Αισχύλου Αγαμέμνων, Πρόλογος

agamemnon

 

Έμμετρη απόδοση: Ι. Ν. ΚΥΡΙΑΖΗΣ

Να μ’ απαλλάξουν οι θεοί από τα βάσανά μου
τώρα ένα χρόνο τους ζητώ, που διαρκεί η φρουρά μου,
πλαγιάζοντας στων Ατρειδών τις στέγες, ίδια σκύλος,
στων άστρων την ομήγυρη έχοντας γίνει φίλος
που στους ανθρώπους φέρνουνε χειμώνες, καλοκαίρια,
λαμπροί δυνάστες τ’ ουρανού είν’ τα εξαίσια αστέρια.
Τώρα στη λάμψη μιας φωτιάς έστησα εγώ καρτέρι
που από την Τροία την είδηση της άλωσης θα φέρει.
Έτσι η ανδρόβουλη καρδιά γυναίκας μού ορίζει
που δε σταμάτησε ποτέ ώς τώρα να ελπίζει.
Ανήσυχη είναι η κλίνη μου κι απ’ τη δροσιά βρεγμένη
αλλά κι από τα όνειρα τελείως ξεχασμένη.
Γιατί τον ύπνο ο φόβος του έχει αντικαταστήσει
μην κοιμηθώ κι ενώνοντας τα βλέφαρά μου κλείσει.
Κι αν φαίνεται το στόμα μου κάτι πως μουρμουράει,
-στον ύπνο αντίδοτο έχω αυτό, που ξύπνιο με κρατάει-
είναι που κλαίω και θρηνώ του παλατιού τα πάθη
που πια δε διευθύνεται σαν πρώτα, δίχως λάθη.
Μακάρι τώρα να φανεί ένα καλό σημάδι
να με γλιτώσει ένα φως φέγγοντας στο σκοτάδι.
Ω, χαίρε λάμψη της νυχτός, τη μέρα θ’αναστήσεις
στο Άργος φέρνοντας χαρά, πολλούς χορούς θα στήσεις.
Φωνάζω στου Αγαμέμνονα τη σύζυγο, αλήθεια,
να σηκωθεί απ’ την κλίνη της, φωνή να βγει απ’ τα στήθια,
και το παλάτι ολόκληρο στο πόδι να σηκώσει·
αν δε λαθεύει ο πυρσός, έχουν την Τροία αλώσει.
Πρώτος θα σύρω το χορό· δική μου επιτυχία
την τύχη των αρχόντων μου να δω στη φρυκτωρία.
Και στο παλάτι ο βασιλιάς είθε, όταν γυρίσει,
το χέρι μου το χέρι του και πάλι να κρατήσει.
Τ’ άλλα σωπαίνω· η γλώσσα μου βόδι μεγάλο φέρει
μα αν το παλάτι είχε φωνή, θα τα ’χε αναφέρει.
Μόνο σ’ όσους τα ξέρουνε, γι’ αυτά εγώ μιλάω
για όσους όμως τ’ αγνοούν, κάνω πως τα ξεχνάω.

Advertisement