Γεύμα στο πάρκο
Ένας ποιητής, σκυφτός στην άκρη του εστιατορίου
Πίνοντας μια κόκκινη γουλιά
Αναλογίζεται
Πώς να ηχούν οι ήχοι από τα μαχαιροπίρουνα
Στ’ αυτιά εκείνου του αστέγου που ευτυχώς πρόλαβε τη θέση στο παγκάκι.
Τουλάχιστον, σκέφτηκε, θα έχει τα τζιτζίκια παρέα το καλοκαίρι,
Και ίσως να πιάνουν και καμιά ψιλοκουβέντα.
Ξέρει πάντως πως όταν σηκωθεί από το μαγαζί,
Θα διασχίσει το πάρκο γυρνώντας το βλέμμα του γρήγορα,
Και θα ψάξει την χώνεψη από το φιλέ μινιόν
Σ’ ένα στέκι με ακριβό ουίσκι
Και άλλους διανοούμενους να συζητούν
Την αδικία της ζωής.
Έπειτα θα επιστρέψει σπίτι του,
Και θα γράψει
Ένα θριαμβευτικό ποίημα για την βαριά μελαγχολία του στην όψη εκείνου του ανθρώπου.
Βέβαια δεν θα αναφέρει ότι ούτε την μυρουδιά του δεν άντεξε
Ούτε τα άπλυτα μαλλιά του να κοιτάξει.
Σίγουρα όμως εκτελεί το χρέος του,
Και γι’ αυτό, θα ανάψει ένα πούρο σκεπτόμενος.
ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΚΟΥΤΗ
(Πίνακας: Edouard Manet, Le déjeuner sur l’herbe)