(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Κώστα Ἰ. Μελᾶ, τὸ ὁποῖο φιλοξενεῖται στὸ ἀφιέρωμα τοῦ ΝΠ5 στὸν Παναγιώτη Κονδύλη)
Εἰσαγωγή
Ἡ ὅλη προβληματικὴ τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη παρέχει σημαντικὴ βοήθεια στὴν ἐπίρρωση τῆς ἄποψής μας περὶ τῆς πραγματικῆς θέσης τῆς οἰκονομίας ὡς ἐξαρτημένου ὑποσυστήματος τῆς κοινωνίας. Παράλληλα, μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ ἀπαίτηση νὰ συλληφθεῖ ὁ μηχανισμὸς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς οἰκονομίας ἀποτελεῖ ἀπατηλὴ ἐλπίδα. Ἀκόμη περισσότερο ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἂν στὶς προκείμενες ποὺ στηρίζουν τὴν οἰκονομικὴ “ἐπιστήμη” εἰσαχθεῖ ἡ ἰσχύς, καταρρέει τὸ ἐπιστημολογικὸ πλαίσιο ποὺ ὑποβαστάζει τὴν οἰκονομία. Ἡ κατάρρευση ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ Οἰκονομικὴ στηρίζεται ἀναπόδραστα στὴ θέση “τῆς ἁρμονίας τῶν συμφερόντων” τῶν συμμετεχόντων. Μὲ βάση τὰ παραπάνω ἐπιχειρεῖται νὰ ἀναλυθεῖ ἡ ἀντιπολιτικὴ σύλληψη τῆς ἐνοποίησης τῆς Ε.Ε. δεδομένου ὅτι ἡ ὅλη διαδικασία στηρίζεται σὲ δεδομένες οἰκονομιστικὲς ἀντιλήψεις.
[…]
Ἰσχὺς καὶ Οἰκονομία[i]
1. Ἡ καθολικὴ ἐποπτεία τῆς ἱστορίας μᾶς ἐπιβάλλει τὴ διαπίστωση ὅτι, ἀπ’ ὅλες τὶς μορφὲς τοῦ κοινωνικοϊστορικοῦ βίου, τὸ κυριότερο χαρακτηριστικὸ τοῦ καπιταλισμοῦ εἶναι προφανῶς τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ οἰκονομία ―ἡ παραγωγὴ καὶ ἡ κατανάλωση―, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὰ οἰκονομικὰ “κριτήρια” τοποθετοῦνται σὲ θέση κεντρικὴ καὶ ἀνάγονται σὲ ὕψιστη ἀξία τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἀπόρροια τούτου εἶναι ἡ ἰδιαίτερη συγκρότηση τοῦ κοινωνικοῦ “προϊόντος” στὸν καπιταλισμό. Συνοπτικά, ὅλες οἱ ἀνθρώπινες δραστηριότητες καὶ ὅλες τους οἱ συνέπειες καταλήγουν νὰ θεωροῦνται κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ὡς οὐσιωδῶς χαρακτηριζόμενες καὶ ἀξιολογούμενες ἀπὸ τὴν οἰκονομική τους διάσταση. Ἡ ἀξιολόγηση φυσικὰ γίνεται μὲ ὅρους χρηματικούς.[ii]
Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ κυρίαρχο πεδίο σὲ κάθε κοινωνία ἀναπτύσσει τὴ δική του μορφὴ λόγου, ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἰδεολογικὴ ἡγεμονία καὶ κατὰ κανόνα τὴν ἀποκτᾶ. Συνεπῶς τὸ “ὀρθολογικὸ” ὀργανωμένο οἰκονομικὸ ὑποσύστημα ἀναδεικνύεται σὲ γενικότερο “δείκτη ἐξορθολογισμοῦ” τῆς εὐρύτερης κοινωνίας. Ἡ παραγωγὴ εἶναι ἡ μόνη κοινωνικὴ λειτουργία ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποτιμηθεῖ μὲ βάση τὸ μοναδικὸ καὶ συγκεκριμενοποιήσιμο κριτήριο τῆς μεγιστοποιητικῆς ὀρθολογικότητας. Στὸ μέτρο ποὺ ἡ παραγωγικὴ ἀποτελεσματικότητα μπορεῖ νὰ “μετρηθεῖ” καὶ νὰ “στοιχειοθετηθεῖ”, ἡ μεγιστοποίηση ἀναδεικνύεται ὡς αὐτόδηλη “ἀπόδειξη” τῆς ὀρθολογικότητας τοῦ συστήματος. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ οἰκονομικὴ σφαίρα νομιμοποιεῖται καὶ νομιμοποιεῖ, ἀφοῦ ἡ οἰκονομία εἶναι τὸ μόνο “ὀρθολογικὰ” ἀποτιμήσιμο καὶ ἐλέγξιμο κοινωνικὸ ὑποσύστημα. Ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ ἄλλα συγκροτημένα καὶ νοηματισμένα κοινωνικὰ ὑποσυστήματα (πολιτική, πολιτισμός κ.λπ) γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς λειτουργίας καὶ “ἐπίδοσης” τῶν ὁποίων ὑπεισέρχονται πολλαπλὰ καὶ περίπλοκα ἀξιακά, δεοντολογικὰ ἀλλὰ καὶ φιλοσοφικὰ στοιχεῖα, ἡ ἀγοραία οἰκονομικὴ ὀργάνωση μπορεῖ νὰ καταξιώνεται μὲ βάση τὸ μοναδικὸ καὶ εὐθύγραμμο κριτήριο τῆς παραγωγικῆς της ἀποτελεσματικότητας. Γεγονὸς ποὺ νομιμοποιεῖ τὴν προβαλλόμενη αὐτονομία τοῦ Οἰκονομικοῦ, τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται ὡς ἡ μόνη ἀπόλυτα ἐκλογικεύσιμη σφαίρα κοινωνικῶν δραστηριοτήτων. Ἐὰν λοιπόν, ἡ ἀποτελεσματικότερη μεγιστοποιοῦσα παραγωγὴ εἶναι ἡ ἀγοραία καπιταλιστικὴ παραγωγή, καὶ ἐάν, ταυτόχρονα, ἡ οἰκονομία εἶναι τὸ μόνο ὑποσύστημα ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποτιμηθεῖ ὡς πρὸς τὴν “ἀντικειμενικὴ” ἀποτελεσματικότητά του, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἐκβιασθεῖ ἡ ἀπόφανση ὅτι ἡ ἀγοραία καπιταλιστικὴ κοινωνία ὡς ἡ κατὰ τεκμήριο γενικὰ ὀρθολογικότερη καὶ ἀποτελεσματικότερη μορφὴ κοινωνικῆς ὀργάνωσης: ἡ ἐκλογίκευση τῆς οἰκονομίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὴν ἐκλογίκευση τῆς κοινωνίας.[iii]
Ἡ οἰκονομικὴ ὡς συστηματικὴ disciplina παρακολουθεῖ ἐπισταμένα τὶς κοινωνικὲς διεργασίες καὶ ἀλλαγὲς ποὺ πραγματοποιοῦνται κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δύο αἰώνων στὸ corpus τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος. Ἡ κοινωνικὴ πραγματικότητα, οἱ μεταβολὲς τῆς παραγωγικῆς διαδικασίας καὶ ὁ τρόπος ποὺ χαρακτηρίζει τὴ συμπεριφορὰ τῶν κοινωνικῶν ὑποκειμένων ἀντανακλοῦνται καὶ συμπεριλαμβάνονται στὶς ἐξελίξεις ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν οἰκονομική.[iv]
Παρότι ἡ βασικὴ προκείμενη ποὺ διέπει τὴν Οἰκονομικὴ καὶ γενικὰ τὴν καθορίζει εἶναι ὁ προσανατολιζόμενος βάσει συμφερόντων καὶ ὑπολογίζων homo oeconomicus, ἐντούτοις μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὸ οἰκονομικὸ πρότυπο λειτουργεῖ ἐντὸς τῆς κοινωνίας εἶναι ἔντονα διαφοροποιημένος στὶς δύο βασικὲς ἱστορικὲς περιόδους ποὺ χαρακτηρίζονται ἡ πρώτη ὡς ἀστικὴ φιλελεύθερη σὲ σχέση μὲ τὴ σημερινὴ μαζικοδημοκρατικὴ ἐποχή.[v]
Στὴν πρώτη περίοδο ὁ homo oeconomicus λειτουργοῦσε πλάι σε ἑτερογενῆ ἢ καὶ ἀντίθετα ἠθικὰ καὶ ἀνθρωπολογικὰ κίνητρα. Ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τῆς δίκαιης τιμῆς. Τὸ συνβάδισμα νόμου καὶ τῆς ἠθικότητας. Τὰ κοινωνικὰ γεγονότα ἐξηγοῦνταν σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸ ἐπικρατοῦν ἠθικόκανονιστικὸ ἱστορικὸ πλαίσιο καὶ ὄχι στὴ βάση τῆς οἰκονομικῆς μεγιστοποιητικῆς συμπεριφορᾶς.
