- Ρ. Λεονταρίτου, Μυκονιάτικα σπίτια (χχ;) Ελαιογραφία σε καμβά, 73 εκ. x 50 εκ.
ΤΟΝ ΕΠΑΙΡΝΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ καί πηγαίνανε στό κλησιδάκι τοῦ Ἅϊ Δημήτρη, κτισμένο τό μισό στό δικό τους χωράφι. Ἐκείνη θυμιάτιζε καί μετά ἄναβαν μαζί τά καντήλια. Ὁ ἥλιος ἦταν ἀκόμα ψηλά καί μιά φαρδιά χρυσή λουρίδα ἔλαμπε καταμεσής τοῦ ναΐσκου. Μετά θά πήγαιναν στόν Ἅϊ Γιώργη, στόν Ἅϊ Γιάννη τόν Θεολόγο, καί τέλος στό Ἅϊ Νικόλα. Ἐκεῖ κάθονταν στή ζεστή πεζούλα καί ἀγνάντευαν τά νησιά ἀπέναντι. «Θά γίνεις παππάς, θεία;» τήν ρωτοῦσε καί τήν ξαναρωτοῦσε, καί κείνη γελοῦσε μέ τήν παιδική του ἀφέλεια. Τοῦ ἔμαθε ἀνάγνωση, γραφή καί τοῦ μετέδωσε τήν ἀγάπη της γιά τά ξωκλήσια: νά τά φροντίζουν, νά τά γαλακτίζουν, νά τά κρατοῦν καθαρά. Ἐξ αἰτίας της ἡ προσοχή του στράφηκε στήν εἰρήνη τῶν μικρῶν θυρίδων, μαγνητίστηκε ἀπό τίς κίτρινες κηλίδες ὤχρας πάνω στούς χλοασμένους πορόλιθους· τό ἀεράκι πού μέ τήν παραμικρή κίνηση μόλις κι ἀναρριπιζόταν ἀναστατώνοντας τίς ἀραχνίτσες – ἕνα γλυκύ μυστήριο στίς κόγχες. Μέ τά δάχτυλα ψηλάφισε τήν σταθερή τρυφερότητα στίς καμπύλες τῶν τοίχων ἀπό ἁρμολογημένη χοντρή πέτρα, τίς ἐκπλήξεις τῆς ἀσυμμετρίας. Σκιές καί φῶς ἀλληλλοσυμπληρώνονται, συνομιλοῦν, θά σκεπτόταν πολύ ἀργότερα. Ἀλλά τότε μαθήτευε σέ ἕναν κόσμο συγκεκριμένων πραγμάτων, ὄχι ἀφηρημένων ἐννοιῶν.
Νιώθει συχνά ζωντανή τήν παρουσία της καί συνομιλεῖ μαζί της .
— Λοιπόν, ξέρεις τί ἔμαθα; Οἱ ἄνθρωποι ρέουν μέσα στό σχῆμα πού ἔλαβαν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τους, ἴσως καί πιό πρίν. Κάποτε οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν μέ μαγικά πηγάδια, ἐκεῖ ὅπου φωλιάζει τό χρυσό νερό. Ἄλλοτε τό ἀνεβάζει ὥς τά χείλη τοῦ πηγαδιοῦ ἕνας ἀράπης μέ χρυσαφένιους χαλκάδες στ’ ἀφτιά καί ποτίζει τό διψασμένο παιδί. Φορές, τό τραβοῦν οἱ ἴδιοι ὡσάν μαγνῆτες γεμίζοντάς μέ χαρούμενη ἀνυπομονησία τό παιδί γιά κάτι ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον, πού θά ζήσουν μαζί… Αὐτό ἤσουν γιά μένα…
Πῶς νά σοῦ τό πῶ, οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι ἀγάλματα χυμένα στό καλούπι μιᾶς τέλειας ἀκινησίας. Ἔχουν μύρια ψεγάδια. Κι ἐσύ κι ἐγώ, καί ὅλοι. Ἀνεξάρτητα, σοῦ χρωστάω τό ἀγαλλίαμα στό ὁποῖο μέ μύησες: ἕνα ὅραμα πού, ἀνυπο- ψίαστα ἀπό μένα τόν ἴδιο, κτιζόταν στήν ψυχή μου ἐξ αἰτίας σου.
— Θά τοῦ ἔδινες μορφή καί ζωή σ’ ὅλο τόν ἐνήλικο βίο σου.
