
*
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ
Εἰς τὰ ἔμμετρα
Μετάφραση Δημήτρης Αγγελής
Στο περιοδικό Παλίμψηστον της Βικελαίας Βιβλιοθήκης του Ηρακλείου του 2010 ο Δημήτρης Αγγελής μεταφράζει το ποίημα ΛΘ (39), Εἰς τὰ ἔμμετρα, από τα Έπη Ιστορικά του Γρηγορίου. Στο εισαγωγικό του κείμενο, που προτάσσεται της απόδοσης, συζητά τις ποιητικές απόψεις του Ναζιανζηνού σε σχέση με αυτές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και διερευνά το υποκείμενο στην ποίηση του Γρηγορίου. Εξηγώντας γιατί επέλεξε να μεταφράσει το συγκεκριμένο έργο, σημειώνει: «επειδή εδώ ακριβώς ο Γρηγόριος παραθέτει, σε 104 στίχους, τους λόγους για τους οποίους ασχολείται με την ποίηση ως πράξη δημιουργίας. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ποίημα ποιητικής, το οποίο μας προσφέρει τη δυνατότητα να εξετάσουμε, ευρύτερα, και τις απόψεις της εποχής του για την ποιητική τέχνη». Για αυτόν τον λόγο επιλέξαμε κι εμείς και παρουσιάζουμε σήμερα αυτή την απόδοση, ευχαριστώντας τον ποιητή Δημήτρη Αγγελή για την ευγενική του συγκατάθεση.
~·~
Στὰ ἔμμετρα
Πολλοὺς βλέποντας νὰ γράφουν σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ
ἄμετρα λόγια ποὺ εὔκολα κυλᾶνε
καὶ χρόνο πολὺ νὰ σπαταλοῦν σὲ κόπους
δίχως κέρδος ἔξω ἀπὸ κενὴ φλυαρία∙
γράφουν, παραταῦτα, καὶ μάλιστα ἀναίσχυντα πολὺ
κι ὅλα γεμάτα εἶναι ἀνοησίες
ἄμμος θαλάσσης καὶ σκνίπες αἰγυπτιακές∙
ἀπ᾽ ὅλα, μία γνώμη θὰ τοὺς ἔδινα
εὐχάριστα, ἀφοῦ ἀπορρίψουν κάθε λόγο,
νὰ κρατήσουν μόνο τοὺς θεόπνευστους
σὰν ἐκείνους ποὺ ἀποφεύγουν τὴν τρικυμία σὲ γαλήνιο ὅρμο.
Γιατὶ ἂν ἔχουν δώσει τόσα οἱ Γραφὲς
ἐπιχειρήματα, αὐτό, Πνεῦμα, γιὰ σένα εἶναι τὸ σοφότερο,
ν’ ἀποτελοῦν αὐτὲς τὸ ὁρμητήριο κάθε λόγου
μάταιου, σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἄσχημα ἐφορμοῦν.
Πότε ἐσὺ γράφοντας μ᾽ ἐνθαδικὰ νοήματα
θὰ διατυπώσεις λόγους ἀναντίρρητους;
Κι ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι παντελῶς ἀδύνατο,
ἀφοῦ σὲ τόσα κομμάτια ἔχει ραγίσει ὁ κόσμος
κι ὅλοι γιὰ στήριγμά τους ἔχουν τίς δικές τους ἐκτροπὲς
καὶ τούτους τοὺς λόγους συμπροστάτες∙
γι᾽ αὐτὸ κι ἐγὼ ἄλλη ὁδὸ ἀκολούθησα ἀπὸ τούς λόγους, τούτη,
καλὴ ἢ κακή, πάντως σ᾽ ἐμένα ἀρέσει
νὰ δίνω μέτρο στὰ δικά μου τὰ πονήματα.
Ὄχι, ὅπως θὰ φαντάζονταν πολλοὶ ἀπ᾽ τους ἀνθρώπους
ἀπὸ ᾽κείνους πού ᾽ναι πρόθυμοι σὲ ὅλα προκειμένου νὰ καρπωθοῦν
δόξα κενή, ἔτσι ὅπως λέγεται. Ἀντίθετα, μάλιστα,
ξέρω πὼς μὲ κατηγοροῦν πὼς γράφω ἔτσι
γιὰ ν᾽ ἀρέσω στοὺς ἀνθρώπους∙ οἱ πιὸ πολλοὶ
μὲ τὰ δικά τους μέτρα τοὺς κοντινούς τους κρίνουν
κι ὅμως ἐτοῦτο δὲν τὸ προτιμῶ ἀπὸ τοὺς θείους πόνους
κι οὔτε ἤθελα νὰ ξεπέσει τόσο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ!