Ὁ καθαρὸς καὶ καθολικὸς στὶς ἀξιώσεις του οἰκονομισμός, ἐμφανίσθηκε μόνο μετὰ τὴν κατάπτωση τοῦ ἀστικοῦ τρόπου σκέψης μέσα στὴ μαζικὴ δημοκρατία τῆς “κοινωνίας τῆς οἰκονομίας”. Διαμορφώθηκε στὴ βάση τῆς ἄρνησης γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀντοχὴ τοῦ ἠθικοῦκανονιστικοῦ παράγοντα. Ὡστόσο οἱ κανόνες καὶ οἱ ἀξίες δὲν ἀπαλείφονται ἁπλῶς πάντοτε ἢ πλήρως ἀπὸ τὸ οἰκονομιστικὸ πλαίσιο, ἀλλὰ μᾶλλον ὑποτάσσονται στὴ λογικὴ τοῦ οἰκονομικοῦ. Ἡ οἰκονομιστικὴ κοινωνικὴ θεωρία διεύρυνε τὴν ἀντίληψη καὶ τὴν ἐμβέλεια τοῦ οἰκονομικοῦ τόσο πολὺ ποὺ μιὰ ἀντιπαράθεσή του πρὸς τὴν σφαίρα τοῦ ἠθικοῦκανονιστικοῦ ἔγινε περιττή. Ἐπιχειρεῖται νὰ ἐγκατασταθεῖ ἡ κοινωνικὴ ἀνωτερότητα τοῦ οἰκονομικοῦ σὲ σύγκριση μὲ τὸ πολιτικὸ στοιχεῖο. Παράλληλα, ἡ οἰκονομικὴ ἀνάγεται σὲ καθολικὴ ἐπιστήμη γιὰ τὴν ἐξήγηση ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.[vi]
~.~
2. Βρισκόμαστε συνεπῶς ἀντιμέτωποι μὲ τὴν ἀντίληψη ποὺ φαίνεται ὅτι ἀντιπαραθέτει διαχωρίζοντας τὴν πολιτικὴ ἀπὸ τὴν οἰκονομία, δηλαδὴ τοὺς παράγοντες ἰσχύος ἀπὸ τὰ οἰκονομικὰ μεγέθη, δίδοντας παράλληλα σὲ αὐτὴ τὴ σχέση τὸ πρωτεῖο στὴν οἰκονομία, στοὺς οἰκονομικοὺς παράγοντες ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐξαρτᾶ σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμὸ ἀλλὰ τουλάχιστον in ultima istanza τοὺς παράγοντες τῆς πολιτικῆς ἰσχύος. Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ ἰσχύει ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι ἡ ὕπαρξη ἑνὸς σαφοῦς ὁρισμοῦ γιὰ τὸ πῶς ἐννοεῖται ἡ πολιτικὴ ἰσχὺς καὶ ἡ οἰκονομία. «Πράγματι, κάθε ἀπόπειρα ἑνὸς τέτοιου ὁρισμοῦ θὰ ἀντιμετώπιζε ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο της βῆμα τὸ στοιχειῶδες διπλὸ πρόβλημα: ποιά εἶναι ἡ ὑφή, ἡ λειτουργία καὶ οἱ προϋποθέσεις τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας ἐξεταζόμενης μὲ τὰ κριτήρια τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ἰσχύος, καὶ ποιά εἶναι τὰ οἰκονομικὰ ἐρείσματα, συστατικὰ στοιχεῖα καὶ προαπαιτούμενα τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ἰσχύος;».[vii]
