Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
2. Οι αποδόσεις του Π. Α. Σινόπουλου (2/3)
Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes.
Για ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς εδώ. Για το πρώτο μέρος των αποδόσεων Σινόπουλου βλ. εδώ.
~.~
Αντιφωνάρια.
Χερουβικοί ύμνοι.
Κοντάκια Ρωμανού του
Μελωδού.
(Άγγελος Σικελιανός, Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, Αθήνα 1988, σ. 18)
Οι πολλές μεταφραστικές αποδόσεις των ύμνων του Ρωμανού αρχικά δημιούργησαν ορισμένη αμηχανία σχετικά με την επιλογή κι ανθολόγησή τους. Στην πορεία όμως, η πληθώρα τους απέβη ευεργετική, καθότι προκρίθηκε η δυνατότητα να παρουσιαστεί και να γίνει γνωστό το μεγάλο εύρος και ο θεματικός πλούτος του ποιητικού-υμνογραφικού ρωμανικού έργου, χωρίς τον περιορισμό σε συγκριτικές αποδόσεις των ίδιων ύμνων. Προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε καταδεικνύει και η μεταφραστική εργασία του Π. Α. Σινόπουλου όντας η πλέον πλούσια και ποικιλόθεμη.
Σχετικά με τον παρόντα ύμνο, που αφορά την εξύμνηση της μοναχικής ζωής σε αντιβολή με τις δυσκολίες του εγκόσμιου βίου ή και τις ίδιες τις δυσχερείς στιγμές μιας τέτοιας επιλογής βίου, ας σημειωθεί εδώ μόνον η καταγραφή ορισμένων αποσπασμάτων του ύμνου αυτού, από τον ίδιο τον Καζαντζάκη στο Αγιορείτικο ημερολόγιό του, όπως τον διάβασε κατά την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος με τον Άγγελο Σικελιανό το 1914. Αντιγράφω:
― Ἀλλ᾽ ὁ γέλως ἡμῶν ἐπὶ τούτοις πλατύς.
― Ἀπαράλειπτος γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ ψαλμοῦ Ἀλληλούϊα.
― Ἀλλ᾽ ἡμῶν ἡ γαλήνη ἀχείμαστος.
― Ἀγαθὸν οὖν, ἡσύχως τὸ ψάλλειν Ἀλληλού[ϊα].
― Πάντων τὸ πᾶν ἐστὶν ἡ προσευχή.
(Νίκος Καζαντζάκης, Άγιον Όρος, Νβρης-Δβρης 1914, Ημερολόγιο, Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια Χρ. Ντουνιά & Παρ. Βασιλειάδη, Ηράκλειο 2020, σ. 112)
~ . ~
ΥΜΝΟΣ ΛΕ΄
( «κοντάκιον εἰς μοναχούς» LIII – 55 )
Ἀπόδοση: Π. Α. Σινόπουλος
Στὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου,
Κοντάκιο ποὺ δίνει πολλὴ ὠφέλεια καὶ κατάνυξη
καὶ ψέλνεται στοὺς ὅσιους μοναχούς, ἀσκητὲς
καὶ μονάζουσες. Ἡ ἀκροστιχίδα:
ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Ο ΨΑΛΜΟΣ ΟΥΤΟΣ
Προοίμιο 1.
Κήρυκες τῆς εὐσέβειας, φίμωτρα τῆς ἀσέβειας,
οἱ θεοφόροι, ποὺ τοὺς κάνεις χαρούμενους καὶ λάμπουν στὴν ὑφήλιο.
Μὲ αὐτῶν τὶς ἱκεσίες, φύλαξέ τους ἐκείνους
ποὺ σὲ δοξάζουνε καὶ σὲ μεγαλύνουνε
καὶ σ’ ἀπόλυτη εἰρήνη σοῦ ψέλνουνε
Ἀλληλούια.
Προοίμιο 2.
Ἀπ’ τὴ ζωὴ τοῦ σήμερα, σὲ νοητὸ παράδεισο
τὴν κατοικία φτιάσαμε καὶ μὲ μετάνοια ἂς φωνάξουμε:
«Σῶσε, μόνε πονόψυχε, αὐτοὺς ποὺ καταφεύγουν σὲ σένα.
Γιατὶ τὰ πάντα ἐγκαταλείψαμε
Κι ἐσὲ μόνο ποθῶντας ψέλνουμε
Ἀλληλούια».
Οἶκος 1.
Τ’ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς τὰ ἐπρόσεχα
μὰ ἔβλεπε ὁ νοῦς μου ὅσα γίνονταν
καὶ μετρῶντας στὸ βίο τοὺς πόνους του,
τὴ ζωὴ τῶν θνητῶν κακοτύχησα.
Ἐσᾶς μονάχα ἐμακάρισα,
ποὺ διαλέξατε τὴν καλὴ μερίδα,
νὰ ποθῆτε τὸ Χριστὸ καὶ νὰ μένετε μ’ αὐτὸν
καὶ νὰ ψέλνετε τερπνὰ μὲ τὸν προφήτη Δαυὶδ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 2.
Οὔτε ἕναν δὲν εἶδα θνητὸν ἄλυπο,
καὶ ὁ κόσμος ἀλλάζει ἑκάστοτε.
Ὅσα ἔχουν καλῶς, ξάφνου ἔχουν κακῶς
κι ὁ φαιδρὸς τοῦ ἐχθὲς σήμερα εἶν’ σκληρός.
Φτωχὸς στὰ ξαφνικὰ ὁ πλούσιος,
ἀκεφιὰ ἔχει τώρα ὁ κεφάτος.
Ἀλλὰ σεῖς ἀπ’ ὅλα τοῦτα ἐλεύθεροι,
γιατὶ ἐσκλαβώσατε τὴν ψυχὴ στὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 3.
Ὑπερήφανος εἶναι ὁ πλούσιος,
τρώγοντας τοῦ φτωχοῦ κάθε δύναμη.
Κι ἂν κοπιάζει ὁ γεωργός, ὁ ἀφέντης τρυγᾶ,
μ’ ἄλλου κόπους ὁ ἄλλος εὐφραίνεται.