Τί λοιπὸν ἔπαθα, αὐτὸ ἴσως θαυμάσετε.
Πρῶτα λοιπὸν θέλησα, ἔχοντας κουραστεῖ μὲ τ᾽ ἄλλα,
ἔτσι ν᾽ ἀναχαιτίσω τὴν ἀμετρία μου∙
ὥστε νὰ γράφω μέν, ἀλλὰ ὄχι πολλά,
ἀπὸ τὸν κόπο τοῦ μέτρου. Καὶ δεύτερον, στούς νέους
καὶ σ᾽ ὅσους βρίσκουν εὐχαρίστηση στοὺς λόγους
νὰ τοὺς προσφέρω σὰν ἄλλο φάρμακο τερπνό,
ἕναν πειστικὸ ἀγωγὸ στὰ χρησιμότερα,
γλυκαίνοντας μὲ τὴν τέχνη τὸ πικρὸ τῶν ἐντολῶν.
Γιατί κι ἡ τεντωμένη χορδὴ τοῦ τόξου χρειάζεται χαλάρωση.
Ἂν τὸ θέλεις καὶ γιὰ τοῦτο∙ ἂν ὄχι γιὰ κάτι ἄλλο,
παρὰ γιὰ νά ᾽χεις αὐτὰ ἀντὶ τραγούδια καὶ ποιήματα λυρικά.
Σου τά ᾽δωσα νὰ παίξεις, ἂν διάθεση ἔχεις γιὰ παιχνίδι,
ὥστε νὰ μὴν παρασυρθεῖς σὲ βλάβη πηγαίνοντας γιὰ τὸ καλό.
Τρίτο ποὺ γνώρισα παθαίνοντας∙ ἴσως καὶ νά ᾽ναι
μικροπρεπές, ἀλλὰ τὸ σκέφτηκα∙ οὔτε στοὺς λόγους
παραδέχομαι νὰ ὑπερτεροῦν ἀπὸ ἐμᾶς οἱ ξένοι∙
μιλῶ, λοιπόν, σ᾽ αὐτοὺς μὲ λόγια ποικιλμένα
ἂν καὶ ἡ ὀμορφιὰ γιὰ μᾶς εἶναι στὸ νόημα.
Ὥστε παίξαμε μ᾽ ἐσᾶς τοὺς σοφούς.
Ἂς ἔχουμε κι ἐμεῖς μιὰ κάποια χάρη λιονταριοῦ.
Τέταρτον, βρῆκα ἀπ᾽ τίς ἀρρώστιες ὑποφέροντας
τοῦτο τὸ παρηγόρημα, σὰν ἕνας γέρος κύκνος,
ποὺ τραγουδοῦν γιὰ χάρη του τὰ σφυρίγματα τῶν φτερῶν
ὄχι ἕναν θρῆνο, ἀλλὰ ἕνα τραγούδι ἀποχαιρετισμοῦ.
Ὡς πρὸς αὐτὰ ἀναγνωρίζεστε ἀπὸ ἐμᾶς, σοφοί,
τοῦ ἔνδον κόσμου. Κι ἂν ἡττηθήκατε, ἀπ᾽ τὰ δικά σας λόγια,
εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη∙ καὶ τὰ παιχνίδια αὐτῶν πού παίζουν εἶναι λόγοι∙
προχωρῆστε∙ τίποτα δὲν κρατάει πολὺ οὔτε εἶναι πέρα ἀπ᾽ τὸν κόρο,
ἀλλὰ οὔτε ἄχρηστο ἐντελῶς, ὅπως ἐγὼ νομίζω.
Οἱ ἴδιοι οἱ λόγοι θὰ σὲ διδάξουν, ἐὰν θέλεις.
Ἄλλα εἶναι ἀπὸ μένα κι ἄλλα ἀπὸ τοὺς ἔξω.
Εἴτε ἔπαινος τῶν καλῶν εἴτε ψόγος τῶν κακῶν,
εἴτε δόγματα ἢ κάποια γνώμη ἢ ἀποσπάσματα,
φέρουν τὴ μνήμη τους στὸ δέσιμο τοῦ γράμματος.
Ἂν εἶν᾽ μικρὰ αὐτά, κάνε σὺ τὰ μεγαλύτερα.