Ἂν δεχθοῦμε, γιὰ ἀναλυτικοὺς λόγους, τὴν ἰσχὺ αὐτῆς τῆς ἀντίληψης εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ δεχθοῦμε παράλληλα τὴν ὕπαρξη ἑνὸς οἰκονομικοῦ ὑποβάθρου κάθε διαδικασίας πολιτικῆς καὶ ἰσχύος καὶ μάλιστα κατὰ τρόπο ἀπολύτως μονοσήμαντο: ἀπὸ τὴν οἰκονομία πρὸς τὴν πολιτική. Ἀκόμη περισσότερο θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι: Κάθε ἀνθρώπινη ἐνέργεια καθορίζεται ἀπὸ μιὰ ἐμφανῆ ἢ λιγότερο ἐμφανῆ οἰκονομικὴ διαδικασία. Τὸ οἰκονομικὸν προτάσσεται ὡς ἡ μόνη καθοριστικὴ “στιγμὴ” τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Τὸ πολιτικόν, τὸ κοινωνικόν, τὸ ψυχολογικόν, τὸ θρησκευτικὸν καὶ ὅ,τι ἄλλο καθορίζονται in ultima istanza ἀπὸ τὸ οἰκονομικόν.
Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ παραπάνω ἰσχυρισμοῦ σημαίνει πρὶν ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο τὴν παραδοχὴ τοῦ αἰτήματος μιᾶς ἀναλλοίωτης ἀνθρώπινης φύσης τῆς ὁποίας τὸ μοναδικὸ ζητούμενο εἶναι ἡ κάλυψη μιᾶς οἰκονομικῆς ψυχολογίας ποὺ ὑπῆρχε ἀνέκαθεν. Ὡς ἐκ τούτου θὰ πρέπει νὰ υἱοθετηθεῖ μιὰ «οἰκονομικὴ ἐνόρμηση» σὰν βασικὴ ἀνθρώπινη ψυχονοητικὴ λειτουργία ἡ ὁποία θὰ ἔπαιρνε τὴ θέση «τῶν ἐνορμήσεων ζωῆς».[viii]
Ἀκόμη καὶ ἂν θεωρηθεῖ ἡ “οἰκονομικὴ ἐνόρμηση” ὅτι συνυφαίνεται οὐσιωδῶς μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ἡδονῆς[ix] αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἡ πρώτη, ἡ μοναδικὴ καὶ ἡ καθοριστικὴ ἔννοια, καὶ ἀκόμα περισσότερο ὅτι τὸ περιεχόμενό της εἶναι παντοῦ καὶ πάντοτε ἡ μεγιστοποίηση τῆς “οἰκονομικῆς ἱκανοποίησης” στραμμένη πρὸς τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν κατανάλωση μὲ τὴ δυτικὴ καπιταλιστικὴ ἔννοια. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ σεξουαλικότητα ἢ ὁ Ἔρως καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στὴν ἀρχὴ τῆς ἡδονῆς καὶ ὡς ἐκ τούτου δημιουργεῖ σχέσεις ἐξάρτησης μὲ τὴν “οἰκονομικὴ ἐνόρμηση”, οἱ ὁποῖες ἐξειδικεύονται ἐντὸς τοῦ πολιτιστικοῦ προτύπου καὶ τῶν σημασιῶν κάθε κοινωνίας.
