Μικρές σκέψεις για την ελληνική οικονομία 200 χρόνια μετά την επανάσταση του 1821

«Η οποιαδήποτε θεωρία είναι απείρως απλούστερη
από οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση» Π. Κονδύλης

του ΚΩΣΤΑ Ι. ΜΕΛΑ

Η σωστή απεικόνιση της φυσικής και κυρίως κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο για όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρήσεις.

Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό στη ζωή από το να ανακαλύψεις το ακριβές σημείο, από το οποίο πρέπει να παρατηρούνται και να κρίνονται όλα τα πράγματα, και ύστερα να παραμείνεις σ’ αυτό το σημείο, υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο φὸν Κλαούζεβιτς.[1]

«Στο ακίνητο σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου», κατά τη ρήση του Έλιοτ.[2]

Το βασικό λάθος που συνήθως γίνεται συνίσταται στη συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το δέον, μεταξύ περιγραφικών και κανονιστικών προτάσεων. Υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πώς θα έπρεπε να είναι η κοινωνική πραγματικότητα αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι είναι η κοινωνική πραγματικότητα.

«Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τα πάθη που μας βασανίζουν ως διαστροφές, στις οποίες οι άνθρωποι ενδίδουν από δικό τους φταίξιμο. Γι’ αυτό και συνηθίζουν να τα περιγελούν, να τα οικτίρουν, να τα στηλιτεύουν ή (όσοι θέλουν να δείχνουν πιο ευσεβείς) να τα καταριώνται. Πιστεύουν ότι έτσι επιτελούν έργο θεάρεστο και αγγίζουν την υπέρτατη σοφία, εφόσον έμαθαν να εξυμνούν με χίλιους τρόπους μιάν ανθρώπινη φύση που δεν υπάρχει πουθενά και να κατακεραυνώνουν με τους λόγους των την πραγματική. Τούτο συμβαίνει επειδή αντιλαμβάνονται τους ανθρώπους όχι όπως είναι, αλλά όπως θα τους ήθελαν οι ίδιοι να είναι. Γι’ αυτό και, ως επί το πλείστον, αντί για ηθική έγραψαν σάτιρα και δεν συνέλαβαν ποτέ μια πολιτική που να μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη».[3]

Οι αναλύσεις τέτοιου είδους στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της κοινωνικής πραγματικότητας, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάζεται ως άλλη, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε λανθασμένες ενέργειες σε σχέση με το επιδιωκόμενο.

«Πολλοί χτίσανε με το νου τους δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θάπρεπε να ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θάπρεπε να γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να καταστρέφεται μέσα σε τόσους που δεν είναι καλοί».[4]

Το διάβασμα της κοινωνικής πραγματικότητας σημαίνει αναζήτηση του ειδοποιού στοιχείου της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και της ιδιόμορφης αιτιότητας που το διέπει. Αυτό μεταφράζεται ως συνεχής προσπάθεια αναζήτησης των κινήτρων με βάση τα οποία κινητοποιούνται τα ατομικά ή θεσμικά υποκείμενα (πάντοτε κοινωνικά), των μέσων που χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τους οποίους έχουν επιλέξει.

Το διάβασμα και η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας αποτελεί ως εκ τούτου, την αφετηρία εκδήλωσης όποιων ενεργειών αποβλέπουν στην αλλαγή και στην προσαρμογή της προς νέους στόχους. Πρόκειται για μια δύσκολη επιλογή, απείρως πιο δύσκολη, από αντίστοιχες επιλογές δεοντολογικού χαρακτήρα οι οποίες εύκολα αναφέρονται στο πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Τζόυς «πως μπορεί να ονειρεύεται, αφού δεν βλέπει».[5]

Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται σήμερα η χώρα μας, αναδύονται ποικιλότροπες και πολύμορφες αντιλήψεις/ερμηνείες που απέχουν από την καταγραφή και περιγραφή της “πραγματικότητας” όπως αυτή συλλαμβάνεται, με όλες τις επιφυλάξεις και τα εγγενή προβλήματα που έχουν εντοπισθεί στη λειτουργία τους, από τις συστηματικές ανθρώπινες δραστηριότητες που ονομάζονται κοινωνικές επιστήμες.