Κακίζεις τὸ μέτρο∙ δικαίως, ἀφοῦ εἶσαι ἄμετρος,
ἰαμβοποιὸς ποὺ γράφεις ἐξαμβλώματα.
Ποιός, ἐνῶ εἶναι τυφλός, ἀναγνώρισε ἐκεῖνον πού βλέπει;
Ἢ ποιός, ἐνῶ δὲν τρέχει, συνέδραμε αὐτὸν πού τρέχει;
Ἀλλὰ δὲν ξεφεύγεις, ἀγοράζοντας αὐτὸ ποὺ κατηγορεῖς.
Γιατί ἐκεῖνο ποὺ κακίζεις, μ᾽ αὐτὸ καὶ καταγίνεσαι
κι ἄμετρα μάλιστα, μὲ τὸ νὰ γράφεις ποιήματα.
Κι ὅταν κάποιος σ᾽ ἐλέγχει, ἀλλαξοπιστεῖς
καὶ ναυαγώντας ὁ φίλτατός μας γίνεται πεζός.
Τέτοια μηχανεύεστε, ἐσεῖς οἱ σοφοί.
Δὲν εἶν’ αὐτὸ πρόδηλο ψεῦδος, διπροσωπία δὲν εἶναι;
Μέχρι πρὶν λίγο πίθηκος, τώρα λιοντάρι.
Ἔτσι εὔκολα συλλαμβάνεται ὁ ἔρωτας τῆς δόξας.
Πλὴν ὅμως γνώριζε ὅτι πολλὰ καὶ στὶς Γραφὲς τὰ ἔμμετρα
ὅπως λένε οἱ σοφοὶ τοῦ γένους τῶν Ἑβραίων.
Ἂν δὲν εἶναι μέτρο γιὰ σένα καὶ ἡ κρούση των χορδῶν,
ὅπως οἱ παλιοὶ τραγουδοῦσαν λόγους ἐμμελεῖς,
κάνοντας, νομίζω, τὸ τερπνὸ τοῦ καλοῦ
ὄχημα καὶ δίνοντας τύπους τρόπων μὲ τὶς μελωδίες.
Ἂς σὲ πείσει σὲ τοῦτο ὁ Σαούλ, ποὺ ἀπὸ κακὸ πνεῦμα
λευτερώθηκε μὲ τῆς κιθάρας τοὺς σκοπούς.
Τί κακὸ πιστεύεις ὅτι γίνεται, ἂν οἱ νέοι μὲ σεμνὴ
εὐχαρίστηση ὁδηγοῦνται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό;
Τὴν ἀπότομη ἀλλαγὴ δὲν τὴν σηκώνουν.
Ἂς εἶναι λοιπὸν τώρα μὲ κάποια εὐγενικότερη ἀνάμειξη.
Κι ὅταν μὲ τὸν χρόνο τὸ καλὸ σταθεροποιηθεῖ,
ἀφοῦ ἀφαιρέσουμε τὸ κομψό, σὰν τὰ καλούπια των ἁψίδων,
ἂς κρατήσουμε τὸ ἴδιο τὸ ἀγαθό.
Τί χρησιμότερο ἀπ᾽ αὐτὸ ὑπάρχει;
Ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸ φαγητὸ δὲν συνδυάζεις μὲ γλυκό,
Ὦ αὐστηρὲ καὶ σύνοφρυ καὶ σκυθρωπέ;
Γιατί λοιπὸν κακίζεις τὴ δική μου εὐμετρία,
σταθμίζοντας μὲ τὰ δικά σου μέτρα καὶ τοὺς ἄλλους;
Ξεχωριστοὶ εἶναι οἱ τόποι τῶν Μυσῶν καὶ τῶν Φρυγῶν,
διαφορετικὰ τὰ πετάγματα τῶν κοράκων καὶ τῶν ἀετῶν.
Παλίμψηστον, τχ. 25 (Φθινόπωρο 2010), σ. 119-127
~•~
Εἰς τὰ ἔμμετρα
Πολλούς ὁρῶν γράφοντας ἐν τῷ νῦν βίῳ,
λόγους ἀμέτρους, καὶ ρέοντας εὐκόλως,
καὶ πλεῖστον ἐκτρίβοντας ἐν πόνοις χρόνον,
ὧν κέρδος οὐδὲν ἢ κενὴ γλωσσαλγία∙
ἀλλ’ οὖν γράφοντας καὶ λίαν τυραννικῶς,
ὡς μεστὰ πάντα τυγχάνειν ληρημάτων,
ψάμμου θαλασσῶν ἢ σκνιπῶν Αἰγυπτίων∙
πάντων μὲν ἂν ἥδιστα καὶ γνώμην μίαν
ταύτην ἔδωκα, πάντα ρίψαντας λόγον,
αὐτῶν ἔχεσθαι τῶν θεοπνεύστων μόνον,
ὡς τοὺς ζάλην φεύγοντας ὅρμων εὐδίων.