Μ’ ἱδρῶτες ὁ φτωχὸς μαζεύει,
καὶ μὲ μόχθους, τὰ ὅσα ὁ ἄλλος σκορπίζει.
Μὰ ἐσᾶς κάθε κόπος φυλάχτηκε
κι ἀμετάβλητη ἔχει σφραγίδα Χριστοῦ.
Ἀλληλούια.
Οἶκος 4.
Τοὺς ἀγάμους ἐλπίδες φλογίζουνε,
τοὺς ἐγγάμους φροντίδες τοὺς δέρνουνε.
Τοὺς ἀτέκνους ἡ λύπη τοὺς μάρανε,
πολυτέκνους ὁ κόπος τοὺς ἔλιωσε.
Γιὰ τὸ γάμο ἄλλοι ὀδύρονται,
κι ἄλλοι πάλι τὴν ἀτεκνία θρηνοῦνε.
Μὰ γι’ αὐτὰ τὸ δικό σας τὸ γέλιο πλατύ,
καὶ δὲν ἔχετε μέριμναν ἄλλη, παρὰ τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 5.
Ἁρμυρὸ τὸ νερὸ ποὔχει ἡ θάλασσα,
μὰ γλυκὰ στὴν κοιλιὰ τὰ φαγώσιμα.
Ριψοκίνδυνοι γίναν οἱ ἄνθρωποι,
τὸ στομάχι σ’ αὐτὸ τοὺς ἀνάγκασε.
Ζωὲς σὲ σανίδια ἐμπιστεύονται,
γιὰ τὴν τροφὴ καὶ ζάλη καταφρονοῦνε.
Μὲ ἐσᾶς ἡ γαλήνη ἀχείμαστη,
ἀντὶς ἄγκυρα ἔχετε ἐσεῖς τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 6.
Πειρατές, τρικυμίες καὶ θύελλες
παραβλέπουν ποθῶντας τὰ χρήματα.
Τὴν ὁρμὴ τῶν κυμάτων κυττάζουνε
καὶ δειλιάζουν, ἀλλ’ ὅμως δὲν φεύγουνε,
γιατὶ ἐλπίδα γιὰ πλούτη τοὺς τράβηξε,
ἔστω κι ἂν καὶ πνιγμοὺς καὶ τρομάρες θὰ ἔφερνε.
Μὰ τὸ σκάφος σας μένει ἀναυάγητο,
γιὰ λιμάνι ἀπάνεμο βρήκατε τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 7.
Ἐὰν μὲς στοὺς αἰῶνες παράμεναν
τὰ παρόντα, φθορὰ μὴ φοβούμενα,
οὔτε τότε ὅσοι ἔχουνε σύνεση
θὰ τὰ θέλανε καὶ θὰ τὰ διάλεγαν.
Κι ἂν σκεφτῆς ὅτι γρήγορα φεύγουνε
―πρὶν τὸ τέλος πολλὲς φορὲς χάνονται―
ὅποιος τ’ ἄφησε εἶν’ τρισμακάριστος,
ἂν μὲ πίστη καὶ πόθο μελετᾶ τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 8.
Ἴσως ὅλα μὲ δυὸ λόγια λέγονται:
τὰ ἐγκόσμια κι ὁ κόσμος παρέρχονται.
Ὅταν στὸ βίο τὰ πάντα κερδίσουμε,
τότε σίγουρα στὸν τάφο θὰ κατοικήσουμε.
Γι’ αὐτὸ καλὰ εἶπε ὁ πάνσοφος
«ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα».
Ἂν θά ’σαι νεκρός, πρὸς τί ὁ πλουτισμός;
Εἶν’ ὡραῖο στὰ ἥσυχα νὰ ψέλνης διαρκῶς στὸ Χριστὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 9.
Νὰ καὶ κάποιοι σὲ σᾶς μοῦ φωνάζουνε,
ὄχι μὲ τὸ στόμα τους μὰ μὲ τὸ πνεῦμα τους:
«Εἶν’ ὁ κόσμος σκληρός, καθὼς εἶπες,
ἀλλ’ ἀκόμη μ’ αὐτὸν ἀσχολεῖσαι.
Δοκάρι στέκει μπρὸς στὰ μάτια σου
καὶ πῶς βλέπεις νὰ βγάλης ἀπ’ τ’ ἀδέρφια σου χνούδι;
Ἂν καλὰ εἶν’ ὅσα λές, μὰ γιατί δὲν τὰ κάνεις;»
Ἔχεις τὸ κρίμα πάνω σου μὴ μελετώντας τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 10.
Ὅμως ὅλοι τὸ λόγο δὲν δέχτηκαν,
ποὺ ὁ Κύριος τότε τοὺς πρόσταξε.
Κι ἂν στὸν ἕναν τὸ εἶπε, γιὰ ὅλους μας ἤτανε:
«Νὰ πουλήσης τὰ πάντα κι ἀκολούθα με».
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν ὡς φρόνιμοι,
κι ἄλλοι ἀδιαφόρησαν, ὅπως οἱ ὅμοιοί μου.
Τέτοιος εἶμαι κι ἐγώ, κι ἂς μὴν μοῦ τὸ εἴπατε,
καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μοῦ πῆτε ζητῶ τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 11.
Ὑποκίνησα τὴ διάθεση μέσα σας
μὲ ψαλμοὺς νὰ ὑμνῆτε τὸν Κύριο,
ὥστε ὅταν ὁ μιστὸς θὰ σᾶς δίνεται,
τ’ ὄνομά μου μὲ σᾶς ν’ ἀναφέρεται.
Καὶ γι’ αὐτὸ ἂς ἀκοῦτε τὰ λόγια μου,
ἀλλ’ ἀπὸ τὶς πράξεις μου πέρα νὰ τραβηχτῆτε.
Ν’ ἀγαπᾶτε τὰ λόγια μου καὶ ὄχι τὰ ἔργα,
καὶ δὲν ἔχω τραγούδι, παρὰ τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 12.