Το ίδιο συμβαίνει με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην ελληνική οικονομία. Διαμορφώνονται και εκφράζονται απόψεις για την κατάσταση της, για την ιστορική της διαδρομή αλλά και για τις μελλοντικές της προοπτικές που όχι μόνο εμπεριέχουν συστηματικά λάθη και ανακρίβειες, αλλά πολλές φορές και συνειδητές διαστρεβλώσεις με σκοπό την εξυπηρέτηση ιδεολογικών αντιλήψεων αλλά και ποταπών πολιτικών στοχεύσεων.

Απαιτείται συστηματική περιήγηση, κατ’ αρχάς στην ιστορία της ελληνικής οικονομίας, επειδή η κρίση προβάλλεται (και σε γενικές γραμμές έτσι είναι) πρωτίστως ως οικονομική, ώστε να επέλθει η περιγραφική αποκατάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας ως μοναδικού αντιλόγου σε μια διαπάλη ιδεών και κοινωνικών διεργασιών που όλο και περισσότερο στερείται αισθητικής.

Όμως πρέπει να είμαστε αρκούντως συνειδητοποιημένοι για τις αντιδράσεις που θα προκύψουν, από μια τέτοια προσπάθεια γιατί «οι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ αντέξουν πολλή πραγματικότητα».[6]

Η περιγραφική κατάσταση της πραγματικότητας[7] της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ξεκινήσει από απλές διαπιστώσεις μέσω των οποίων είναι δυνατόν να σχηματισθεί ένας ερμηνευτικός καμβάς ικανός να οδηγήσει στην κατανόηση της.

Χρειάζεται να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίον η ελληνική οικονομία (αλλά ταυτόχρονα η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος) κατάφερε να αναπτυχθεί έτσι ώστε η μικρή αγροτική οικονομία η οποία επικρατούσε στον ελληνικό χώρο, να μετασχηματισθεί σε μιαν αναπτυγμένη οικονομία και παρά τα όσα μη ορθά της καταμαρτυρούν σχετικά με τη λειτουργία της, κατάφερε μέχρι σήμερα να εξασφαλίζει στους κατοίκους της ένα βιοτικό επίπεδο από τα υψηλότερα στον κόσμο.

Διότι περί αυτού ουσιαστικά πρόκειται. Παρά τα πολλά και περί του αντιθέτου λεγόμενα, η Ελλάδα αναπτύχθηκε με τον δικό της τρόπο σε πείσμα όλων εκείνων των κανονιστικών αναλύσεων, οι οποίες ορμώμενες από ξένα πρότυπα και ειδικά από αυτό της Δυτικής Ευρώπης έδειχναν άλλους δρόμους.

Η χρησιμοποίηση ενός “ιδανικού” αναπτυξιακού υποδείγματος ως προτύπου, ή ακόμη η χρησιμοποίηση ενός “ξένου” υποδείγματος (στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για μια sui generis αναφορά σε αυτό των δυτικών αναπτυγμένων χωρών μεταξύ των οποίων, ειρήσθω εν παρόδω, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις), αφ’ ενός αφαιρεί την αξία των ιδιομορφιών της κοινωνικής πραγματικότητας, αφ’ ετέρου επιβάλλει μέσα, τρόπους και μέτρα για τους αναπτυξιακούς σκοπούς της κοινωνίας που είναι ακατάλληλα για την επίτευξη του στόχου, με φυσιολογικό αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία.

Σύμφωνα με τη συλλογιστική που μόλις εκθέσαμε, χρειάζεται να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα βασικά ζητήματα τα οποία έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην ανάπτυξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Έτσι χρειάζεται να δείξουμε τι ακριβώς σημαίνει ότι ελληνικός χώρος δεν εβίωσε ούτε τη φεουδαρχία, ούτε την Αναγέννηση, ούτε την επιστημονική επανάσταση, ούτε το απολυταρχικό κράτος. Αρκεί μόνο να το αναφέρουμε και το ζήτημα θεωρείται λήξαν; Ποιές είναι οι συνέπειες αυτής της απουσίας; Προχωρώντας ακόμη ένα βήμα ρωτάμε: υπήρξε κάποιος άλλος τρόπος μέσω του οποίου αυτές οι απουσίες υποκαταστάθηκαν;

