Θάνος Γιαννούδης, Χριστόφορος Κολόμβος

 

Χριστόφορος Κολόμβος

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Λιγοστά τα χρόνια μας και θα προσπεράσουν
σαν το φως του δειλινού που όλους μας νικά.
Την αγάπη γύρεψα, κόσμε, στη φορά σου
– κι έλεγα πως ψάχναμε για μπαχαρικά.

Είναι που σαλπάραμε –λες– με προθυμία;
Είναι που τα βάσανα μάς παρανοούν
Κάποτε νομίζαμε είν’ η πλάση μία
απ’ τους Υπερβόρειους ως το Καμερούν.

Πέρα απ’ τον ορίζοντα που ’βαλαν στο χάρτη
για να μην κοιτάξουμε οι άνθρωποι ψηλά
φώλιασαν τα τέρατα – κι είν’ οι χρόνοι σκάρτοι
για να ξαναελπίσουμε στην ανεμελιά.

Πάνω που κατόρθωσα να τα καταλάβω
της ζωής τ’ αστέριωτα κι άκαφτα κεριά,
πάνω που παράτησα πια τον αστρολάβο,
κάποιος ναύτης ξέμπαρκος κραύγασε: “Στεριά!”

Κι είναι τώρα η ζήση μας πλήρης αγωνίας,
του Καινούριου, του Λαμπρού, του Μοναδικού
– μες στην καραβέλα μας φέρω σαν Αινείας
ενός πύργου θρύψαλλα πατρογονικού.

Μα ό,τι μας γονάτισε, ξέρεις, δεν ξεγράφει:
σύνορα στα μάτια μας, στις καρδιές στρατός.
Νιώθω πως το δρόμο μας φράξαν χαρτογράφοι
νύχτες θεοσκότεινες, μ’ άγνοια του φωτός.

Τόσες τολμηρές φυλές και θαλασσοπόροι!
Τόσος κάθε ποιήματος πόθος να γραφτεί!
Τόση ελπίδα κρύφτηκε, θε μου, στο βαπόρι!
– κι όμως, μόνη μοίρα τους η καταστροφή…

Γέρε θαλασσόλυκε, του χαμού μας κρότε,
που ’ρθες και ψιθύρισες μυστικά στ’ αυτί:
“Δε γυρίζει ο κόσμος πια όπως ήταν τότε!”
Και να μην υπήρχα εγώ, θα ’χα εφευρεθεί!

Στις καινούργιες μας στεριές που παλιώσαν ήδη,
στ’ άστρα που θ’ αλλάζουνε κάθε λυκαυγές,
στων ρευμάτων το χορό που όλοι σαν παιχνίδι
πέσαμε μ’ ηδονικές κι άναθρες κραυγές,

στο βαθύ τ’ απέραντο που τις ρότες σβήνει
κι όσοι τις ποθήσανε ρήμαξαν πιο ’κει,
στα μποφώρ που μαίνονται, στων καιρών τη δίνη:
Σας γνωρίζω, φίλοι μου, την Αμερική…

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

 

 

Advertisement