Ρέει πηγὴ καθαρὴ κεῖ ποὺ πήγατε,
τὴ βρωμιὰ τῆς ζωῆς ἀποφύγατε.
Τὴ ζωὴ τῶν ἀσάρκων ζηλέψατε
καὶ τὴ σάρκα σᾶς πιὰ μὴ φροντίζετε.
Μὴν ἀγαπᾶτε ὅσα ἀφήκατε.
Ὅσα γκρεμίσατε, μὴν τὰ ξαναχτίζετε,
στὸν ἐχθρὸ περιγέλιο νὰ μὴ γίνετε,
ἀλλὰ μένετε ψύχραιμοι, ψέλνοντας τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 13.
Ὢ τί πράξεις ἐσεῖς ἀποφύγατε,
ὣς καὶ σκέψη γι’ αὐτὲς ἂς μισήσετε.
Βίο δίχως φθορὰ καὶ μαλώματα
ἐδιαλέξατε ὅπως οἱ ἄγγελοι,
στὸν καθένα σας δῶστε τὴν ἀξία του.
Μὴν εἰπῆτε: “αὐτὸ δικό μου, αὐτὸ δικὸ σου”,
κι ἂν μονάζης δὲν ἔχεις δικό σου τίποτα
καὶ τὰ πάντα σὲ ὅλους ἀνήκουν, καὶ ὁ ψαλμὸς
Ἀλληλούια.
Οἶκος 14.
Μεταξύ σας ποτὲ μὴ μαλώνετε,
γιατὶ λέει: «Τί ἔχεις ποὺ εἶναι δικό σου;»
Ἂν νηστεύης, μὴν κρίνης ὅποιον τρώει
κι ὅποιος τρώει ἂς τιμᾶ ὅποιον νηστεύει.
Γιατὶ τρώει ὁ ἕνας ποὺ εἶν’ ἄρρωστος,
ὁ ἄλλος πάλι ἀπὸ ἐγκράτεια νηστεύει.
Ἄλλος εἶναι στὸ μόχθο, κι ἄλλος ψέλνει μὲ πόθο,
μὰ ἕνας ὁ μιστὸς σ’ ὅποιον ποθεῖ τὸ Χριστό,
Ἀλληλούια.
Οἶκος 15.
Ἀλλὰ κάποιος θὰ πῆ «ἔχω καύχημα
μεγαλύτερο, γιατί ξέρω τὴ Γραφή».
Καὶ τί ὁ ψαρᾶς ὁ Πέτρος ἔμαθε,
ποὺ ἀπ’ τὸν Μωϋσῆ προπορεύεται;
Τῶν Αἰγυπτίων κάθε γνώση
σχεδὸν τὴν ἔμαθε ὁ προφήτης,
μὰ ὁ Πέτρος σὰν μιλᾶ σιωπᾶ ὁ Μωϋσῆς.
Μὴν περιφρονῆς τὸν ἀγράμματο, ὅταν ξέρης τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 16.
Νευρωμένοι μὲ πίστη ἂς εἴμαστε,
ἀφοῦ τὸ σῶμα τὸ παρατήσαμε,
κι ὡπλισμένοι μὲ ἄσματα κι ἄγρυπνοι.
Κι ὁ μοναχὸς τί ἔχει γιὰ ὅπλο του;
Στὸν ἡγούμενο πρᾶος κι ὑποταγμένος,
ν’ ἀγαπᾶ τὸ Χριστό, στοργικὸς στοὺς ἀδερφοὺς
καὶ πρόθυμος νὰ εἶναι τὸν καιρὸ τοῦ ψαλμοῦ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 17.
Ὅταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον ὑψώνεται,
τότε ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ περιπαίζεστε.
Ἔργο ἔχει νὰ μπαίνη ἀνάμεσα,
νὰ φουσκώνη τὸ νοῦ στοὺς ἀδύνατους ἀδερφούς.
Τὸν ἕναν ὑψώνει πὼς εἶναι καλλίφωνος,
καὶ τὸν ἄλλον τὸν φουσκώνει ὅτι εἶναι τρανόλαλος,
τοὺς τυφλώνει αὐτὸς καὶ γελάει μ’ αὐτούς.
Μὰ μὲ σκέψη καθαρὴ νὰ σταθῆτε στὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 18.
Ὑπογείως πολλὲς φορὲς ἔρχεται
στὸν ἀδερφὸ καὶ τοῦ λέει: «Γιατί μάταια μοχθεῖς;
Νὰ ποὺ ἄλλος δὲ δουλεύει, μὰ ἔχει πρωτεῖα.
Μ’ ἀφορμὴ τὴ φωνὴ προτιμήθηκε».
Κι ἐκεῖνος πίστεψε σὰν ἐλαφρόμυαλος
σ’ αὐτὰ καὶ παράτησε ὅ,τι θὰ τὴν δικαίωνε
κι ἀφήνει τὴ δουλειὰ καὶ πιάνει τὴ λαλιά.
Μὰ ποτὲ μὴν ἀκουστῆ, παρεκτὸς μὲ τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 19.
Ὁπλιστῆτε μὲ πίστη, νὰ στεκόσαστε
μὲ γερτὸ χαμηλὰ τὸ κεφάλι σας,
μὲ τὸ σῶμα στὴ γῆ γέρνοντας,
μὲ τὴν ψυχὴ τὸ Χριστὸ πάνω βλέποντας,
παραφυλάγοντας κι ἐπιδιώκοντας
ἀποδημία ἀπ’ τὸ βίο τοῦτο,
καὶ κατοικία στῶν Ἁγίων Πάντων τὶς σκηνές,
ὥστε, ὅπως ἐδῶ, νὰ τραγουδᾶτε τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 20.
Ψυχή σας νά ’ναι ὁ κανόνας, ποθῆστε τον,
ποὺ σωστὰ καὶ σοφὰ τὸν διαλέξατε.
Διαφορὲς μεταξύ σας ἂν ἔχετε,
τόπο στὸν πονηρὸ νὰ μὴ δώσετε.
Κανεὶς μὴν τρέχει πρὸς τὴν ἔξοδο.