Εἰ γὰρ τοσαύτας αἱ Γραφαὶ δεδώκασι
λαβάς, τό, Πνεῦμα, τουτί σοι σοφώτερον,
ὡς καὶ τόδ’ εἶναι παντὸς ὁρμητήριον
λόγου ματαίου τοῖς κακῶς ὁρμωμένοις.
Πότ’ ἂν γράφων σύ, τοῖς κάτω νοήμασιν
ἀναμφιλέκτους, ὦ ʼτάν, ἐκτείναις λόγους;
Ἐπεὶ δὲ τοῦτο παντελῶς ἀμήχανον,
κόσμου ραγέντος εἰς τόσας διαστάσεις,
πάντων τ’ ἔρεισμα τῆς ἑαυτῶν ἐκτροπῆς
τούτους ἐχόντων τοὺς λόγους συμπροστάτας∙
ἄλλην μετῆλθον τῶν λόγων ταύτην ὁδόν,
εἰ μὲν καλήν γε, εἰ δὲ μή γ’, ἐμοὶ φίλην∙
μέτροις τι δοῦναι τῶν ἐμῶν πονημάτων.
Οὐχ, ὡς ἂν οἰηθεῖεν οἱ πολλοὶ βροτῶν,
τῶν πάντα ρᾴστων, δόξαν ἐκκαρπούμενος
κενήν, ὃ δὴ λέγεται. Τοὐναντίον μὲν οὖν
τρέχοντας οἶδα τοῖς ἐμοῖς, οὕτω γράφειν,
ἀνθρωπαρεσκεῖν μᾶλλον∙ οἱ γὰρ πλείονες
τοῖς σφῶν μέτροις μετροῦσι καὶ τὰ τῶν πέλας,
οὔτε προτιμῶν τοῦτο τῶν θείων πόνων∙
μή μοι τοσοῦτον ἐκπέσοι Θεοῦ λόγος!
Τί οὖν πέπονθα, τοῦτ’ ἴσως θαυμάσετε.
Πρῶτον μὲν ἠθέλησα, τοῖς ἄλλοις καμών,
οὕτω πεδῆσαι τὴν ἐμὴν ἀμετρίαν∙
ὡς ἂν γράφων γε, ἀλλὰ μὴ πολλὰ γράφω,
καμὼν τὸ μέτριον. Δεύτερον δὲ τοῖς νέοις,
καὶ τῶν ὅσοι μάλιστα χαίρουσι λόγοις,
ὥσπερ τι τερπνὸν τοῦτο δοῦναι φάρμακον,
πειθοῦς ἀγωγὸν εἰς τὰ χρησιμώτερα,
τέχνῃ γλυκάζων τὸ πικρὸν τῶν ἐντολῶν.
Φιλεῖ δ’ ἀνίεσθαί τε καὶ νευρᾶς τόνος∙
εἴ πως θέλεις καὶ τοῦτο∙ εἰ μή τι πλέον,
ἀντ’ ᾀσμάτων σοι ταῦτα καὶ λυρισμάτων.
Παίζειν δέδωκα, εἴ τι καὶ παίζειν θέλεις,
μή τις βλάβη σοι πρὸς τὸ καλὸν συλωμένῳ.
Τρίτον πεπονθὼς οἶδα· πρᾶγμα μὲν τυχὸν
μικροπρεπές τι, πλὴν πέπονθ’· οὐδ’ ἐν λόγοις
πλέον δίδωμι τοὺς ξένους ἡμῶν ἔχειν·
τούτοις λέγω δὴ τοῖς κεχρωσμένοις λόγοις
εἰ καὶ τὸ κάλλος ἡμῖν ἐν θεωρίᾳ.
Ὑμῖν μὲν οὖν δὴ τοῖς σοφοῖς ἐπαίξαμεν.
Ἔστω τις ἡμῖν καὶ χάρις λεόντιος.