Ἡ ἀνάδειξη τοῦ οἰκονομικοῦ ὡς κινητήρια δύναμη τῆς ἱστορίας προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀμετάβλητου τύπου θεμελιώδους κινήτρου ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν: τοῦ οἰκονομικοῦ κινήτρου. Αὐτὸ ἁπλὰ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ὅτι ὅλες οἱ ἀνθρώπινες κοινωνίες ἀνέκαθεν σκόπευαν, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, πάνω ἀπὸ ὅλα, στὴν αὔξηση τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς κατανάλωσής τους. Ὅτι ἡ ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ εἶναι ἕνα οἰκονομικόπαραγωγικὸ ζῶο.
Πράγμα τελείως αὐθαίρετο καὶ ἀπολύτως ψευδές, ἂν ἀνατρέξει κανεὶς στὴ μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Τὰ κίνητρα, κάθε εἴδους, ποὺ καθοδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους ἀποτελοῦν κοινωνικὲς ἀξίες, κοινωνικὲς δημιουργίες καὶ ὄχι φυσικὲς καταστάσεις. Εἶναι αὐτὲς οἱ ἀξίες, ὁ πολιτισμὸς κάθε κοινωνίας ποὺ διαμορφώνει οὐσιαστικὰ τὴν “ἀνθρώπινη φύση”. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γεννιέται ἔχοντας μέσα του τὸ ὁριστικὸ νόημα τῆς ζωῆς του. Αὐτὸ διαμορφώνεται ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ στὸν ὁποῖο ὑπόκειται ἡ κοινωνία ποὺ ζεῖ. Ἑπομένως ἡ κατάσταση ποὺ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη φύση ὡς συνεχῶς ρέπουσα πρὸς τὴ μεγιστοποίηση τῆς συσσώρευσης ἢ τῆς κατανάλωσης περιγράφει ἁπλὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν καπιταλιστικὴ κοινωνία.
[…]
ΚΩΣΤΑΣ Ι. ΜΕΛΑΣ
[i] Γιὰ μιὰ συνολικὴ ἀντιμετώπιση τῶν μεθοδολογικῶν προβλημάτων ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ Οἰκονομικὴ Ἐπιστήμη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πῶς ἔχει ἐξελιχθεῖ στὸ πλαίσιο τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος βλ.: Κ. Μελᾶς, Ἡ Ἀτελέσφορη Ἐπιστήμη, Εὐρασία, 2013.
[ii] Κ. Καστοριάδης, Ἡ Ὀρθολογικότητα τοῦ Καπιταλισμοῦ, Ὕψιλον /βιβλία, 1998.
[iii] Κ. Τσουκαλᾶς, Εἴδωλα Πολιτισμοῦ, Θεμέλιο, 1991. Βεβαίως διαφωνῶ ρητὰ μὲ τὴν ἄποψη τοῦ Τσουκᾶ, ὅτι ἡ πολιτικὴ ἀποτελεῖ ἕνα ἁπλὸ ὑποσύστημα ὅπως τὰ ἄλλα.
[iv] Κ. Μελᾶς, Συζητώντας γιὰ τὴ Μακροοικονομική. https://www.scribd.com/doc/57385782. Αθήνα, 2004· Κ .Μελᾶς, «Εἰσαγωγή»: D. Landes, Ὁ Πλοῦτος καὶ ἡ Φτώχεια τῶν Ἐθνῶν, A. Α. Λιβάνη, 2005.
[v] Π. Κονδύλης, Τὸ Πολιτικὸ καὶ ὁ Ἄνθρωπος, Θεμέλιο, 2007.
[vi] St. Levitt St. Dubner: Σημεία και Τέρατα της Οικονομίας. ΑΑ. Λιβάνης 2006.
[vii] Π. Κονδύλης, Θεωρία τοῦ Πολέμου, Θεμέλιο, 1997, σ. 170.
[viii] J. Laplanche – J. B. Pontalis, Λεξιλόγιο τῆς Ψυχανάλυσης, Κέδρος, 1986.
[ix] Laplanche – Pontalis, ὅ.π.
[Ἀπὸ τὸ ΝΠ5 ποὺ μόλις κυκλοφόρησε. Ἀναζητῆστε το!]