W. B. Yeats, Ποιήματα (Μέρος Α΄)

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 2 / 6 ]

~.~

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

Μέρος Α΄

Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

ΤΟ ΠΕΠΛΟ, Η ΒΑΡΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΟΛΕΣ

«Τι πλέκεις με τέτοιο μαλλί φωτεινό;»

«Το πέπλο σάς πλέκω της Θλίψης:
Ω σ’ όλων τα μάτια ποθώ να το δω,
και θα ’ναι το πέπλο της Θλίψης.»

«Τι φτιάχνεις με τόσα πανιά και κουπιά;»

«Τη βάρκα σάς φτιάχνω της Θλίψης:
Ω μέρα και νύχτα θα πλέει στ’ ανοιχτά,
και θα ’ναι η βάρκα της Θλίψης.»

«Τι ράβεις με τέτοιο πετσί μαλακό;»

«Τις σόλες σάς ράβω της Θλίψης,
στ’ αυτί σας το βήμα τους θα ’ναι απαλό,
το αιφνίδιο το βήμα της Θλίψης.»

Crossways  (1889)

~.~

ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ποιος σ’ όνειρο είδε ότι όνειρο είναι κι η ομορφιά;
Αν υπερήφανα πενθούν τ’ άλικα ετούτα χείλη,
πενθούν που θαύμα τέτοιο πια άλλο δεν θ’ ανατείλει,
της Τροίας τη δόξα κήδεψε μεγάλη πυρκαγιά,
παν τ’ Ούσνα τα παιδιά.

Διαβαίνει ο κόσμος, όλων μας διαβαίνουν οι καημοί:
τρέμουν οι ανθρώπινες ψυχές και σβήνουν και σκορπάνε
σαν του χειμώνα τα χλωμά νερά που αργά κυλάνε,
μα μες στων άστρων τον αφρό βαθιά θα ζει ες αεί
η άμοιαστη αυτή μορφή.

Υποκλιθείτε, αρχάγγελοι· για να βαδίσει εδώ,
πριν από σας, προτού οι καρδιές καν οι θνητές προστρέξουν
ικέτισσες στον θρόνο Του λύτρωση να γυρέψουν,
για εκείνη Εκείνος έστρωσε σαν δρόμο χλοερό
όλον τον κόσμο αυτό.

The Rose  (1893)

~.~

ΤΟ ΨΑΡΙ

Ας κρύβεσαι στην άμπωτη και στη φουσκονεριά
μιας πελιδνής παλίρροιας στου φεγγαριού τη δύση·
ότι για σένανε άπλωσα τα δίχτυα μου βαθιά
οι άνθρωποι να το μάθουνε, ξέρε το, δεν θ’ αργήσει
και πώς πετιόσουν κι έφευγες τρελά όλες τις φορές
κι απ’ τα ψιλά μου γλίστραγες τα ολασημένια βρόχια·
και θα σκεφτούν πως άδικα κι ωμά μού φέρθηκες
και θα σε κατακρίνουνε με τα πικρά τους λόγια.

The Wind Among the Reeds  (1899)

~.~

ΚΑΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΡΟΙΑ

Τι φταίει αυτή αν μες στη δυστυχία
βύθισε τη ζωή μου, ή αν τελευταία
τους αγανούς δασκάλεψε στη βία
και τά ’βαλαν με κτήνη ρωμαλέα,
δεν είχαν πάθος καταπώς και θάρρος;
Τι πράγμα να τη στρέψει στην ειρήνη
που η σκέψη της στέκει άκαμπτη σαν φάρος,
σαν βέλος δεν σε σφάζει εκείνη,
απόμακρη, σκληρή στην ομορφιά της
τη σπάνια σε τέτοια ηλικία;
Τι να ’κανε, που ’ταν αυτή η φτιαξιά της;
Μην είχε για να κάψει κι άλλη Tροία;

The Green Helmet and Other Poems  (1910)

~.~

ΕΙΠΕ Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΣΤΟΝ ΖΗΤΙΑΝΟ

«Καιρός τον κόσμο αυτόν ν’ αφήσω και να πάω
κάπου στη θάλασσα κοντά να γιατρευτώ»,
είπε ο ζητιάνος στον ζητιάνο φρενιασμένος,
«προτού μαδήσω, τη γαλήνη εκεί να βρω.»

