Η πολιτική είναι η τέχνη του ανέφικτου

*

τοῦ ΧΑΝΣ ΜΑΓΚΝΟΥΣ ΕΝΤΣΕΝΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

Ἐ­πει­δὴ τὰ ἀρχαῖα ἑλ­λη­νι­κά μου εἶ­ναι σκου­ρι­α­σμέ­να, χρει­ά­στη­κε νὰ συμ­βου­λευ­τῶ λε­ξι­κό. Φαί­νε­ται ὅ­τι «πρόβλημα» στὴν ἀρχὴ δὲν σήμαινε κά­τι ποὺ ἐξετάζουμε ἢ ἔ­στω ἀναζητοῦμε, ἀλ­λὰ μιὰ δο­κι­μα­σί­α ριγ­μέ­νη, τρό­πον τι­νά, μπρο­στὰ στὰ πό­δια μας· ἡ λέ­ξη προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ρῆ­μα βάλ­λω ποὺ ση­μαί­νει ρί­χνω.

Ὅ­μως αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ μι­σὴ ἀ­λή­θει­α. Για­τὶ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ πε­ρι­μέ­νει νὰ λυ­θοῦν τὰ προ­βλή­μα­τα ἀ­πὸ μό­να τους, ποὺ τὰ θέτει κατὰ μέρος καὶ τὰ ἀ­φή­νει ἀνεξέταστα, ὑ­πάρ­χουν του­λά­χι­στον μιὰ ντου­ζί­να ἄλ­λοι οἱ ὁ­ποῖ­οι τὰ ἐπι­ζη­τοῦν, καὶ μά­λι­στα τό­σο πι­ὸ ἔν­το­να, ὅ­σο πι­ὸ δύ­σκο­λα εἶ­ναι. Καὶ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­δι­κλώ­νον­ται, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πει­σμα­τώ­νουν γιὰ νὰ βροῦν τὴ λύ­ση. Ὁ κίν­δυ­νος τοῦ ἐθισμοῦ ποὺ καραδοκεῖ ἐδῶ, συ­χνὰ ὑ­πο­τι­μᾶ­ται, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ ἐ­ὰν πρό­κει­ται γιὰ παι­χνί­δι στὸν ὑ­πο­λο­γι­στὴ ἢ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τοῦ αἰ­ώ­να.

Κα­λὸ θὰ ἦ­ταν νὰ κά­νου­με τὴ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­πι­λύ­σι­μα καὶ σὲ ἀ­νε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα. Δυ­στυ­χῶς, πι­ὸ εὔ­κο­λα τὸ λέ­με πα­ρὰ τὸ κά­νου­με. Δι­ό­τι ὑ­πάρ­χουν ἁ­πλὲς ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως δο­κι­μα­σί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τὰ κύ­ρι­ο λό­γο ἐ­πι­δέ­χον­ται λύ­ση, ὅ­μως τὸ κό­στος ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται γιὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σή τους εἶ­ναι τό­σο ἀ­στρο­νο­μι­κὸ ποὺ εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ τὰ πα­ρα­τή­σει κα­νείς. Ἕ­να τέ­τοιο πρό­βλη­μα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἐμ­πο­ρι­κὸς ἀν­τι­πρό­σω­πος ποὺ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­σκε­φτεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­ριθ­μὸ πε­λα­τῶν. Ση­μει­ώ­νει λοι­πὸν τὸν τό­πο δι­α­μο­νῆς τους πά­νω στὸ χάρ­τη του. Καὶ τώ­ρα σκέ­φτε­ται ποιός εἶ­ναι ὁ συν­το­μό­τε­ρος τρόπος γιὰ νὰ ὑ­πο­βά­λει τὰ σέ­βη του σὲ κά­θε πε­λά­τη. Καὶ τρα­βά­ει τὰ μαλ­λιά του μό­λις δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­θα­νῶν δι­α­δρο­μῶν αὐ­ξά­νε­ται ὑπέρμετρα κάθε φορά ποὺ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν προ­ο­ρι­σμῶν του αὐξάνει. Ἦδη μὲ εἴ­κο­σι μόνο πε­λά­τες θὰ εἶ­χε νὰ ἀποφασίσει ἀ­νά­με­σα σὲ τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρι­α δυνατὲς έπιλογές. Ἂν ἤ­θε­λε νὰ τὶς δο­κι­μά­σει ὅ­λες, ὄ­χι μό­νο θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­τή­σει τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του, ἀλ­λὰ καὶ νὰ ζή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νι­α ἀ­πὸ τὸν πλα­νή­τη Γῆ.

