τανε χαλκός
και που οι πτυχώσεις του μοιάζαν αέρας
λες και τις σήκωνε θαλασσινός·
ο λύχνος του ο μακρύλαιμος που είχε μορφή
σαν φοινικιάς ψηλόλιγνης άντεξε μία μέρα·
όλα ερειπώνονται, όλα χτίζονται και πάλι
κι όσοι τα χτίζουνε και πάλι, αγαλλιούν.

Δύο Κινέζοι και πιο πίσω ένας τρίτος
σε λαζουρίτη επάνω λαξεμένοι,
πουλί με μακρουλά κανιά πετάει,
σύμβολο που μακροζωία σημαίνει.
Ο τρίτος, υπηρέτης δίχως άλλο,
όργανο μουσικό κρατάει.

Κάθε ξεθώριασμα της πέτρας,
κάθε της γούβα ή τυχαία ρωγμή
μοιάζει καθίζηση ή νεροσυρμή
ή αγέρωχη πλαγιά χιονοδαρμένη,
μεσοστρατίς ωστόσο στην ανηφοριά
που η συντροφιά έχει πάρει, είν’ ένα σπίτι
μ’ ένα κλαδάκι κερασιάς να το γλυκαίνει,
να τους φαντάζομαι μ’ αρέσει εκεί·
εμπρός στα όρη, εμπρός στον ουρανό,
το τραγικό το θέαμα να κοιτούν.
Ένας σκοπό παράγγειλε λυπητερό·
δάχτυλα αρχίζουνε να παίζουν ασκημένα.
Τα μάτια τους, τα μάτια τα ρυτιδωμένα,
τ’ αστραφτερά, τ’ αρχαία τους μάτια αγαλλιούν.

New Poems  (1938)

~.~

ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ήδη από πριν βέβαιος για τον χλευασμό
κουβέντα έκανα κι εγώ για ένα στοιχειό,
χωρίς να μπω στον κόπο καν να πείσω,
στους νουνεχείς το πράγμα κάπως να εξηγήσω.
Δύσπιστος πλήρως για το βλέμμα των πολλών,
των τολμηρών εξίσου και των πονηρών.
Στοιχειά έχω μια ντουζίνα δει, το πιο φρικτό:
σ’ έναν καλόγερο επάνω ένα παλτό.

Δεν ξέρω κάτι να ’χει καν αξία μισή
απ’ τη μισή μου μοναξιά, παλιά μου ευχή,
όπου μπορώ τη νύχτα τη μισή να βγάλω
πλάι σ’ έναν φίλο που ’χει τέτοιο τακτ μεγάλο
ώστε η γκριμάτσα του ποτέ δεν θα προδώσει
πως ασυνάρτητου εικόνα τού ’χω δώσει.
Στοιχειά έχω μια ντουζίνα δει, το πιο φρικτό:
σ’ έναν καλόγερο επάνω ένα παλτό.

Όσο γερνάει κανείς τόσο η χαρά που ζει
βαθαίνει εντός του κάθε μέρα και στιγμή,
νιώθει την άδεια του καρδιά γεμάτη ώς πάνω,
μα το ’χει ανάγκη αυτό και με το παραπάνω
γιατί η Νύχτα απλώνει γύρω του κι αυξάνει
και με μυστήρια και τους τρόμους της τον πιάνει.
Στοιχειά έχω μια ντουζίνα δει, το πιο φρικτό:
σ’ έναν καλόγερο επάνω ένα παλτό.

Last Poems  (1938-1939)

~.~

ΤΟ ΞΑΜΟΛΥΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ

Ι

Έψαχνα θέμα για να βρω, έψαχνα μάταια ωστόσο,
έξι βδομάδες έβαζα σχεδόν τα δυνατά μου.
Μα τώρα όπως κατάντησα και τσακισμένος τόσο
ν’ αρκούμαι πρέπει στα παλιά που σόδιασε η καρδιά μου.
Εξάλλου ώς τα γεράματα χειμώνα καλοκαίρι
κατάμεστο το τσίρκο μου ήτανε πάντα εμένα,
τι ξυλοπόδαροι εκεί, τι αμάξια στιλβωμένα,
τι αμαζόνες, τι θηρία, τι – ένας θεός το ξέρει.

ΙΙ

Τα πρώτα μου έργα απομετρώ, τι άλλο πια μου μένει;
Τον ποντοπόρο ας πούμε Ωσίν· σε μια μου αλληγορία
τον δέχτηκαν των τριών νησιών οι τόποι οι μαγεμένοι,
πήγανε στράφι οι αγώνες του, το κέφι, η αταραξία,
μοτίβα μιας καρδιάς πικρής, ή έτσι τώρα μοιάζει,
για χάζι της Αυλής καλά ή για τραγούδια αρχαία·
για μιας νεράιδας το φιλί αλλοπαρμένο ιππέα
στη σέλα τον ανέβασα – μα πλέον τι με νοιάζει;

Μετά, μια αλήθεια αντίρροπη τού έβαλα στο πλάι,
«Κόμισσα Κάθλην», τ’ όνομα αυτό της είχα δώσει,
τη μεγαλόδωρη ψυχή τής είχε ο οίκτος φάει
μα ο κραταιός ο Ουρανός ήρθε να τη γλιτώσει.
Είπα, την ίδια της ψυχή πρέπει να καταστρέψει,
του μίσους, του φανατισμού ανδράποδο να γίνει,
κι είδα για τούτα ένα όνειρο κι απ’ τη στιγμή εκείνη
του χάρισα όλη τη στοργή και όλη μου τη σκέψη.

Κι εκεί που χέρι στο ψωμί Τρελός-Τυφλός απλώναν
στου άναρχου πόντου ο Κούχουλαιν ριχνότανε τη μάχη·
μυστήρια όλα της καρδιάς, μα τα έργα όταν τελειώναν
ένιωθα το ίδιο τ’ όνειρο μαγέψει εμένα να ’χει:
σαν χαρακτήρας που έχει πια απ’ τις πράξεις του ξεκόψει
και επιστρέφει στο παρόν, τη μνήμη του να ορίσει.
Οι ηθοποιοί, το σκηνικό μ’ είχαν αιχμαλωτίσει
κι όχι όσοι είχαν δανειστεί από αυτούς την όψη.

III

Είδωλα τέτοια κραταιά κι αποπερατωμένα
τα αναπτύσσει ο νους ο αγνός, αλλά από τι βλαστήσαν;
Από έναν σκουπιδοσωρό του δρόμου ξεπηδήσαν,
παλιάτσες, παλιοσίδερα, παλιόρουχα σχισμένα
από μιας σκρόφας παλαβής το αισχρό το μαγαζάκι.
Πια τώρα που γκρεμίστηκα καιρός μου να γυρίσω
εκεί απ’ όπου αρχίνησα, σ’ αυτό και πάλι πίσω
το βρωμοπαλιατζίδικο με της καρδιάς τα ράκη.

Last Poems  (1938-1939)

~.~

Advertisement