Ποιά είναι τα κοινωνικά υποκείμενα που υποκατέστησαν τα αντίστοιχα απουσιάζοντα, τα οποία υπήρξαν οι φορείς των συγκεκριμένων πραγματοποιήσεων στην ιστορική διαδρομή της Δύσης; Με απλά λόγια, ποιά κοινωνικά στρώματα κατέλαβαν τη θέση των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων της Δύσης; Ποιά κοινωνικά στρώματα θα θεωρήσουμε ότι τα υποκατέστησαν στην ιστορική διαδρομή της ελληνικής κοινωνίας;

Όλο αυτό το συνονθύλευμα πατριαρχικών δυνάμεων, προεστών, καπεταναίων, μικροεμπόρων, ναυτικών, ομογενών, μικροεπιχειρηματιών κ.τ.λ. που συναπαρτίζουν τους δημιουργούς του νέου ελληνικού κράτους, με τις ιδιάζουσες και επαμφοτερίζουσες απόψεις, πώς μπορούν να ταυτιστούν με τις απόψεις μιας δυναμικής αστικής τάξης;

Οι κοινωνικές διαδικασίες οι οποίες διαμορφώθηκαν με την παρουσία των συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων καθόρισαν σε μέγιστο βαθμό το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε ολόκληρη την περίοδο υπάρξεως του ελληνικού κράτους η πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Μπορεί τα όρια του πλαισίου να ήταν (είναι) ελαστικά ή και πολύ ελαστικά σε περιόδους “εκσυγχρονιστικών σπασμών” αλλά αυτό δεν μεταβάλλει τον σκληρό πυρήνα του συστήματος, ο οποίος, υπό μια έννοια, περιέχει ολόκληρη τη “μεταφυσική” της αρχικής θεμελίωσης του ελληνικού κράτους. Θέλω να υπογραμμίσω εδώ ότι η “μεταφυσική” του συστήματος, ο σκληρός του πυρήνας, είναι δύσκολο να υποστεί μεταβολές οι οποίες προέρχονται από συγκυριακά ή τεχνικά ζητήματα αλλά και από απλές κοινωνικές διεργασίες.

Όλες οι πιέσεις και οι τριβές παροχετεύονται στα ελαστικά όρια του πλαισίου τα οποία πάντοτε βρίσκουν τρόπο να προσαρμόζονται προστατεύοντας τον σκληρό πυρήνα. Πρωτίστως, οι πιέσεις προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον, τον διεθνή καταμερισμό ισχύος και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι προσαρμογές σαφώς λαμβάνουν υβριδική μορφή αντανακλώντας τις ιδιαιτερότητες του σκληρού πυρήνα. Με απλά λόγια υποστηρίζουμε ότι μόνον οι κοινωνικές διαδικασίες μπορούν να μεταβάλλουν τα όρια του πλαισίου του κοινωνικού σχηματισμού, όχι όμως τον σκληρό πυρήνα του.

Προχωρώντας περαιτέρω επιχειρούμε να εκλογικεύσουμε επιμέρους βασικές ιδιοτυπίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, απαντώντας σε συγκεκριμένα ερωτήματα, όπως:

Τι σηματοδοτεί η ύπαρξη της ελληνικής ομογένειας εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και της ελληνικής διασποράς στην Ευρώπη, όσον αφορά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους; Πώς γεννήθηκε η ασάφεια μεταξύ της έννοιας του κράτους και της αντίστοιχης του έθνους στην Ελλάδα; Τι προβλήματα δημιουργεί και τι προβλήματα “λύνει”; Γιατί ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα συνεχίζεται η συζήτηση η οποία κατά βάση έχει “κλείσει” στις δυτικές χώρες;

Η ανάπτυξη της έννοιας του ελληνοκεντρισμού ως ρομαντικού (;) εθνικιστικού πολιτισμικού φαινομένου και της έννοιας της ελληνικότητας ως “έλλογης” προσπάθειας εκλογίκευσης της όποιας ιδιαιτερότητας της Ελλάδας σε σχέση με όλους τους γείτονές της είναι ακόμη ένα ζήτημα το οποίο χρειάζεται να αναλυθεί επισταμένως. Αποτέλεσμα της εμφάνισης και της εξάπλωσης της έννοιας της ελληνικότητας[8] είναι οι συνεχιζόμενες, ακόμη και σήμερα, συζητήσεις οι οποίες εκτείνονται κατά μήκος ενός φάσματος στο ένα άκρο του οποίου βρίσκεται ο (ρομαντικός) εθνικισμός ως έκφραση της μοναδικότητας και της υπεροχής του ελληνισμού και στο άλλο ο εξευρωπαϊσμός ως απόλυτη αφομοίωση με την Εσπερία. Όλα αυτά επίσης χρειάζεται να ενταχθούν σε αυτό το προτεινόμενο ερμηνευτικό σχήμα, όπως και η διαφορετική επίδραση της Ορθοδοξίας στο επιχειρηματικό/καπιταλιστικό πνεύμα σε σχέση με τον καθολικισμό/προτεσταντισμό.

