του ΧΑΝΣ ΜΑΓΚΝΟΥΣ ΕΝΤΣΕΝΣΜΠΕΡΓΚΕΡ
Με αφορμή την πρόσφατη δολοφονική επιθέση κατά του συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί στη Νέα Υόρκη, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το πολύκροτο δοκίμιo Versuch über den radikalen Verlierer του Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ, γραμμένο το 2005 για λογαριασμό του περιοδικού Spiegel. Το πλήρες κείμενο, σε μετάφραση Χρήστου Αστερίου, εδώ.
Κατά μια έννοια οι Ισλαμιστές είναι κι αυτοί πολίτες του 21ου αιώνα. Στην διαχείριση της δημόσιας εικόνας τους μάλιστα πολύ πιο εξελιγμένοι από τους προκατόχους τους. Βεβαίως και οι παλαιότεροι διάκονοι τού τρόμου ασκούσαν μια προπαγάνδα που είχε ως βάση της την ίδια την πράξη τής τρομοκρατίας. Εν τούτοις δεν είχαν καταφέρει να βρίσκονται στο κέντρο τού παγκόσμιου ενδιαφέροντος όπως σήμερα η νεφελώδης ομάδα της Αλ Κάιντα. Έχοντας μελετήσει καλά τους κανόνες της τηλεόρασης, τις δυνατότητες των κομπιούτερ, το ίντερνετ και την διαφήμιση, η μουσουλμανική τρομοκρατία καταφέρνει να παίρνει μεγαλύτερο μερίδιο τηλεοπτικής προβολής απ’ ότι το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Σκηνοθετεί τις σφαγές σαν φιλομαθής μαθητής τού Χόλλυγουντ, κατά τα πρότυπα των ταινιών καταστροφής, των splatter movies και των θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Η εξάρτησή της από την μισητή Δύση είναι και σ’ αυτή την περίπτωση ξεκάθαρη. Η société du spectacle, όπως την ονόμαζαν κάποτε οι καταστασιακοί φτάνει εδώ στην πραγμάτωσή της.
Ακόμα μεγαλύτερα αποτελέσματα πάντως έχει η χρήση της αυτοκτονίας ως στρατηγικού μέσου. Πρόκειται για ένα ανίκητο όπλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν σε κάθε περίπτωση χωρίς ποτέ ο εχθρός να καταφέρει να το εντοπίσει, ενώ εκτός των άλλων είναι και εξαιρετικά οικονομικό. Με τόσες «αρετές», η συγκεκριμένη μορφή τρομοκρατίας, δεν θα μπορούσε να μην ασκήσει μεγάλη έλξη στον απόλυτα ηττημένο. Ταυτίζοντας καταστροφή και αυτοκαταστροφή του δίνει την δυνατότητα να κάνει πράξη τις μεγαλομανείς ιδέες του εκτονώνοντας ταυτόχρονα το μίσος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Η τελευταία κατηγορία που θα μπορούσαμε να του προσάψουμε είναι η δειλία. Το θάρρος του είναι ένα θάρρος που πηγάζει απ’ την απόγνωση. Ο θρίαμβός του έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να τον αντιστρατευτεί ή να τον τιμωρήσει, αφού και για τα δυο έχει φροντίσει αυτός ο ίδιος.
Η καταστροφική μανία των ισλαμιστικών ομάδων στρέφεται, αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο Δυτικός κόσμος, κυρίως εναντίων μουσουλμάνων. Αυτό δεν αποτελεί ούτε λάθος τακτικής ούτε παράπλευρη απώλεια. Μόνο στην Αλγερία η τρομοκρατία έχει κοστίσει την ζωή σε τουλάχιστον 50 χιλιάδες ντόπιους. Άλλες πηγές κάνουν λόγο για 150 χιλιάδες θανάτους, στους οποίους ωστόσο προσμετρώνται οι στρατιώτες και οι υπάλληλοι μυστικών υπηρεσιών. Ακόμα και σε χώρες όπως το Ιράκ και το Αφγανιστάν ο αριθμός των γηγενών νεκρών ξεπερνά κατά πολύ αυτόν των ξένων. Η τρομοκρατία ως εκ τούτου δεν έχει βλάψει μόνο το κύρος του Ισλάμ, αλλά έχει επηρεάσει προς το χειρότερο το καθεστώς διαβίωσης των οπαδών του σε όλο τον κόσμο. Αυτό βεβαίως είναι κάτι που ελάχιστα απασχολεί τους ισλαμιστές, ακριβώς όπως η κατάρρευση της Γερμανίας δεν απασχολούσε τους εθνικοσοσιαλιστές. Ως ιερείς του θανάτου δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στις ζωές των ομόθρησκών τους. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι πάντως δεν δείχνουν καμία διάθεση να τιναχτούν στον αέρα, γεγονός που κάνει τους εξτρεμιστές να πιστεύουν ότι δεν τους αξίζει τίποτα περισσότερο απ’ την προσωπική τους καταστροφή. Σκοπός του οριστικά ηττημένου άλλωστε είναι να δημιουργήσει όσο το δυνατόν περισσότερους ομοίους του. Το γεγονός ότι αποτελούν μειοψηφία στον κοινωνικό τους περίγυρο εκλαμβάνεται από τους ισλαμιστές ως σημάδι θεωρούν πως οι εκλεκτοί ήταν ανέκαθεν μετρημένοι στα δάχτυλα.