«Και μια καλή νοικοκυρά κι ένα σπιτάκι
για να γλιτώσω απ’ του φευγιού τον σατανά»
είπε ο ζητιάνος στον ζητιάνο φρενιασμένος,
«κι από τον άλλο, που στα μπούτια έχω μπροστά.»

«A! νοστιμούλα θα ’ναι η τσούπρα που θα πάρω
μα δεν τη θέλω να ’ναι νόστιμη πολύ»,
είπε ο ζητιάνος στον ζητιάνο φρενιασμένος,
«μες στον καθρέφτη ο σατανάς καραδοκεί.»

«Ούτε και πλούσια να ’ν’ πολύ γιατί το χρήμα
τους πλούσιους σέρνει σαν εμάς η διακονιά»,
είπε ο ζητιάνος στον ζητιάνο φρενιασμένος,
«κι ούτε κουβέντα δεν αλλάζουν με χαρά.»

«Κι εκεί θ’ αράξω σεβαστός, κι απ’ τη βολή μου
στη σιγαλιά του κήπου τη νυχτερινή»,
είπε ο ζητιάνος στον ζητιάνο φρενιασμένος,
«των αγριόχηνων θ’ ακούω την κραυγή.»

Responsibilities  (1914)

~.~

ΟΙ ΚΟΥΚΛΕΣ

Μια κούκλα στου κουκλοποιού
την κούνια δείχνει, κι όλο γκρίνια:
«Αυτό είναι προσβολή για μας.»
Ωστόσο μι’ άλλη απ’ τη βιτρίνα,
που ’τανε η πιο παλιά εκεί
και που ’χε κούκλες δει γενιές,
την ξεπερνάει στις φωνές:
«Παρότι ουδείς μπορεί να πει
κακό γι’ αυτό το μαγαζί,
ο κύρης κι η κυρά μάς φέραν,
πράγμα για μας ντροπιαστικό,
ένα ον σκληρίζον κι οσμηρό.»
Ακούγοντάς την τσιτωμένη,
του οίκου η κυρά καταλαβαίνει
πως άκουσε κι ο σύζυγός της
την αθλιότητα αυτή.
Και πιάνοντάς τον απ’ τον ώμο
του λέει ψιθυριστά στ’ αυτί:
«Ω αγάπη, αγάπη μου εσύ.
Ένα ατύχημα ήταν μόνο.»

Responsibilities  (1914)

~.~

ΟΙ ΑΓΡΙOΚΥΚΝΟΙ ΣΤΟ ΚΟΥΛ

Τα δέντρα έχουν την ομορφιά του Οκτώβρη,
στέγνωσε η στράτα των δασών,
στο γέρμα του ήλιου καθρεφτίζει η όχθη
τη νηνεμία των ουρανών·
και πλάι στα βότσαλα, στα ξέχειλα νερά,
κύκνοι πενήντα κι άλλοι εννιά.

Φθινόπωρα δεκαεννιά είχα ζήσει
βρήκα όταν πήρα να μετρώ·
το μέτρημα δεν είχα καλοκλείσει
σαν σε χορό κομματιαστό
τούς είδα στα ύψη να τινάζουν ξαφνικά
τα κραυγαλέα τους φτερά.

Τους είδα, πλάσματα αστραποβόλα,
και μου ’ναι πια η καρδιά πικρή.
Γιατί το δείλι εκείνο αλλάξαν όλα
πρώτη φορά στην όχθη εκεί,
που στων φτερών τον χτύπο τον καμπανιστό
το βήμα μου ένιωσα ελαφρό.

Ταίρι με ταίρι ακούραστοι παλεύουν
τα ρεύματα τα παγερά,
ζητούν τα ουράνια τα σκαλιά ν’ ανέβουν·
κι έχουν καρδιά που δεν γερνά·
πάθη και πόθοι κι έρωτες, όπου κι αν παν,
συμπαραστάτες τούς φυλάν.