Η σταδιακή γεωγραφική ολοκλήρωση της χώρας κυρίως μέσω συνεχών πολέμων και αλλεπάλληλων πολεμικών προετοιμασιών συνιστά ακόμη μία ιδιαιτερότητα όσον αφορά τον σχηματισμό και τη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Τα δημοσιονομικά προβλήματα, τα ελλείμματα και το χρέος, η οργανική ενσωμάτωση των υποδομών των διαφορετικών περιοχών, η ομογενοποίηση των πολιτικών προτύπων των κατοίκων των “νέων περιοχών”, και ειδικά με την έλευση των προσφύγων μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, επίσης αποτελούν σημεία ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος που απαιτούν προσεκτική μελέτη.

Ακόμη ένα σημείο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι ότι αυτό το μικρό και νεοσύστατο κράτος, με κατοίκους κυρίως φτωχούς αγρότες και ψαράδες και με βασιλιά από την Ευρώπη, είναι από τα πρώτα κράτη στα οποία καθιερώνεται η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και παραχωρείται το δικαίωμα ψήφου σε όλους τους άρρενες κατοίκους πολύ νωρίς σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν. Η επίδρασή του είναι καταλυτική.

Εκτός των αναφορών στις πολλές ιδιοτυπίες του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, θα πρέπει να γίνει αναφορά στις ιδιομορφίες[9] των οικονομικών διεργασιών, όπως εμφανίζονται στη βάση της υλικής παραγωγής.

Στο σημείο που χρειάζεται να αφοσιωθεί ο οποιοσδήποτε μελετητής είναι η κοινή πραγματολογική διαπίστωση για την υπερτροφία του ελληνικού κράτους. Υπερτροφία πάντοτε σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, ίσως και με χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η αποδεδειγμένη αυτή υπερτροφία του ελληνικού κράτους δηλώνει εξ αρχής ότι το αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολούθησε η ελληνική οικονομία είναι ex ante λανθασμένο; Ή μήπως θα πρέπει να εκληφθεί ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνικού υποδείγματος και ως εκ τούτου να “κριθεί” με τα κριτήρια που απορρέουν από αυτή την ιδιαιτερότητα; Τι είδους κριτήρια όμως θα μπορούσαν να είναι αυτά;

Προφανώς, όχι μόνο κριτήρια που απορρέουν από την οικονομική θεωρία, ούτε κριτήρια που απορρέουν μόνο από την ιστορική πραγματικότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης που εντάσσονται σε συγκεκριμένα υποδείγματα ανάπτυξης. Τότε πώς; Νομίζουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο ερμηνεύοντας. Η ερμηνεία περιέχει και την περιγραφή και την αξιολόγηση και τη σύγκριση και τη διαφοροποίηση. Επιβάλλει δημιουργικότητα και απαιτεί πρωτότυπη σκέψη. Προκαλεί για τη δημιουργία νέων προτύπων. Αποφεύγει τον “άτεγκτο αλλά στείρο επιστημονισμό” της νέας κατεύθυνσης που έχει λάβει η οικονομική επιστήμη κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος εδράζεται στην α-παγωγική μέθοδο, σύμφυτη της επιστήμης των μαθηματικών μη επιδεχόμενης εμπειρικής διαψεύσεως.[10]

Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί ο τρόπος βιομηχανικής ανάπτυξης όχι όπως θα επιθυμούσαμε να εξελιχθεί, αλλά όπως πραγματικά εξελίχθηκε. Επίσης η φορολογική πολιτική ενταγμένη στο αναδιανεμητικό πλαίσιο λειτουργίας του ελληνικού κράτους.