Πρα­κτι­κὴ λύ­ση δὲν ὑ­πάρ­χει γιὰ τὸ πρό­βλη­μα τοῦ πε­ρι­ο­δεύ­ον­τος ἐμ­πό­ρου. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις, πρέ­πει νὰ ἀρ­κε­στοῦ­με σὲ λύ­σεις κα­τὰ προ­σέγ­γι­ση. Ἐπ’ αὐτοῦ, οἱ μα­θη­μα­τι­κοὶ ἔ­χουν ἐ­πι­νο­ή­σει μιὰ σει­ρὰ τε­χνά­σμα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου γί­νον­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πι­ὸ ἐ­κλε­πτυ­σμέ­να. Ἔ­τσι πλη­σι­ά­ζουν ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν στό­χο τους, ἀλ­λὰ ποτὲ δὲν τὸν πε­τυ­χαί­νουν ἀ­πό­λυ­τα. Πα­ρό­μοι­ες δυ­σκο­λί­ες ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν καὶ οἱ φυ­σι­κοί, ἀρ­χῆς γε­νο­μέ­νης ἀ­πὸ τὶς δίνες στὴ μπα­νιέ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ μας. Κα­μι­ὰ μα­θη­μα­τι­κὴ ἐ­ξί­σω­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὶς πε­ρι­γρά­ψει ἐ­πα­κρι­βῶς. Λί­γες στα­γό­νες βρο­χῆς στὴν κα­το­πτρι­κὴ ἐ­πι­φά­νει­α τῆς θά­λασ­σας ρυ­τι­δώ­νουν τὸ νε­ρὸ μὲ μιὰ δυ­να­μι­κὴ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­δυ­να­τοῦ­με νὰ ὑ­πο­λο­γί­σου­με. Τοῦ κοι­νοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ, οὕ­τως ἢ ἄλ­λως, δὲν τοῦ πέ­φτει λό­γος γιὰ τὸν ὑ­πο­α­το­μι­κὸ κό­σμο τῶν κβάν­των.

Ἀ­κό­μα πι­ὸ δυ­σά­ρε­στα εἶ­ναι τὰ πράγ­μα­τα μὲ τὶς προγνώσεις του μέλ­λοντος. Ὣς σήμερα, κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ προ­βλέ­ψει τὸν ἑ­πό­με­νο σει­σμὸ ἢ μιὰ ἡ­φαι­στει­α­κὴ ἔ­κρη­ξη. Καὶ ὅ­πως γνω­ρί­ζει ὅ­ποιος σχε­δίασε κάποτε ἕ­να τα­ξί­δι ἀ­να­ψυ­χῆς, ἀ­κό­μα καὶ ἡ κα­λύ­τε­ρη πρό­γνω­ση τοῦ και­ροῦ τῆς ἐρ­χό­με­νης ἑ­βδο­μά­δας λίαν συν­τόμως μπορεῖ νὰ δι­α­ψευσθεῖ. Οἱ φυ­σι­κοὶ ἐ­πι­στή­μο­νες τὸ ξέ­ρουν, για­τὶ γνω­ρί­ζουν τὰ κου­σού­ρια τῶν σύν­θε­των συ­στη­μά­των. Ἕ­νας μό­νο κόκ­κος ἄμ­μου ἀρ­κεῖ γιὰ νὰ σω­ρια­στεῖ ἕνα κομμάτι μιᾶς ψη­λῆς θί­νας. Ὅμως τὸ πό­τε μπαίνουμε στὴν κρί­σι­μη καμ­πή, συ­χνὰ μπο­ρεῖ νὰ εἰ­πω­θεῖ μό­νο ὅ­ταν εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά. Καὶ πί­σω ἀ­πὸ τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα ποὺ ἔ­χει ἐ­πι­λύ­σει ἡ ἐ­πι­στή­μη ἐλ­λο­χεύ­ουν ἕ­να σω­ρὸ νέ­α ἐ­ρω­τή­μα­τα, γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν ὑ­πάρ­χουν ἑτοι­μοπαράδοτες ἀ­παν­τή­σεις. Τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ τί­θεν­ται ὄχι μόνο δὲν μει­ώ­νον­ται λοι­πόν, ἀλλὰ αὐ­ξά­νον­ται. Οἱ ἐ­ρευ­νη­τὲς δὲν ἔ­χουν λό­γο νὰ φο­βοῦν­ται τὶς ἀ­να­δου­λειές.