Σὰ λιοντάρι σᾶς κυνηγᾶ ὁ πανοῦργος
καὶ τὴ μάντρα γυρνᾶ γιὰ νὰ φάη ἀρνιά.
Κανεὶς λοιπὸν μὴν παύη νὰ ψέλνη συνεχῶς τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 21.
Ἂν ὁ νοῦς σου σὲ σκανδαλίζει κάποτε
καὶ σ’ ἐρεθίζει μ’ αὐτὴ τὴν ἔξοδο
καὶ λέει: «Ἐδωπέρα τί κλείστηκες;
Πόσοι ἀπέξω δὲν ἔγιναν δίκαιοι;»
νὰ πῆς ἀμέσως ὅσα ἔμαθες,
ὅτι «εἶδα στὸν κόσμο ἀντιλογία
καὶ στὶς πόλεις πολλὴ ἀνομία.
Γι’ αὐτὸ ἐδῶ κατοικῶ καὶ κελαϊδῶ τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια».
Οἶκος 22.
Λέει πάλι σὲ σέ: «Καὶ πῶς δύνεσαι
τὸν κανόνα νὰ τηρῆς τοῦ μονάζοντος;
Ὁ ζυγὸς καὶ βαρὺς καὶ δυβάσταχτος
κι ὅταν δὲν τὸν ἀντέχεις εἶσαι ἄχρηστος».
Νὰ πῆς ἀμέσως στὸν ὕπουλο:
«Ὁ κανόνας ἀπαιτεῖ τὸ κατὰ δύναμη.
Κι ἂν αὐτὸ δὲν τὸ μάθω, τὸ ἄλλο κρατῶ.
Ἂν δὲν μπορῶ τὴ δουλειά, μελετῶ τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια».
Οἶκος 23.
Μαζὶ μὲ τοὺς ἐργάτες ποὺ κάλεσε
μέσα στὸν ἀμπελώνα ὁ Κύριος,
γιὰ ἐργασία καὶ σεῖς προσπαθήσατε.
Τῆς ψυχῆς τὸ σαθρὸ τὸ ἀφήσατε
καὶ βίο ἀγγέλων ἀρχίσατε,
γιὰ νὰ περᾶστε στὴν ἐντέκατη ὥρα
μὲ ὅσους ὑποφέραν τὸ ἡλιόκαμα.
Κι ὁ δικός σας ὁ κλῆρος εἶναι ὁ μιστὸς
Ἀλληλούια.
Οἶκος 24.
Ὅταν εἶπε «ἐγὼ εἶμαι ἡ ἄμπελος
καὶ ἐσεῖς τὰ δικά μου τὰ κλήματα»,
γιὰ νὰ δείξη σ’ ἐμᾶς τὴ συνάφεια
τὴ δική του μ᾽ ἐμᾶς εἶπε αὐτό.
Καὶ γι’ αὐτὸ ἂς ἐργαζόμαστε,
ὥστε ἔτσι νὰ γενόμαστε μὲ κόπο
καθὼς αὐτὸς σ’ ἐμᾶς, ὅμοια κι ἐμεῖς σ’ αὐτόν,
γιατὶ θέλει καὶ χαίρεται ν’ ἀκούη τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 25.
Σταθεροὶ μὲ τὴν πίστη, νὰ στεκόσαστε
μὲ γερτὸ χαμηλὰ τὸ κεφάλι σας
μὲ τὸ βλέμμα στὴ γῆ κάτω ρίχνοντας,
μὲ τὴν ψυχὴ τὸ Χριστὸ πάνω βλέποντας,
παραφυλάγοντας καὶ περιμένοντας
μετὰ ἀπὸ τὴ μετάσταση τοῦ βίου τούτου
νὰ κατοικῆστε στῶν ἁγίων τὶς σκηνές,
ὥστε, ὅπως ἐδῶ, νὰ λέτε κι ἐκεῖ τὴν ὠδὴ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 26.
Ὁ καιρὸς τῆς χαρᾶς σας πλησίασε,
γιατὶ ὁ Κύριος γρήγορα ἔρχεται.
Ὁ νυμφώνας γιὰ τὸν νυμφίο εἶν’ ἕτοιμος
κι ἐσεῖς μὲ τὶς λαμπάδες ἀστράφτετε.
Σὰν νουνεχεῖς, παρθένοι μείνετε.
Ἡ παρθενία εἶναι τῆς ψυχῆς ἁγνότητα,
καὶ βοηθᾶ γιὰ νὰ βλέπετε τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ
καὶ μὲ δᾶδες, γι’ αὐτόν, νὰ τοῦ λέτε τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 27.
Ὕπαρξη εἶμαι ποὺ τώρα σᾶς δίδαξε
τότε στὸ μέλλον νὰ μὲ κατακρίνετε.
Γι’ αὐτὸ δεηθῆτε στὸν Κύριο,
ὥστε ἄνεση νἄβρω μὲ ὅλους ἐσᾶς
καὶ ν’ ἀπολαύσω μαζί σας κι ἐγὼ
τὴ χαρὰ τὴν αἰώνια τότε.
Τοῦ Θεοῦ εὐωδία εἶστε ἐσεῖς
καὶ ζητῶ ἀπὸ σᾶς νὰ ψέλνετε πάντα μαζὶ
Ἀλληλούια.
Οἶκος 28.
Τῶν ἀγγέλων νὰ ζῆτε ἀπὸ τώρα ζωή,
μέγα δῶρο σᾶς ἔδωκε ὁ Κύριος.
Μεγαλύτερο πάλι εὑρήκατε
νἄχετε σὰν ἀδερφὸ τὸν ἡγούμενο,
ποὺ ἥσυχα ὅλους ἀνέχεται,
φτωχὸς σὲ πάθη, μὲ πλούσια φρονιμάδα,
κατὰ τάξιν ἀνώτερός σας καὶ ποτὲ ἐναντίον σας,
γιὰ ὅλους στοργή, καὶ ὅλους καλεῖ νὰ εἰποῦν
Ἀλληλούια.