Όλο μυστήριο και χάρη τώρα
στ’ ακύμαντα νερά γλιστρούν·
μα θα τραβήξουν αύριο σε ποια χώρα,
σε καλαμιά ποια νέα θα βγουν,
κι όταν ξυπνήσω ένα πρωί κι είναι μακριά
ποιων θα γλυκαίνουν τη ματιά;

The Wild Swans at Coole  (1919)

~.~

Η ΑΥΓΗ

Σαν την αυγή θα ’θελα να ’μουν αδαής
που έσκυψε κάποτε να δει
πώς μια βασίλισσα τη γη
με μια καρφίτσα πήρε να μετράει,
ή πώς κάτι γεροσχολαστικοί
από της Βαβυλώνας τη μεριά
των πλανητών είδαν την ξέγνοιαστη τροχιά,
το σεληνόφως όλα τ’ άστρα να σκορπάει,
κι άβακες πιάναν και λογάριαζαν μετά·
θα ’θελα να ’μουν αδαής σαν την αυγή
που τέλεια αδιάφορη τους χάζευε από κει,
από του ήλιου το σειόμενο άρμα
και των αλόγων τη μεγάλη αντάρα·
ανίδεος να ’μουν κι άσωτος γιατί
οι γνώσεις όλες δεν αξίζουν μια δεκάρα –
θα ’θελα να ’μουν αδαής σαν την αυγή.

The Wild Swans at Coole  (1919)

~.~

ΟΝΕΙΡΑ ΡΑΓΙΣΜΕΝΑ

Γκρίζο έχει πέσει στα μαλλιά σου.
Των νέων δεν τους κόβεται η ανάσα πια
στο πέρασμά σου·
μα ένας γεράκος με τρεμάμενη φωνή ίσως σ’ ευλογεί
γιατί ’ταν η δική σου προσευχή
που από το νεκροκρέβατο τον σήκωσε και πάλι.
Για σένα μόνο –για της καρδιάς τον πόνο
που πήρε κι έδωσε η κατάφρακτη ομορφιά
σιγά σιγά μεστώνοντας απ’ τα αγανά
τα κοριτσίστικά σου χρόνια– για σένα μόνο
δεν την κεραύνωσαν μεμιάς οι ουρανοί,
τόσο πολύ πλουτίζει τη γαλήνη που σκορπάς
απλώς και μόνο στο δωμάτιο όταν μπαίνεις.

Η ομορφιά σου τώρα είναι για μας
μνήμες αόριστες, μονάχα μνήμες.
Ένας νεαρός, οι γέροντες σαν πάψουν να μιλούν,
σ’ έναν τους κάποτε θα πει: «για κείνην μίλησέ μου
που ο ποιητής με πάθος πεισμωμένο υμνούσε
αν και τα χρόνια τού ’χανε μαργώσει ίσως το αίμα.»

Μνήμες αόριστες, μονάχα μνήμες,
μα από το μνήμα όλες, όλες θα ανασυσταθούν.
Η βεβαιότητα πως θα τη δω ξανά
να στέκεται ή να σκύβει ή να βαδίζει,
μες στης θηλύτητας τον πρώτο τον ανθό,
και με τη φλόγα των ματιών της νιότης,
σαν τον τρελό με κάνει να στενάζω.

Είσαι η πιο ωραία απ’ όλες
κι όμως το σώμα σου έχει ένα ψεγάδι:
τα χέρια σου είναι μικροκαμωμένα κι όχι ωραία,
κι όλο φοβάμαι μη βιαστείς,
μην τα κουπιά σου αρπάξεις
σ’ εκείνη την απόκρυφη, ξέχειλη πάντα λίμνη
όπου όσοι τήρησαν τον νόμο τον ιερό
λάμνουν και είναι τέλειοι. Ω μη τ’ αλλάξεις
τα χέρια αυτά που φίλησα –
στ’ όνομα αυτού που υπήρξε.

Μεσάνυχτα, σβήνει ο στερνός τους χτύπος,
στην ίδια την καρέκλα όλη τη μέρα
όνειρο τ’ όνειρο, στίχο τον στίχο να παραμιλώ
μ’ ένα είδωλο, ένα φάντασμα του αέρα:
μνήμες αόριστες, μονάχα μνήμες.

The Wild Swans at Coole  (1919)

~.~

EGO DOMINUS TUUS

Hic. Στην γκρίζα πάνω αμμουδιά, πλάι στο ρηχό το ρέμα
κάτω απ’ τoν ανεμόδαρτο τον πύργο σου όπου ακόμη
φωτίζει ο λύχνος τ’ ανοιχτό βιβλίο πού έχει αφήσει
εκεί ο Μάικλ Ρόμπαρτς, προχωράς στο σεληνόφως
και ας είναι πια η παλιά σου ακμή ανάμνηση, χαράζεις
από μια ακατανίκητη πλάνη ξελογιασμένος
σημάδια μαγικά.