Ἂν ὅ­μως στὶς ἀ­κρι­βεῖς ἐ­πι­στῆ­μες ἡ κα­τά­στα­ση εἶ­ναι τό­σο ἐ­πι­σφα­λής, πό­σο πι­ὸ θο­λὰ δὲν πρέπει νὰ εἶ­ναι τὰ πράγματα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τά μας νὰ προ­σα­να­το­λι­στοῦμε στὸν βι­ο­τι­κό μας κό­σμο… Καὶ ἐ­κεῖ βέ­βαι­α ση­μει­ώ­νε­ται πρό­ο­δος, ὅ­που καὶ ἐ­ὰν στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα μας. Ἡ βι­ο­μη­χα­νι­κὴ πα­ρα­γω­γὴ βελ­τι­στο­ποι­εῖ­ται ὣς ἕνα βαθ­μό. Ὁ ἀνεφοδιασμὸς ἐξασφαλίζει τὴν ἀ­πρό­σκο­πτη ρο­ή της. Οἱ ἔ­λεγ­χοι ἀ­σφα­λεί­ας ἐπιδιώκουν νὰ ἐ­λα­χι­στο­ποι­ή­σουν τοὺς κιν­δύ­νους. Οἱ προ­δι­α­γρα­φές, ἂν ἔ­χου­με τύ­χη, κα­θι­στοῦν τὰ μη­χα­νή­μα­τα μεταξύ τους συμ­βα­τά, κ.ο.κ. Μό­λις ὅμως ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ ἀν­θρώ­πους καὶ ὄ­χι μὲ μη­χα­νές, ὁ ἐ­ξορ­θο­λο­γι­σμὸς φτά­νει στὰ ὅ­ρι­ά του καὶ τὸ χά­ος στέ­φε­ται νι­κη­τής. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν μπο­ροῦν νὰ τὰ ἀλ­λά­ξουν οὔ­τε τὰ ταχύτερα προγράμματα λογισμικοῦ οὔ­τε οἱ πι­ὸ προ­ηγ­μέ­νες στα­τι­στι­κὲς μέ­θο­δοι οὔ­τε τὰ ὡ­ραι­ό­τε­ρα μον­τέ­λα ὑ­πο­λο­γι­σμοῦ πι­θα­νο­τή­των.

Ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ ὅ­που ἐ­πεν­δύ­ε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο χρῆ­μα καὶ κό­πος, ἡ γε­λοι­ο­ποί­η­ση εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρη. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πιρ­ρε­πεῖς εἶ­ναι οἱ χρη­μα­το­πι­στω­τι­κὲς ἀ­γο­ρές. Σ’ ἕ­να καὶ μό­νο φύλ­λο μιᾶς ἐ­φη­με­ρί­δας δι­α­βά­ζου­με συμ­βου­λές, συ­στά­σεις, προ­ει­δο­ποι­ή­σεις ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀν­τί­θε­τες. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι σύμβουλοι κε­φα­λαιακῶν τοποθετήσεων δὲν τὰ πη­γαί­νουν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­ναν τυ­χαῖ­ο δεί­κτη τῶν με­το­χῶν. Κυ­ρί­ες μιᾶς κά­ποιας ἡ­λι­κί­ας τὰ λέ­νε πί­νον­τας τὸ κα­θι­ε­ρω­μέ­νο κα­φε­δά­κι τους καὶ βγά­ζουν νὸκ ἄ­ουτ τὸν κα­λύ­τε­ρο σύμ­βου­λο ἐ­πεν­δύ­σε­ων. Τὸ με­σο­σταθ­μι­κὸ πο­σο­στὸ εὐ­στο­χί­ας τῶν εἰ­δι­κῶν προ­σεγ­γί­ζει ἐκεῖνο μιᾶς γεν­νή­τρι­ας τυ­χαί­ων ἀ­ριθ­μῶν. Αὐ­τὸ πά­λι δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σύμ­πτω­ση, ἔγ­κει­ται στὴ φύ­ση τῶν πραγ­μά­των. Συ­στή­μα­τα ὅ­πως ἡ παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νη οἰ­κο­νο­μία, ποὺ ὑ­περ­βαί­νουν κά­ποιο βαθ­μὸ πο­λυ­πλο­κό­τη­τας, ἁ­πλῶς παύ­ουν νὰ εἶ­ναι προ­βλέ­ψι­μα. Μέ­νει κα­νεὶς ἄ­ναυ­δος ἐμπρὸς στὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τῶν ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νων ἀ­να­λυ­τῶν, ποὺ μέ­ρα μὲ τὴ μέ­ρα ἀ­ναγ­γέλ­λουν τὴν ἑ­πό­με­νη πλά­νη τους, χω­ρὶς πο­τὲ νὰ ἀμ­φι­βάλλουν γιὰ τὸ ἀ­λά­θη­τό τους.