Οἶκος 29.
Ὁ λόγος δὲν μοῦ φτάνει γιὰ ἔπαινο
μπρὸς σ’ ἐκείνου τὴν τόση ἡμερότητα!
Μὰ σὲ σᾶς μαρτυρές μου ὑπάρχουν
καὶ τὰ ἔργα τους στηρίζουν τοὺς λόγους μου.
Ὅταν πολλὲς φορὲς ἔφυγαν
πολλὰ ἀπ’ τὰ ἀρνιὰ ἔξω ἀπ’ αὐτὴ τὴ μάντρα
καὶ μ’ αὐτοῦ τὴν εὐχὴ ξαναγύρισαν,
τοὺς ἐδέχτηκε πάλι καὶ τοὺς ἕνωσε νὰ λὲν
Ἀλληλούια.
Οἶκος 30.
Σύ, λοιπόν, Δέσποτα, σὰν παντοδύναμος,
τὴ ζωή μας ὁλόκληρη κυβέρνησε.
Μὲ τὸν βοσκὸ τὴν ποίμνη συντήρησε,
μὲ τὶς προσευχές του κι ἐμένα στήριξε.
Τοῦ ἡγουμένου τὸ μνημόσυνο
πολλὰ χρόνια νὰ δώσης νὰ τὸ τελοῦμε
καὶ τὴ βασιλεία σου πάντα νὰ ὑμνοῦμε.
Ἀγαθὸ τὸ νὰ λέμε συχνὰ τὸν ψαλμὸ
Ἀλληλούια.
Πρωτοδημοσιευμένο στη Νέα Εστία, τχ. 1100 (1 Μαΐου 1973), σ. 561-566˙ τώρα Π. Α. Σινόπουλος, Ρωμανού του Μελωδού: Κοντάκια Α΄, Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1974, σ. 82-94.
~•~
ΥΜΝΟΣ ΛΕ΄
( «κοντάκιον εἰς μοναχούς» LIII- 55 )
Το πρωτότυπο κείμενο
Τῷ σαββάτῳ τῆς τυροφάγου, κοντάκιον πολλὴν ἔχον ὠφέλειαν
καὶ κατάνυξιν, ψαλλόμενον εἰς ὁσίους μοναχούς,
ἀσκητὰς καὶ μοναζούσας. Ἡ ἀκροστιχίς˙
τ ο ῦ τ α π ε ι ν ο ῦ Ῥ ω μ α ν ο ῦ ὁ ψ α λ μ ὸ ς ο ὗ τ ο ς.
Ἦχος πλάγιος δ´, πρός˙ Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Προοίμιον I
Ὡς εὐσεβείας κήρυκας καὶ ἀσεβείας φίμωτρα
τῶν θεοφόρων τὸν δῆμον ἐφαίδρυνας τῇ ὑφηλίῳ λάμποντα˙
ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις ἐν εἰρήνῃ τελείᾳ
τοὺς σὲ δοξάζοντας καὶ μεγαλύνοντας
διαφύλαξον ψάλλειν καὶ ᾄδειν σοι˙ Ἀλληλούϊα.
[…]
Προοίμιον III
Οἱ ἐκ τοῦ βίου σήμερον πρὸς νοητὸν παράδεισον
τὴν κατοικίαν ποιήσαντες ἅπαντες ἐν μετανοίᾳ κράξωμεν˙
«Σῶσον, μόνε οἰκτίρμων, τοὺς εἰς σὲ προσφυγόντας˙
ἰδοὺ γὰρ ἅπαντα ἐγκατελίπαμεν,
καὶ σὲ μόνον ποθοῦντες ψάλλομεν˙ Ἀλληλούϊα.»
[…]
1 | Τοῖς τοῦ βίου τερπνοῖς ἐνητένιζον, λογισμῷ θεωρῶν τὰ γινόμενα,
καὶ σκοπήσας αὐτοῦ τὰ ἐπώδυνα τὴν ζωὴν τῶν βροτῶν ἐταλάνισα·
ὑμᾶς δὲ μόνους ἐμακάρισα τοὺς καλὴν ἐπιλεξαμένους μερίδα,
τὸ ποθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ συμμένειν αὐτῷ
καὶ συμψάλλειν τερπνῶς τῷ προφήτῃ Δαυίδ· Ἀλληλούϊα.
2 | Οὐδὲ ἕνα βροτῶν εὗρον ἄλυπον· ὁ γὰρ κόσμος ἑκάστοτε τρέπεται·
ὃν γὰρ εἶδον τῇ χθὲς ἐπαιρόμενον νῦν ὁρῶ ἀπὸ ὕψους ἐκπίπτοντα,
πτωχὸν αἰφνίδιον τὸν πλούσιον, ἐνδεῆ καὶ πεινῶντα τὸν εὐποροῦντα·
ἀλλ’ ὑμεῖς τούτων πάντων ἐστὲ παρεκτός·
ἐδουλώθητε γὰρ ψυχικῶς τῷ ψαλμῷ· Ἀλληλούϊα.
3 | Ὑψαυχεῖ κατὰ πένητος πλούσιος, κατεσθίων αὐτοῦ πᾶσαν ὕπαρξιν·
κοπιᾷ γεωργὸς καὶ ὁ κτήτωρ τρυγᾷ· ἄλλου κάμνοντος, ἄλλος εὐφραίνεται·
ἱδρῶν συνάγει ὁ πενόμενος ἵνα μόχθῳ κομίσηται ἃ σκορπίζει·
ἀλλ’ ὑμῶν πᾶς ὁ κόπος πεφύλακται·
οὐ γὰρ ἔχετε μέριμναν ἄλλην εἰ μὴ ἀλληλούϊα.
4 | Τοὺς ἀγάμους ἐλπίδες συγκόπτουσι, τοὺς ἐν γάμῳ φροντίδες συντήκουσι·
τοὺς ἀτέκνους ἡ λύπη ἐμάρανε, πολυτέκνους ἡ θλῖψις ἀνάλωσεν·
οἱ μὲν τῷ γάμῳ ἐποδύρονται, ἄλλοι πάλιν τὴν ἀτεκνίαν θρηνοῦσιν·
καὶ ὑμῶν ἐπὶ τούτοις ὁ γέλως πλατύς·
ἀπαράλλακτος γὰρ ἡ χαρὰ ἡ ὑμῶν· ἀλληλούϊα.