Ille.                           Έχοντας αρωγό μια εικόνα
τ’ αντίθετό μου εδώ καλώ, εμπρός μου όλα τα φέρνω
αυτά που μόλις άγγιξα κι αυτά που μόλις είδα.

Hic. Τον εαυτό μου θα ζητούσα εγώ, όχι μια εικόνα.

Ille. Αυτή ’ναι των καιρών μας η ελπίδα, και μ’ εκείνη
τον δρόμο ανοίγοντας στο αβρό κι ευαίσθητό μας πνεύμα
χάσαμε του χεριού εντελώς την πρώτη αταραξία·
και είτε σμίλη πιάνουμε είτε πέννα είτε πινέλο
δεν είμαστε άλλο παρά κριτικοί, που σαστισμένοι,
δειλοί, αμήχανοι, κενοί, μισοδημιουργούμε,
καθώς των φίλων μας η αυτοπεποίθηση μάς λείπει.

Hic. Κι όμως, ο πιο ευφάνταστος νους της χριστιανοσύνης,
ο Δάντης, τόσο αμέριστα βρήκε τον εαυτό του
που εμπρός στ’ όμμα του πνεύματος τώρα η σκαμμένη του όψη
απ’ όλα τ’ άλλα πρόσωπα μας είναι η πιο οικεία
πλην του Χριστού.

Ille.                               Να βρήκε αληθινά τον εαυτό του
ή του ’σκαψε τα μάγουλα η πείνα για το μήλο,
η πείνα για τον πιο άπιαστο καρπό ψηλά στο δέντρο;
Και να ’ναι αλήθεια αυτή η σκιά, το φάντασμα ετούτο,
ο άνθρωπος που γνώρισαν ο Λάπο και ο Γκουίντο;
Θαρρώ πως έπλασε απ’ το αντίθετό του μιαν εικόνα,
και θα μπορούσε να ’ναι αυτή και μια λίθινη μάσκα
που απ’ τα πορτοπαράθυρα ενός βράχου ατενίζει
των Βεδουΐνων τις σκηνές ή κείτεται πεσμένη
μέσα στην άγρια βλάστηση και σε κοπριές καμήλας.
Την πιο σκληρή λάξεψε με τη σμίλη του την πέτρα.
Κι αφού έγινε ασωτεύοντας περίγελο του Γκουίντο,
της χλεύης δέκτης και πομπός, μετά στην εξορία
πικρό ψωμάκι τρώγοντας σε σκάλα ανήλθε τέτοια
ώσπου την πιο αδιάσειστη βρήκε δικαιοσύνη,
την πιο εξαίσια δέσποινα ποτέ που αγάπησε άντρας.

Hic. Κι όμως υπάρχουν άνθρωποι την τέχνη τους που πλάσαν
όχι απ’ αγώνες τραγικούς, που τη ζωή αγαπήσαν,
άνθρωποι αυθόρμητοι που πάντα αναζητούν την ευτυχία
και τραγουδάνε όταν την βρουν.

Ille.                                                        Δεν τραγουδάνε, όχι.
Όσοι αγαπούν τον κόσμο, τον υπηρετούν στην πράξη,
πλούτο και φήμη αποκτούν, μιλούν, επηρεάζουν,
ας είν’ ζωγράφοι ή συγγραφείς, μια πράξη περιγράφουν:
της μύγας το σπαρτάρισμα που κόλλησε στο μέλι.
Τους γείτονές του ο ρήτορας με λόγια θα γελάσει,
τον ίδιο του τον εαυτό ο αισθηματίας· μα η τέχνη
είν’ της πραγματικότητας το όραμα μονάχα.
Τι μερτικό νά ’χει απ’ τον κόσμο αυτόν ο καλλιτέχνης
που απ’ των πολλών τ’ ονειροπόλημα έχει ξυπνήσει,
παρά το σκόρπισμα και την απελπισία;

Hic.                                                                    Κι όμως
τον κόσμο ο Κητς αγάπησε, κανένας δεν τ’ αρνείται·
θυμήσου ότι επέλεξε αυτός την ευτυχία.