Οἱ πο­λι­τι­κοί, ποὺ συ­νή­θως ἀ­μεί­βον­ται πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα, δὲν εἶ­ναι σὲ κα­λύ­τε­ρη μοί­ρα ἀ­πὸ τοὺς νε­ρο­κου­βα­λη­τὲς τοῦ κε­φα­λαί­ου. Εἶ­ναι ὅ­μως πο­λὺ πι­ὸ ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τοι, για­τὶ ἐξα­ναγ­κά­ζον­ται νὰ παίρνουν ἀ­πο­φά­σεις μὲ ἄ­δη­λες συ­νέ­πει­ες. Σὺν τοῖς ἄλ­λοις ἐδῶ οἱ ἀ­νε­ξάρ­τη­τες με­τα­βλη­τὲς εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δυ­σθε­ώ­ρη­τες, οἱ πα­ρε­νέρ­γει­ες καὶ οἱ ἀ­να­δρά­σεις τῶν πα­ρεμ­βά­σε­ών τους σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἀ­σα­φεῖς. Σὲ ἀν­τί­θε­ση ὅ­μως μὲ τοὺς ἐμ­πό­ρους, φέ­ρουν πο­λι­τι­κὴ εὐ­θύ­νη γιὰ τὶς πρά­ξεις τους. Οἱ ψη­φο­φό­ροι οὔ­τε ποὺ δι­α­νο­οῦν­ται νὰ δι­α­κρί­νουν τὰ ἐ­πι­λύ­σι­μα ἀ­πὸ τὰ ἀ­νε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα. Ἕ­νας πο­λι­τι­κὸς πρέ­πει δι­αρ­κῶς νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἔ­χει τὰ πάν­τα ὑ­πὸ ἔ­λεγ­χο. Δηλώσεις ὅπως «ἰδέ­α δὲν ἔ­χω», «νὰ δοῦ­με τί θὰ προ­κύ­ψει», «θὰ τὸ προσπαθήσουμε καὶ ὁ Θε­ὸς βο­η­θός», πρέ­πει πάση θυσία νὰ ἀ­πο­φεύ­γονται, ἰδίως ὅ­ταν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἀντ’ αὐτῶν, οἱ ἰ­θύ­νον­τες καταφεύγουν ὅ­λο καὶ πι­ὸ συ­χνὰ στὸν ἰ­σχυ­ρι­σμό: «Δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γή!», ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­κλεί­ει κά­θε ἀμ­φι­βο­λί­α, πα­ρ’ ό­λο ποὺ σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις πρό­κει­ται γιὰ ἀπορία σὲ τελικὴ ἀνάλυση φι­λο­σο­φι­κὴ ἢ γιὰ ξε­κά­θα­ρη ἀ­μη­χα­νί­α, ποὺ δὲν εἶ­ναι στὸ χέ­ρι τους νὰ τὶς δι­α­σκε­δά­σουν. Μιὰ τέ­τοια ὁ­μο­λο­γί­α θὰ ἀ­πο­δυ­νά­μω­νε τὴ θέ­ση τους στὴν πο­λι­τι­κὴ σκα­κιέ­ρα.

