Ποιήματα που αποπνέουν ιερότητα

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Θεώνη Κοτίνη,
Ο χρόνος είναι,
Μελάνι, 2020

Ορισμένοι ποιητές έχουν την ευχέρεια χρησιμοποιώντας διατυπώσεις με υποκείμενο, ρήμα και κατηγορούμενο να ανοίγουν τη γλώσσα πέρα από τις λεκτικές της διαστάσεις. Έτσι και εδώ στον τίτλο ανοίγεται πεδίο ανάγνωσης διττό: του Χρόνου και του Είναι. Και τι δεν χωρεί μέσα τους.

Προχωρούμε στον ποιητικό βηματισμό. Βαθιά προσωπική ποίηση, θα την έλεγα ποίηση προσώπων, που αποπνέει ιερότητα. Σπάνια κατορθώνει κανείς χωρίς ιερολογίες, χωρίς ρητές θεολογικές αναφορές να ζωγραφίσει αγιογραφήματα. Ποιήματα ποτισμένα αγάπη. Μαζί με εξαιρετική χρήση της γλώσσας, σαν να ακουμπά κάθε στίχο στο χαρτί, όπως εύθραυστο δοχείο και με εναλλαγές πρώτου, δεύτερου και τρίτου προσώπου. Έχουμε να κάνουμε με ξεχείλισμα ψυχής αφού πρώτα έχει κατασταλάξει νοσταλγία, θύμηση, σιωπή, ομορφιά για πρόσωπα και πράγματα. Η ομορφιά που καταγράφεται μέσα από μεγάλη τρυφερότητα δεν είναι των πραγμάτων, είναι της ποιήτριας. Καθώς το βλέμμα της ακουμπά πάνω τους, ακουμπά και η ψυχή της με όσα μεταφέρει, όλα όσα ένιωσε στη ζωή της. Ο αναγνώστης αναρωτιέται, πονά, αναλογίζεται, αυτογνωρίζεται.

Η Θεώνη Κοτίνη έχει μεγάλη ικανότητα να μεταγράφει -να περνά μέσα στη γλώσσα- λεπτές αισθήσεις και αισθήματα γεννώντας διαρκώς εικόνες και μεταφορές. Μα το σημαντικότερο είναι άλλο. Στο βιβλίο αυτό έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ορατόριο της οικογένειας: η ενήλικη κόρη μαζί με τους γονείς, μαζί με τον πατέρα που εξεδήμησε, μαζί με την μητέρα που έμεινε πίσω, μαζί με παλιωμένες μνήμες που ενεργοποιούνται, γεννούν στίχους πανέμορφους όπου αποτυπώνονται εμπειρίες μιας μη αστικής ζωής και συγκρίνονται με τις σημερινές. Τα βιώματα που γράφονται στους στίχους

Εγώ η μάνα ο πατέρας στο λιοστάσι
Απόγευμα
Είχαμε μόλις μαζέψει τις ελιές
Και στέκαμε κι οι τρεις κάτω απ’ το δέντρο

τα διαδέχεται -στα πρώτα ποιήματα- μια ανάδυση σχέσης με τους δύο γονείς, με ταυτόχρονη δημιουργία χαρακτήρων – γεγονός σπάνιο σε σχετικά μικρά ποιήματα. Ζωγραφίζοντας τη σχέση της μαζί τους ζωγραφίζει καταστάσεις ζωής, καταγράφει τη ζωή των απλών ανθρώπων παλαιότερης κοπής, όμως ανθρώπων του μόχθου που έζησαν μακριά από την μοντέρνα ζωή των ανέσεων και διανοήσεων και που ήταν σχεδόν άρρηκτα δεμένοι με τους ρυθμούς της φύσης. Γι’ αυτό και κάθε τόσο περνά στα ποιήματα ένας χείμαρρος από φυσικά στοιχεία. Σε μια επίσκεψη στο μνήμα επιχειρώντας μια νοερή συνομιλία με τον πατέρα της ρωτά και ξαναρωτάει:

Έχει εκεί παπαρούνες υγρές απ’ την μπόρα;
Σπαραγγιές στις ελιές;
Έχει μάραθα εκεί;
Άγριες αγκινάρες άρτυμα
Για της σαρακοστής τον νηστευτή;
Σουγιαδάκι στενό για να κόβεις
Τραγανό τον βλαστό του γαϊδουράγκαθου
Να κερνάς τα παιδιά και να χαίρεσαι εσύ;
(σ. 12)