Ille. Η τέχνη του είναι ευτυχής, ο ίδιος, ποιος το ξέρει;
όταν τον συλλογίζομαι, βλέπω το μαθητούδι
που στη βιτρίνα κόλλησε ενός ζαχαροπλάστη,
κι η αλήθεια είναι πως καρδιά κι αισθήσεις είχε ακόμα
αχόρταστες σαν κλείστηκε στο μνήμα· άπορος ήταν
κι αδαής κι αδύναμος κι απέξω απ’ τα εγκόσμια πλούτη
κι όμως, εκείνου του άξεστου σταβλίτη ο γιος, τραγούδι
έγραψε πλούσιο.

Hic.                          Να καίει πώς άφησες τον λύχνο
μόνο του εκεί πλάι στ’ ανοιχτό βιβλίο, γιατί χαράζεις
τα σχήματα και τα σημάδια αυτά βαθιά πάνω στην άμμο;
Το ύφος κανείς το κατακτά σκυμμένος στο γραφείο,
ώρες πολλές μιμούμενος τους δάσκαλους της τέχνης.

Ille. Γιατί μια εικόνα αναζητώ, όχι ένα βιβλίο.
Εκείνοι που είναι οι πιο σοφοί μες στα γραψίματά τους
ένα κατέχουν: μια καρδιά τυφλή, αποσβολωμένη.
Καλώ τον Ένα, τον Κρυφό, αυτόν που θα βαδίσει
επάνω στην υγρή αμμουδιά πλάι στου νερού την κοίτη
και θα μου μοιάζει πράγματι, θα ’ναι ένα άλλο εγώ μου,
απ’ όλα όμως τα νοητά θ’ αποδειχθεί εκείνος
ο άμοιαστος αντι-εαυτός, το τέλειο αντίθετό μου,
και στα σημάδια σκύβοντας θα μου αποκαλύψει
το καθετί που αναζητώ· και θα το ψιθυρίσει
λες και φοβάται μην πουλιά, που δυνατά όλο κράζουν
τις στιγμιαίες τους κραυγές λίγο προτού χαράξει,
μήπως το πάρουν και το παν στους βλάσφημους ανθρώπους.

The Wild Swans at Coole  (1919)

~.~

Ο ΓΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΕΛΗΝΗ

Πήγαινε ο γάτος μια αποδώ και μια αποκεί
και σαν τη σβούρα στριφογύριζε η σελήνη,
κι ο γάτος έρποντας, στενός της συγγενής,
τα μάτια σήκωσε και τά ’στρεψε σ’ εκείνη.
Τα μάτια στύλωσε ο μαύρος Μινναλούς,
γιατί όπως χάμω εκεί σερνόταν και βογγούσε
το αγνό το φως το παγωμένο τ’ ουρανού
το ζώο το ’λουζε και το αίμα του κεντούσε.
Τη χλόη δρασκέλισε γοργά ο Μινναλούς,
ψηλά τα πόδια του τα ευλύγιστα πηδούν.
Χορεύεις άραγε, χορεύεις, Μινναλού;
Αν απ’ το ίδιο σόι δύο ανταμωθούν
τι πιο καλύτερο παρά χορό να πιάσουν;
Ώς κι η σελήνη ίσως έτσι διδαχτεί,
βαριεστημένη απ’ τους αβρούς τούς τρόπους,
καμιά φιγούρα του χορού πιο ζωηρή.
Κυλιέται τώρα ο Μινναλούς στη χλόη επάνω
και κυνηγάει εδώ κι εκεί τ’ ωχρό της φως,
μα η ιερή Σελήνη σ’ άλλη φάση μπαίνει
καθώς την έχει αγκαλιά του ο ουρανός.
Να ξέρει τάχα ο Μινναλούς πως η ματιά του
από αλλαγή σ’ άλλη αλλαγή όλο θα περνά,
από τη χάση ώς τη γέμιση και πάλι
από τη γέμιση ώς τη χάση θα γυρνά;
Κυλιέται τώρα ο Μινναλούς στη χλόη επάνω,
σπουδαίος εκείνος και σοφός και μοναχός,
κι έχει τα μάτια στη σελήνη στυλωμένα
διαρκώς ν’ αλλάζουν όπως το δικό της φως.

The Wild Swans at Coole  (1919)

~.~

Advertisement