Κα­τὰ συ­νέ­πει­α, μιὰ κυ­βέρ­νη­ση δὲν ἔ­χει τὴν πο­λυ­τέ­λει­α νὰ κά­νει δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­πι­λύ­σι­μα καὶ ἀ­νε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα. Δυ­στυ­χῶς, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅ­τι τὰ προ­βλή­μα­τα τῆς δεύ­τε­ρης κα­τη­γο­ρί­ας αὐ­ξά­νουν ὅ­σο προ­σε­κτι­κό­τε­ρα τὰ πα­ρα­τη­ροῦ­με. Τὰ σχε­τι­κὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα δὲν λεί­πουν. Κά­θε ὑ­πουρ­γὸς ὑ­γεί­ας τὸ ἔχει μάθει αυτὸ στὸ πετσί του. Ὄ­χι μό­νο ἔχει νὰ κάνει μὲ ἀ­να­ρίθ­μη­τα πα­ρά­πο­να πο­λι­τῶν ἀν­τὶ νὰ ἀ­σχο­λεῖται μὲ τὴν ὑ­γεί­α τους, καὶ συνεπῶς εἶ­ναι ἀ­νά­ξι­ος του τί­τλου του. Εἶ­ναι καὶ ἐ­λά­χι­στα ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τος, για­τὶ τὸ σύ­στη­μα τὸν ὑ­περ­φορ­τί­ζει ἀ­πελ­πι­στι­κά. Ὅ­λες οἱ με­ταρ­ρυθμιστικὲς ἀπόπειρες σκον­τά­φτουν σ’ ἕ­να συρ­μα­τό­πλεγ­μα ἀ­πὸ δι­α­πλε­κό­με­να συμ­φέ­ρον­τα. Νο­σο­κο­μεῖ­α, για­τροί, ὑ­πη­ρε­σί­ες, ἀ­σφα­λι­στι­κὰ τα­μεῖ­α, φαρ­μα­κο­βι­ο­μη­χα­νί­ες ὑ­πη­ρε­τοῦν ἀν­τι­κρου­ό­με­νες ἐπιδιώξεις. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ δυ­στυ­χὴς ὑ­πουρ­γός μας πρέ­πει νὰ λά­βει ὑ­πό­ψη του ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α ἀ­σθε­νεῖς, μιὰ ὄ­χι εὐ­κα­τα­φρό­νη­τη στρατιὰ ψη­φο­φό­ρων. Τὸ ρα­γδαῖα αὐ­ξα­νό­με­νο κό­στος τι­νά­ζει στὸν ἀ­έ­ρα τὸν ὅποι­ο προ­ϋ­πο­λο­γι­σμὸ καταρτίζει καὶ τὰ δη­μο­γρα­φι­κὰ δε­δο­μέ­να ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα ἀ­να­μέ­νε­ται νὰ δι­α­λύ­σουν συ­θέ­με­λα τὸ σύ­στη­μα. Τοῦ ἀ­πο­μέ­νει μό­νο ἡ προ­σπά­θει­α νὰ τὰ βγά­λει πέ­ρα ὅ­πως ὅ­πως, νὰ κερ­δί­σει χρό­νο, καὶ ὁ συμ­βι­βα­σμός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶλ­λον ἐνισχύει τὸ σύ­στη­μα παρὰ ἐ­πι­λύ­ει τὶς ἀν­τι­φά­σεις του.

Σ’ αὐ­τὸ ὁ ὑ­πουρ­γός μας δὲν εἶ­ναι μό­νος του. Ἕ­νας πο­λι­τι­κὸς εἰδικευμένος σὲ ζητήματα παι­δεί­ας, ποὺ ἡ δουλειά του θὰ ἦ­ταν νὰ πα­ρέ­χει ἴ­σες εὐ­και­ρί­ες σὲ ὅ­λους τους μα­θη­τὲς καὶ νὰ δώ­σει τέ­λος στὴν ἀ­τα­ξί­α ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ στὸν το­μέ­α του. Ἕ­νας ὑ­πουρ­γὸς οἰ­κο­νο­μι­κῶν ποὺ θὰ εἶ­χε τὴν πρό­θε­ση νὰ ρί­ξει ἄ­πλε­το φῶς στὴν πα­ρά­λο­γη ζούγ­κλα τοῦ φο­ρο­λο­γι­κοῦ συ­στή­μα­τος. Ἕ­νας καγ­κε­λά­ρι­ος ποὺ θὰ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ σφί­ξει τὰ λου­ριὰ στὶς χρη­μα­το­πι­στω­τι­κὲς ἀ­γο­ρὲς – ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­χουν νὰ κά­νουν μὲ ἀν­τι­πά­λους ἔναν­τι τῶν ὁ­ποί­ων δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν πο­τὲ νὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν.