Μια ακόμη ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας είναι οι διαχρονικές εισροές αδήλων και δάνειων πόρων. Οι συνεχείς εισροές πόρων στην ελληνική οικονομία ουσιαστικά δημιουργούν δομικές μεταβολές στο οικονομικό υπόδειγμα επιτρέποντας να υπάρχει αγοραστική δύναμη που δεν παράγεται εγχωρίως. Με τον τρόπο αυτόν συμβάλλουν πρωταρχικά στην κάλυψη των καταναλωτικών δαπανών, λόγω της φύσης τους (πρόκειται για άδηλες εισροές και όχι για Άμεσες Ξένες Επενδύσεις [ΑΞΕ], οι οποίες ενσωματώνουν τεχνολογία). Παράλληλα υπερκεράζουν την αδύναμη παραγωγική βάση διογκώνοντας τις εισαγωγές. Με τον τρόπο αυτό σε μεγάλο μέρος του παραγωγικού πληθυσμού δημιουργείται η νοοτροπία του εισοδηματία, παρά του παραγωγού. Οι εισροές πόρων προέρχονται από διεθνείς δραστηριότητες: τη ναυτιλία, τη μετανάστευση, τον τουρισμό, και τα δάνεια κεφάλαια (μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος). Παρ’ ό,τι το ποσοστό των εξωγενών πόρων στο σύνολο του εισοδήματος είναι της τάξεως του 10-20% (αναλόγως της χρονικής περιόδου), η συμβολή του στη διαμόρφωση της καταναλωτικής δαπάνης πρέπει να θεωρείται σημαντική.

Το μεγάλο ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων στην ελληνική οικονομία στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά τα οποία διαπιστώνονται στις δυτικές οικονομίες, αποτελεί εξίσου ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος ζήτημα διότι συνδέεται ευθέως, κατά την άποψή μας, με τη διαχρονικά ισχνή και αδύναμη παρουσία του παραγωγικού ιστού της χώρας, η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να δημιουργήσει συνθήκες πλήρους απασχόλησης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της. Πάντοτε η μετανάστευση αποτελούσε τη σίγουρη διέξοδο στο πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Άλλωστε αυτό γίνεται εμφανές και στις σημερινές δύσκολες συνθήκες που διέρχεται η χώρα.

Έχει σημασία να διαβασθεί η ελληνική οικονομία pari passo με τις πολιτικές, τις κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις αν μπορώ να χρησιμοποιήσω μια βαριά έκφραση, χωρίς δεσμευτικές δεοντολογικές και ηθικοκανονιστικές απολήξεις. Η εξαρχής προσπάθεια έγκειται να επιτραπεί η σχεδόν 200 χρόνων ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας να αναδυθεί ως είναι, χωρίς το πώς θα έπρεπε να είναι. Και τούτο διότι η ύπαρξη ενός δεοντολογικού πλαισίου περί του πώς έπρεπε να είναι η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέπτης του πώς πράγματι είναι.

Με τον τρόπο αυτόν, όλες οι ιδιομορφίες και ιδιοτυπίες, τις οποίες πολλοί αναλυτές υπογραμμίζουν, θεωρούνται επί της ουσίας σαν ασθένειες που χρειάζεται να ιαθούν προσαρμοζόμενες σύμφωνα με το δεοντολογικό προκατασκευασμένο πλαίσιο. Όμως εδώ συντελείται κάτι σαν θαύμα και ενώ επί 200 συναπτά έτη “μπαίνουν στην προκρούστια κλίνη της προσαρμογής” πάντοτε υπάρχουν εκεί, ανιχνεύονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Μεταλλάσσονται; Ξαναγεννιούνται; Ενυπάρχουν πάντοτε και καταφέρνουμε να τις ανιχνεύουμε έστω και δύσκολα στην καθημερινότητά μας. Η ανάγνωση της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, η κατανόηση του είναι και του γίγνεσθαι της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελεί το πρώτο και βασικό καθήκον κάθε καλοπροαίρετου μελετητή.