5 | Ἁλμυρὰ τῆς θαλάσσης τὰ ὕδατα, γλυκηρὰ τῇ κοιλίᾳ τὰ βρώματα·
ῥιψοκίνδυνοι πλέουσιν ἄνθρωποι· ἡ γαστὴρ γὰρ αὐτοὺς κατηνάγκασε·
ψυχὰς σανίσιν ἐμπιστεύουσιν, τροφῆς χάριν καὶ ζάλης καταφρονοῦσιν·
ἀλλ’ ὑμῶν ἡ γαλήνη ἀχείμαστος·
ὡς λιμένα γὰρ εὔδιον ἔχετε ἀεὶ ἀλληλούϊα.
6 | Πειρατὰς καὶ χειμῶνος τοὺς κλύδωνας παρορῶσιν οἱ χρήματα στέργοντες·
τῶν κυμάτων τὸ γαῦρον θεώμενοι δειλιῶσιν, ἀλλ’ ὅμως οὐ φεύγουσιν·
ἐλπὶς γὰρ πλούτου τούτους ἕλκουσα, κἂν πνιγμὸν ἀπειλήσῃ, οὐ καταπλήττει·
τὸ δὲ σκάφος ὑμῶν ἀναυάγητον·
ὡς γὰρ ἄγκυρα ἔστιν ὑμῖν ὁ ψαλμός· ἀλληλούϊα.
7 | [Εἰ καὶ μέχρις αἰῶνος παρέμενον τὰ παρόντα μηδέπω λυόμενα,
οὐδὲ οὕτως τοῖς ἔχουσι σύνεσιν αἱρετὰ καὶ ποθούμενα ἔδοξεν·
ὅτι δὲ τὸ τάχος παρέρχονται καὶ πρὸ τέλους πολλάκις ὀλλύμενα,
ὁ ἐάσας αὐτὰ τρισμακάριστος,
ἐὰν πίστει καὶ πόθῳ μελετᾷ τὸν ψαλμόν· Ἀλληλούϊα.]
8 | Ἵνα δὲ συνελὼν εἴπω, ἅπαντα τὰ ἐν κόσμῳ σὺν κόσμῳ παρέρχεται·
ὅτε πάντα γὰρ βίου κερδήσομεν, τότε τάφῳ οἱ πάντες οἰκήσομεν·
καλῶς οὖν ἔφησεν ὁ πάνσοφος· «Ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα».
Εἰ γὰρ ἔστι θανεῖν, διὰ τί μοι καμεῖν;
Ἀγαθὸν οὖν ἡσύχως τὸ ψάλλειν Θεῷ· Ἀλληλούϊα.
9 | Νῦν εἰσὶν ἐν ὑμῖν οἱ βοῶντες μοι, κἂν μὴ στόματι, ἀλλὰ τῷ πνεύματι·
«Πονηρὸς μὲν ὁ βίος, ὡς ἔφησας, σὺ δὲ τούτου ἀκμὴν ἀπησχόλησαι·
δοκὸς ἐπίκειται σοῖς ὄμμασι, καὶ πῶς βλέπεις τὸ κάρφος τῶν ἄλλων ἆραι;
Εἰ καλὸν ὃ λαλεῖς, διὰ τί μὴ ποιεῖς;»
Ἀληθῶς κατακέκριμμαι, μὴ μελετῶν· Ἀλληλούϊα.
10 | Ὅμως μέντοι οὐ πάντες ἐχώρησαν ὡς προσέταξεν πᾶσιν ὁ κύριος·
τῷ ἑνὶ γὰρ εἰπών, πᾶσιν ἔφησεν· «Πώλησόν σου τὰ πάντα καὶ ἕπου μοι.»
Οἱ μὲν οὖν ἤκουσαν ὡς φρόνιμοι, οἱ δὲ οὔτε προσέσχον ὡς ὅμοιοί μου·
ἐξ αὐτῶν γάρ εἰμι, κἂν μὴ λέγῃ μοί τις·
διὰ τοῦτο ὑμᾶς ἐξαιτῶ τὴν ᾠδήν· Ἀλληλούϊα.
11 | Ὑπεκκαίω ὑμῶν τὴν προαίρεσιν πρὸς τὸ ψάλλειν καὶ τέρπειν τὸν κύριον,
ἵν’ ὑμῖν ὁ μισθὸς ὅταν δίδοται, σὺν ὑμῖν καὶ ἡ μνήμη μου γένηται.
Ἀκούσατε οὖν τῶν ῥημάτων μου, τῶν δὲ πράξεων πόρρω ἀποχωρεῖτε·
ἀγαπᾶτε τοὺς λόγους τῶν ἔργων ἐκτός·
οὐ γὰρ ἔχω εἰπεῖν ὑμῖν ἄλλο εἰ μὴ ἀλληλούϊα.
12 | Ῥύπον βίου καλῶς ἀπεφύγετε καὶ πηγῇ καθαρᾷ προσεφύγετε·
τῶν ἀσάρκων τὸν βίον ζηλώσαντες τῆς σαρκὸς μὴ ποιεῖσθε τὴν πρόνοιαν·
μὴ ἀγαπᾶτε ἃ ἀφήκατε, οὓς ἐλύσατε μὴ ἐποικοδομεῖτε,
ἵνα μὴ τῷ ἐχθρῷ γέλως γένησθε,
ἀλλὰ στήκοντες νήφετε ἐν τῇ ᾠδῇ· Ἀλληλούϊα.
13 | Ὧν τὸν βίον καλῶς ἀπεφύγετε, τούτων νῦν καὶ τὴν μνήμην μισήσατε·
ἀφιλόνεικον βίον καὶ ἥσυχον ἀναλάβετε ἅπαξ ὡς ἄγγελοι,
τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι· μὴ ἐρεῖτε· «Τοῦτο σόν», ἢ «Τοῦτο ἐμόν»·
οὐ γὰρ ἔχει μονάζων τι ἴδιον,
ἀλλὰ πάντων τὸ πᾶν ἔστω ἡ προσευχή· Ἀλληλούϊα.