— Βίος πού περισσότερο ἔμοιαζε μέ παρατεταμένο χρόνο ἐκείνων τῶν ὡρῶν μαζί σου. Ἀκριβή μου θεία, δέ θά μποροῦσα νά σοῦ ζητήσω τίποτα ἄλλο. Συχνά ὅμως νιώθω τό ἴδιο ἀξεδίψαστο μικρό ἀγόρι…
— Ναί…πού χτυπάειπεισματικά τά πόδια του στίς πλάκες, ἀπαιτώντας διαρκῶς νέες ἐκπλήξεις…
— Καί δέν καταφέρνει τίποτα. Γιατί αὐτό πού μοῦ κόμισες, λές ἤσουν ὁ εὐαγγε- λιστής μου, κανείς δέν ἔχει τή δύναμη νά τό ἐπαναφέρει ἀκριβῶς τό ἴδιο, σέ μιάν αἰώνια ἐπανάληψη τῆς σπίθας τοῦ ξαφνιάσματος.
— Ὅμως κάτι ξεχνᾶς. Ὅταν σκαρφάλωνες στά στασίδια καί παρακολουθοῦσες κύριος οἶδε ποιό ζούμπερο ἤ τί ἀκριβῶς στά γωνιάσματα τῶν τοίχων… Ὅταν ἀκολουθοῦσες μέ τόν δείχτη τίς γραμμές στά μισόσβηστα σχήματα τῶν ἁγίων… Ὅταν σοῦ μάθαινα τήν ἀνάγνωση καί τή γραφή, ἔβλεπα καί θαύμαζα τήν ἀφοσίωση τῆς προσοχῆς σου, κι ἄς ἤσουν τόσο σκάνταλος κι ἀερικό τίς ἄλλες ὧρες. Ἡσύχασε καί κράτα τό φῶς τῆς ἀφοσίωσης στό καντηλάκι της ἀναμμένο, μή σβήσει.
Γίνεται κι ἐκείνη ἀχνή ὅπως οἱ μισόσβηστες ἁγιογραφίες, καί τόν ἀφήνει μέ τή γλύκα τῆς ἀφοσίωσης σέ κάποιο χρυσό λαδάκι, ὅπου παλιά βουτοῦσε λίγο βαμβάκι καί τόν σταύρωνε κάπου-κάπου.
— Θεία, ἔγινες τελικά παππάς; τῆς λέει πειρακτικά.
Δέν περιμένει ἀπόκριση, ἀλλά χαμογελάει καί συνεχίζει μόνος του:
_ Μέ τό χέρι σου σφιχτά στόν ὦμο μου, στεκόμασταν μπροστά στό καλοκαμω- μένο μά…ἀνορθόγραφο, σανιδένιο στασιδάκι. Εἶχε κάτι κίτρινα χαράγματα στή ράχη του. «Ὁ μαραγκός δέν ἤξερε γράμματα. Βλέπεις τώρα; Τί κρίμα!..» Δέν ἔβλεπα τίποτα, ἀλλά καταλάβαινα πώς εἶναι πολύ λυπητερό, πολύ κρίμα, νά μήν ξέρεις γράμματα… Ἀκόμα ἐκεῖ στέκει, ἀμετακίνητο : Αφιερομα Ιοανας Θεοφανο… Κι ἄχ, πόσα ὄμορφα παραμύθια μοῦ ‘λεγες. Μά πιά, τυλί’ω τή νύχτα γιά νά ξημερώσει, θειά, ἀλλά ξημέρωμα δέ βλέπω…
Φτερά ’ταν καί μαδήσανε, πουλιά ‘ταν καί πετάξαν
Δέν εἶναι ὅπως τά’ξερες, γιατί οἱ καιροί ἀλλάξαν
Ἐκείνη πού μύριζε τριαντάφυλλο γλυκό, κανέλλα καί λιβάνι, σκύβει ἔξαφνα καί τοῦ ψιθυρίζει στ’ ἀφτί:
— Ἔσύ ὅμως ἔχε τέρμενο! Ὑπομόνευε. Ἡ λαλά σου κι ἀδελφή μου δε σοῦ διηγιόταν γιά τόν στύλο τοῦ κόσμου; Γιά μένα στύλος ἦταν ὁ Χριστός καί τοῦ ἀφοσιώθηκα, ἀλλά σάμπως ὁ δρόμος γι αὐτόν δέν εἶναι ἡ ἀγαθοσύνη; Καί ἡ ἀγαθοσύνη δέν κάνει ὑπομονή;
— Ἐ τότες, δέν ὕπαρχεν ἄλλος στύλος, παρέ μόνο ἡ ἀγαθοσύνη τῶν ἀθρώπω’ π’ ἐβάστανε τό βάρος τοῦ κόσμου νά μή βουλήσει. Ἔτσι τέλειωνε τό παραμύθι.
Καί ξέρεις, θειά, τότε γελοῦσα μέ τόν τρόπο πού τά ’λεγε ἡ λαλά. Γελοῦσε κι ἐκείνη. Τώρα βουρκώνω.
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
Ὑποσημείωση : Διάσπαρτες ἀναφορές, κυρίως στίς τελευταῖες παραγράφους, καί δάνεια ἀπό τά Παραμιλητά, Γ΄Τόμος , τοῦ Παναγιώτη Κουσαθανᾶ,Ἴνδικτος,2020.