(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Γιάννη Κιουρτσάκη, τὸ ὁποῖο φιλοξενεῖται στὸ ἀφιέρωμα τοῦ ΝΠ5 στὸν Παναγιώτη Κονδύλη)
Ὅποιος ἐπιχειρεῖ τὸν ἀπολογισμὸ ἕξι χρόνων καταστροφῆς τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ θαυμάσει τὴ διορατικὴ προειδοποίηση τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’90: πὼς κάποια μέρα οἱ ἑταῖροι μας στὴν Ε.Ε. θὰ ἀρνοῦνταν «νὰ χρηματοδοτήσουν […] τὸν ἑλληνικὸ παρασιτικὸ καταναλωτισμὸ ἐπιβάλλοντας στὴν οἰκονομία [μας] αὐστηρὴ δίαιτα ἐξυγιάνσεως καὶ ἐπαναφέροντας τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο στὸ ὕψος ποὺ ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές της».[i] Μπροστὰ στὴν ἀμείλικτη ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ τοῦ λόγου, τί βαρύτητα μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ διαιωνιζόμενοι δῆθεν ἰδεολογικοὶ καβγάδες μας γιὰ τὸν καταμερισμὸ τῶν εὐθυνῶν; Ἀλλὰ ἂν ὁ Κονδύλης ἔβλεπε τόσο καθαρὰ τὸ μέλλον, ἦταν ἐπειδὴ ἔβλεπε βαθιὰ στὸ παρελθὸν τὰ δομικὰ αἴτια τῆς παρακμῆς: τὴν ἀδυναμία νὰ στεριώσει στὴ νεότερη Ἑλλάδα ἀστικὸς πολιτισμὸς ἱκανὸς νὰ οἰκοδομήσει εὔρωστη κοινωνία τῶν πολιτῶν καὶ σύγχρονο κράτος. Ἐξοῦ μιὰ μόνιμη πνευματικὴ καχεξία ποὺ δὲν ἄφησε νὰ ριζώσουν στὸ συλλογικὸ σῶμα οἱ μείζονες νεωτερικὲς ἰδεολογίες ―φιλελευθερισμός, συντηρητισμός, σοσιαλισμός― παρὰ μόνο ὡς κομματικὰ κακέκτυπα στὸ πλαίσιο τῆς ἐγχώριας πελατειοκρατίας. Ἄλλωστε, πῶς θὰ ρίζωναν, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κονδύλης διαπιστώνει ὅτι ἀπαρχαιώνονταν στὴν ἴδια τὴν εὐρωπαϊκὴ κοιτίδα τους, χάνοντας προοδευτικὰ τὸ ἱστορικό τους περιεχόμενο;[ii]
Ὡστόσο, ἡ κατάρρευση τοῦ ἐκσυγχρονιστικοῦ ὀνείρου τῆς Ἑλλάδας (καὶ ὄχι μόνο ἐκείνης) μᾶς ἐπιτρέπει ἄραγε νὰ μιλᾶμε γιὰ «ψυχοπνευματικὴ ἐξαθλίωση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ», ὅπως γράφει ἀπαξιωτικὰ ὁ Κονδύλης; Αὐτὴ ἡ ἰδέα ἔχει ἀγγίξει πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς ―δὲν ἑξαιρῶ τὸν ἑαυτό μου― πού, ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνον, τολμοῦμε ἀξιολογικὲς προσεγγίσεις· καὶ παρατηρῶ ὅτι δυναμώνει πάλι σήμερα γιὰ ἕνα τμῆμα τῆς ντόπιας διανόησης ποὺ “βδελύσσεται” τὸν λαό της, ἀκόμα κι ὅταν δὲν τὸ λέει ἀνοιχτά. Νά, ὅμως, ποὺ τοῦτος ὁ λαὸς ἔδειξε, παρὰ τὸν κατακερματισμό του, τὸ ἐμφυλιοπολεμικό του σύνδρομο καὶ τὶς αὐταπάτες του, μιὰ θαυμαστὴ ἀντοχὴ στὴ δοκιμασία του ποὺ τὴ ζηλεύουν πολὺ λιγότερο δοκιμαζόμενοι εὐρωπαϊκοὶ λαοί. Δεῖτε μονάχα πόσοι συμπατριῶτες μας στὰ ὅρια τῆς φτώχειας συμπαραστέκονται αὐθόρμητα σὲ πρόσφυγες καὶ μετανάστες.
Ἀσφαλῶς οἱ χθεσινές μας ψευδαισθήσεις δὲν μᾶς ἔχουν ἐγκαταλείψει. Ἀναρωτιέμαι, ὥστοσο, ἂν ἡ ψευδαίσθηση ὅσων ἐπιδοκίμασαν τρεῖς φορὲς τὸν Σύριζα, μὲ τὴ φθίνουσα ἐλπίδα ὅτι μποροῦσε νὰ ἀλλάξει τὴν Εὐρώπη, ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνην τῆς ἐκσυγχρονιστικῆς ἐλὶτ ποὺ θάρρεψε ὅτι μὲ τὸ Εὐρὼ ἡ Ἑλλάδα εἶχε ἐπιτέλους γίνει μιὰ ἰσχυρὴ εὐρωπαϊκὴ χώρα. Αὐτὴ ἡ χίμαιρα μοῦ φαίνεται σὰν μιὰ ἀκόμη «παραλλαγὴ τοῦ “μαζικοδημοκρατικοῦ εὐδαιμονισμοῦ”»,[iii] γιὰ νὰ μνημονεύσω πάλι τὸν Κονδύλη, ἐνῶ ἡ οὐτοπία τῶν “συριζαίων” ἐμπεριεῖχε κι ἕνα αἴτημα ἀξιοπρέπειας, καθὼς μάλιστα πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦσαν ἐξαρχῆς βέβαιη τὴν “κωλοτούμπα”.
[…]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ
[i] Παναγιώτης Κονδύλης, Πλανητικὴ πολιτικὴ μετὰ τὸν ψυχρὸ πόλεμο, Θεμέλιο 1992, 164.
[ii] Ὅ.π., 105.
[iii] Ὅ.π., 176.
[Ἀπὸ τὸ ΝΠ5 ποὺ μόλις κυκλοφόρησε. Ἀναζητῆστε το!]