14 | Μὴ ἀλλήλων ἁπλῶς κατεπαίρεσθε· «Τί γὰρ ἔχεις, φησίν, ὃ οὐκ ἔλαβες;»
Ὁ νηστεύων μὴ κρίνῃ τὸν τρώγοντα, καὶ ὁ τρώγων τιμάτω τὸν ἄσιτον·
ὁ μὲν γὰρ τρώγει δι’ ἀσθένειαν, ὁ δὲ πάλιν νηστεύει δι’ ἐγκράτειαν·
ἄλλος κάμνει μοχθῶν, ἄλλος ψάλλει ποθῶν,
εἷς δέ ἐστιν μισθὸς ἀμφοτέροις ὑμῖν· ἀλληλούϊα.
15 | Ἀλλ’ ἐρεῖ τις· «Ἐγὼ περισσότερον, ὡς εἰδὼς τὰς γραφάς, ἔχω καύχημα.»
Τί οὖν ὁ ἁλιεὺς Πέτρος ἔμαθεν, ὅτι τοῦ Μωϋσέως προτέτακται;
Τῶν Αἰγυπτίων πᾶσαν φρόνησιν, ὥσπερ ἔπος, ἐξέμαθεν ὁ προφήτης,
καὶ τοῦ Πέτρου λαλοῦντος σιγᾷ Μωϋσῆς·
μὴ βδελύξῃ οὖν τὸν ἀμαθῆ ὁ μαθών· ἀλληλούϊα.
16 | Νευρωθῶμεν τῇ πίστει σφιγγόμενοι, οἱ τῷ σώματι ἀποταξάμενοι·
οἱ μισοῦντες ἡμᾶς οὐ καθεύδουσι· ὁπλισώμεθα οὖν, ἵνα ἴδωσι·
καὶ τί τὸ ὅπλον τοῦ μονάζοντος· ὑποτάσσεσθαι πράως τῷ ἡγουμένῳ,
ἀγαπᾶν τὸν Χριστὸν καὶ φιλεῖν ἀδελφοὺς
καὶ εὐπρόθυμον εἶναι αὐτὸν ἐν καιρῷ. Ἀλληλούϊα.
17 | Ὅταν εἰς καθ’ ἑνὸς ὑπεραίρεσθε, τότ’ ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ παρεμπαίζεσθε·
ἔργον ἔχει γὰρ τοῦ ὑπεισέρχεσθαι καὶ φαντάζειν τὸν νοῦν τῶν σαθρῶν ἀδελφῶν·
τὸν μὲν ἐπαίρει ὡς καλλίφωνον, τὸν δὲ πάλιν ὡς τρανόλαλον φυσιοῖ,
καὶ τυφλώσας αὐτοὺς ἐγγελᾷ πρὸς αὐτούς·
μὴ οὖν τις ἐξ ὑμῶν καταλείπῃ ποτὲ ἀλληλούϊα.
18 | Ὑπεισῆλθε πολλάκις τῷ κάμνοντι ἀδελφῷ καί φησι· «Τί εἰς μάτην μοχθεῖς;
Ἰδοὺ ἄλλος μὴ κάμνων πρωτεύει σου· σὺ δὲ πάντων τυγχάνεις περίψημα.»
Κἀκεῖνος τούτοις ὡς ἁπλούστερος πεισθεὶς εἴασεν ὅθεν ἐδικαιοῦτο,
καὶ λιπὼν τὸ μοχθεῖν μελετᾷ τὸ λαλεῖν·
μὴ οὖν σχῶμεν ποτὲ λαλιὰν παρεκτὸς ἀλληλούϊα.
19 | [Ὁπλισθέντες τῇ πίστει ἑστήκατε τοὺς αὐχένας ὑμῶν κάτω κλίναντες,
τὸ μὲν σῶμα εἰς γῆν κάτω νεύοντες, τῇ ψυχῇ δὲ Χριστὸν ἄνω βλέποντες,
καραδοκοῦντες καὶ σπουδάζοντες μεταστῆναι τοῦ βίου τούτου
καὶ κατοικῆσαι ἐν ταῖς τῶν ἁγίων πάντων σκηναῖς,
ἵνα ὥσπερ ἐνταῦθα ἀναβοᾶτε τὴν ᾠδήν· Ἀλληλούϊα.]
20 | Ψυχικῶς τὸν κανόνα ποθήσατε ὃν καλῶς καὶ φρονίμως ᾑρήσασθε·
μετ’ ἀλλήλων ἐὰν ἀμφιβάλητε, χώραν τῷ πονηρῷ μὴ παρέχετε.
Μηδεὶς ῥεπέτω πρὸς τὴν ἔξοδον· ὡς γὰρ λέων θηρεύει ὁ πανοῦργος
καὶ τὴν μάνδραν κυκλῶν ζητεῖ βρῶσιν ἀμνῶν·
μή τις οὖν καταλίπῃ ποτὲ τὸν ψαλμόν· Ἀλληλούϊα.
21 | Ἂν ὁ νοῦς σού ποτε σκανδαλίσῃ σε ἐρεθίζων σε ἐπὶ τὴν ἔξοδον
καί φησι· «Τί ἐνταῦθα συγκέκλεισαι; Πόσοι ἔξωθεν ἐδικαιώθησαν»,
εἰπὲ εὐθέως ἅπερ ἔμαθες, ὅτι «Εἶδον ἐν κόσμῳ ἀντιλογίαν
καὶ πολλὴν ἀνομίαν ἐν πόλεσιν·
διὸ μένω ἀεὶ κελαδῶν τῷ Θεῷ· Ἀλληλούϊα.»
22 | Λέγει πάλιν πρὸς σέ· «Καὶ πῶς δύνασαι τῷ κανόνι στοιχεῖν τοῦ μονάζοντος;
ὁ ζυγὸς γὰρ βαρὺς καὶ δυσαύχενος, καὶ ὁ τοῦτον μὴ φέρων ἀχρήσιμος.»