Τέταρτον εὗρον τῇ νόσῳ πονούμενος
παρηγόρημα τοῦτο, κύκνος ὡς γέρων,
λαλεῖν ἐμαυτῷ τὰ πτερῶν συρίγματα,
οὐ θρῆνον, ἀλλ’ ὕμνον τιν’ ἐξιτήριον.
Πρὸς ταῦτα νῦν γινώσκεθ’ ἡμῖν, οἱ σοφοί,
τῶν ἔνδον. Εἰ δ’ ἥττησθε, τῶν αὐτῶν λόγων
πλεῖστον τὸ χρῆμα· καὶ τὰ παιζόντων λόγοι,
χωρεῖτε· μακρὸν δ’ οὐδὲν οὐδ’ ὑπὲρ κόρον,
ἀλλ’ οὐδ’ ἄχρηστον, ὡς ἐγῷμαι παντελῶς.
Αὐτοὶ διδάξουσ’ οἱ λόγοι θέλοντά σε.
Τὰ μὲν γάρ ἐστι τῶν ἐμῶν, τὰ δ’ ἔκτοθεν.
Ἢ τῶν καλῶν ἔπαινος, ἢ κακῶν ψόγος,
ἢ δόγματ’, ἢ γνώμη τις, ἢ τομαὶ λόγων,
μνήμην ἔχουσαι τῇ δέσει τοῦ γράμματος.
Εἰ μικρὰ ταῦτα, σὺ τέλει τὰ μείζονα.
Μέτρον κακίζεις· εἰκότως, ἄμετρος ὤν,
ἰαμβοποιός, συγγράφων ἀμβλώματα.
Τίς γὰρ βλέποντα, μὴ βλέπων, ἐγνώρισεν;
Ἢ τίς τρέχοντι, μὴ τρέχων, συνέδραμε;
Πλὴν οὐ λέληθας, ὃ ψέγεις, ὠνούμενος.
Ὃ γὰρ κακίζεις, τοῦτό σοι σπουδάζεται,
καὶ σφόδρ’ ἀμέτρως, τὸ γράφειν ποιήματα.
Ὅτ’ ἂν δ’ ἐλέγχῃ, πίστις ἀντεισέρχεται,
καὶ πεζὸς ἡμῖν ναυαγῶν ὁ φίλτατος.
Τοιαῦτα τεχνάζεσθε, ὑμεῖς οἱ σοφοί.
Ταῦτ’ οὐ πρόδηλον ψεῦδος, οὐχὶ διπλόη;
Πίθηκος ἡμῖν ἀρτίως λέων δὲ νῦν.
Οὕτως ἁλίσκετ’ εὐπετῶς δόξης ἔρως.
Πλήν ἴσθι πολλά καὶ Γραφαῖς μετρούμενα,
ὡς οἱ σοφοὶ λέγουσι Ἑβραίων γένους.
Εἰ μὴ μέτρον σοι καὶ τὰ νεύρων κρούματα,
ὡς οἱ πάλαι προσῇδον ἐμμελεῖς λόγους,
τὸ τερπνόν, οἶμαι, τοῦ καλοῦ ποιούμενοι
ὄχημα, καὶ τυποῦντες ἐκ μελῶν τρόπους.
Σαούλ σε τοῦτο πεισάτω , καὶ πνεύματος
ἐλευθερωθεὶς τοῖς τρόποις τῆς κινύρας.
Τίς οὖν βλάβη σοι, τοὺς νέους δι’ ἡδονῆς
σεμνῆς ἄγεσθαι πρὸς Θεοῦ κοινωνίαν;
Οὐ γὰρ φέρουσιν ἀθρόαν μετάστασιν.
Νῦν μέν τις ἔστω μίξις εὐγενεστέρα.
Πῆξιν δ’ ὅταν τὸ καλὸν ἐν χρόνῳ λάβῃ,
ὑποσπάσαντες, ὡς ἐρείσματ’ ἁψίδων,
τὸ κομψόν, αὐτὸ τἀγαθὸν φυλάξομεν.
Τούτου τί ἂν γένοιτο χρησιμώτερον;
Σὺ δ’ οὐ τὰ ὄψα τῷ γλυκεῖ παραρτύεις,
ὦ σεμνέ, καὶ σύνοφρυ καὶ συνηγμένε;
Τί οὖν κακίζεις τὴν ἐμὴν εὐμετρίαν,
τοῖς σοῖς μέτροις σταθμώμενος τὰ τῶν πέλας;
Χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα,
χωρὶς κολοιῶν κ’ ἀετῶν ὑψώματα.
*
*
~.~
Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021
*