Αναρωτήσεις: πως ζούσαν οι άνθρωποι παλιότερα, πως ζουν σήμερα; Πως ένας νεώτερος άνθρωπος -γυναίκα- τρέφεται από την ύπαρξη του γονεϊκού ζευγαριού, πως κατοικούν μέσαθέ της τα πρόσωπά τους, τα γεγονότα της καθημερινής ζωής ή κάποια έκτακτα, η ανταλλαγή συναισθημάτων, και εκείνη η σιωπή που σημαδεύει ορισμένους όταν βρίσκονται στην τελική ευθεία πριν από το τέλος;

Ανάμεσα σε όλα αυτά γλιστρούν εξομολογήσεις της ποιήτριας άλλοτε άμεσα άλλοτε πλαγίως, άλλοτε σε συγκεκριμένη σχέση με τα δύο πρόσωπα των δικών της, άλλοτε πιο κρυπτικά και ανεξάρτητα. Θα αποτολμήσω κάτι: μια ποιήτρια στη σημερινή εποχή έχει ζόρικο δρομολόγιο γιατί υποχρεώνεται να διασταυρώσει την ομορφιά της κτίσης -όσο γίνεται-, την ένδον ψυχική περιπέτεια, τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, τις συγκρούσεις με την περιρρέουσα αφασία, την εύρεση του αληθινού εαυτού. Η Κοτίνη σκάβει. Κάθε τόσο πετιούνται από το σκάψιμο κομμάτια λέξεων, στίχων και σημασιών που υπογραμμίζουν την υπαρξιακή διάσταση της ποίησης της, καθώς κάθε τόσο μας προσφέρει ένα είδος πνευματικής γαλήνης που πάει να αγγίξει τα όρια ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο.

Σε προηγούμενες συλλογές της και μάλιστα στα βιβλία Αθώα τη νύχτα (Πλανόδιον, 2003) και Θεός ή αγάπη (Γαβριηλίδης, 2010) είχαμε να κάνουμε με μια ασίγαστη ποιητική ροή. Στην τωρινή έκδοση τα πράγματα οικονομούνται πιο αυστηρά, υπάρχει ένα καταστάλαγμα, περισσότερη αφαίρεση παρά τις απτές εικόνες, την εγγεγραμμένη συγκίνηση, την ψυχική φόρτιση.

Η μάνα μου
κάθεται πάντα άκρη άκρη στην καρέκλα
ποτέ δεν ζήτησε άλλωστε
μια ολόκληρη θέση στη γη
Περιμένει με σβησμένο το φως
να αναγγείλει ζωή η οθόνη
(σ.20)

Μεσημέρι
Λιγνό μιας μορφής το θυμίαμα
δρασκελίζει τα μνήματα
ανεβαίνει στου κεριού τον αέρα.

Θα σταθούν τα πουλιά.
Θα λαλήσουν.
Ταπεινή θα θροϊσει φωνή
όσων όρθωσε η γη
κυπαρίσσι
(σ.24)

Δίνεται η ευκαιρία στην ποιήτρια να αναρωτηθεί για τα πιο σοβαρά ζητήματα της ζωής, για τη σχέση μέσα στον γάμο όπως λειτουργούσε παλιότερα, στα πιο παραδοσιακά-ας πούμε- ζευγάρια, να εντοπίσει αδυναμίες, αποτυχίες, αδιέξοδα αλλά και την σιωπηρή παρουσία της αγάπης. Έχει ένα θαυμαστό τρόπο να περιγράφει την σταδιακή αποχώρηση του γέροντα πατέρα από τη ζωή, τις διαλείψεις μνήμης, την βαθιά αμηχανία της μάνας που έμεινε πίσω, θαμπή. Συνακόλουθα πιάνει κουβέντα με τα πράγματα, τα αντικείμενα του σπιτιού, απομεινάρια μιας ολόκληρης ζωής των γονιών της, στοιβαγμένα ή χωμένα σε γωνιές, για τα οποία εφευρίσκει την καταπληκτική ονομασία «κατοικίδια», καθώς τα ζωντανεύει, τα κάνει «όντα», όπως ο Αριστοτέλης, εφ’ όσον και αυτά είναι. Ξαναβρίσκει μπροστά της πράγματα που είχε ίσως λησμονήσει όπως:

το βυσσινί βελούδο στο τραπέζι
στρωμένο μόνο τις γιορτές
και η καράφα του κρασιού
με το μακρύ λαιμό
να αντηχεί
την καλλικέλαδη ροή μιας ευωχίας
(σ.25)

Μιλά ακόμα για «τα πράγματα που δεν αντέχουν άλλο» και «τα πετάς / με κάποια μεταμέλεια / για το χαμένο στα σκουπίδια νόημά τους». Ο ποιητικός της τρόπος αναδείχνει τα πιο ασήμαντα, τα μεταμορφώνει σε ποιητικά στοιχεία, σε απαραίτητα δρώμενα ζωής που γίνονται στίχοι, όλα αυτά τα εν πολλοίς περιφρονημένα που ωστόσο,

Ακίνητα
φθαρμένα κατοικίδια
περιφρουρούν
αυτή την αντοχή
που γίνεται η ψυχή του ανθρώπου
ανίδεα σκεύη μετάληψης
στη θεία κοινωνία της διάρκειας
(σ.26)

Προχωρούμε πιο πέρα. Υπάρχουν τρία ποιήματα που αρμονίζονται μαζί: το πρώτο φέρει τον τίτλο «Ίχνος», το δεύτερο «Πάντα» και το τρίτο «Βροχερή Άνοιξη». Στο πρώτο η ποιήτρια θεάται τα βουνά, στο δεύτερο χαιρετά τον «Απρίλη Πασχαλιάς» και στο τρίτο παραδίνεται στη μέθη ανοιξιάτικης φύσης. Ώρα πολλή κοιτάζει τα βουνά. Τα βλέπει σαν ανθρώπους, τα βλέπει να παραλλάσσουν, να αχνοφαίνονται ανάλογα με τις εναλλαγές του φωτός, το πέσιμο της νύχτας. Αλλάζουν χρώματα, γίνονται στάμπες αλλά έτσι χρωματιστά αποτυπώνονται στη μνήμη. Στο ποίημα «Πάντα», αφού περάσει στην κυριολεξία πίσω από τα φαινόμενα και γράψει το δίστιχο

πρέπει να πας κοντά να κρυφακούσεις
το βύζαγμα της κάμπιας στον βλαστό
(σ. 29)

εικονογραφεί την Μεγάλη Εβδομάδα με μοναδικό τρόπο:

Η ομορφιά σαν έλεος
ή σαν της Μεγαλοβδομάδας τη σιωπή
που πάει να πει
μια αγαθότητα βλέμματος
κι ο νους σου δωδεκαετής μες το ναό
μαθαίνει
τι σπέρμα γόνιμο το φως, τι ουρανός η αγάπη
(σ. 29)

Από τους ωραιότερους, θαρρώ, στίχους στην ελληνική ποίηση. Πιάνω τώρα την «Βροχερή Άνοιξη». Αρχίζει έτσι: «Ανοίγει κάθε τόσο ο ουρανός / μια ανθρώπινη πονετική βροχούλα» (σ.34). Κι ύστερα φεύγει σε είδος υμνολογίας των λουλουδιών, των φύλλων, του βλέμματος, των πουλιών, των δέντρων, ακούγοντας το αηδόνι γράφει το στίχο «σαν να τσιμπάει ήχο πρωτόπλαστο». «Λάμπουν / κυδώνια κίτρινα» κι όλο το ποίημα μια μέθεξη και συνάμα ύμνος στην κτίση.

Φτάνω να πω ότι το βιβλίο ή μάλλον ο ποιητικός του λόγος χωρίζεται σε λόγο εκστατικό και λόγο ερωτηματικό, όπου σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση η έκσταση δίνει τη θέση της σε μια σειρά από διαπιστώσεις πάντα υπαρξιακής διάστασης, μια άγρυπνη αναζήτηση νοημάτων και σημασιών (με κάποια γεωμετρικότητα ίσως) που αφήνει πίσω της τη ροή των εικόνων και την ευωχία των συναισθημάτων για να σταθεί απέναντι στο είναι και στο χρόνο, κλείνοντας με τρία ερωτήματα: τι είναι να παλιώνεις; τι είναι να γερνάς; τι είναι να πεθαίνεις;

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