Ἐρεῖς εὐθέως πρὸς τὸν δόλιον· «Ὁ κανὼν κατὰ δύναμιν ἀπαιτεῖ με·
ἂν γὰρ τοῦτο μὴ θέλω, τὸ ἄλλο κρατῶ·
ἂν μὴ ἰσχύσω καμεῖν, μελετῶ τὸν ψαλμόν· Ἀλληλούϊα.»
23 | Μετὰ τῶν ἐργατῶν ὧν ἐκάλεσεν ἔνδον τοῦ ἀμπελῶνος ὁ κύριος,
τοῦ καμεῖν καὶ ὑμεῖς ἐσπουδάσατε· τὸ σαθρὸν τῆς σαρκὸς ἀπωσάμενοι
ἀγγέλων τάξιν ἀνελάβετε, ἵν’ εἰσέλθητε τὴν ἑνδεκάτην ὥραν
μετὰ τῶν ἐνεγκάντων τὸν καύσωνα·
καὶ ὑμῶν γὰρ ὁ κλῆρός ἐστι τῆς ᾠδῆς· Ἀλληλούϊα.
24 | Ὁ εἰπών· «Ἐγὼ πέλω ἡ ἄμπελος καὶ ὑμεῖς μου ὑπάρχετε κλήματα»
ἑρμηνεύων ἡμῖν τὴν συνάφειαν τὴν αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς τοῦτο ἔφρασε·
διὸ ἐν τούτῳ ἐργασώμεθα ἵνα οὕτω γενώμεθα μετὰ κόπου
ὡς αὐτὸς ἐν ἡμῖν καὶ ἡμεῖς ἐν αὐτῷ,
ὅτι θέλει καὶ χαίρει ἀκούειν ἡμῶν· Ἀλληλούϊα.
25 | Στερρωθέντες τῇ πίστει οὖν στήκετε, τοὺς αὐχένας ὑμῶν κάτω κάμπτοντες,
τῇ ψυχῇ δὲ Χριστὸν ἄνω βλέποντες· τῶν ἐν γῇ παντελῶς μὴ φροντίσητε,
καραδοκοῦντες καὶ σπουδάζοντες μετὰ τὸ μεταστῆναι τοῦ βίου τούτου
κατοικῆσαι ἐν ταῖς τῶν ἁγίων μοναῖς,
ἵνα ὥσπερ ἐνταῦθα βοᾶτε κἀκεῖ· Ἀλληλούϊα.
26 | Ὁ καιρὸς τῆς χαρᾶς ὑμῶν ἔφθασεν· ὁ γὰρ κύριος τάχιον ἔρχεται,
ὁ νυμφὼν τὸν νυμφίον ἐκδέχεται, καὶ ὑμεῖς ταῖς λαμπάσιν ἀστράπτετε·
ὡς εὖ φρονοῦντες παρθενεύετε· παρθενεία γάρ ἐστι ψυχῆς ἁγνεία,
δι’ ἧς ἔχετε βλέπειν τὴν δόξαν Χριστοῦ
δᾳδουχοῦντες αὐτῷ καὶ βοῶντες ἀεί· Ἀλληλούϊα.
27 | Ὑπ’ ἐμοῦ νῦν ὑμεῖς ἐδιδάχθητε κατακρίνειν ἐμὲ τότε μέλλοντες·
διὰ τοῦτο κυρίῳ δεήθητε ἵνα ἄνεσιν εὕρω σὺν πᾶσιν ὑμῖν
καὶ ἀπολαύσω σὺν ὑμῖν κἀγὼ τῆς χαρᾶς ἐκείνης τῆς αἰωνιζούσης·
τοῦ Θεοῦ γάρ ἐστε εὐωδία ὑμεῖς,
καὶ αἰτοῦμαι ὑμᾶς τοῦ συμψάλλειν ἀεί· Ἀλληλούϊα.
28 | Τῶν ἀγγέλων τὸν βίον βιῶσαι νῦν μέγα ὑμῖν παρέσχεν ὁ κύριος·
μεῖζον πάλιν καὶ τοῦτο εὑρήκατε, ἔχειν ὡς ἀδελφὸν τὸν ἡγούμενον
πραέως πάντων ἀνεχόμενον, πτωχὸν ἤθει καὶ πλούσιον τῇ φρονήσει,
τάξει ὑπὲρ ὑμᾶς καὶ βουλῇ καθ’ ὑμᾶς,
πάντας στέργοντα, πάντας καλοῦντα εἰπεῖν· Ἀλληλούϊα.
29 | Οὐκ ἀρκεῖ μοι ὁ λόγος πρὸς ἔπαινον τῆς τοσαύτης αὐτοῦ ἡμερότητος·
καὶ εἰσὶν ἐν ὑμῖν μαρτυροῦντές μοι καὶ κυροῦντες τοῖς λόγοις τοὺς λόγους μου,
ὅτι πολλάκις ἀπεδήμησαν ἐκ τῆς μάνδρας ταύτης πολλοὶ τῶν ἀμνῶν
καὶ τῇ τούτου εὐχῇ ἐπανέλυσαν,
οὓς δεξάμενος πάλιν προσήνωσε βοᾶν· Ἀλληλούϊα.
30 | Σὺ οὖν, δέσποτα, ὡς παντοδύναμος τὴν ζωὴν ἡμῶν πᾶσαν κυβέρνησον·
τῷ ποιμένι τὴν ποίμνην συντήρησον, καὶ ἐμὲ ταῖς εὐχαῖς αὐτοῦ στήριξον·
τοῦ ἀγελάρχου τὸ μνημόσυνον πολλοῖς χρόνοις ἡμῖν ἐκτελεῖν παράσχου,
καὶ τοὺς σοὺς οἰκτιρμοὺς ἐγκατάσπειρον
πρὸς τὸ ψάλλειν τερπνῶς καὶ ἀεί σοι βοᾶν· Ἀλληλούϊα.
~.~
~.~