Γιὰ τοὺς μα­θη­μα­τι­κοὺς τὰ πράγ­μα­τα εἶ­ναι πι­ὸ εὔ­κο­λα. Μπο­ροῦν νὰ ἐξηγήσουν λογικὰ για­τὶ ὁ­ρι­σμέ­να προ­βλή­μα­τα δὲν ἐ­πι­δέ­χον­ται λύ­ση. Ὅμως αὐ­τοῦ τοῦ εἴδους ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμὸς εἶ­ναι ξέ­νος στὶς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες. Ὁ σχε­δι­α­σμὸς ποὺ ἔ­χει ἐγ­κρι­θεῖ μὲ τὶς εὐ­λο­γί­ες ὅ­λων τῶν ἁρ­μο­δί­ων ὀρ­γά­νων κλο­νί­ζε­ται, ὅ­ταν ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται ἀ­πὸ ἕ­ναν κρί­σι­μο ἀ­ριθ­μὸ ψη­φο­φό­ρων. Ξαφ­νι­κὰ ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τοῦ κοινοῦ ἐξαφανίζεται, καὶ οἱ καταθέτες κάνουν ντοὺ στὶς τρά­πε­ζες. Ἀρ­κεῖ μιὰ κα­τα­στρο­φὴ στὴν Ἰ­α­πω­νί­α καὶ ἤ­δη ἐ­δῶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ται τὰ χά­πια ἰ­ω­δί­ου. Ἀρ­κεῖ μιὰ ἀ­νό­η­τη συ­νέν­τευ­ξη γιὰ νὰ ἀλλάξει στάση ἡ κοι­νὴ γνώ­μη καὶ οἱ ἐκλογὲς νὰ πᾶνε πε­ρί­πα­το. Καὶ φταῖ­χτες εἶναι ἀ­σφα­λῶς πάν­τα οἱ ἄν­θρω­ποι, εἶναι πάντα ἐκεῖνοι ποὺ χα­λᾶ­νε τὴ σού­πα. Κά­θε προσπάθεια σκον­τά­φτει στὴ δική τους ἰ­σχυ­ρο­γνω­μο­σύ­νη.

Τὸ συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι λοι­πὸν ἕ­να, καὶ μό­νον ἕ­να. Ἡ πο­λι­τι­κὴ εἶ­ναι ἡ τέ­χνη τοῦ ἀνέ­φι­κτου. Ὅ­ποιος προ­σβλέ­πει σὲ εὐ­νό­η­τες, ἐ­πί­πε­δες, μο­νο­σή­μαν­τες λύ­σεις καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἀναζητήσει ἄλλο ἐπάγγελμα. Ἐ­ὰν ἔχει με­γά­λες ἀ­ξι­ώ­σεις, ἡ θε­ω­ρί­α τῶν ἀ­ριθ­μῶν θὰ ἦ­ταν γι’ αὐτὸν δε­λε­α­στι­κὸ πε­δί­ο ἐρ­γα­σί­ας· ἐ­ὰν πάλι ἀρ­κεῖ­ται σὲ λι­γό­τε­ρα, μπορεῖ νὰ σκοτώσει τὸν χρό­νο του ρί­χνον­τας πα­σιέ­ντζες – μὲ τὴν ἐλ­πί­δα ὅ­τι κά­ποια ἀπ’αὐτὲς θὰ τοῦ βγεῖ χαρίζοντάς του μιὰ ὡ­ραί­α, ἔ­στω καὶ πρό­σκαι­ρη ἐ­πι­τυ­χί­α.

Ὅ­ταν ἔ­χεις νὰ κά­νεις μὲ ἀν­θρώ­πους, νι­κᾶ τὸ χά­ος.

Πρώτη δημοσίευση: ΝΠ2, σ. 243-246
Μετάφραση :
Μάχη Μαλακάτα – Σίλικα Ρηγοπούλου