Το ερώτημα για το πώς καταφέρνει το ισλαμιστικό κίνημα να στρατολογεί, καλλιεργώντας προσδοκίες, τόσους ανθρώπους και να επικρατεί επί άλλων λαϊκών οργανώσεων απασχολεί ειδικούς ανά την υφήλιο. Ωστόσο δεν διαφαίνεται ξεκάθαρη απάντηση. Οι όποιες εξηγήσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στον αραβικό πολιτισμό, εντός των ορίων του οποίου γεννήθηκε το Ισλάμ. Την μεγαλύτερη άνθησή του ο πολιτισμός αυτός την γνώρισε κατά την εποχή του Χαλιφάτου, όταν και ήταν κατά πολύ ανώτερος του ευρωπαϊκού σε στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Η περίοδος εκείνη, πάνε οχτακόσια χρόνια, αποτελεί για τον αραβικό κόσμο λαμπρό κομμάτι του παρελθόντος του ενώ κατέχει ακόμα και σήμερα κεντρικό ρόλο στη συνείδηση των Αράβων. Έκτοτε, όμως, ο πολιτισμός αυτός, η δύναμή του, το πρεστίζ του, το πολιτισμικό και οικονομικό του εκτόπισμα μειώνεται συνεχώς. Πρόκειται δίχως άλλο για μια πτώση άνευ προηγουμένου, ένα οδυνηρό αίνιγμα. Ο μουσουλμάνος, ινδικής καταγωγής, ποιητής Χουσεΐν Χαλί (1837-1914) αποτύπωσε αυτή την οδύνη τής απώλειας στο έμμετρο έπος του «Άμπωτις και πλημμυρίδα του Ισλάμ»:
Οι ιστορικοί που ερευνούν
κι έχουν μεθόδους επιστημονικές πολύ σπουδαίες
που βυθομετρούν του κόσμου τα αρχεία
και διαβάζουνε την επιφάνεια της γης
από τους Άραβες φούντωσε η καρδιά τους
από τους Άραβες μάθανε πως βραδέως να σπεύδουν
Από το μετερίζι του ο Χαλί περιγράφει την πορεία της πτώσης μέσα στο χρόνο. Η τελευταία στροφή λέει:
Δεν είμαστε ούτε έμπιστοι κυβερνητικοί υπάλληλοι
ούτε η περηφάνεια μας χαρακτηρίζει στις αυλές των αρχόντων
δεν μας υπολογίζουνε για δύναμη στις επιστήμες
ούτε χειρωνάκτες και βιομήχανοι γίναμε ξακουστοί.
Είναι δύσκολη η θέση μιας κοινότητας που βιώνει μια τέτοια μακραίωνη πτώση. Δεν είναι έκπληξη, λοιπόν, πως οι υπαίτιοι γι’ αυτήν αναζητώνται ανάμεσα στους Ισπανούς, τους Σταυροφόρους, τους Μογγόλους, τους Οσμάνους, τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες ή τους Αμερικανούς κατακτητές. Βεβαίως υπήρξαν και άλλες κοινωνίες που υπέστησαν ανάλογες συνέπειες υπό την κυριαρχία κατακτητών, άγριες επεμβάσεις και πλιάτσικο όπως οι Ινδοί, οι Κινέζοι ή οι Κορεάτες. Κατάφεραν όμως να ανταποκριθούν επιτυχώς στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής και να παίξουν κεντρικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αναφύεται ως εκ τούτου πιεστικό το ερώτημα για τις ενδογενείς αιτίες της αραβικής παρακμής. Όσο το ερώτημα αυτό παραμένει αναπάντητο η τεράστια επιστημονική, τεχνική και βιομηχανική υστέρηση του αραβικού κόσμου δεν θα μπορεί να εξηγηθεί.
μτφρ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