Όπως σημειώνει ο Τ. Σ. Έλιοτ:

«Ιδού σε τι χρησιμεύει η μνήμη: για απελευθέρωση – όχι λιγοστεύοντας την αγάπη αλλά εξαπλώνοντας Την αγάπη πέρα από την επιθυμία, κι έτσι απελευθέρωση από το μέλλον καθώς κι από το παρελθόν. Και με τον ίδιο τρόπο η αγάπη μιας πατρίδας αρχίζει σαν προσήλωση στο δικό μας πεδίο δράσης. Και κάποτε αντιλαμβάνεται αυτή τη δράση ελάχιστα σημαντική αν και ποτέ χωρίς ενδιαφέρον. Η Ιστορία μπορεί να είναι δουλεία, Η Ιστορία μπορεί να είναι ελευθερία […]».[11] σ

ΚΩΣΤΑΣ Ι. ΜΕΛΑΣ


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[1] Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλαούζεβιτς, Περί του Πολέμου, Βάνιας, 1999.

[2] Τόμας Στερνς Έλιοτ , Τέσσερα Κουαρτέτα, (μτφρ.: Κλείτος Κύρου), Ύψιλον/Βιβλία, 1994.

[3] Μπαρούχ Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, Πατάκης, 2003.

[4] N. Machiavelli, Ο Ηγεμόνας, στο: N. Machiavelli , Έργα, τόμος Ι, (μτφρ.: Π. Κονδύλης), Κάκτος, 1984, σσ. 266-267.

[5] Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, Κέδρος, 1990, σ. 223.

[6] Τόμας Στερνς Έλιοτ , Τέσσερα Κουαρτέτα, (μτφρ.: Κλείτος Κύρου), Ύψιλον/Βιβλία, 1994.

[7] Η περιγραφική απεικόνιση βρίσκεται στον αντίποδα των δύο αντιλήψεων οι οποίες, με μεγάλη διαφορά «ειδικού βάρους» ενυπάρχουν ως επεξηγηματικά σχήματα της ιστορικής πορείας της ελληνικής κοινωνίας. Η πρώτη (απολύτως κυρίαρχη) ενστερνίζεται το ανολοκλήρωτο της «αστικής επανάστασης και του αστικού εκσυγχρονισμού» που πάση θυσία χρειάζεται να ολοκληρωθεί. Η δεύτερη ταυτίζεται με το ονομαζόμενο ρεύμα του εθνορομαντισμού, το οποίο εκφράζοντας συλλήβδην τη δυσφορία του και προς τους δύο ιστορικά μεγάλους παγκόσμιους κοινωνικούς σχηματισμούς, Δύση και Ανατολή, δημιουργεί την ανάγκη παρουσίασης, ενός άλλου ιστορικού παραδείγματος ικανού να σηκώσει το βάρος μιας θετικής πρότασης η οποία να υπερβαίνει τα προβλήματα των δύο υπαρκτών παραδειγμάτων και να οριοθετεί το νέο. Το προτεινόμενο παράδειγμα είναι ο ελληνισμός. Για όλα αυτά βλ.: Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ , Το ανυπόφορο βουητό του κενού, εκδ. Αγγελάκη, 2016,σσ. 216-228.

Επίσης θα πρέπει να αποδεχτούμε την αντινομία μεταξύ της «πραγματικότητας» ως την κοινωνική πραγματικότητα των υπαρκτών ανθρώπων που εμπλέκονται σε μεταξύ τους αλληλεπίδραση και σε παραγωγικές διαδικασίες και του «Πραγματικού» που προκύπτει από την α-παγωγική θεώρηση της κυρίαρχης οικονομικής σχολής η οποία στηριζόμενη στην πλασματική μορφή του homo oeconomicus, συμβολίζει την πραγματικότητα της θεωρία ή καλύτερα την πραγματικότητα ως θεωρία. Η θεωρία δηλαδή συμμετέχει ενεργά στο σχηματισμό του «Πραγματικού».

[8] Κ. Μελάς  – Β. Χωραφάς, «Η ελληνικότητα και οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων», Μηνιαία Επιθεώρηση  50 (Φεβρουάριος 2009).

[9] Κ. Μελάς, Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία: Ιδιομορφίες, Ο δρόμος προς το Μνημόνιο, Ύβρις και Νέμεσις, εκδ. Πατάκη, 2013.

[10] Για τα ζητήματα αυτά βλ.: Κ. Μελάς, Η Ατελέσφορη Επιστήμη, Ευρασία, 2013.

[11] Τόμας Στερνς Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, (μτφρ.: Κλείτος Κύρου), Ύψιλον/Βιβλία, 1994.